Το 1823, οι επαναστάτες στο νομό Χανίων αποφάσισαν να εκστρατεύσουν στις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου και να εκδιώξουν τους μουσουλμάνους, πριν την άφιξη του νέου διοικητή, του Υδραίου Εμμανουήλ Τομπάζη. Αν οι δυτικές επαρχίες απελευθερώνονταν, τότε η επανάσταση θα είχε και άλλα λιμάνια πέραν του απομακρυσμένου Λουτρού στα Σφακιά. Οι επαναστατικές δυνάμεις στην Κρήτη διοικούνταν προσωρινά από τον Νεόφυτου Οικονόμου, μετά την αποχώρηση του Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και εν αναμονή της άφιξης του Εμμανουήλ Τομπάζη. Ο Οικονόμου από το Βενεράτο Ηρακλείου, γενικός γραμματέας του Αφεντούλιεφ, είχε διατελέσει γραμματέας της Μονής Σινά και είχε έρθει στην Κρήτη ως οικονόμος του μετοχίου της Μονής στην Κρήτη, στα Περβόλια Κυδωνίας. Έστησε λοιπόν τη βάση του στη Μονή Γωνιάς και οργάνωσε την εκστρατεία με σώματα από το Ασκύφου, τον Αποκόρωνα και φυσικά την Κίσαμο, υπό τους Μαρτινιανό Περάκη και Γεώργιο Δρακονιανό.
Η εκστρατεία ξεκίνησε στις 3 Φεβρουαρίου 1823 όταν ο επαναστατικός στρατός πέρασε τον «χείμαρρον Ταυρονίτην». Οι μουσουλμάνοι της επαρχίας πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση στα χωριά Πολεμάρχι και Βουκολιές αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Γρήγορα η επαρχία Κισάμου καταλήφθηκε από τις επαναστατικές δυνάμεις. Οι μουσουλμάνοι κλείστηκαν με τις οικογένειές τους στα φρούρια του Καστελίου Κισάμου και της νησίδας Γραμβούσας και σε διάφορους πύργους που υπήρχαν στην περιοχή, ενώ πολλοί έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να ξεφύγουν και να φτάσουν στα Χανιά.
Για πρώτη ίσως φορά στην Κρήτη οι επαναστάτες έστησαν μια οργανωμένη πολιορκία από ξηρά και θάλασσα στο φρούριο Καστέλι της Κισάμου. Δεν το είχαν καταφέρει ούτε στα μεγάλα κάστρα, στο Μεγάλο Κάστρο του Ηρακλείου, στα Χανιά ή στο Ρέθυμνο, ούτε και στην Ιεράπετρα. Αποκλείστηκε το Καστέλι από τη θάλασσα ώστε να μην μπορεί να ανεφοδιαστεί από τα Χανιά ούτε από αλλού και διακόπηκε η σύνδεσή του με τη Γραμβούσα, η οποία είχε αποκλειστεί από τον Μιχαήλ Μαυράκη με τους Μεσογειανούς. Τα πλοία που διενεργούσαν τον πλόκο, τον αποκλεισμό δηλαδή, ναυλώθηκαν με τα λάδια που άφησαν πίσω τους οι μουσουλμάνοι στην επαρχία Κισάμου.
Το φρούριο αποκλείστηκε και από τη ξηρά· Εννιαχωριανοί, Ρουμαθιανοί και άλλοι εμπόδιζαν τους μουσουλμάνους του Σελίνου να συνδράμουν τους πολιορκημένους. Χίλιες οχτακόσιες ψυχές κλείστηκαν μέσα στα τείχη του παλιού γενουάτικου κάστρου, η ένοπλη φρουρά και άλλοι αρματωμένοι Τουρκοκρητικοί με τις οικογένειές τους από όλη την επαρχία. Όπως και στα άλλα κάστρα, θέριζε η πανώλη που έφεραν μαζί τους τα αιγυπτιακά στρατεύματα που είχε στείλει ο Μεχμέτ Αλή πασάς. Εξακόσιοι θα επιζήσουν ως στο τέλος, διακόσιοι εξήντα άνδρες «μετὰ τῶν γυναικῶν καὶ παίδων».
Τα επαναστατικά σώματα είχαν κλείσει καλά το φρούριο αλλά για πόσο. Δεν ήταν τακτικός στρατός και αυτό δημιουργούσε πολλά προβλήματα. Το κάθε σώμα ακολουθούσε τον καπετάνιο του και τις διαθέσεις του. Οι αγροτικές εργασίες και η έλλειψη επιμελητείας δεν επέτρεπαν στους ένοπλους να λείπουν για μεγάλα διαστήματα από τα σπίτια τους. Το Πάσχα ήταν ένας μεγάλος πειρασμός να αφήσουν τη μονότονη ζωή του πολιορκητή και να γιορτάσουν στα χωριά τους. Ο Οικονόμου όμως φαίνεται πως έκανε ό,τι μπορούσε για να παρατείνει την πολιορκία μέχρι να πέσει το Καστέλι. Όπως το έγραψε ο Κριτοβουλίδης, «συνεώρτασε καὶ τὴν νύκτα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος μεγαλοπρεπῶς μετὰ τῶν στρατιωτῶν περὶ τὸ φρούριον, διὰ νὰ προλάβῃ μὲ τοῦτο καὶ τὴν κακὴν συνήθειαν τοῦ νὰ καταλείπωσιν οἱ Ἕλληνες τὰς θέσεις των καὶ συνεωρτάζωσιν εἰς τοιαύτας δεινὰς περιστάσεις εἰς τὰ χωρία των». Τη δε Δευτέρα του Πάσχα του 1823, στις 23 του Απριλίου, προκάλεσαν την πολιορκημένη φρουρά, η οποία εξήλθε και ακολούθησε σκληρή μάχη ενώ τα πλοία στον κόλπο της Κισάμου κανονιοβολούσαν το φρούριο.
Το φρούριο της Κισάμου βρισκόταν υπό πολιορκία από τις αρχές Φεβρουαρίου. Στις 20 Μαΐου 1823 έφτασε στον κόλπο της Κισάμου, ο Εμμανουήλ Τομπάζης με έναν στόλο οκτώ πλοίων, ενισχύσεις και κανόνια. Ο Τομπάζης είχε διοριστεί από την Κεντρική Διοίκηση «Αρμοστής της νήσου Κρήτης» από τις αρχές Μαΐου. Αμέσως ανέλαβε τα καθήκοντά του ως και ανέλαβε την πολιορκία. Μετά την άφιξη του Τομπάζη, οι οθωμανικές αρχές διαπραγματεύτηκαν την παράδοση του φρουρίου και την ασφαλή μεταφορά των εξακοσίων μουσουλμάνων που είχαν απομείνει στο Καστέλι στο κάστρο των Χανίων. Η παράδοση θα γινόταν στον Αρμοστή της Κρήτης ως αντιπρόσωπο της Ελληνικής Διοίκησης, ο οποίος και θα εγγυάτο την ασφάλειά τους. Οι παραδοθέντες θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους τα οικιακά τους είδη και οι δέκα «επισημότεροι» τα άρματά τους. Οι πολιορκητές θα κρατούσαν ομήρους πέντε επίσημους, «τὸν φρούραρχον, τὸν Χατζῆ Δερβίσην Γιανίτσαριν, τὸν Ἐμιναγαδάκην καὶ ἄλλους δύο» ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας.
Η παράδοση του φρουρίου Κισάμου, καθώς και η μεταφορά της τουρκικής φρουράς και των οικογενειών της στα Χανιά έγινε μετά από καθυστερήσεις και συγκρούσεις των καπετάνιων που ηγούνταν των στρατιωτικών σωμάτων, ενώ ο Τομπάζης ανέθεσε, λόγω της επιδημίας πανώλης, σε μια υγειονομική επιτροπή, με μέλη τον Δημήτριο Κιοσσέ από την Ύδρα, τον Νικόλαο Ανδρουλάκη από τα Σφακιά και τον Ευθύμιο Ψαρουδάκη από την Κίσαμο, να κάψουν ό,τι άφησαν οι Τούρκοι στην πόλη. Για πρώτη φορά στις 25 Μαΐου 1823 υψώθηκε σε φρούριο της Κρήτης, έστω προσωρινά, η ελληνική σημαία.
Γιάννης Σκαλιδάκης
Ιστορικός, Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης
Διαβάστε:
Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, Απομνημονεύματα του περί Αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Αθήνα 1859 [επανέκδοση από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων με επιμέλεια και πρόλογο της Ελευθερίας Ζέη, 2021].
Γιώργος Μαργαρίτης, Ενάντια σε φρούρια και τείχη, 1821. Μια μικρή εισαγωγή στην Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, Διόπτρα, 2020.