Συνέχεια απο το βιβλίο του γιατρού Σπύρου Καστανάκη "Η ράτσα του καπετάν Μιχάλη" μια ιστορία για το θρυλικό Τζέγκα.
Γι αυτές τις γραμμές τις αφιερωμένες στον Καπετάν Νικόλα προσπάθησα να πάρω πληροφορίες και να τον προσεγγίσω όσο γίνεται περισσότερο από συγγενείς και από αυτούς που εργάστηκαν μαζί του στη θάλασσα. Ένας από αυτούς που ψάρεψαν μαζί του, μετά την κατοχή, με το τρεχαντήρι του Λυρατζή την Αγία Τριάδα και τον Άγιο Γεώργιο, ήταν και ο Γιώργος Καστανάκης, ένας ασυμβίβαστος και τυπικός κουζουλός Κρητικός κι αυτός, ο οποίος και μου διηγήθηκε:
-Ναι έτσι που τον περιγράφεις ήτανε, φοβερός ψαράς, ήξερε τη θάλασσα όπως ένας νοικοκύρης το σπίτι του.
Με το καΐκι του Λυρατζή ψαρεύαμε από τις ξέρες του Συγγλιού ως τη Γραμπούσα. Λεβέντης σου λέω, αλλά και μερικές φορές, πολύ σκληρός, σκύλος στη δουλειά και όταν κάτι δεν πήγαινε, όπως ήθελε έβριζε άσχημα. Ήξερε που είναι τα ψάρια, ανάλογα με την εποχή και τον καιρό, οι βλάχοι, οι ρουφοί, οι σάρπες και από που περνούσαν οι βούπες (γόπες). Ψαρεύαμε βλάχους με την καθετή μέχρι 200 οργιές, βγάλαμε από 200 μέχρι και 500 κιλά βλάχους. Σκοτώναμε βούπα, που έπηζε ο γυαλός, γεμίζαμε το καΐκι, δεν χωρούσε άλλη, την
βγάζαμε έξω και ξαναγυρίζαμε και ξαναφορτώναμε το καΐκι. Ήτανε όμως και πολλά ψάρια εκείνη την εποχή.
-Καλά, τόσα ψάρια θάπρεπε να είχε γίνει πλούσιος.
-Κανονικά έπρεπε νάχει κάνει πολλά λεφτά, αλλά αυτός ήτανε ο Τζέγκας, όσα δεν του τρώγανε οι μανάβηδες, τάτρωγε στα γλέντια.
Ήξερε όμως και από Κρητική μουσική και σκοπούς. Ένα πάτημα, μια νότα νάκανε λάθος ο Κουτσουρέλης, ή οποιοσδήποτε που έπαιζε πλάι του, θα του έκανε παρατήρηση. Σ’ όλα τα μαγέρικα κάθιζε αλλά πιο συχνά, την εποχή που δουλεύαμε μαζί, στου Φουρναρονικολή το μαγέρικο. Τον θυμούμαι τότε που αποσυρθήκανε οι Γερμανοί, από το Καστέλλι προς τα Χανιά, σε μια παρέα από μια δεκαριά καΐκια, που τραγουδούσανε και γλεντούσανε μ’ ένα ακορντεόν, ένα βιολί και ένα λαγούτο. Εκεί να δεις ξεφάντωμα, εκεί να δεις και να χαρείς το γλεντζέ τον πραγματικό. Τι συρτάκι Ζορμπάς και παραμύθια. Ανεπανάληπτες στιγμές. Αυτός χόρεψε πρώτος το συρτάκι με το σκοπό που Κουτσουρέλη... και ένα μικρό λάθος να “κάνανε οι οργανοπαίκτες, τους έκανε αυστηρές παρατηρήσεις...
-Ευαίσθητος λοιπόν στο γλέντι.
-Ναι και μερικές φορές σκληρός, πολύ σκληρός και στη δουλειά. Κανένα δεν άκουε, μόνο της Αναστασίας της γυναίκας του δεν χαλούσε χατήρι. Σκληρός και πολύ βλάστημος όταν του πηγαίνανε ανάποδα τα πράγματα. Μόνο με τον Αΐ Νικόλα είχε φιλίες και αυτόν κάπου κάπου παρακαλούσε και δεν εσήκωνε κουβέντα για τον φίλο του τον Αΐ Νικόλα γιατί τον είχε για θαλασσινό.
Υπάρχει και μια αληθινή ιστορία με τις βλαστήμιες του και τον Δεσπότη τον Άνθιμο. Κάποτε μετά τον πόλεμο, ο Δεσπότης ήθελε να πάει στο πανηγύρι στον Αΐ Γιάννη στο Γκιώνα, στη μύτη της Σπάθας. Τότε δεν πηγαίνανε αυτοκίνητα, ο κόσμος, χιλιάδες κόσμος, πήγαινε με τα πόδια, τα γαϊδούρια και τα μουλάρια εκάνανε πάνω από μισή μέρα ως και δύο μέρες να πάνε, ανάλογα από ποιο χωριό θα ξεκινούσανε.
Μόνο μερικοί Καστελιανοί πηγαίνανε με καΐκια. Ο μακαρίτης ο Άνθιμος λοιπόν για να αποφύγει την ταλαιπωρία, ήτανε και μεγάλος και όχι και τόσο καλά στην υγεία του, αποφάσισε να πάει στο πανηγύρι με καΐκι. Έστειλε λοιπόν τον γραμματέα της Μητρόπολης τον μακαρίτη το Γιάννη τον Γιακουμάκηνα πάει να βρει καΐκι και για καλή ή κακή του τύχη, το μόνο που βρήκε στο λιμάνι ήτανε ο Τζέγκας. Μίλησε σχετικά με τον Καπετάν Νικόλα ο Γραμματέας της Μητρόπολης και συμφωνήσανε για την αμοιβή και την ώρα που θα έπρεπε να ξεκινήσουνε, για να μην καθυστερήσουνε στον εσπερινό. Ο Γιακουμάκης όμως, επειδή φοβότανε τη γλώσσα του Τζέγκα... του είπε: ο Δεσπότης θα σου δώσει τα διπλά από ότι ζήτησες, αλλά θα μου δώσεις το λόγο σου ότι, δεν θα πεις άσχημη κουβέντα στο ταξίδι, γιατί αν πεις δεν θα πάρεις φράγκο.
-Μα ίντα λέεις μωρέ Γιάννη, κουβέντες είναι τούτεσές που λέεις; στο Δεσπότη αυτόν τον Αγιο γέρο άνθρωπο θα πω κακή κουβέντα;
-Δεν σου είπα εγώ Νικολή να μη βρίσεις το Δεσπότη, τα Θεία δεν θέλω να βρίσεις, και θέλω να μου δώσεις το λόγο σου, δος μου τη χέρα σου.
-Έγινε κουμπάρε Γιάννη, έχεις το λόγο μου αφού το θέλεις, αλλά με μια προϋπόθεση. Αν μούρθει το κέφι να τραγουδήξω, να πω και καμιά δυό μαντινάδες να μην σκάσω. Κατέεις το πως έχω μάθει να ψαρεύω, να ταξιδεύω και όπου βρεθώ μοναχός και προ παντός με παρέα, να τραγουδώ» και να τραβώ και καμιά γύρα.
Κουμπάρε Νικολή ταξιδάκι και με το Τζέγκα να τραγουδεί, θα είναι δώρο του Θεού στο Δεσπότη και στην παρέα. Είδες σύντεκνε Γιάννη που τα βρήκαμε. Μόνο να μην καθυστερήσετε γιατί ο αέρας είναι λίγος και θ’ αργήσουμε να πάμε, κι αν σταματήσει με τα κουπιά και φορτωμένη τη βάρκα θα κάμνουμε ούλη τη νύχτα...
-Τι ώρα θέλεις να ξεκινήσουμε Καπετάνιο.
-Στις 4 ώρα το αργότερο.
-Εμείς θα είμαστε στις 3 στο λιμάνι.
-Έγινε σύντεκνε Γιάννη και τα σεβάσματα μου στο Δεσπότη και πες του πως ο καιρός είναι θεού χαρά, και πως θα περάσουμε και με τη δική του ευλογία στο άψε σβήσε και χωρίς ταρακουνήματα.
Στις 3 το απόγευμα πράγματι μπήκανε στη μικρή χωρίς μηχανή βάρκα και μόλις βγήκανε από το λιμανάκι του Καστελλιού, ο Τζέγκας σήκωσε το πανί και το μικρό καϊκάκι άρχισε να προχωρεί αργά και σταθερά Βορειοανατολικά προ τη μύτη του απέναντι ακρωτηρίου τη Σπάθα. Στην αρχή προχώρησαν χωρίς κανένα πρόβλημα και είχαν φθάσει στα μισά περίπου της διαδρομής όταν ο αέρας σταμάτησε παντελώς, ούτε μπρος, ούτε πίσω η βάρκα. Ο Δεσπότης έδειξε ν’ ανησυχεί και τότε ο Τζέγκας σάλταρε κι έβαλε τα κουπιά, αλλά
που να προχωρήσει η βάρκα με τους 6 επιβάτες. Πιο αργά και από τη χελώνα πήγαινε και κάτω από αυτές τις συνθήκες, εμφανώς απογοητευμένος ο Άνθιμος ρώτησε το Τζέγκα κάποια στιγμή.
-Τι γίνεται Καπετάν Νικόλα, πως τα βλέπεις τα πράγματα θα πάμε στον εσπερινό;
- Ναι Δεσπότη μου και οι αποθαμένοι άγιοι και προπαντός οι ζωντανοί μαλώνουνε και μόνο που δεν σκοτώνουνται.
Ο Γραμματέας της Επισκοπής ο Γιάννης ο Γιακουμάκης παρατήρησε τον εκνευρισμό του Τζέγκα και κάποια διάθεση να τα βάλει με τσ’ αγίους ή ακόμα και με το Δεσπότη και για να προλάβει το κακό είπε στον Καπετάν Νικόλα.
-Νικολή, μην ξεχνάς τη συμφωνία μας και ο Τζέγκας του απάντησε.
-Σύντεκνε Γιάννη, κάμετε προσευχή, εσπερινό ότι μπορείτε, γιατί αν δεν σηκώσει αέρα θα τη χαλάσω τη συμφωνία. Ναι μα τον Αϊ Νικόλα θα τη σπάσω τη συμφωνία που έκανα, για χατήρι σου Δεσπότη μου, με το γραμματέα σου. Κατέω εγι μπας και είναι και αμαρτία που ζήτησα παράδες για να σε πάω στο πανηγύρι;
Αυτά είπε ο Τζέγκας σαν απάντησε στην υπενθύμιση της συμφωνίας, που είχε κάνει και μετά ξανάρχισε το τραγούδι με την μαντινάδα:
- Φουρτούνες μ ’ άγριους καιρούς άντεξε το κορμί μου, μα στη μπονάτσα ο δυστυχής θα χάσω την ψυχή μου.
Και την ώρα που ο Τζέγκας τραγουδούσε κάτι μουρμούριζε ο Δεσπότης, προφανώς κάποια προσευχή και η ώρα κυλούσε χωρίς σημάδια για κάποιο αεράκι. Πιθανότατα να είχε κολύσει στο Τζέγκα η ιδέα ότι τα λεφτά που ζήτησε ήταν πράγματι αμαρτία, όπως είχε πει και πάνω από αυτή την εντύπωση σηκώθηκε και δήλωσε.
- Εγώ Δεσπότη μου τη σπάζω ίδια εδά τη συμφωνία και ας πάνε και στον γέρο το διάολο οι παράδες, του κερατά, οι παράδες που εσταυριόσανε και το Χριστό.
Ο Δεσπότης τον κοίταξε λοξά, χάϊδεψε τα γένια του έδειξε κάπως να στενοχωρήθηκε και ο γραμματέας του πήγε να πει κάτι όμως ο Τζέγκας του το 'κοψε με μια κουβέντα:
- Εγώ την έσπασα τη συμφωνία κουμπάρε Γιάννη, εγώ λεφτά από το Δεσπότη δεν παίρνω και θα το δεις πως θα τόνε σηκώσω του κερατά τον αέρα.
Ο Τζέγκας άρχισε από εκείνη τη στιγμή να κατεβάζει Θεούς και δαίμονες και να τραβά και κουπί πιο δυνατά. Αυτά που είπε ούτε γράφονται, ούτε λέγονται, όμως τη βάρκα την πήγε με τα κουπιά στον Αϊ Γιάννη στο Γκιώνα μετά τον εσπερινό.
Εκείνος ο καλός Χριστιανός και άνθρωπος, ο αείμνηστος Δεσπότης ο Άνθιμος, πρόλαβε και έκανε τη λειτουργία και μ’ ένα πολύ γλυκό μελτεμάκι γύρισαν χωρίς προβλήματα. Το ταξίδι ήταν υπέροχο και την ώρα που έμπαιναν στο ψαρολίμανο του Καστελλιού, κοίταξε ο Τζέγκας το Δεσπότη λυπημένος και μετά του είπε:
- Είδες άρχοντα μου τι καιρό μας έκανε. Αν έκανες λουτρουγιά, όπως σας είπα μέσα, στη βάρκα, ο Θεός μπορεί και να σήκωνε λίγο αέρα γιατί με τη δική μου λουτρουγιά... και σένα εστενοχώρεσα και την ψυχή μου έχασα.
Για τα λεφτά λέγεται ότι αυτό που είπε τόκανε, δεν πήρε φράγκο, απλώς ζήτησε από το Δεσπότη να τον συγχωρέσει και να του ευχηθεί να τον φυλάει ο Θεός από τις φουρτούνες της θάλασσας.