Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.







Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΔΑΚΙ
Του Αντρέα Μαρολαχάκη
Ακριβώς απέναντι, από την κύρια είσοδο, της αυλής του σχολείου, ήταν ένα μικρό μαγαζάκι, που δεν μπορώ να προσδιορίσω, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα το αντικείμενο της εργασίας του. Μέσα στον κύριο χώρο, που ήταν σίγουρα πολύ μικρός, υπήρχαν τέσσερα τραπεζάκια, κολλημένα στους τέσσερις τοίχους, με τις ανάλογες ψάθινες καρέκλες. Εκεί θα μπορούσε να πιει κάποιος τον καφέ του, (φυσικά μόνο Ελληνικό) την τσικουδιά του, με ελάχιστο μεζέ, συνήθως ελιές και απλά αναψυκτικά. Συνηθισμένο αναψυκτικό τότε ήταν ο συμπυκνωμένος χυμός πορτοκαλιού, που το αραίωναν με νερό σε ένα ποτήρι.  Στον ίδιο χώρο έβρισκε κανείς, απλά είδη μπακαλικής, σε μικρές ποσότητες. Στο βάθος υπήρχε ένα μικρό, σχετικά ψυγείο βιτρίνα, πάνω στο οποίο είχαν προσαρμόσει ένα είδος ραφιού, με διάφορες κονσέρβες  και στην άκρη του, είχε ένα γκρι τηλέφωνο με μια πινακίδα, που έγραφε "τηλέφωνο δια το κοινό". Δίπλα από την είσοδο υπήρχε ένα ταχυδρομικό κουτί, όπου θα μπορούσε οποιοσδήποτε, να ρίξει μέσα τις επιστολές που ήθελε, να ταχυδρομηθούν. Επίσης ο ταχυδρόμος άφηνε σε ένα τραπέζι την αλληλογραφία της περιοχής, από όπου περνούσαν οι ενδιαφερόμενοι και την έπαιρναν. Με μία δραχμή, που θα έριχνε κάποιος σε ένα αυτοσχέδιο κουμπαρά, φτιαγμένο από μεταλλικό κουτί, που κάποτε είχε καλμαλίνες, μπορούσε να πάρει, ένα αστικό τηλέφωνο. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού είχε κατασκευάσει ένα ξύλινο κουτί που το σκέπαζε με ένα τζάμι και μέσα είχε κομμάτια ψωμιού, με τυρί και αλλαντικά, τα οποία πουλούσε στα διαλείμματα στους μαθητές. Μαζί με αυτά πουλούσε και σοκολάτες όπως και αναψυκτικά. Με το που ακουγόταν το κουδούνι αυτός ήταν μπροστά από τον τοίχο του προαυλίου, στήριζε το κουτί σε ένα καβαλέτο και διαλαλούσε τα εμπορεύματα του.
    Εκείνη την εποχή στο γυμνάσιο, είχαμε αρκετές κενές ώρες κατά την διάρκεια των μαθημάτων. Αυτό συνέβαινε είτε από έλλειψη αρκετών καθηγητών, είτε από κακό προγραμματισμό. Εμάς αυτές οι κενές ώρες, μας άρεσαν ιδιαίτερα, γιατί ήμασταν χωρίς την επίβλεψη κανενός καθηγητή και κάναμε ότι θέλαμε. Μερικοί από τους συμμαθητές μου, είχαν την συνήθεια να πηγαίνουν απέναντι στο μαγαζάκι να πιουν ένα καφεδάκι και κυρίως να καπνίσουν στα κρυφά κανένα τσιγάρο. Τακτικοί θαμώνες ήταν ο Γιάννης, ο Φώτης, ο Λευτέρης ο Σπύρος και πολλοί άλλοι. Αυτό δεν γινόταν μόνο στις κενές ώρες αλλά πήγαιναν και στα διαλείμματα, καθώς όπως έλεγαν ένιωθαν επιτακτική την ανάγκη για κάπνισμα.
Εγώ παρόλο που ποτέ μου, δεν κάπνισα και μάλιστα αντιπαθούσα αυτή την συνήθεια, πήγαινα μαζί τους μόνο για να τους κάνω παρέα. Αυτή η επίσκεψη γινόταν καθημερινά χωρίς να καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο, ίσως γιατί στο τέλος το να συχνάζει κάποιος μαθητής εκεί, ήταν και ένα είδος "μαγκιάς" κάτι που μας έδινε μια αίγλη. Φυσικά από την διεύθυνση του γυμνασίου, απαγορευόταν, να πάμε στο καφενεδάκι με ποινή αποβολής. Αυτό όμως εμάς, ποτέ δεν μας εμπόδισε να πάμε, ίσως γιατί την συγκεκριμένη χρονιά είχαμε μαζευτεί, μαζί όλα τα "λουλούδια" του σχολείου, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, ένας πανύψηλος καθηγητής μας.
     Ακριβώς μπροστά από την είσοδο του καφενείου, ....

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

ΤΑ ΚΑΪΣΙΑ
Του Αντρέα Μαρολαχάκη
Εκείνη την εποχή, βρισκόμασταν σε μια περίεργη φάση της ζωής μας, καθώς τελειώναμε το εξατάξιο γυμνάσιο της Κίσαμου. Ήμασταν στην τελευταία τάξη, λίγο πριν τελειώσει η εφηβεία μας και λίγο πριν ανδρωθούμε. Εμείς σε καμία περίπτωση δεν δεχόμασταν αυτή την απότομη, για μας, αλλαγή και εξακολουθούσαμε να επιμένουμε σε μια εφηβεία, που με τίποτα δεν θέλαμε να αποχωριστούμε.
  Εκείνη την χρονιά δύο αγαπημένοι μου συμμαθητές, αποφάσισαν να αφήσουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν στην πόλη, με την δικαιολογία ότι έχαναν αρκετό χρόνο στις διαδρομές και αυτό ήταν εις βάρος του διαβάσματος. Επίσης ήθελαν προφανώς, να παρακολουθήσουν και κάποια μαθήματα στα φροντιστήρια. Αυτό το δεχόμουν ως ένα βαθμό για τον Σπύρο, αν και πάντα είχα την υπόνοια ότι υπήρχαν και άλλοι λόγοι πιο κρυφοί, σε καμία όμως περίπτωση δεν το δεχόμουν για τον Λευτέρη.
Ο Σπύρος ήταν πολύ καλός μαθητής και θα μπορούσε σίγουρα να ήταν καλύτερος, αν δεν έκανε παρέα με μας. Το ότι η παρέα που έκανε μαζί μας τον επηρέαζε ήταν τόσο φανερό που απορώ ακόμη και τώρα, πως δεν μπόρεσε να το διακρίνει ο ίδιος και να μας αποφύγει. Ο Λευτέρης, σίγουρα δεν ήταν αυτό, που θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι ήταν καλός μαθητής, το σίγουρο ήταν πως αντιπροσώπευε το αντίθετο. Ο πρώτος ήταν ψηλός μάλλον αδύνατος και ήσυχος, σαν έφηβος, απέφευγε τις φασαρίες και πάντα προσπαθούσε να λύσει τα πιθανά προβλήματα, που του παρουσιαζόταν με λεκτικά επιχειρήματα. Ο δεύτερος ήταν μικρόσωμος, χιουμορίστας και όπου υπήρχε καυγάς, ήταν πάντα  αναμειγμένος. Παρ όλο τον μικρό σωματότυπο του, δεν δίσταζε να καυγαδίσει, στην κυριολεξία να ορμήσει σε μια διαμάχη, ασχέτως αν τον αφορούσε ή όχι. Συνήθως οι διαμάχες κατέληγαν εις βάρος του ,αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε την επόμενη φορά να μη λάβει μέρος σε κάποια φασαρία. Ήταν φανερό πως ήταν τελείως ......

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Βλάση, εκεί που ενώνονται η οδός Περδίκα, με την Π. Ιωακείμ, είναι ένα μικρό κτίσμα, που ανήκει στην ιδιοκτησία της οικογένειας, του φίλου μας του Αντωνάκη. Είναι κτισμένο αποκλειστικά με πωρόλιθους, και εφάπτεται η δεξιά  πλευρά του, με την εκκλησία και από την άλλη πλευρά με τον περίβολο, του σπιτιού Νικολαίδη. Έχει δύο πόρτες σιδερένιες την μία στο δρόμο, ενώ η άλλη  βγαίνει στην αυλή του σπιτιού. Οι δύο πόρτες είχαν στο πίσω μέρος τους, ένα σιδερένιο μάνταλο, που με όταν ασφάλιζαν ήταν σχεδόν αδύνατον να μπει κανείς μέσα. Δίπλα στην εξωτερική πόρτα, έχει ένα τεράστιο παράθυρο, ξύλινο, επενδυμένο εξωτερικά με χοντρή λαμαρίνα. Αυτό το παράθυρο, έχει ένα εσωτερικό περβάζι, φάρδους περίπου ενάμισι μέτρου, κάτι σαν πάγκο, ξύλινο, πάνω στον τοίχο. Αυτό το κτίριο, κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί, σαν μπακάλικο, τσαγκάρικο και τέλος σαν μανάβικο. Ποτέ δεν κατάλαβα την χρησιμότητα αυτού του πάγκου και με ποια λογική το κατασκεύασαν. Λίγο μετά την χρήση του, σαν τσαγκάρικο και πριν από το μανάβικο το χρησιμοποιήσαμε και εμείς. Όταν λέω εμείς εννοώ, ο Αντωνάκης, εγώ και ο αδερφός μου ο Στέφανος, που ήμασταν βασικά μέλη μιας μικρής επιχείρησης θεάματος .......

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΜΑΓΚΑΛΙ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Σε καμία φάση της παιδικής μου ηλικίας δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ήμουν, αυτό που λένε "ήσυχο" παιδί. Το αντίθετο θα έλεγα… γενικά αν όχι όλοι, οι περισσότεροι με χαρακτήριζαν άτακτο. Κάποιος τότε με είχαν χαρακτηρίσει "απροσάρμοστο", ένα επιθετικό προσδιορισμό, του οποίου εγώ δεν ήξερα την σημασία. Το γεγονός είναι, πως σε όλες τις φάσεις της παιδικής μου ηλικίας, ήμουν άτακτος και δεν "έμπαινα" στα καλούπια, που θα ήθελαν οι γονείς και οι διάφοροι συγγενείς. Σε πολύ μικρή ηλικία, μου συνέβη κάτι, που ίσως ήταν η αιτία να ενεργοποιηθεί πολύ νωρίς η μνήμη μου. Φυσικά κάποια γεγονότα, από αυτά που θα διηγηθώ, δεν τα θυμάμαι, από προσωπική εμπειρία, αλλά από διηγήσεις των μεγάλων, μερικά όμως έχουν μείνει ανεξίτηλα στην μνήμη μου.
  Εκείνη την εποχή μέναμε σε ένα σπίτι που νοίκιαζε η οικογένεια μας, από την κα Σουλτάνα, απέναντι και διαγώνια από την εκκλησία του Αγ. Βλάση. Ήταν μια μονοκατοικία, με ......

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΠΑΤΙΝΙ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Η εφευρετικότητα μας, όσο αφορούσε τα διάφορα παιγνίδια, δεν είχε τέλος. Σε κάθε περίπτωση προσαρμοζόμασταν, στα νέα δεδομένα και αρπάζαμε κάθε ευκαιρία για κάτι νέο. Πολλά παιγνίδια μας καθήλωναν και μας δημιουργούσαν μια περίεργη εξάρτυση, κολλούσαμε δηλαδή με αυτά χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Ακόμη και τώρα που το σκέπτομαι δεν μπορώ να δώσω μια εξήγηση που να με ικανοποιεί. Ίσως να ακολουθούσαμε μια άτυπη μόδα, χωρίς να μας την επιβάλει κανείς και χωρίς καμία προβολή. Θυμάμαι, πως για ένα διάστημα είχαμε κολλήσει με τις σβούρες. Σε όποιο σημείο της αλάνας και να κοίταζες, έβλεπες ομάδες παιδιών να διαγωνίζονται στο ρίξιμο της σβούρας. Η σβούρα ήτα μια ξύλινη κωνοειδής κατασκευή, θύμιζε πάρα πολύ το βαρίδιο που χρησίμευε, σαν βαρίδιο, στο νήμα της στάθμης. Καλύτερα θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε σαν κυλινδρική ξύλινη σφήνα, που το κάτω μέρος της, γινόταν αιχμηρό και είχε προσαρμοσμένη μια μεταλλική ακίδα, συνήθως ένα είδος πρόκας. Το επάνω της, τμήμα το πιο φαρδύ είχε στερεωμένο ένα μικρό χερούλι. Σε απόσταση τριών τετάρτων από το κάτω μέρος προς το πάνω είχε χαραγμένο ..

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΣΦΕΝΤΟΝΑ

Του Αντρέα Μαρολαχάκη
    Τα καλοκαίρια, αφού είχαν κλείσει τα σχολεία, μια από τις αγαπημένες μας ασχολίες, ήταν να παίζουμε με  σφεντόνες. Το δύσκολο όμως, ήταν να αποκτήσουμε μια τέτοια ή στην καλύτερη περίπτωση να την κατασκευάσουμε οι ίδιοι. Οι περισσότεροι προσπαθούσαμε,  να τις φτιάξουμε από τροποποιημένες φούρκες τελάρων. Στην αρχή της οδού Περδίκα, υπάρχει το οθωμανικό λουτρό, που τότε στέγαζε μια επιχείρηση επεξεργασίας ξύλου, μια κορδέλα όπως την λέγαμε. Το βασικό το αντικείμενο εργασίας, αυτής της επιχείρησης, ήταν να κατασκευάζει τελάρα, για την συσκευασία μήλων και άλλων φρούτων. Αυτά τα τελάρα είχαν στις τέσσερις γωνίες, τις λεγόμενες φούρκες. Αυτές  στην ουσία, ήταν τα εξαρτήματα του τελάρου, που πάνω τους εφάρμοζαν και τοποθετούσαν το επόμενο τελάρο. Οι φούρκες στο επάνω άκρο τους, είχαν σχήμα μυτερής οξείας γωνίας, που το έλεγαν αρσενικό, ενώ στο κάτω μέρος είχε μια εγκοπή, ακριβώς στο αντίθετο της γωνίας που το έλεγαν θύλακο. Έτσι όταν στοίβαζαν τα τελάρα το αρσενικό τμήμα του τελάρου εφάρμοζε πάνω στο θηλυκό και έτσι είχαν αρκετή σταθερότητα όταν τα ντάνιαζαν.
   Εμείς προσπαθούσαμε να .....

Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΓΕΡΑΚΙΝΑ

Του Αντρέα Μαρολαχάκη
Με το τέλος του χειμώνα, αφού τέλειωναν τα χιόνια και οι βροχές, λίγο πριν από την άνοιξη, δειλά δειλά βγαίναμε, πάλι στην αλάνα, στα καμένα. Φυσικά οι δραστηριότητες μας, ήταν περιορισμένες γιατί ακόμη ο καιρός ήταν σχετικά κρύος. Η εποχή βρισκόταν ανάμεσα στο τελείωμα του χειμώνα με στην αρχή της άνοιξης και ήταν πολύ άστατος. Όλο τον χειμώνα ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας, και μας είχε λείψει το "έξω" και οι παρέες του Αγ. Βλάση. Υπήρχε τότε ένα έθιμο, λίγες βδομάδες πριν την καθαρά Δευτέρα, όλοι μας, ακόμη και οι λίγο μεγαλύτεροι να κατασκευάζουμε χαρταετούς. Το ίδιο έθιμο επικρατεί και σήμερα, αλλά όλοι τώρα, τους αγοράζουν έτοιμους. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο σημερινό παιδί, ανάμεσα στα επτά και δώδεκα χρόνια να κατασκευάζει μόνος του τον χαρταετό. 
   Βλέπαμε τα άλλα τα μεγαλύτερα  παιδιά να έχουν ήδη κατασκευάσει, ο καθένας τον δικό χαρταετό, ενώ εμείς οι μικρότεροι, βρισκόμασταν σε αναβρασμό, γιατί κανείς από μας, δεν κατείχε την τεχνική κατασκευής. Με τον φίλο μου τον Μανώλη, κάναμε μια υπερπροσπάθεια, να φτιάξουμε μόνοι μας, τον χαρταετό που τόσο πολύ επιθυμούσαμε. Κάναμε μια εξόρμηση προς τους μπαξέδες, την περιοχή που ήταν περίπου στην παλιά γραμμή (τον σημερινό περιφερειακό δρόμο), για να βρούμε καλάμια, που ήταν απαραίτητα για τον σκελετό της κατασκευής μας. Γρήγορα βρήκαμε μια συστάδα, στην άκρη ενός χωραφιού, με αρκετά από αυτά και κόψαμε με αρκετή δυσκολία τρία. Ικανοποιημένοι γυρίσαμε στην γειτονιά κρατώντας τα στα χέρια μας  και φροντίζοντας να τα επιδεικνύουμε σαν λάφυρα. Τα καλάμια ......

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΑΔΕΝΔΡΟ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Το καλοκαίρι που είχα γίνει πλέον οχτώ χρόνων, είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα. Ήταν τότε που θα έκανα  για πρώτη φορά, ένα μακρινό για τότε ταξίδι. Από τις διακοπές του Πάσχα άκουγα για μια κουμπαριά που θα έκανε ο πατέρας μου, με τον γείτονα μας τον κύριο Νίκο. Όσες φορές ρωτούσα την μητέρα μου τι ακριβώς, είναι η κουμπαριά, λάμβανα αόριστες απαντήσεις του τύπου … είσαι μικρός, δεν θα καταλάβεις ή όταν μεγαλώσεις θα σου εξηγήσω. Έτσι στο μυαλό μου η "κουμπαριά" ήταν κάτι το ανεξήγητο και το ομιχλώδες. Στις προσπάθειες που έκανα να μάθω την ερμηνεία της λέξης, δεν τα κατάφερα καθώς οι συνομήλικοι μου είχαν την ίδια άγνοια με μένα.
   Από κάποιον, λίγο μεγαλύτερο μου πληροφορήθηκα ότι είχε σχέση με τον γάμο κάποιου ζευγαριού, χωρίς στην ουσία κι αυτός να μπορέσει να με διαφωτίσει αρκετά. Ακούγοντας κάποια συζήτηση, του κυρίου Νίκου με τους γονείς μου άκουσα πως η τελετή  θα γινόταν στο χωριό της νύφης στο Άδενδρο. Από ότι κατάλαβα, οι καλεσμένοι του γαμπρού και του κουμπάρου, θα έπρεπε να ταξιδέψουν  την ημέρα του γάμου σε αυτό το χωριό. Εγώ ποτέ δεν είχα ξανακούσει, για χωριό με τέτοιο όνομα και στις ερωτήσεις που έκανα δεν έπαιρνα ικανοποιητικές απαντήσεις. Κανείς δεν ήξερε να μου πει κάτι, ίσως γιατί κανείς δεν το ήξερε. Αυτό όμως εμένα μου έγινε έμμονη ιδέα και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να μάθω τα πάντα για αυτό.
  Σε πρώτη φάση σκέφτηκα να το βρω στον χάρτη, έτσι σε κάποιο διάλειμμα του σχολείου, εγώ δεν βγήκα στην αυλή, αλλά παρέμεινα στην τάξη. Πλησίασα τον χάρτη του νομού Ημαθίας που ήταν κρεμασμένος δίπλα στον μαύρο πίνακα. Έψαχνα ....

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη*
Στην γειτονιά μας, στην αλάνα που παίζαμε, τα "καμένα" όπως τα έλεγαν, (δεν ξέρω για ποιο λόγο), ίσως παλαιότερα να είχε καεί η περιοχή. Τα καμένα ήταν ένας ανοιχτός χώρος, που ξεκινούσε από την εκκλησία του Αγ. Βλάση και έφθανε μέχρι την εκκλησία της Κυριώτισσας ή τον Αγ. Σάββα όπως ήταν η δεύτερη ονομασία της. Σε αυτόν το χώρο, όταν έκλειναν στ' σχολεία, μαζευόμασταν καθημερινά, πρωί και απόγευμα για να παίξουμε τα διάφορα παιχνίδια. Κάποια από αυτά, τα παίζαμε με τα κορίτσια της γειτονιάς και μερικά μόνο με αγόρια. Ήταν μια εποχή που εκτός από μία φτηνή μπάλα, που μπορούσαμε να έχουμε στην διάθεση μας, τίποτε άλλο δεν υπήρχε για να το χρησιμοποιήσουμε σαν βοηθητικό μέσο των παιχνιδιών μας.
    \Με απλά υλικά, που είχαμε στην διάθεση μας, δημιουργούσαμε ένα πλήθος ομαδικών αθλοπαιδιών και διασκεδάζαμε. Μερικά από αυτά όπως τα θυμάμαι, είναι  τα γνωστά σε όλους μας, το κρυφτό και το κυνηγητό που δεν είχαν ιδιαίτερους κανόνες και τα παίζαμε ανελλιπώς με μεγάλη επιτυχία. Από τα πιο σπάνια και πολύπλοκα παιχνίδια ήταν το "τζαμί", οι βασικοί κανόνες ήταν οι εξής.
Χωριζόμασταν σε δύο μικτές ομάδες, αγοριών και κοριτσιών. Μαζεύαμε σπασμένα κεραμίδια, τόσα όσα ήταν και τα μέλη της κάθε ομάδας, τα τοποθετούσαμε το ένα πάνω στο άλλο και δημιουργούσαμε μια κατασκευή, που την ονομάζαμε "τζαμί". Οι δύο αρχηγοί της κάθε ομάδας από απόσταση λίγων μέτρων, τοποθετούσαν εναλλάξ τα παπούτσια τους μύτη με φτέρνα, έτσι ώστε κάποιος από τους δύο να πατήσει το παπούτσι του άλλου. Αυτός που θα πατούσε το παπούτσι του αντιπάλου του ήταν νικητής και η ομάδα του ξεκινούσε ......

Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΛΙΑΝΟΒΡΟΧΙ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη*
Τα παιδικά μας χρόνια, τα ζήσαμε σε μια εποχή που κανένα σπίτι στην γειτονιά δεν είχε τις ηλεκτρικές συσκευές και ευκολίες που υπάρχουν σήμερα. Τα περισσότερα νοικοκυριά μαγείρευαν, με εκείνες τις περίεργες γκαζιέρες, με το φαρδύ φυτίλι ή στην καλύτερη περίπτωση είχαν, την με καινούρια εφεύρεση της εποχής το πετρογκάζ. Εξ άλλου, μόλις πριν από λίγο είχαν βάλει στα σπίτια ηλεκτρικό ρεύμα, που το χρησιμοποιούσαν βασικά για τον φωτισμό των σπιτιών αν και ορισμένοι είχαν την πολυτέλεια να έχουν ραδιόφωνο. Ιδιαίτερες ηλεκτρικές συσκευές δεν θυμάμαι να είχε κανένα σπίτι της γειτονιάς. Τον χειμώνα τον ξεπερνούσαμε ανάβοντας τις ξύλινες σόμπες ή στην καλύτερη περίπτωση μερικά νοικοκυριά, ελάχιστα από ότι θυμάμαι είχαν σόμπες πετρελαίου. Το πρόβλημα το μεγάλο όμως ήταν το καλοκαίρι. Παρ’ όλο που σχεδόν όλα τα σπίτια ήταν κτισμένα με πέτρες και είχαν σαν βάση επενδύσεων το ξύλο, η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Ειδικά όταν μας μάντρωναν, κυριολεκτικά το μεσημέρι για να κοιμηθούμε μια δυο ώρες. Εμείς οι μικροί επαναστατούσαμε και στην καλύτερη περίπτωση δυσανασχετούσαμε και γκρινιάζαμε. Πάντα προσπαθούσαμε να την κοπανίσουμε, από την υποχρεωτική αυτή ξεκούραση και να βγούμε λαθραία έξω από το σπίτι για να συναντήσουμε τους συνομηλίκους μας, που επίσης το είχαν σκάσει,  για κάποιες μικρές περιπέτειες.
  Ο πατέρας μου απηυδισμένος, ......

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Ο ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη* από το βιβλίο του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΣΟΥΛΙ"
Ακριβώς απέναντι και λίγο λοξά δεξιά, από το μπακάλικο που διατηρούσε ο πατέρας μου στην γειτονιά, έμενε η οικογένεια του Αντωνάκη. Η οικογένεια του Αντωνάκη είχε τέσσαρα μέλη. Τον πατέρα του τον κύριο Θωμά, την μητέρα του την κα Ανδρονίκη και την αδερφή του την Μαίρη. Ο κύριος Θωμάς, από ότι αμυδρά θυμάμαι ήταν επαγγελματίας οδηγός, όμως σίγουρα είχε και κάποια κτήματα με οπωροφόρα δένδρα. Η Μαίρη ήταν αρκετά μεγαλύτερη μου, οπότε δεν ήταν δυνατόν να παίζει μαζί μου. Ο Αντωνάκης όμως με περνούσε τρία χρόνια, και φυσιολογικά παίζαμε και ερχόταν στην παρέα μας. Το παίζαμε είναι σχετικό, γιατί ο Αντωνάκης πολύ λίγο χρόνο είχε για παιγνίδια, καθώς τον περισσότερο χρόνο τον αφιέρωνε στο διάβασμα. Διάβαζε, όχι γιατί τον υποχρέωνε κάποιος, διάβαζε γιατί αγαπούσε το διάβασμα. Πολλές φορές που πήγα στην αυλή του σπιτιού του για να τον βρω, τον άκουγα να επαναλαμβάνει φωναχτά τα μαθήματα του σχολείου.. ακόμη και στις διακοπές του σχολείου, ο Αντωνάκης διάβαζε.  Αυτό εμένα μου φαινόταν πολύ παράξενο, σχεδόν αδιανόητο.
Στην δική μου περίπτωση, έπρεπε να με πιέσει, ακόμη και να με απειλήσει η μητέρα μου, για να αναγκαστώ να πιάσω στα χέρια μου βιβλία. Σπάνια όταν ο Αντωνάκης, ...

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη* από το βιβλίο του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΣΟΥΛΙ"
Θα ήμουν περίπου οκτώ χρονών, ήταν αρχή καλοκαιριού, τα σχολεία είχαν κλείσει προ πολλού και όλα τα παιδιά στην γειτονιά,  είχαμε τον νου μας μόνο στο παιγνίδι. Μαζευόμασταν όπως κάθε μέρα στην αλάνα, τα καμένα όπως τα λέγαμε, που ήταν ανάμεσα στην Κυριώτισσα και την εκκλησία του Άγιου Βλάσση. Εκεί ήταν η έδρα των κάθε λογής παιγνιδιών μας. Παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό, τζαμί, μπίλιες, παίζαμε επίσης διάφορα παιγνίδια με την μπάλα και πολλά χωρίς αυτήν. Ένα πρωινό, αφού είχαμε εξαντλήσει όλα τα πιθανά και απίθανα παιγνίδια, που ξέραμε και παίζαμε συνήθως, είχαμε πια βαρεθεί με τα ίδια και τα ίδια. Είχαμε φθάσει σε αδιέξοδο, ψάχναμε για κάτι καινούριο, κάτι που να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον και να μας δώσει νέες συγκινήσεις.
Τότε ο Αργυράκος είχε μια φοβερή ιδέα.
«Πάμε στο χωράφι μας, να καβαλήσουμε το άλογο μας».Το είπε και εμείς, όλοι, γοητευτήκαμε με την ιδέα του, μας άρεσε ιδιαίτερα και χωρίς κανένας να φέρει αντίρρηση, συμφωνήσαμε, όλοι να πάμε  στο χωράφι που ήταν το άλογο. 
Ο πατέρας του Αργυράκου, ήταν αγρότης, καλλιεργούσε τα χωράφια του, λίγο έξω από την Βέροια, με την βοήθεια δύο αλόγων και ενός γαϊδάρου. Για την ηλικία μας η απόσταση του χωραφιού από την γειτονιά μας ήταν τεράστια και σε καμία περίπτωση κανείς από τους γονείς μας δε θα μας έδινε την άδεια του να πάμε.
Το ότι το χωράφι ήταν μακριά και οι πιθανότητες να χαθούμε μεγάλες, ούτε που μας πέρασε από το μυαλό, εκείνη την στιγμή προτεραιότητα μας ήταν το άλογο και μόνο αυτό. Εκείνο, όμως που σκεφτήκαμε, μέσα στην παιδική μας αφέλεια ή στην παιδική πονηριά, ήταν να μην πούμε σε κανένα, από τους γονείς μας. αυτό που είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε.
Χωρίς να το συζητήσουμε ή να το σκεφτούμε πολύ καλά, ξεκινήσαμε, εγώ πήρα από το χέρι, τον μικρό μου ......

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

ΟΙ ΣΤΡΑΚΑΣΤΡΟΥΚΕΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη* από το βιβλίο του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΣΟΥΛΙ"
Είχα κλείσει πια τα δέκα τρία μου χρόνια, πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου και τόσο τα ενδιαφέροντα μου, όσο και οι φίλοι είχαν αλλάξει κατά πολύ. Παρ’ όλο που το γυμνάσιο στεγαζόταν στο ίδιο κτίριο που βρισκόταν και το πρώτο δημοτικό σχολείο, που μέχρι τότε πήγαινα και το μόνο πού άλλαζε για μένα, ήταν το ωράριο και ο χώρος προαυλισμού, στην ουσία υπήρχαν βασικές και μεγάλες διαφορές.
Μέσα στο καλοκαίρι που μεσολάβησε από την αποφοίτηση μου, από το δημοτικό σχολείο και στην εγγραφή μου στο γυμνάσιο, ένιωσα ότι έχασα ένα κομμάτι από την παιδική μου ηλικία και αθωότητα, περνώντας πολύ γρήγορα στην εφηβεία. Με τρόμο σχεδόν, αντιλήφθηκα, πως οι υποχρεώσεις και τα μαθήματα του γυμνασίου, είχαν απαιτήσεις, που με ξεπερνούσαν. Αυτό με ανάγκαζε, να περιορίσω κατά πολύ τις παιδικές μου παρέες με τα παιγνίδια στην γειτονιά μας.  Παράλληλα άλλαξαν και οι ενδυματολογικές μου προτιμήσεις, μου ήταν τελείως αδιανόητο, το κοντό παντελόνι, που συνήθως φορούσα, πριν από τρεις μήνες αλλάζοντας το με δύο μακριά παντελόνια, που βασικά τα διάλεξε η μάνα μου, αλλά είχε καταφέρει να με πείσει, ότι τα διάλεξα εγώ. Το ένα ήταν σκούρο γκρι με μαύρες καρό διαγραμμίσεις, ενώ το άλλο ήταν σκούρο μπεζ, σχεδόν καφετί με πιο σκούρα λεπτά σχέδια, κάτι σαν ψαροκόκαλο.  Αυτό το δεύτερο παντελόνι το θεωρούσα το "καλό" μου παντελόνι και το φορούσα σε γιορτές ή ιδιαίτερες περιπτώσεις. 
Στο γυμνάσιο, έκανα νέους φίλους ...

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΕΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη* από το βιβλίο του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΣΟΥΛΙ"
Τα καλοκαίρια, τότε, λίγο πριν τελειώσουμε το δημοτικό σχολείο, είχαμε περισσότερο χρόνο ελεύθερο και σχεδόν όλο το καταναλώναμε στην αλάνα, (τα καμένα) που ξεσαλώναμε παίζοντας διάφορα παιγνίδια. Επειδή στη γειτονιά μας, τα σπίτια ήταν το ένα πάνω στο άλλο και παντού υπήρχαν στενά δρομάκια, τα σοκάκια όπως τα λέγαμε τότε, η αλάνα μεταξύ της εκκλησίας του Αγ. Βλάση και της Κυπριώτισσας, ήταν ο μόνος ανοιχτός χώρος που μας επέτρεπε να έχουμε μια υποφερτή άνεση στις δραστηριότητες μας.
Εκεί εκτός από εμάς τα παιδιά, χρησιμοποιούσαν τον χώρο, κάθε λογής πλανόδιοι σαλτιμπάγκοι, που μας παρουσίαζαν τις μικρές τους παραστάσεις. Συνήθως αυτοί ήταν τσιγγάνοι, που με τον ήχο ενός ντεφιού ανάγκαζαν κάποια εκπαιδευμένα ζώα, αρκούδες ή πιθήκους να χορεύουν και να κάνουν διάφορες μιμήσεις και ακροβατικά. Τότε δεν ξέραμε πως για να μάθουν αυτά τα ζώα να μας διασκεδάζουν, κατά την εκπαίδευση τους τα βασάνιζαν για να εκτελούν το νούμερο τους.
Εμείς, τα παιδιά βασικά, θαυμάζαμε την πελώρια αρκούδα, να χορεύει υπάκουα, με σηκωμένα τα μπροστινά της πόδια, καθώς, ο τσιγγάνος χτυπούσε ρυθμικά το ντέφι. Η αρκούδα είχε περασμένο στα ρουθούνια της ένα μεταλλικό χαλκά με μία αλυσίδα που κατέληγε στα χέρια του τσιγγάνου. Διασκεδάζαμε και γελούσαμε με τις μαϊμούδες. με τα ακροβατικά τους και τις απίθανες τούμπες που έκαναν. Μα πιο πολύ γελούσαμε με τις μιμήσεις τους καθώς σαν να ήταν άνθρωποι εκτελούσαν μικρές παραστάσεις. Συνήθως τις είχαν ντυμένες με ένα τούλι γύρω από την μέση τους, που φάνταζε σαν .....

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη* από το βιβλίο του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΣΟΥΛΙ"
Ένα καλοκαίρι, στην πλατεία της πόλης, ήρθε ένα είδους τσίρκου με πολλές ατραξιόν. Είχε ακροβάτες, ζογκλέρ, κούνιες, συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, περίεργα ζώα, παλαιστές και πολλά άλλα, που σήμερα δεν τα θυμάμαι καλά. Εκείνο όμως, που μας εντυπωσίασε όλους, ήταν ο γύρος του θανάτου. Από τα μεγάφωνα, το διαφημίζανε συνεχώς και μας εξηγούσανε πόσο επικίνδυνο ακροβατικό ήταν. Όπως  το βλέπαμε από έξω, θύμιζε ένα τεράστιο βαρέλι, καθισμένο  όρθιο. Το εσωτερικό του ήταν κούφιο, στο πάνω μέρος υπήρχε ένα είδους εξέδρας. Πάνω σε αυτήν την εξέδρα, ερχόντουσαν και έμεναν όρθιοι οι θεατές. Στο εσωτερικό του βαρελιού υπήρχαν ένας ή δύο μοτοσικλετιστές που οδηγούσαν τις μηχανές τους με ταχύτητα. Στη αρχή έκαναν μια δυο φορές τον γύρο του βαρελιού οριζόντια προς το έδαφος. Μετά οδηγούσαμε ταχύτητα τις μηχανές στα πλαϊνά του βαρελιού, αλλάζοντας συνεχώς θέσεις. Γύριζαν σαν δαιμονισμένοι, σε όλη την επιφάνεια, στο εσωτερικό του βαρελιού, εντυπωσιάζοντας όλους τους θεατές. Όλος ο χώρος μύριζε βενζίνη ενώ ο θόρυβος που έκαναν οι μηχανές ήταν εντυπωσιακός. Όλους, μας είχε συνεπάρει το θέαμα, κοιτούσαμε τους μοτοσικλετιστές  και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Ήμασταν σίγουροι πως οι οδηγοί έκανα κάτι το πολύ τολμηρό, κάτι που δεν θα μπορούσαν να το κάνουν συνηθισμένοι άνθρωποι. Το συζητούσαμε, μετά το τέλος της παράστασης, .......

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη* από το βιβλίο του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΣΟΥΛΙ"
- Στην γειτονιά μας, όταν ήμουν περίπου οκτώ χρονών, ήρθε μια οικογένεια και νοίκιασε σπίτι, στην πάροδο Ιεραρχών. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, ένα κορίτσι που πήγαινε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, που όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομα της. Τα δύο αγόρια, ο Περικλής και ο Γιάννης ήταν μεγαλύτερα από μένα. Ο Περικλής, δέκα πέντε περίπου χρονών, και δούλευε στους μπαξέδες. Τον βλέπαμε, να περνάει από τη γειτονιά καβάλα σε ένα άλογο σαμαρωμένο. Δεξιά και αριστερά στο σαμάρι είχε κρεμασμένα δύο τεράστια κοφίνια. Όλη μέρα ο Περικλής γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά, έψαχνε σπίτια που είχαν στάβλους και τα καθάριζε από την κοπριά. Τότε τα μισά και παραπάνω ίσως σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια, γελάδες, κατσίκες, πρόβατα κότες κλπ. Μάζευε την κοπριά στα κοφίνια και μετά την μετέφερε στον μπαξέ του αφεντικού του, την στοίβαζε, δημιουργώντας ένα μικρό βουναλάκι. Ο ήλιος την ξέραινε και μετά από μερικές μέρες την χρησιμοποιούσαν για να λιπάνουν τους μπαξέδες. Ο Γιάννης είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και δούλευε περιστασιακά, όπου έβρισκε δουλειά. Συνήθως δούλευε στον φούρνο της γειτονιάς μας, κάνοντας τα μικροθελήματα του φούρναρη. Μια από τις βασικές υποχρεώσεις του ήταν να μετράει τα κουλούρια στους κουλουράδες και μετά να δίνει λογαριασμό στο αφεντικό του.
Ο πατέρας τους δούλευε σαν μηχανικός, σε κάποια εταιρία και στα μάτια μας, έμοιαζε σαν κάτι το μυθικό, γιατί ο μηχανικός και γενικά οι μηχανές ήταν άγνωστα πράγματα για μας. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα πάψαμε να βλέπουμε τον πατέρα τους, στην γειτονιά.  Από τα μισόλογα  των γυναικών  της γειτονιάς, γιατί απόφευγαν να μιλήσουν μπροστά σε παιδιά, καταλάβαμε ότι ο πατέρας τους, εγκατέλειψε την οικογένεια του. Σταδιακά η οικογένεια τους άρχισε να έχει οικονομικά προβλήματα και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που ο Γιάννης δε συνέχισε το σχολείο. Τα δύο αγόρια έγιναν οι αλήτες της γειτονιάς, με δεδομένο, ότι δεν υπήρχε ο φόβος του πατέρα, ....