Παιδιά κι’ είντα ‘χου (ν) τα πουλιά και κλαίσινε τση Κρήτης;
Γ-η τ’ άκουσαν πως πόθανε ο καπετάνιος Σήφης;
Κλαίει τον-ε η Κίσαμος κι οι γι-Αποκορωνιώτες
κι’ οι Σελινιώτες, Σφακιανοί, Χανιώτες, Ρεθεμνιώτες!
Κλαίει τον κι’ η γυναίκα –ν-του…
Σφακιά – Αποκόρωνας – Κίσαμος, 18-3-1823
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στον Σήφακα, τον ηρωικό στρατηγό της Κρήτης του 1821. Το πλήρες ονοματεπώνυμό του ήταν Σήφης Κωνσταντουλάκης. Μα το μεγαλόπρεπο σώμα του, τον καθιέρωσε με την επωνυμία Σήφακας (δηλαδή, πελώριος Σήφης)
Γεννήθηκε το 1771 στο χωριό Μελιδόνι Αποκορώνου, όπου είχε εγκατασταθεί ο Σφακιανός πατέρας του – από τη Νίμπρο. Έτσι, ήταν καπετάνιος «κοινής αποδοχής» για τους κατοίκους και των δυό γειτονικών επαρχιών. Στις μάχες οδηγούσε τους Αποκορωνιώτες με τον τίτλο του «Αρχηγού της επαρχίας». Αλλά ταυτόχρονα κι’ οι Σφακιανοί τον λογάριαζαν «δικό» τους – γι’ αυτό έχει θέση το τραγούδι του στη συλλογή μας
Ατρόμητος, ακούραστος, ριψοκίνδυνος, πατριώτης στο έπακρο και αφιλοκερδής, είχε μια χαρακτηριστική βροντερή φωνή – που έλεγαν, ότι «φωνάζει ο Σήφακας απ’ τη Μαλάξα κι’ ακούγεται στα Χανιά»! Ήταν η φωνή του «σάλπισμα εμψυχώσεως για τους δικούς μας, απογοήτευσις δε και τρόμος για τους εχθρούς».
Οι ιστορικοί αναφέρονται σ’ αυτόν με ιδιαίτερη εκτίμηση. Κι’ οι σελίδες της Κρητικής ιστορίας κατ’ επανάληψη αναφέρονται στην ηρωική δράση του.
Τέτοια ήταν η προσωπικότητά του, ώστε αρκετά μέλη της οικογένειάς του εγκατέλειψαν το επώνυμο Κωνσταντουλάκης και πήραν σαν επίθετο το δικό του όνομα. Παράδειγμα, ο νεώτερος αδελφός του Αντώνης Κωνσταντουλάκης, καπετάνιος κι αυτός σε επόμενους χρόνους, ο οποίος αναφέρεται από τους ιστορικούς και τους ριμαδόρους της εποχής, ως Αντώνης Σήφακας. Αλλά έτσι υπέγραφε κι ο ίδιος ο αδελφός αυτός.
Μέλη της οικογένειας κατοίκησαν Σφακιά, Αποκόρωνα και Κίσσαμο, άλλοι ως Κωνσταντουλάκης και άλλοι ως Σήφακας. Μία οικογένεια ήταν.
Πήρε μέρος και διέπρεψε σε αμέτρητες μάχες, σε διάφορα μέρη – με «βάση» του, όμως, το βουνό της Μαλάξας. Παρ’ όλα αυτά, ο μπαρουτοκαπνισμένος εκείνος πολέμαρχος είχε «γραφτό» να μην πεθάνει από σφαίρα.
Τον τρίτο χρόνο της επαναστάσεως, πολεμώντας του Τούρκους στην επαρχία Κισάμου, έπαθε πνευμονία. Τον μετέφεραν τα παλικάρια του στο χωριό Ρογδιά. Τον φρόντισαν όσο μπορούσαν. Μα ο ήρωας πέθανε (18.3.1823). Η κηδεία του έγινε στη Μονή Γωνιάς.
Κυριολεκτούν οι παραπάνω στίχοι, όταν λένε ότι το πένθος ήταν καθολικό. Ότι η απώλειά του έκαμε τον κόσμο ολόκληρο να κλάψει. Κι ακόμη όταν, στη συνέχειά τους, τονίζουν ότι οι συμπολεμιστές του (ούλο τ’ ασκέρι), ξέροντας τον να ρίχνεται πάντα ατρόμητος στις μάχες, διερωτώνταν: στον άλλο κόσμο για τον οποίο έφυγε, πού θα πάει άραγε να πολεμήσει;
Γ-η τ’ άκουσαν πως πόθανε ο καπετάνιος Σήφης;
Κλαίει τον-ε η Κίσαμος κι οι γι-Αποκορωνιώτες
κι’ οι Σελινιώτες, Σφακιανοί, Χανιώτες, Ρεθεμνιώτες!
Κλαίει τον κι’ η γυναίκα –ν-του…
Σφακιά – Αποκόρωνας – Κίσαμος, 18-3-1823
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στον Σήφακα, τον ηρωικό στρατηγό της Κρήτης του 1821. Το πλήρες ονοματεπώνυμό του ήταν Σήφης Κωνσταντουλάκης. Μα το μεγαλόπρεπο σώμα του, τον καθιέρωσε με την επωνυμία Σήφακας (δηλαδή, πελώριος Σήφης)
Γεννήθηκε το 1771 στο χωριό Μελιδόνι Αποκορώνου, όπου είχε εγκατασταθεί ο Σφακιανός πατέρας του – από τη Νίμπρο. Έτσι, ήταν καπετάνιος «κοινής αποδοχής» για τους κατοίκους και των δυό γειτονικών επαρχιών. Στις μάχες οδηγούσε τους Αποκορωνιώτες με τον τίτλο του «Αρχηγού της επαρχίας». Αλλά ταυτόχρονα κι’ οι Σφακιανοί τον λογάριαζαν «δικό» τους – γι’ αυτό έχει θέση το τραγούδι του στη συλλογή μας
Ατρόμητος, ακούραστος, ριψοκίνδυνος, πατριώτης στο έπακρο και αφιλοκερδής, είχε μια χαρακτηριστική βροντερή φωνή – που έλεγαν, ότι «φωνάζει ο Σήφακας απ’ τη Μαλάξα κι’ ακούγεται στα Χανιά»! Ήταν η φωνή του «σάλπισμα εμψυχώσεως για τους δικούς μας, απογοήτευσις δε και τρόμος για τους εχθρούς».
Οι ιστορικοί αναφέρονται σ’ αυτόν με ιδιαίτερη εκτίμηση. Κι’ οι σελίδες της Κρητικής ιστορίας κατ’ επανάληψη αναφέρονται στην ηρωική δράση του.
Τέτοια ήταν η προσωπικότητά του, ώστε αρκετά μέλη της οικογένειάς του εγκατέλειψαν το επώνυμο Κωνσταντουλάκης και πήραν σαν επίθετο το δικό του όνομα. Παράδειγμα, ο νεώτερος αδελφός του Αντώνης Κωνσταντουλάκης, καπετάνιος κι αυτός σε επόμενους χρόνους, ο οποίος αναφέρεται από τους ιστορικούς και τους ριμαδόρους της εποχής, ως Αντώνης Σήφακας. Αλλά έτσι υπέγραφε κι ο ίδιος ο αδελφός αυτός.
Μέλη της οικογένειας κατοίκησαν Σφακιά, Αποκόρωνα και Κίσσαμο, άλλοι ως Κωνσταντουλάκης και άλλοι ως Σήφακας. Μία οικογένεια ήταν.
Πήρε μέρος και διέπρεψε σε αμέτρητες μάχες, σε διάφορα μέρη – με «βάση» του, όμως, το βουνό της Μαλάξας. Παρ’ όλα αυτά, ο μπαρουτοκαπνισμένος εκείνος πολέμαρχος είχε «γραφτό» να μην πεθάνει από σφαίρα.
Τον τρίτο χρόνο της επαναστάσεως, πολεμώντας του Τούρκους στην επαρχία Κισάμου, έπαθε πνευμονία. Τον μετέφεραν τα παλικάρια του στο χωριό Ρογδιά. Τον φρόντισαν όσο μπορούσαν. Μα ο ήρωας πέθανε (18.3.1823). Η κηδεία του έγινε στη Μονή Γωνιάς.
Κυριολεκτούν οι παραπάνω στίχοι, όταν λένε ότι το πένθος ήταν καθολικό. Ότι η απώλειά του έκαμε τον κόσμο ολόκληρο να κλάψει. Κι ακόμη όταν, στη συνέχειά τους, τονίζουν ότι οι συμπολεμιστές του (ούλο τ’ ασκέρι), ξέροντας τον να ρίχνεται πάντα ατρόμητος στις μάχες, διερωτώνταν: στον άλλο κόσμο για τον οποίο έφυγε, πού θα πάει άραγε να πολεμήσει;
Πηγή, Πάρι Κελαϊδή «Ριζίτικα για τα Σφακιά»