Γράφει ο Γιώργος Τσιμπογιάννης
Στα χρόνια της πρώτης μου νιότης, στην «πάνω αγορά» της κωμόπολής μας (σημερινή οδό Παπαγιαννάκη), κάθε Παρασκευή λειτουργούσε αγορά ζώντων ζώων (παζάρι).
Ο δρόμος απ´ άκρη σ´ άκρη γέμιζε από πολύ νωρίς με χωρικούς από τα κοντινά ή και τα πιο μακρινά χωριά της επαρχίας που κατέφθαναν με τα «χτήματα» τους (γαϊδουράκια, ημιόνους, άλογα) τα οποία έδεναν στους παρακείμενους στύλους της ΔΕΗ και του ΟΤΕ. Στο κεφάλι των ζώων τους αυτών, κρεμούσαν ένα είδος τσουβαλένιας σακούλας-τάγιστρου με λίγη τροφή μέσα, ενώ στα πιο ατίθασα που τρόμαζαν με την παρουσία κόσμου, έβαζαν παρωπίδες. Μαζί τους είχαν κάθε είδους ζωντανά ζώα για πώληση: γαϊδουράκια, αρνιά, κατσίκια, κουνέλια κτλ. Εκτός από τους πωλητές, κατέφθαναν και οι αγοραστές που ανήκαν σε τρεις κατηγορίες κυρίως:
1. Ζωέμποροι (τζαμπάζηδες)
2. Χασάπηδες και
3. Απλοί ντόπιοι ή χωρικοί.
Το παζάρι έδινε και έπαιρνε, μέχρις εξαντλητικού πολλές φορές βαθμού και άλλοτε κατέληγε σε συμφωνία, άλλοτε όχι, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, την εποχή, αλλά και την ανάγκη του κάθε πωλητή να ενδώσει.
Όσο πλησίαζε το μεσημέρι, η ένταση ανέβαινε και η μυρωδιά στάβλου ήταν διάχυτη. Όσοι είχαν ολοκληρώσει τις αγορές ή τις πωλήσεις αποχωρούσαν και η κίνηση μετά το μεσημέρι αραίωνε, μέχρι να σβύσει.
Πολλές ιστορίες αναφέρονται για το Καστελιανό παζάρι, από τις οποίες θα αναφέρω δύο.
Το 1968 ή 1969, από ένα μακρινό χωριό της Κισάμου, φτάνει στο παζάρι ένας καταταλαιπωρημένος χωρικός με μπαλωμένα ρούχα (το ένα μπάλωμα πάνω στο άλλο) και υποδήματα σε άθλια κατάσταση, κουβαλώντας ένα μεγαλούτσικο αρνί για να το πουλήσει. Αντί να σταθεί και να περιμένει αγοραστή, το περιέφερε και έψαχνε χασάπη να το πουλήσει. Ο λόγος ήταν ότι εκτός από τις 20 δραχμές που ζητούσε, ήθελε να σφαχτεί το αρνί και να του δοθεί η κοιλιά με τα εντεράκια! (την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν σφαγεία και όποιος ήθελε έσφαζε όπου ήθελε).
Στα χρόνια της πρώτης μου νιότης, στην «πάνω αγορά» της κωμόπολής μας (σημερινή οδό Παπαγιαννάκη), κάθε Παρασκευή λειτουργούσε αγορά ζώντων ζώων (παζάρι).
Ο δρόμος απ´ άκρη σ´ άκρη γέμιζε από πολύ νωρίς με χωρικούς από τα κοντινά ή και τα πιο μακρινά χωριά της επαρχίας που κατέφθαναν με τα «χτήματα» τους (γαϊδουράκια, ημιόνους, άλογα) τα οποία έδεναν στους παρακείμενους στύλους της ΔΕΗ και του ΟΤΕ. Στο κεφάλι των ζώων τους αυτών, κρεμούσαν ένα είδος τσουβαλένιας σακούλας-τάγιστρου με λίγη τροφή μέσα, ενώ στα πιο ατίθασα που τρόμαζαν με την παρουσία κόσμου, έβαζαν παρωπίδες. Μαζί τους είχαν κάθε είδους ζωντανά ζώα για πώληση: γαϊδουράκια, αρνιά, κατσίκια, κουνέλια κτλ. Εκτός από τους πωλητές, κατέφθαναν και οι αγοραστές που ανήκαν σε τρεις κατηγορίες κυρίως:
1. Ζωέμποροι (τζαμπάζηδες)
2. Χασάπηδες και
3. Απλοί ντόπιοι ή χωρικοί.
Το παζάρι έδινε και έπαιρνε, μέχρις εξαντλητικού πολλές φορές βαθμού και άλλοτε κατέληγε σε συμφωνία, άλλοτε όχι, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, την εποχή, αλλά και την ανάγκη του κάθε πωλητή να ενδώσει.
Όσο πλησίαζε το μεσημέρι, η ένταση ανέβαινε και η μυρωδιά στάβλου ήταν διάχυτη. Όσοι είχαν ολοκληρώσει τις αγορές ή τις πωλήσεις αποχωρούσαν και η κίνηση μετά το μεσημέρι αραίωνε, μέχρι να σβύσει.
Πολλές ιστορίες αναφέρονται για το Καστελιανό παζάρι, από τις οποίες θα αναφέρω δύο.
Το 1968 ή 1969, από ένα μακρινό χωριό της Κισάμου, φτάνει στο παζάρι ένας καταταλαιπωρημένος χωρικός με μπαλωμένα ρούχα (το ένα μπάλωμα πάνω στο άλλο) και υποδήματα σε άθλια κατάσταση, κουβαλώντας ένα μεγαλούτσικο αρνί για να το πουλήσει. Αντί να σταθεί και να περιμένει αγοραστή, το περιέφερε και έψαχνε χασάπη να το πουλήσει. Ο λόγος ήταν ότι εκτός από τις 20 δραχμές που ζητούσε, ήθελε να σφαχτεί το αρνί και να του δοθεί η κοιλιά με τα εντεράκια! (την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν σφαγεία και όποιος ήθελε έσφαζε όπου ήθελε).
Όσο κι αν προσπάθησε (και βρήκε αγοραστές που του έδιναν το εικοσάρικο), κανείς χασάπης δεν του έδινε κοιλιά και εντεράκια. Έτσι πέρασε το μεσημέρι, οι αγοραστές ένας ένας αποχώρησαν και έμεινε μόνος με το αρνί. Για να μη γυρίσει σπίτι του με άδεια χέρια έχοντας χάσει και τη μέρα του, από εκεί που απαιτούσε, άρχισε να παρακαλεί. Έτσι απογοητευμένος, αναγκαιμένος και ταλαιπωρημένος απευθύνθηκε σ´ ένα χασάπη ο οποίος προηγουμένως του έδινε το 20άρικο (μόνο, χωρίς κοιλιά και έντερα), αλλά τώρα που βρήκε την ευκαιρία ο πονηρός, πήρε το αρνί 18 δραχμές χωρίς βέβαια να δώσει κοιλιά και εντεράκια που προόριζε ο δύσμοιρος χωρικός για φαγητό της οικογένειάς του.
Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή και μου τη διηγήθηκε ο συνήλικός μου Γ.Π που ήταν τότε βοηθός (τσιράκι κατά την τοπική φρασεολογία) στο κρεοπωλείο.
Η δεύτερη ιστορία είναι παλιότερη αλλά χαρακτηριστική της πονηριάς των ζωεμπόρων και της απονήρευτης ευκολοπιστίας των χωρικών της εποχής.
Φθάνει στο παζάρι ένας χωρικός κάπως περασμένης ηλικίας από κοντινό χωριό, καβάλα στον επίσης κάπως περασμένης ηλικίας γάιδαρο του. Τον πλησιάζει ο ζωέμπορος και τον ρωτά τί ψάχνει. Αυτός του απαντά ότι ήρθε για να πουλήσει το γάιδαρό του επειδή είχε αρχίσει να γερνά και δεν άντεχε στη δουλειά. Πέφτουν στα παζάρια και συμφωνούν στις 300 δραχμές. Παίρνει ο τζαμπάζης το γάιδαρο, τον πάει σπίτι του και τον βάφει κατάμαυρο για να μην γνωρίζεται, του αλλάζει σαμάρι και προσωπίδα και τον ξαναπάει στο παζάρι. Εκεί βρίσκει τον ίδιο χωρικό και του λέει:
-Βρήκα ένα γαϊδούρι χρυσάφι και σκέφθηκα ότι σου χρειάζεται, τώρα που δεν έχεις.
Αυτός μεγάλος άνθρωπος, ευκολόπιστος και με μειωμένη όραση, δεν κατάλαβε την απάτη. Συμφωνούν λοιπόν στις 500 δραχμές και αγοράζει ο χωρικός το γαϊδούρι, το καβάλησε και πήρε το δρόμο για το χωριό του. Όταν έφτασε στο σπίτι του και είδε ότι το ζώο ήξερε τα κατατόπια και πήγε κατευθείαν στο παχνί του, πονηρεύτηκε και κατάλαβε τί είχε πάθει αλλά ήταν πλέον αργά.
Την ίδια ώρα ο ζωέμπορος είχε καλέσει τους φίλους του στο κοντινό μαγέρικο, με την εντολή να φέρνουν κρασί (τότε έπιναν πιο πολύ κρασί και όχι τσικουδιά που πίνουν σήμερα) και μεζέ μέχρι της αξίας των 100 δραχμών. Έπιναν λέγοντας συνέχεια «συγεία του κορόιδου». Όταν έφτασε ο λογαριασμός στο 100στάρικο, τύλιξε ο πονηρός-μισομεθυσμένος- το δεύτερο κατοστάρικο του κέρδους γύρω από ένα τσιγάρο και το ΕΚΑΝΕ ΚΑΠΝΟ.
Και αυτή η ιστορία είναι αληθινή και μου τη διηγήθηκε ο εγγονός του ζωεμπόρου. Πιθανόν να την έχει δημοσιεύσει και ο αείμνηστος Θανάσης Δεικτάκης
Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή και μου τη διηγήθηκε ο συνήλικός μου Γ.Π που ήταν τότε βοηθός (τσιράκι κατά την τοπική φρασεολογία) στο κρεοπωλείο.
Η δεύτερη ιστορία είναι παλιότερη αλλά χαρακτηριστική της πονηριάς των ζωεμπόρων και της απονήρευτης ευκολοπιστίας των χωρικών της εποχής.
Φθάνει στο παζάρι ένας χωρικός κάπως περασμένης ηλικίας από κοντινό χωριό, καβάλα στον επίσης κάπως περασμένης ηλικίας γάιδαρο του. Τον πλησιάζει ο ζωέμπορος και τον ρωτά τί ψάχνει. Αυτός του απαντά ότι ήρθε για να πουλήσει το γάιδαρό του επειδή είχε αρχίσει να γερνά και δεν άντεχε στη δουλειά. Πέφτουν στα παζάρια και συμφωνούν στις 300 δραχμές. Παίρνει ο τζαμπάζης το γάιδαρο, τον πάει σπίτι του και τον βάφει κατάμαυρο για να μην γνωρίζεται, του αλλάζει σαμάρι και προσωπίδα και τον ξαναπάει στο παζάρι. Εκεί βρίσκει τον ίδιο χωρικό και του λέει:
-Βρήκα ένα γαϊδούρι χρυσάφι και σκέφθηκα ότι σου χρειάζεται, τώρα που δεν έχεις.
Αυτός μεγάλος άνθρωπος, ευκολόπιστος και με μειωμένη όραση, δεν κατάλαβε την απάτη. Συμφωνούν λοιπόν στις 500 δραχμές και αγοράζει ο χωρικός το γαϊδούρι, το καβάλησε και πήρε το δρόμο για το χωριό του. Όταν έφτασε στο σπίτι του και είδε ότι το ζώο ήξερε τα κατατόπια και πήγε κατευθείαν στο παχνί του, πονηρεύτηκε και κατάλαβε τί είχε πάθει αλλά ήταν πλέον αργά.
Την ίδια ώρα ο ζωέμπορος είχε καλέσει τους φίλους του στο κοντινό μαγέρικο, με την εντολή να φέρνουν κρασί (τότε έπιναν πιο πολύ κρασί και όχι τσικουδιά που πίνουν σήμερα) και μεζέ μέχρι της αξίας των 100 δραχμών. Έπιναν λέγοντας συνέχεια «συγεία του κορόιδου». Όταν έφτασε ο λογαριασμός στο 100στάρικο, τύλιξε ο πονηρός-μισομεθυσμένος- το δεύτερο κατοστάρικο του κέρδους γύρω από ένα τσιγάρο και το ΕΚΑΝΕ ΚΑΠΝΟ.
Και αυτή η ιστορία είναι αληθινή και μου τη διηγήθηκε ο εγγονός του ζωεμπόρου. Πιθανόν να την έχει δημοσιεύσει και ο αείμνηστος Θανάσης Δεικτάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου