Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

ΗΜΟΥΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΜΕΝΟΣ ΟΤΑΝ ΑΛΛΑΞΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ

 Θεατρικός μονόλογος
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
(Σκηνή λιτή. Ένα τραπέζι με παλιό πορτατίφ, ένα καφάσι αντί για κομοδίνο, ένας υπολογιστής που τρεμοπαίζει. Πίσω, μια κουρτίνα κλείνει το φόντο. Ο χαρακτήρας, κάθε ηλικίας, με πρόσωπο κουρασμένο μα όχι εξαντλημένο, αλλά φανερά προβληματισμένο...

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ (αργά, σχεδόν εξομολογητικά):
Δεν ξέρω πότε ακριβώς έγινε.
Ή μάλλον… το ξέρω: δεν το κατάλαβα... μα ούτε είχα δυνατότητα να προλάβω...
Κάποια στιγμή, ανάμεσα σ’ ένα scroll κι ένα update,
ο κόσμος… γλίστρησε.
Δεν έπεσε, δεν φώναξε·
γλίστρησε ήσυχα, όπως γλιστράει η μνήμη, όταν έχεις μείνει ξύπνιος πολύ όπως όταν μετά από δύσκολη μέρα δεν έχεις πλέον ενέργεια ..
Κι εγώ; Εγώ απλώς δεν πρόλαβα.
Ήμουν απασχολημένος:
Να απαντήσω σε ένα μήνυμα.
Να ανοιγοκλείσω πέντε tabs.
Να πατήσω “μου αρέσει” σε κάτι που δεν είχα χρόνο να σκεφτώ και δεν ήξερα αν μου άρεσε...
Κι έτσι, όταν ο κόσμος γύρισε σελίδα,
εγώ βρέθηκα στο περιθώριο.
Όχι ως θεατής.
Ούτε καν ως κομπάρσος.
Πιο πολύ σαν εκείνον τον περαστικό στα φόντα των ντοκιμαντέρ ή των καλτ ταινιών...
που περνάει από πίσω από το κυρίως πλάνο, με σακούλες και κανείς δεν τον είδε.
Αυτός. Ακριβώς είμαι ΕΓΏ!
(παύση)

Και το παράλογο;
Δεν μου ζήτησαν καν να αποχωρήσω.
Απλώς με προσπέρασαν.
Ο ρυθμός, το σύστημα, η εποχή, οι κανόνες που άλλοι έβαλαν ...
Και τώρα;
Τώρα με ρωτούν:
– «Γιατί δεν είσαι πιο ενεργός;»
– «Γιατί δεν προσαρμόζεσαι;»
– «Γιατί δεν κατεβάζεις την εφαρμογή;»
"Γιατί δεν βλέπεις τις διαφημίσεις;"
και κυρίως ...
"Γιατί δεν παραγγέλνεις;"
Γιατί, ρε φίλε, δεν ξέρω πού είμαι πια ... με θέλετε να πατάω
κουμπιά ...
Δεν είναι ότι δεν θέλω.
Είναι ότι το έδαφος άλλαξε χωρίς να μου πούνε τίποτα έγινε για μένα δύσβατο... ανηφορικό ...
Μου λένε πως ζούμε στην εποχή της πληροφορίας.
Κι εγώ το μόνο που νιώθω είναι πως πνίγομαι από θόρυβο, ένα θόρυβο που μοιάζει με εμβοισμό.. 
Παλιά, υπήρχε χρόνος.
Υπήρχε σιωπή.
Υπήρχε βαρεμάρα.
Και μέσα στη βαρεμάρα, γεννιόταν η σκέψη και ίσως η  απόφαση ...
Τώρα;
Δεν προλαβαίνεις ούτε να σκεφτείς ούτε να θυμηθείς, σε προσπερνάνε χωρίς να το καταλάβεις...
Αν αργήσεις να απαντήσεις, είσαι off.
Αν μείνεις σιωπηλός, είσαι ύποπτος.
Αν πεις “δεν καταλαβαίνω”, είσαι περιττός.
(παύση – σκύβει προς το κοινό)

Θυμάσαι πώς ήταν η αναπνοή, όταν δεν συντονιζόταν με ειδοποιήσεις;
Εγώ… αρχίζω να ξεχνώ.
Δεν φταίει μόνο η τεχνολογία.
Φταίει που της  επιτρέψαμε να γίνει φυσικό περιβάλλον.
Που αντί να ορίσουμε τη χρήση, της τεχνολογίας την 
αφήσαμε να ορίζει  αυτή εμάς και να μας κριτικάρει!
Και το πιο παράλογο;
Δεν το βλέπουμε σαν κατάρρευση.
Το λέμε… «εξέλιξη».
Όχι!
Δεν είναι εξέλιξη όταν ξεχνάς ποιος είσαι.
Όταν κοιτάζεις την οθόνη και δεν θυμάσαι πια πώς φαίνεται το πρόσωπό σου χωρίς φίλτρο.
(παύση – με ειρωνεία)

Μας δώσανε απεριόριστη πρόσβαση ταχύτητα και απεριόριστη μοναξιά.
Μας δώσανε εργαλεία για επικοινωνία και καταργήσαμε την σκέψη ξεχάσαμε τη σιωπή.
Μας είπαν «δημιουργοί» και μας κάνανε καταναλωτές της οθόνης και του πληκτρολογίου!.
Κι εγώ;
Εγώ όχι μόνο δεν είμαι πρωταγωνιστής —
δεν ξέρω αν ανήκω καν στο καστ των κομπάρσων...
Περισσότερο νιώθω σαν εκείνο το post που κανείς δεν διάβασε, αλλά πέρασε στα feed.
(παύση – μαλακώνει η φωνή)

Κι όμως…
χθες, πήγα για καφέ.
Ουρά, κόσμος, οθόνες.
Η κοπέλα στο ταμείο — νέα, γρήγορη, εξαντλημένη — μου λέει:
– «Τι θα πάρετε;»
Κι εγώ της λέω:
– «Έναν μονό εσπρέσο… και λίγη σιωπή, αν σας βρίσκεται.»
(χαμογελάει – αληθινά)
Σταμάτησε. Με κοίταξε.
Και μου έκλεισε το μάτι.
Όταν μου έδωσε τον καφέ, πάνω στο καπάκι είχε κολλημένο ένα μικρό σημείωμα:
«Το βλέπω κι εγώ και εκπίπτω... φρόντισε να το βλέπεις και να ελπίζεις»
(παύση – συγκρατημένη συγκίνηση)

Δεν είπαμε λέξη.
Μα εκείνη τη στιγμή…
ένιωσα ότι δεν είμαι εντελώς αόρατος.
Και ξαφνικά, όλα αυτά που με πνίγουν — το ατελείωτο feed, η σύγχυση, το κενό —
γίνανε λιγότερο απόλυτα.
Γιατί κάπου, κάποιος άλλος είδε.
Και δεν έτρεξε. Δεν σχολίασε. Δεν ανέβασε story, απλά το έγραψε με μολύβι...
Απλώς…σαν να  έμεινε λίγο από κάτι παλιό κάτι σαν απολίθωμα που μας δίνει ακόμα ελπίδα...
(παύση – κοιτάζει στο κοινό)

Κι εγώ αυτό θέλω:
Να μείνω λίγο.
Όχι να νικήσω τον κόσμο.
Ούτε να γίνω viral με σκέψη.
Απλώς να θυμάμαι ποιος ήμουν πριν από το buffering.
Να αναπνέω χωρίς ρυθμιστή.
Να αγαπάω χωρίς emoticon.
Να υπάρχω χωρίς να πρέπει να το αποδείξω.
(τελευταία παύση – βαθιά, ζεστή)

Ίσως τελικά δεν προλάβαμε,
αλλά δεν χαθήκαμε.
Ίσως το χάσμα δεν γεφυρώνεται.
Αλλά μπορούμε να το κοιτάξουμε και να μη φοβηθούμε.
Και κάπου μέσα σ’ όλο αυτό,
σ’ αυτή την ανυπαρξία που μας φορέσανε σαν ρούχο, που δεν ταιριάζει στην ενδυματολογική αισθητική μας...
υπάρχει ακόμα μια αχνή επιμονή στην σκέψη μας ...
Ένα “ναι, το βλέπω κι εγώ”.
Μια μικρή φλόγα που δεν κάνει φασαρία — αλλά καίει.
Κι αυτό…
ίσως είναι αρκετό.
(Το φως σβήνει ήσυχα. Δεν τελειώνει κάτι. Κάτι… συνεχίζει. Αργά, πεισματάρικα, ανθρώπινα.)

Επί σκηνής: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: