Είχε μπει για τα καλά ο Μάιος. Με το τέλος του μήνα θα ξεκινούσαν οι κατατακτήριες εξετάσεις της χρονιάς κι όλοι εμείς οι μαθητές (ιδιαίτερα τα λουλούδια) κυριευόμασταν από μια περίεργη νευρικότητα. Χωρίς να υπάρχει κάποια φανερή αιτία, νιώθαμε μια πίεση, ίσως γιατί όλη τη χρονιά δεν ήμασταν και τόσο συνεπείς στις μαθητικές μας υποχρεώσεις. Αντί να συνετιστούμε και να υποχρεωθούμε να στρωθούμε στο διάβασμα για να έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία και ν' ανταπεξέλθουμε στις επερχόμενες εξετάσεις, εμείς ξεκινούσανε μια σειρά από κοπάνες στις οποίες, λόγω της ζέστης που επικρατούσε, καταλήγαμε στον «Μαύρο Μώλο» και ειδικά στην Πλάκα. Ο βράχος της Πλάκας δέσποζε στην δεξιά πλευρά του «Μαύρου Μώλου» κι όπως μπορεί να καταλάβει κάποιος απ' το όνομά του ήταν επίπεδος και πλατύς, αρκετά μεγάλος σε έκταση κι ελάχιστα πιο ψηλός από τη στάθμη της θάλασσας.
Η Πλάκα είχε γίνει το καταφύγιό μας όταν αποφασίζαμε να κάνουμε κοπάνα για μπάνιο. Απ' τη βόρεια γωνία του βράχου και σε ευθεία γραμμή προς το άνοιγμα του κόλπου σε αρκετή απόσταση απ' την ξηρά είχαμε ανακαλύψει σε μεγάλο βάθος σπασμένα κομμάτια από πήλινα σκεύη και με τη φαντασία μας ονειρευόμασταν ότι ανακαλύψαμε κάποιο αρχαίο ναυάγιο. Προσπαθούσαμε με κάθε μυστικότητα ν' ανασύρουμε απ' τον βυθό όσο πιο πολλά πήλινα θραύσματα και μερικά σχεδόν άθικτα. Προσπαθούσαμε με τις γνώσεις και την εμπειρία που είχαμε να προσδιορίσουμε την προέλευσή τους. Οι θεωρίες στις οποίες είχαμε καταλήξει ξεπερνούσαν κάθε φαντασία και κάλυπταν όλες τις χρονικές περιόδους, χωρίς να μπορούμε να καταλήξουμε κάπου συγκεκριμένα. Σχεδιάζαμε ν' απευθυνθούμε στην αρχαιολογική υπηρεσία και υπολογίζαμε πως ένα μέρος της δημοσιότητας θα έπεφτε πάνω μας. Με τη φαντασία μας να καλπάζει και να ονειρευόμαστε αρχαιολογικές ανακαλύψεις συνεχίζαμε τις καταδύσεις.
Απ' αυτό το όνειρο μάς προσγείωσε απότομα ένας μαθητής μεγαλύτερης τάξης από μας, φοβερός κολυμβητής και δύτης, του οποίου δεν θυμάμαι το όνομα, παρά μόνο το «παρατσούκλι» του. Λόγω της ικανότητάς του στη θάλασσα τον φώναζαν όλοι «μπακαλιάρο». Αυτός ο τόσο απίστευτα καλός κολυμβητής βουτούσε λίγο πιο μέσα προς το άνοιγμα του κόλπου σε σχέση με το σημείο που βουτούσαμε εμείς κι έβγαζε κάτι τεράστια κοχύλια τα οποία όλοι ζηλεύαμε. Πολύ γρήγορα κατάλαβε τι ακριβώς βγάζαμε εμείς απ' τη θάλασσα κι ήρθε κοντά μας στην Πλάκα και μας γκρέμισε απ' τα όνειρά μας στη σκληρή πραγματικότητα.
-Τα πήλινα θραύσματα που βγάζετε απ' τον κόλπο δεν είναι αρχαία. Πριν λίγα χρόνια βούλιαξε εδώ ένα καΐκι που μετέφερε σταμνιά και διάφορα σκεύη για οικειακή χρήση.
Το έλεγε και μας περιέπαιζε για την αφέλειά μας. Εμείς νιώσαμε τα όνειρά μας να βουλιάζουν σαν το καΐκι που μας περιέγραφε ο «μπακαλιάρος». Πολύ γρήγορα διαπιστώσαμε ότι έλεγε την αλήθεια. Παρ' όλα αυτά η Πλάκα συνέχισε να είναι το λημέρι μας για όλες τις κοπάνες που κάναμε.
Σε μια απ' τις κοπάνες απηυδισμένοι απ' τη ζέστη πήγαμε στην Πλάκα εγώ, ο Πσιπσής, ο Γιώργος Δασκ.... και ο Γιάννης ( σήμερα είναι δικηγόρος). Με το που ανεβήκαμε στον βράχο μας περίμενε μια έκπληξη. Στη μέση της Πλάκας λιαζότανε μια τουρίστρια. Ξαπλωμένη πάνω σε μία πετσέτα χωρίς να φοράει το μαγιό της. Αυτό ήταν κάτι πολύ σπάνιο εκείνη την εποχή, όπως και γενικά οι τουρίστες ήταν ελάχιστοι. Αφού ξεπεράσαμε την έκπληξή μας διαλέξαμε ένα σημείο στ' αριστερά της και προφασιστήκαμε ότι κάναμε ηλιοθεραπεία κι εμείς. Στις κρυφές ματιές που ρίχναμε αντιληφθήκαμε πολύ γρήγορα ότι δεν νοιαζόταν καθόλου για την παρουσία μας. Συνέχιζε απτόητη να διαβάζει το περιοδικό της και ν' αλλάζει θέση κάθε τόσο στην πετσέτα της. Εμείς όμως μόνο ήρεμοι δεν ήμασταν. Έγινε αμέσως το κύριο θέμα της συζήτησής μας. Τελικά αποφασίσαμε να την πλησιάσουμε και να πιάσουμε κουβέντα μαζί της. Το δύσκολο ήταν το θάρρος και τα αγγλικά! Εγώ είχα το θάρρος, αλλά από αγγλικά λίγα πράγματα. Ίσως ήταν απ' τις λίγες φορές που βλαστήμισα για τις κοπάνες και τις μαγκιές που έκανα στο μάθημα των αγγλικών.
Ο Πσιπσής κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κάνοντας συγχρόνως μια αρνητική γκριμάτσα. Με αυτό τον τρόπο αποστασιοποιήθηκε χωρίς καν να μιλήσει.
Ο Γιάννης, που ήταν εξπέρ στα αγγλικά, δεν τολμούσε να πάει και να της μιλήσει. Κάποια στιγμή αποφάσισα να την πλησιάσω και να της μιλήσω με τα Βλαχοαγγλικά μου. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς της είπα. Αυτή με κοίταξε, χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό μου. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι το χέρι μου το ήθελε για να τη βοηθήσω να σηκωθεί. Μόλις σηκώθηκε, μάζεψε τα πράγματά της χωρίς να πει τίποτα, έριξε πάνω στο κορμί της ένα διαφανές παρεό κι αναχώρησε απ' την Πλάκα. Ακόμη θυμάμαι την περίσσεια χάρη με την οποία απομακρυνόταν από μας τους παρείσακτους, ενώ το σώμα της διαγραφόταν με το διαφανές ρούχο να μην κρύβει ούτε το ελάχιστο. Αργότερα έμαθα ότι την έλεγαν Έβελιν κι ήταν απ' τον Καναδά.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
Φωτο Ανυφαντάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου