Ο Νικόλαος Τσέγκας γεννήθηκε το 1900 και έζησε στην Κίσαμο ακι στη Γραμπούσα, στη θάλασσα της οποίας άσκησε το επάγγελμα του ψαρά.
"Γραμπούσα με το κάστρο σου στον κόσμο ξακουσμένη
κι από τον Τσέγκα τον ψαρά χιλιοτραγουδισμένη"
Στην ίδια θάλασσα χάθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 σε φοβερή θαλασσοταραχή, παρά τις απελπισμένες προσπάθειες της γυναίκας του Μαρίας Τσέγκα να τον σώσει πάνω στη βάρκα τους, τον «Κυριάκο».
"Με στεναγμό η θάλασσα την αμμουδιά χαϊδεύει
γιατί ο Τσέγκας πνίγηκε και ποιός θα την ψαρεύει"
"τον Τσέγκα σαν θα βάζουνε στον Αδη
η ημέρα θα γενεί βαθύ σκοτάδι"
Βαθύς μερακλής και μποέμ της εποχής του, είχε την ικανότητα να συνθέτει σκοπούς, παρόλο που δεν έπαιζε κανένα μουσικό όργανο.
Τους σκοπούς του (που είναι συρτά, η κυρίαρχη μουσική έκφραση της επαρχίας Κισάμου) τους μάθαινε στους βιολάτορες και τους λαγουθιέρηδες της περιοχής, μεταξύ των οποίων οι μεγάλοι Γ. Μαριάνος, Ν. Χάρχαλης και Γ. Κουτσουρέλης, σφυρίζοντας ή παίζοντας «μπουκόλυρα», δηλ. μιμούμενος τον ήχο του έγχορδου με το στόμα.
Η προσφορά του στη μουσική παράδοση της δυτικής Κρήτης είναι σημαντική και προέρχεται μόνο από το μεράκι του, χωρίς το παραμικρό ίχνος επαγγελματισμού. Ανάμεσα στα συρτά του ο «Κακαράπης» (ή «Κακράπης», από τοπωνύμιο στη θάλασσα της Γραμπούσας), ένα από τα πιο περίπλοκα και δύσκολα κρητικά τραγούδια (ηχογραφήθηκε κατά καιρούς από τον "Μπαρμπούνι", γνωστό και ως "Μπεμπέκα", που λέγεται ότι γράφτηκε από τον ενθουσιασμό του για ένα μεγαλόπρεπο μπαρμπούνι που είχε πιάσει, με την αρχική μαντινάδα:
"Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και κόκκινό μου ψάρι,
εγώ μαι που σε ψάρεψα κι άλλος δε θα σε πάρει"
"Γραμπούσα με το κάστρο σου στον κόσμο ξακουσμένη
κι από τον Τσέγκα τον ψαρά χιλιοτραγουδισμένη"
Στην ίδια θάλασσα χάθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 σε φοβερή θαλασσοταραχή, παρά τις απελπισμένες προσπάθειες της γυναίκας του Μαρίας Τσέγκα να τον σώσει πάνω στη βάρκα τους, τον «Κυριάκο».
"Με στεναγμό η θάλασσα την αμμουδιά χαϊδεύει
γιατί ο Τσέγκας πνίγηκε και ποιός θα την ψαρεύει"
"τον Τσέγκα σαν θα βάζουνε στον Αδη
η ημέρα θα γενεί βαθύ σκοτάδι"
Βαθύς μερακλής και μποέμ της εποχής του, είχε την ικανότητα να συνθέτει σκοπούς, παρόλο που δεν έπαιζε κανένα μουσικό όργανο.
Τους σκοπούς του (που είναι συρτά, η κυρίαρχη μουσική έκφραση της επαρχίας Κισάμου) τους μάθαινε στους βιολάτορες και τους λαγουθιέρηδες της περιοχής, μεταξύ των οποίων οι μεγάλοι Γ. Μαριάνος, Ν. Χάρχαλης και Γ. Κουτσουρέλης, σφυρίζοντας ή παίζοντας «μπουκόλυρα», δηλ. μιμούμενος τον ήχο του έγχορδου με το στόμα.
Η προσφορά του στη μουσική παράδοση της δυτικής Κρήτης είναι σημαντική και προέρχεται μόνο από το μεράκι του, χωρίς το παραμικρό ίχνος επαγγελματισμού. Ανάμεσα στα συρτά του ο «Κακαράπης» (ή «Κακράπης», από τοπωνύμιο στη θάλασσα της Γραμπούσας), ένα από τα πιο περίπλοκα και δύσκολα κρητικά τραγούδια (ηχογραφήθηκε κατά καιρούς από τον "Μπαρμπούνι", γνωστό και ως "Μπεμπέκα", που λέγεται ότι γράφτηκε από τον ενθουσιασμό του για ένα μεγαλόπρεπο μπαρμπούνι που είχε πιάσει, με την αρχική μαντινάδα:
"Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και κόκκινό μου ψάρι,
εγώ μαι που σε ψάρεψα κι άλλος δε θα σε πάρει"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου