Στις αρχαίες πηγές αναφέρεται ως Αίγυλα ή Αιγιλία .Το μόνο ιστορικό γεγονός που συνδέεται με το νησί είναι η φυγή του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη του Γ', μετά την ήττα του στη Σελλασία(222π.Χ).Ο Κλεομένης στο δρόμο του για την Αίγυπτο έμεινε μια μέρα στην Αίγυλα περιμένοντας το πλοίο. Στο νησί σώζεται μια τειχισμένη πόλη, έκτασης περίπου 300 στρεμμάτων,που χρονολογείται από τα τέλη του 4ου έως τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ.
Η πόλη, όπως φαίνεται από τις επιγραφικές μαρτυρίες αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα, συμμετείχε στην πειρατική δραστηριότητα που ανέπτυξαν κατά την ελληνιστική εποχή οι κρητικές πόλεις. Από τις έως τώρα ανασκαφές διαπιστώνουμε ότι την κυριαρχία στο νησί πρέπει να είχε η πόλη της Δυτικής Κρήτης Φαλάσαρνα, της οποίας η πειρατική δράση ήταν γνωστή και η οποία καταστράφηκε, όπως και η Αίγιλα, κατά την εκστρατεία των Ρωμαίων, το 69-67 π.Χ., κατά της «Πειρατείας». Το νησί πέρασε φάση πλήρους ερήμωσης για χρονικό διαστήμα μεγαλύτερο των 300 ετών μεταξύ των ετών 1423-1782.Η πλειοψηφία των σημερινών κατοίκων έφτασαν στα Αντικύθηρα στα τέλη του 18ου και του 19ου αιώνα από την περιοχή της Κίσσαμου και των Σφακιών της Κρήτης.
Οι ανασκαφές χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από την Κοινότητα Αντικυθήρων, η οποία προσφέρει τα καταλύματα και τα έξοδα διατροφής των συμμετεχόντων, ενώ συμμετέχει σε μικρό ποσοστό και η 'Β ΕΠΚΑ. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν ..........
...... στο νοτιοδυτικό τμήμα του "Κάστρου" (αρχαία "Αιγιλία"), όπου αποκαλύπτεται η πύλη του αρχαίου λιμανιού και το τμήμα του οχυρωματικού τείχους στα δυτικά της πύλης. Από τα κινητά ευρήματα του χώρου πρέπει να ξεχωρίσουμε ένα αρχιτεκτονικό μέλος διακοσμημένο με ανάγλυφο ρόδακα, που πιθανόν κοσμούσε ένα μικρό εξέχον κτίριο με ιερή λειτουργία, γιατί στον ίδιο χώρο βρέθηκε και η κεφαλή πήλινου ειδωλίου του Απόλλωνα. Και τα δύο χρονολογούνται στον 4° αιώνα π.Χ. Επίσης, βρέθηκαν νομίσματα, από τα οποία μεγάλο ποσοστό έχει κοπεί στην αρχαία κρητική πόλη "Φαλάσσαρνα", που μπορεί να ήταν η μητρική πόλη της Αιγιλίας.
Ταυτόχρονα, ανασκάφθηκε τμήμα της "φυλακής", η οποία είναι υπόσκαφος διαμορφωμένος χώρος ιερού (?). Στο δάπεδο της, που είχε σκαφθεί παλαιότερα από θησαυροθήρες, αποκαλύφθηκε αρχαίο σκάμμα, που προχωρούσε σε βάθος τουλάχιστον 2μ. (μπορεί και παραπάνω) και εκτείνεται προς τα βόρεια κάτω από τον βράχο του δαπέδου της σπηλιάς. Η συνέχιση της ανασκαφής εκεί θα αποκαλύψει τη χρήση του σκάμματος. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για δεξαμενή του ιερού, αλλά δεν αποκλείεται να είναι και η αρχή μυστικής διόδου διαφυγής από το "Κάστρο" προς τη θάλασσα. Από τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν στην "δεξαμενή" αυτή ξεχωρίζει ένα όστρακο από αμφορέα με εγχάρακτη επιγραφή "ΕΥ", η οποία θα μπορούσε να εκφράζει μια ευχή προς τη θεότητα του χώρου. Πιθανότατα η ίδια επιγραφή να επαναλαμβάνεται και στο ανατολικό τείχος του "Κάστρου", όπου σε μια λιθόπλινθο υπάρχει η εγχάραξη "EU", το οποίο θα μπορούσε να διαβαστεί ως ευ.
Οι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν από εθελοντές φοιτητές της Αρχαιολογικής Σχολής των Πανεπιστημίων Αθηνών και Ιωαννίνων καθώς και από φοιτητές Πανεπιστημίων της Γαλλίας και της Ρουμανίας. Τη διεύθυνση των ανασκαφών έχει ο αρχαιολόγος της 'Β ΕΠΚΑ κ. Αρης Τσαραβόπουλος. Καθόλη τη διάρκεια των ανασκαφών, η ανασκαφική ομάδα ξενάγησε τους επισκέπτες του χώρου. Ξεναγοί ήταν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλης Οικονόμου, και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Έλενα Αϊναλή.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στα Αντικύθηρα άρχισαν το 2000 σε πιλοτική μορφή, ενώ από το 2001 η ανασκαφή είναι οργανωμένη και θεωρείται πλέον σαν μόνιμη έρευνα της 'Β ΕΠΚΑ.
Το νησί των Αντικυθήρων, το οποίο κατοικείται τον χειμώνα από 45 ηρωικούς κατοίκους, έχει ανάγκη κάθε προσπάθεια που γίνεται με σκοπό την προβολή και την βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη του τόπου.
Ο αρχαιολογικός πλούτος των Αντικυθήρων είναι ιδιαίτερα σημαντικός, αφού υπάρχουν ενδείξεις ότι τα Αντικύθηρα έχουν κατοικηθεί από την Προϊστορική και Μινωική εποχή (3.000 - 2.500 π.Χ.), χωρίς όμως να έχουν επισημανθεί ακόμα οικιστικά κατάλοιπα των εποχών αυτών.
Η αρχαιολογική ανασκαφή έχει επικεντρωθεί στο σημείο της αρχαίας "Αιγιλίας", μιας τειχισμένης πόλης των Κλασσικών και Ελληνιστικών Χρόνων, η οποία σε κάποια στιγμή της ιστορίας της φαίνεται ότι ήταν υποταγμένη στην αρχαία Κρητική πόλη των Φαλασσάρνων. Η πρώτη, αν και ανοργάνωτη, έρευνα έγινε στα Αντικύθηρα το 1889 με επικεφαλής τον Αρχαιολόγο Βαλέριο Στάη. Οι τότε έρευνες έφεραν στο φως ένα πολύ σημαντικό εύρημα: ένα μαρμάρινο άγαλμα του Απόλλωνα του κιθαρωδού (εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών), το οποίο δυστυχώς βρέθηκε ακέφαλο. Βρέθηκε επίσης η εξής επιγραφή:
Αριστομένης Αριστομήδους
θετταλός εκ Φερρών
Νίκων Κηφισοδώρο[υ] Αθηναίος
Απόλλωνι Αιγιλεί [α]νέθηκαν
Η παραπάνω επιγραφή αποδεικνύει ότι ο Ναός του Απόλλωνα στα Αντικύθηρα αποτελούσε ένα σημαντικό ιερό χώρο για όλη την αρχαία Ελλάδα, αφού οι αφιερωτές του αγάλματος ήταν από την Θεσσαλία και την Αθήνα. Το εύρημα αυτό είναι επίσης σημαντικό γιατί αποτελεί την πρώτη γραπτή αναφορά στην αρχαία ονομασία των Αντικυθήρων (Αιγιλία), η οποία μέχρι τότε μόνο στους αρχαίους συγγραφείς αναφερόταν (Παυσανίας, κ.λ.π.). Συνεπώς η λατρεία του Απόλλωνα στα Αντικύθηρα της κλασσικής εποχής ήταν πολύ σημαντική.
Στην περιοχή του "Κάστρου" πρέπει να ξεχωρίσουμε και τον νεώσοικο, δηλαδή την τοποθεσία που φυλασσόταν το πολεμικό πλοίο της πόλης. Ο νεώσοικος των Αντικυθήρων είναι από τους καλλίτερα διατηρημένους στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου