Του ΜΑΝΩΛΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΑ
Oλοκληρώνουμε το αφιέρωμά μας στην κωμόπολη της Κισάμου (Καστέλι) και την ιστορία της, με τη βεβαιότητα ότι η αναφορά μας είναι μόνο επιγραμματική και καθόλου δεν καλύπτει την πλουσιότατη ιστορία αυτού του τόπου. Σταθήκαμε βέβαια ή μάλλον εστιάσαμε στα λιγότερο γνωστά στοιχεία της εξέλιξης της κωμόπολης, όπως κάνουμε συνήθως, που άλλωστε αποτελούσε κάποτε και το μοναδικό δήμο του νομού Χανίων εκτός τα ίδια τα Χανιά. Βέβαια η εκδημία του μητροπολίτη πρώην Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίου, επισκιάζει σήμερα οτιδήποτε άλλο αφορά την Κίσαμο. Προσωπικότητες αυτού του κύρους και αυτής της προσφοράς αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη και αποτελούν σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους. Εμείς φυσικά δε μπορούμε, ούτε έχουμε τον χώρο να ασχοληθούμε με την προσφορά του, κάτι που άλλωστε κάνουν και θα συνεχίζουν να κάνουν με επιτυχία αρκετοί δόκιμοι αρθρογράφοι και μέσα από τούτη την εφημερίδα. Ας συνεχίσουμε λοιπόν από κει που σταθήκαμε, ξεκινώντας με μια διευκρίνηση: Γράφοντας για τους γκρεμισμένους παλιούς ναούς, παρέλειψα να αναφέρω ότι στη θέση του Τιμίου Σταυρού κοντά στο Τελωνείο, κτίστηκε νέος ναός τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Επίσης ο κ. Γιάννης Παπαδάκης, βαθύς γνώστης της τοπικής ιστορίας που διατηρεί ιστοσελίδες στο Internet, μου διευκρίνισε ότι ο οικισμός που φαίνεται νοτιοδυτικά του Καστελιού στις πρώτες 2 φωτογραφίες του προηγούμενου άρθρου (417), είναι μάλλον η Κουνουπίτσα και όχι ο Πύργος..
....... Για τη νεότερη ιστορία της κωμόπολης είναι χρήσιμο να αναφερθούμε και σε κάποια στατιστικά στοιχεία. Στην απογραφή του 1881 απογράφονται 726 κάτοικοι, 414 χριστιανοί και 312 μουσουλμάνοι. Στην επόμενη απογραφή, του 1900, οι κάτοικοι είναι 670, η συρρίκνωση οφείλεται στη φυγή του μουσουλμανικού πληθυσμού στα γεγονότα του 1897. Ο πληθυσμός εξακολούθησε να συρρικνώνεται μέχρι τη δεκαετία του 1920, οπότε άρχισε να αυξάνεται ραγδαία. Οι απογραφές συνήθως περιλαμβάνουν και τους κατοίκους των γειτονικών οικισμών Καμάρα, Κουνουπίτσα και Πύργος. Η Καμάρα, γνωστή κι από τις απογραφές της Ενετοκρατίας, πήρε το όνομά της από μια γέφυρα που περνούσε πάνω από το μικρό ποταμό στην είσοδο του οικισμού, που παλιότερα κινούσε και κάποιους μύλους. Η γέφυρα αυτή ήταν ήδη κατεστραμμένη όταν πέρασε από κει ο Pashley το 1834 (μάλλον από φυσικά αίτια), όπως ήταν και τα περισσότερα σπίτια του οικισμού, που είχαν καεί από τους επαναστάτες, αφού όλοι οι κάτοικοι είχαν εξισλαμιστεί... Εδώ υπήρχε και μικρό μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου, από το οποίο σώθηκε μόνο η εκκλησία, αφού το υπόλοιπο καταπατήθηκε μετά τον τελευταίο πόλεμο. Στον Αγ. Αντώνιο βρισκόταν παλιότερα και το νεκροταφείο του Καστελιού. Η Κουνουπίτσα πήρε το όνομά της (όπως λέγεται) από τον Εμμ. Τομπάζη, που έτσι τίμησε το χωριό της καταγωγής του στις Σπέτσες. Πάνω από το χωριό διατηρούνται ακόμα ελάχιστα ερείπια από τον τούρκικο πύργο, που μαζί με το γειτονικό του κοντά στον ομώνυμο οικισμό, προστάτευαν το Καστέλι από νοτιοδυτικά. Ο Πύργος πήρε το όνομά του από τον τούρκικο κουλέ που κτίστηκε το 1867 στο ύψωμα πάνω από το χωριό. Ο πύργος αυτός ανατινάχτηκε από τους επαναστάτες το 1878, όπως αναφέρει ο κ. Κατσικανδαράκης. Λείψανά του υπάρχουν ακόμα. Η εκκλησιαστική ιστορία της Επισκοπής Κισάμου είναι επίσης πλούσια κι ενδιαφέρουσα. Από τις αρχαιότερες της Κρήτης, τη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της επαρχίας, αντικαταστάθηκε με Λατινική τη βενετοκρατία (κάποιοι από τους επισκόπους ήταν Ουνίτες) και ξαναγύρισε στην Ορθοδοξία το 1645 από το Νεόφυτο Πατελάρο. Το 1821 απαγχονίστηκε από τους Τούρκους ο Επίσκοπος και Εθνομάρτυρας Μελχισεδέκ Δεσποτάκης. Από το 1830 μέχρι το 1860 είχε ενσωματωθεί στην Επισκοπή Κυδωνίας και το 1860 ξαναγύρισε στην παλιά της έδρα. Το 1865 ανοικοδομήθηκε ο παλιός Μητροπολιτικός ναός του Αγ. Σπυρίδωνα στη θέση αρχαιότερης εκκλησίας. Για την εκκλησία αυτή έχουμε τη μαρτυρία του φλωρεντινού περιηγητή Buountdelmounti τo 1415, ότι κτιζόταν εκεί ένας ναός και χρησιμοποιήθηκαν αρχαίοι κίονες από πορφυρίτη. Οι κίονες αυτοί, που αποτελούν διαφορετικά αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονται πιθανότατα από το αρχαίο θέατρο, υπάρχουν και σήμερα και στηρίζουν τον τρούλο της εκκλησίας.
....... Για τη νεότερη ιστορία της κωμόπολης είναι χρήσιμο να αναφερθούμε και σε κάποια στατιστικά στοιχεία. Στην απογραφή του 1881 απογράφονται 726 κάτοικοι, 414 χριστιανοί και 312 μουσουλμάνοι. Στην επόμενη απογραφή, του 1900, οι κάτοικοι είναι 670, η συρρίκνωση οφείλεται στη φυγή του μουσουλμανικού πληθυσμού στα γεγονότα του 1897. Ο πληθυσμός εξακολούθησε να συρρικνώνεται μέχρι τη δεκαετία του 1920, οπότε άρχισε να αυξάνεται ραγδαία. Οι απογραφές συνήθως περιλαμβάνουν και τους κατοίκους των γειτονικών οικισμών Καμάρα, Κουνουπίτσα και Πύργος. Η Καμάρα, γνωστή κι από τις απογραφές της Ενετοκρατίας, πήρε το όνομά της από μια γέφυρα που περνούσε πάνω από το μικρό ποταμό στην είσοδο του οικισμού, που παλιότερα κινούσε και κάποιους μύλους. Η γέφυρα αυτή ήταν ήδη κατεστραμμένη όταν πέρασε από κει ο Pashley το 1834 (μάλλον από φυσικά αίτια), όπως ήταν και τα περισσότερα σπίτια του οικισμού, που είχαν καεί από τους επαναστάτες, αφού όλοι οι κάτοικοι είχαν εξισλαμιστεί... Εδώ υπήρχε και μικρό μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου, από το οποίο σώθηκε μόνο η εκκλησία, αφού το υπόλοιπο καταπατήθηκε μετά τον τελευταίο πόλεμο. Στον Αγ. Αντώνιο βρισκόταν παλιότερα και το νεκροταφείο του Καστελιού. Η Κουνουπίτσα πήρε το όνομά της (όπως λέγεται) από τον Εμμ. Τομπάζη, που έτσι τίμησε το χωριό της καταγωγής του στις Σπέτσες. Πάνω από το χωριό διατηρούνται ακόμα ελάχιστα ερείπια από τον τούρκικο πύργο, που μαζί με το γειτονικό του κοντά στον ομώνυμο οικισμό, προστάτευαν το Καστέλι από νοτιοδυτικά. Ο Πύργος πήρε το όνομά του από τον τούρκικο κουλέ που κτίστηκε το 1867 στο ύψωμα πάνω από το χωριό. Ο πύργος αυτός ανατινάχτηκε από τους επαναστάτες το 1878, όπως αναφέρει ο κ. Κατσικανδαράκης. Λείψανά του υπάρχουν ακόμα. Η εκκλησιαστική ιστορία της Επισκοπής Κισάμου είναι επίσης πλούσια κι ενδιαφέρουσα. Από τις αρχαιότερες της Κρήτης, τη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της επαρχίας, αντικαταστάθηκε με Λατινική τη βενετοκρατία (κάποιοι από τους επισκόπους ήταν Ουνίτες) και ξαναγύρισε στην Ορθοδοξία το 1645 από το Νεόφυτο Πατελάρο. Το 1821 απαγχονίστηκε από τους Τούρκους ο Επίσκοπος και Εθνομάρτυρας Μελχισεδέκ Δεσποτάκης. Από το 1830 μέχρι το 1860 είχε ενσωματωθεί στην Επισκοπή Κυδωνίας και το 1860 ξαναγύρισε στην παλιά της έδρα. Το 1865 ανοικοδομήθηκε ο παλιός Μητροπολιτικός ναός του Αγ. Σπυρίδωνα στη θέση αρχαιότερης εκκλησίας. Για την εκκλησία αυτή έχουμε τη μαρτυρία του φλωρεντινού περιηγητή Buountdelmounti τo 1415, ότι κτιζόταν εκεί ένας ναός και χρησιμοποιήθηκαν αρχαίοι κίονες από πορφυρίτη. Οι κίονες αυτοί, που αποτελούν διαφορετικά αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονται πιθανότατα από το αρχαίο θέατρο, υπάρχουν και σήμερα και στηρίζουν τον τρούλο της εκκλησίας.
Ο ναός έπαθε καταστροφές στα γεγονότα των τελευταίων κρητικών επαναστάσεων, αλλά επισκευάστηκε και διατηρείται στην αρχική του μορφή. Ο δραστήριος επίσκοπος Ανθιμος Λελεδάκης, που διετέλεσε επίσκοπος Κισάμου και Σελίνου από το 1903 μέχρι το1935 (οπότε απεβίωσε) του πρόσθεσε τον πρόναο με το γυναικωνίτη, καθώς και το κωδωνοστάσιο, που φαίνεται ότι αντικατέστησε κάποιο παλιότερο και θυμίζει λίγο αιγαιοπελαγίτικη κατασκευή. Ο ίδιος φρόντισε για τη δημιουργία της μονής του Παρθενώνα στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και τη μεταφορά του κοιμητηρίου της κωμόπολης εκεί, αλλά και την οικοδόμηση του Επισκοπείου, ενός νεοκλασικού αρχοντικού με νεοβυζαντινά στοιχεία, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τον εκάστοτε Μητροπολίτη. Πρόσφατα αποκαταστάθηκε. Ξεκίνησε επίσης την οικοδόμηση του Γυμνασίου Κισάμου το 1924. Ο χώρος δε μας επιτρέπει να αναφερθούμε στους υπόλοιπους επισκόπους και το έργο τους, καθώς και την προσφορά του αείμνηστου Ειρηναίου όπως είπαμε και στην αρχή. Αλλο ενδιαφέρον θέμα είναι η ιστορία της εκπαίδευσης. Πίσω από τον Αγ. Σπυρίδωνα, υπάρχει ακόμα το κέλυφος του παλιού σχολείου, ένα διώροφο πέτρινο κτήριο που λειτουργούσε εκεί από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και σήμερα χρησιμοποιείται ως αίθουσα εκδηλώσεων. Το κτήριο είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του 1941. Τα γεγονότα που συνδέονται με τον βομβαρδισμό αυτό και τη μάχη της Κρήτης στην Κίσαμο είναι συνταρακτικά, εδώ απλά θα αναφέρουμε επιγραμματικά τα σημαντικότερα: Από τους 90 περίπου αλεξιπτωτιστές που έπεσαν στον κάμπο της Κισάμου, εξοντώθηκαν από τους ντόπιους χωροφύλακες και τους πολίτες οι 74 και 12 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Οι Γερμανοί βομβάρδισαν το Καστέλι και οι αιχμάλωτοι κατάφεραν να δραπετεύσουν και να οπλιστούν με τα τουφέκια των φυλάκων τους, σκορπώντας τον θάνατο. Τα κατοχικά στρατεύματα εκδικήθηκαν για τις απώλειές τους, δεν έλειψαν όμως και τα περιστατικά ανθρωπισμού που έσωσαν τελικά το Καστέλι από την εκδικητική μανία των κατακτητών, περιορίζοντας τελικά τον αριθμό των θυμάτων της Κισάμου. Τραγικό περιστατικό ήταν ο βομβαρδισμός από τους Άγγλους του λιμανιού του Καστελιού στις 20 Μαΐου του 1944, που έστειλε στο θάνατο 8 λιμενεργάτες και τραυμάτισε 7. Οι Γερμανοί δημιούργησαν μικρό αεροδρόμιο στον Κορφαλώνα, που καταστράφηκε αμέσως μετά την Κατοχή και κατασκεύασαν επίσης διάφορα οχυρωματικά έργα, ακόμα και μέσα στα τείχη του παλιού φρουρίου. Ο Εμφύλιος επίσης δημιούργησε μεγάλα προβλήματα και αρκετά θύματα, παρά το γεγονός ότι μια συμφωνία μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων περιόρισε κάπως το κακό. Στη συλλογική μνήμη όμως έχουν καταγραφεί αρκετές εγκληματικές συμπεριφορές και τραγικές υποθέσεις που οδήγησαν σε μαρασμό την κωμόπολη και λειτουργούν ανασταλτικά για την κοινωνική της ανάπτυξη, μέχρι και σήμερα... Όμως η Κίσαμος δε στερήθηκε ποτέ ανθρώπους της προόδου και της ανάπτυξης (δε θα αποτολμήσω εδώ κάποια απαρίθμησή τους, σίγουρα κάποιους θα αδικήσω) άλλωστε ο χορός, το τραγούδι και το καλό κρασί, που αποτελούν τη βάση της τοπικής παράδοσης είναι και η πηγή της λεβεντιάς και του μερακλίδικου χαρακτήρα τους. Τους εύχομαι να πορεύονται με περισσότερο ακόμα μεράκι στο μέλλον...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου