Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

ΣΚΟΤΙΔΙ ΗΤΑΝΕ ΣΥΝΤΕΚΝΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΑΜΑ ΔΕΝ ΕΙΔΑ

Δυο σεφήδες κτηνοτρόφοι στα ψηλά της Κισάμου, ο ντελικανής Πολιός κι ο μεσοκαιρίτης Ανέστης είχαν τα μιτάτα τους σιμά-σιμά.
   Ένα βραδύ ο Πολιός αναζητώντας ένα φουριάρικο, που είχε ξεκόψει από τα άλλα ωζά, πέρασε από το μιτάτο του Ανέστη και τον βρήκε να ξεκοκαλίζει ένα ριφάκι που σιγόβραζε στο τέντζερη.
-  Κάτσε γείτονα να πιεις μια κούπα κρασί.
-  Μα το ναι και θα την πιω.
Κούπα στην κούπα, μπουκιά στην μπουκιά, τελειώσανε το ρίφι, ήπιανε δυο μίστατα κρασί και τέλος πλήρεις ευθυμίας, έδωσαν τα χέρια να βαφτίσει ο Πολιός το αναμενόμενο τέκνο του Ανέστη.
 Κάνει να φύγει ο μουσαφίρης και βλέπει στο καλάμι απλωμένη την προβιά του ριφακιού και τα δυο αυτιά κομμένα σύριζα. Τα αυτιά όμως δεν είχαν την σαμά του γειτόνου αλλά την δική του.
-  Μπρε σύντεκνε Ανέστη, το ρίφι είναι από τα δικά μου ωζά:
-  Μα ήντα λες εδά σύντεκνε Πολιό;
-  Ότι σου λέω να γρικάς.
Κοιτάζουν την σαμά και πράγματι το ρίφι ήταν σημαδεμένο με τον τρόπο που σάμωνε τα ζωντανά του ο σύντεκνος Πολιός. Τι να πει ο Ανέστης; Αμήχανος ψελλίζει,
-   Σκοτίδι ήτανε σύντεκνε και την σαμά δεν είδα.
Θεία πρόνοια είχε φροντίσει και είχαν δώσει τα χέρια να βαφτίσει ο Πολιός το κοπέλι του Ανέστη και έτσι η οργή υπεχώρησε μπροστά στην μεγάλη φιλία που προοιώνιζε η συντεκνιά.
Η σχέση της οικογένειας του αναδεξιμιού με τον σύντεκνο, είναι μια σχέση που έχει σημαδέψει ζωηρά τον λαϊκό πολιτισμό της Κρήτης και εκφράζεται ιδιαίτερα έντονα στα ριζίτικα τραγούδια και τις μαντινάδες.
               « Εμήνυσε μου ο σύντεκνος παιδί να του βαφτίσω,
                  εμήνυσά του το κι εγώ με τον αμπασιαδόρο
                  Δεν το κατέεις σύντεκνε πως σ΄ εκκλησιά δεν μπαίνω;   
                  μη σε χωριό, μη σ΄ εκκλησιά, μήδε σε μοναστήρι;
                  Μα πάλι φέρετε μου το κάτω στον Αϊ Γιώργη»
Στο κατόπι, σφαχτά και πιλάφια, βώλοι καναβόχορτο, Κισσαμίτικο κρασί ......
...μαρουβάς και ρακί, στάκες και κεφαλογραβιέρες, πεντοζάλη και ριζίτικα.
                «Σαν εβαφτίστει το παιδί κι εβγάλαν τ΄ όνομά του
                  να το χαρούν οι γονέοι του, γράμματα να του μάθουν
                  να το χαρεί κι ο σάντολος και να το στεφανώσει
                  να του βαφτίσει και παιδί…»
Κατά την διάρκεια του χρόνου της ευωχίας, οι δεσμοί μεταξύ των σύντεκνων, απευθείας και…χιαστί, συσφίγγονται, δυναμώνουν και εξειδικεύονται.
Πολλά τα σκαμπρόζικα ιστορήματα για ζωηρές συντέκνισσες και ερωτιάρηδες σύντεκνους, η συμπεριφορά των οποίων υπερβαίνει τα εσκαμμένα, όπως ακριβώς με τους σύντεκνους της ιστορίας μας.
                  «Σαν είναι ο τράος δυνατός μάντρα δεν τονε στένει…»
λεει μια γνωστή μαντινάδα και δεν είναι λίγες οι φορές που ο «τράος» δεν κάνει διάκριση ούτε στις μάντρες ούτε στις…αίγες.  
Ο…τράος (συγγνώμη, ο σύντεκνος Πολιός ήθελα να πω) αφού έφαγε καλά, στο πλούσιο τραπέζι που παρέθεσε μετά το μυστήριο ο σύντεκνος οικοδεσπότης, τραγούδησε κατά πως είναι πρέπον τις επαινετικές μαντινάδες, έδωσε ευχές στο φιλιότσο, πήρε φόρα και σταματημό δεν είχε.
                     ¨Σύντεκνε την συντέκνισσα πρέπει να την προσέχεις
                      γιατί πολλοί ζηλεύγουνε την περιστέρα απ΄ έχεις»
Ο σύντεκνος Ανέστης ευγενέστατος και ανυποψίαστος ανταποδίδει:
                        ¨Χαρώτη εγώ την γλώσσα σου την αηδονολαλούσα
                         απού την είχαν τα πουλιά γλώσσα και τραγουδούσαν» 
κι ο μαργιόλης ο Πολιός ο πρωτοκούμπαρος, προωθεί την επίθεση.
                        «σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε τίποτα δεν του λείπει
                         γιατί έχει τον αυγερινό και τον αποσπερίτη»
να την…αστέρι την συντέκνισσα!   Πανευτυχής ο οικοδεσπότης Ανέστης
                        «Ευχαριστώ σε σύντεκνε δεν σ΄ είχα πλερωμένο
                         μα έπραξες ευγενικά ως είσαι μαθημένος»
κι ο πρωτοσύντεκνος ενθαρρυμένος περιποιείται την οικοδέσποινα με κολακευτικά δίστιχα, καλέσματα για «σ’ υγεία», γαλιφιές και ριζίτικα.
                        « Μα εγώ θωρώ την τάβλα μας κι είναι καλά στρωμένη
                        με μόσκους και με ζάχαρες και με τα κυπαρίσσια
                         Η ζάχαρη ‘ναι το ψωμί και το κρασί ‘ν’ ο μόσχος
                        Τα παλικάρια του σκαμνιού είναι τα κυπαρίσσια
                        Ας είν’ καλά που έστρωνε με τα πιτήδεια χέρια»    
Να την πάλι η συντέκνισσα!  Όλη η επιτηδιότης επάνω της…
Έφαγαν κι ήπιαν βασιλικά (του σκασμού πάει να πει) κι ύστερα φεύγοντας «λύνουν» το κοπέλι. Ξεκομποδένουν το κρεμαστάρι κι ο σύντεκνος δίνει την ευχή του στον φιλιότσο, βάζει το «ασήμωμα» στο μαξιλάρι κι η συντέκνισσα του φιλά το χέρι όπως επιβάλλει το έθιμο.
-    Ήντα κάνεις εδά συντέκνισσα; δεν είμαι παπάς…λεει, ενώ σκέφτεται λιγω-μένος, θώρρειε μωρέ που φιλά…Δεν βρίσκει παραπάνω κρέας;
Τα παινέματα της συντέκνισσας δεν τελειώνουν κατά την διάρκεια της πλούσιας οινοποσίας στο τραπέζι της βάφτισης του νεοφώτιστου. Ακολουθεί το διάστημα των περιοδικών επισκέψεων του σάντολου στον «αναδεξιμιό», γιατί ο «ντάντος» πρέπει να πάει στην εκκλησιά τον φιλιότσο για να τον κοινωνήσει, να δει ήντα κάνει το κοπέλι, να δει τους σύντεκνους κλπ.
Έτσι ο πονηρός Πολιός, πλήρης κολακειών για την «πιτηδιωσύνη», την σβελτάδα, την καθαριότητα της κουμπάρας, «σύντεκνε την συντέκνισσα»…και άλλα μαργιόλικα υπονοούμενα, τυχαίες επαφές, και ένα σύνολο ευρηματικών προφάσεων πυκνώνει τις επισκέψεις. Να τον στο τρύγο, να τον στο πάτημα των σταφυλιών, στο ξεκαζάνιασμα της τσικουδιάς, στη δοκιμή του νέου κρασιού, τα Χριστούγεννα, στο άρμεγμα, στην κουρά των «οζών», στο σάκασμα, στο σάμωμα… Και να τραπέζια στο σύντεκνο και να αυτός παινέματα και υπονοούμενα βλέμματα στην συντέκνισσα.
-    Να ‘βρισκα σύντεκνε μια γυναίκα σαν την συντέκνισσα…
-    Βρεις δεν βρεις θα το μετανιώσεις, λέει μια παροιμία…
-    Ντα εσύ το μετάνιωσες σύντεκνε ή εγέρασες;
-    Τρώγε μωρέ και σώπα…
-    Γεια στα χέρια σου συντέκνισσα!
Ο σύντεκνος Πολιός αφού αξιολόγησε σε βάθος τις συζυγικές σχέσεις των σύντεκνων του, έβγαλε τα δέοντα συμπεράσματα. Άσε δα που ο Ανέστης είχε και τα χρονάκια του. Ανακάλυψε ότι η συντέκνισσα έμενε πολλές φορές ολομόναχη και υποψιάστηκε (χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει) ότι…ένοιωθε μοναξιά.
Να σου τον, λοιπόν, στο σπίτι των σύντεκνων τακτικά και…συμπτωματικά τις μέρες που απουσίαζε ο σύντεκνος Ανέστης.
-    Συντέκνισσα πάλι αμοναχή;
-    Πάλι αμοναχή σύντεκνε…
-    Μα, δεν κάνει καλά ο σύντεκνος…
-    Δουλειές σύντεκνε, δουλειές…
-    Ήντα δουλειές συντέκνισσα;…
-    Σαμώνει τα οζά.
-    Ηντα οζά μπρε συντέκνισσα και δουλειές μου λες εμένα. Εδώ στο κονάκι είναι ο θησαυρός και ο σύντεκνος τον ε κυνηγά στα βουνά και στα όρη!…
-   Ποιος θησαυρός σύντεκνε; λέει η συντέκνισσα κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει.
-   Ποιος θησαυρός συντέκνισσα; !, λεει ο Πολιός στρίβοντας με σημασία το αριμάνειο μουστάκι του και συμπληρώνοντας με σημασία,
-    Επά είναι το μάλαμα κι αυτός μαλάσσει την μαλάκα;
-    Ποιο μάλαμα σύντεκνε; επιμένει η άλλη κολακευμένη,
-    Θα ΄χα εγώ τέτοια γυναίκα και θα ξώμενα στα  όρη;
-    Έλα εδά σύντεκνε…Μη με κάνεις να κοκκινίζω…
-    Ντα άμα κοκκινίζεις είσαι στα ντουζένια σου τριανταφυλλιά μου…
Να σου το «μου» ο σύντεκνος, να σου «τριανταφυλλιά του» η συντέκνισσα!
«Πες το- πες το κοπέλι, καν΄ την κοπελιά και θέλει» λεει μια παροιμία και ο Πολιός την εφάρμοζε κατά γράμμα.
       Μια μέρα ο Ανέστης, από τα άγρια χαράματα, σάμωνε τα καινουργιοσακασμένα και κατά το μεσημέρι έφυγε για την χώρα, με σκοπό να γυρίσει την επόμενη μέρα. Έπρεπε να πάει στον οφθαλμίατρο να του κοιτάξει τα μάτια γιατί δεν έβλεπε καλά.
Κατά το βραδάκι, σκοτεινιασμένα, να σου τον σύντεκνο Πολιό στο κονάκι των σύντεκνων…εντελώς συμπτωματικά!
-   Πάλι μοναχή περιστέρα μου; Να ξανά το «μου»
-   Ήντα να κάνω η κακομοίρα;
-   Και που είναι αυτός; (Ωχ, ο σύντεκνος έγινε «αυτός»)
-   Πάει στον οφθαλμίατρο στην χώρα.
-   Του χρειάζεται γιατρός, αφού δεν θωρεί την περιστέρα π’ έχει επά.
-   Γερνούμε σύντεκνε…
-   Μα ήντα λες εδά ελαφίνα μου;!
Ελαφίνα από την μια, περιστέρα από την άλλη, διαχυτικός ο σύντεκνος, χειρονο-μίες υπονοούμενα και πειράγματα, «κα κα κα» ξεκαρδιζότανε η συντέκνισσα κι οι μαστραπάδες άδειαζαν ο ένας μετά τον άλλο. Ο μαρουβάς χτυπά στ΄ αστέρι του κούτελου που λένε, μέχρι που η συντέκνισσα λικνιζότανε σαν βάρκα σε τρικυμία.
-    Ζαλίστηκα, μα το ναι, σύντεκνε.
Κάνει μια ολόκληρη στροφή γύρω από τον εαυτό της και με τα απλωμένα χέρια της αναποδογυρίζει τον λύχνο. Σκοτάδι πίσσα.
-    Σύντεκνε..
-    Συντέκνισσα
-    Που ΄σαι σύντεκνε;
-    Επά συντέκνισσα…
-    Σκοτίδι σύντεκνε…
-    Έλα επά περιστέρα μου..
-     Πού σύντεκνε μου;
Από επιφώνημα σε επιφώνημα και από επίκληση σε επίκληση, πέφτει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και οι δυο…συμπτωματικά πάνω στο ντιβάνι.
-    Ώφου σύντεκνε…
-    Ώφου συντέκνισσα…
-    Μα ήντα κάνεις σύντεκνε;
-    Καλά συντέκνισσα.
-    Σύντεκνε δεν κάνει…
-    Κάνει συντέκνισσα και παρακάνει…
Ξεφυσά  ο σύντεκνος, ξεφυσά η συντέκνισσα, ανεμοστρόβιλος πάνω στο ντιβάνι, και τρικυμία και μουγκανητά.
-   ΄Ωφου σύντεκνε η καρδία μου…
-    Ήντα ΄ναι η άψη σου συντέκνισσα!…
-     Και σένα σύντεκνε μου ήντα ΄ναι η δύναμή σου!…
-     Και πότε θα γυρίσει ο σύντεκνος, συντέκνισσα;
-    Μην τονε μελετάς σύντεκνε, καλά ΄ναι εκειά που είναι…
Τον μελετούσαν, δεν τον μελετούσαν, ο σύντεκνος Ανέστης, τέλειωσε νωρίς την δουλειά του στη Χώρα και μετά την εξέταση των ομμαθιών του και…με έντονα ενοχλήματα στο κούτελο, έφτασε ξεθεωμένος στο σπίτι. Βλέπει σκοτάδι μέσα.
-    Κοιμήθηκε η κακομοίρα η γυναίκα! σκέφτεται και μπαίνει ακροπατώντας στο σπίτι.
Σηκώνει την λάμπα που του ΄φεγγε στο δρόμο και βλέπει τον σύντεκνο να κοιμάται με την συντέκνισσα πάνω στο ντιβάνι.
-    Διάολε τσοι απομεινάρους σου  μωρέ. Δεν ξεχωρίζεις πράμα εσύ; Με την συντέκνισσα μωρέ; φωνάζει φουρκισμένος.
Κι ο σύντεκνος Πολιός, ξυπνώντας θυμάται την δικαιολογία του Ανέστη για το ριφάκι που φάγανε στο μιτάτο και του την επιστρέφει:
-   Σκοτίδι ήτανε σύντεκνε και την σαμά δεν είδα.
Ο Ανέστης του εξακοντίζει την λάμπα στην κεφαλή, δεν τον πετυχαίνει, σπάει το γυαλί, παίρνει φωτιά το πετρέλαιο και το σπίτι τυλίγεται στις φλόγες. Γι αυτό λένε «Του βαλε φωτιά στο σπίτι» 
Προς αποφυγήν, λοιπόν, παντός κινδύνου, «συμπέθεροι και σύντεκνοι ότι φάνε τον πρώτο χρόνο». 
Αντώνης Σχετάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: