Tης Ευτυχίας Δεσποτάκη
Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
Τσιγάρο πρέφα και καφέ
Βρε δε βαριέσαι δε βαριέσαι
Αδερφέ…….
(Τραγούδι Κ. χατζή)
Πάει τώρα καιρός που περνώντας από την παλιά αγορά του Καστελιού πρόσεξα ότι του «Παπαδάκη» το καφενείο ήταν κλειστό και είχε εφημερίδες στα τζάμια. Σαν πρώτη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου η επιδιόρθωση, όμως, αργότερα διαπίστωσα, ότι δεν ήταν έτσι. Μια σκιά στιγμιαίας μελαγχολίας μου πέρασε, το τέλος μιας εποχής σκέφτηκα. Έκλεισε και το τελευταίο από τα παλιά καφενεία του τόπου μας. Έκλεισε αφήνοντας πια μια σειρά αναμνήσεων στους παλιότερους. Οι θαμώνες του, άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας σαν πουλιά που τους χάλασαν τη φωλιά, σκόρπισαν και ψάχνουν αλλού για στέκι. «Δεν ξέρω που να σταθώ κάθε πρωί μου έλεγε κάποιος θαμώνας τα έχω χαμένα».Έτσι συγχρόνως προσδιόριζε και τη σχέση καφενείου και θαμώνα.
Τα τελευταία χρόνια το ένα μετά το άλλο τα παλιά καφενεία εξαφανίζονται. Τη θέση τους παίρνουν πολυτελείς καφετέριες, χώροι άλλου, ήθους και ύφους που συγκεντρώνουν και άλλης ηλικίας πελατεία.
Το καφενείο περνά μηνύματα με το διάκοσμο του. Στους τοίχους του καφενείου θα δεις κρεμασμένους χάρτες του Ατλαντα: της Ελλάδας, της Ευρώπης Παγκόσμιους. Σε εποχές που δεν υπάρχει τηλεόραση, ούτε παγκοσμιοποίηση, υπάρχει η αγωνία να γνωρίσεις πού ζει η που ταξιδεύει ο άλλος φίλος ή εχθρός. Οπωσδήποτε υπάρχει κρεμάστρα ξύλινη για τα σακάκια ή τα παλτά των θαμώνων. Υπάρχει ραδιόφωνο μεγάλο, συνήθως ξύλινο στον τοίχο προσαρμοσμένο σε ειδική εταζέρα, άλλωστε αρκετοί έρχονται στο καφενείο να ακούσουν τα νέα από το ραδιόφωνο, όταν δεν υπάρχει σε όλα τα σπίτια ακόμη. Υπάρχει ρολόι κρεμασμένο στον τοίχο, στα πιο Τα τελευταία χρόνια το ένα μετά το άλλο τα παλιά καφενεία εξαφανίζονται. Τη θέση τους παίρνουν πολυτελείς καφετέριες, χώροι άλλου, ήθους και ύφους που συγκεντρώνουν και άλλης ηλικίας πελατεία.
Το καφενείο, ο καφενές, το καφέ σαντάν είναι κατ΄εξοχήν είδος της Ανατολής Είναι χώρος συγκέντρωσης κυρίως των ανδρών κατά τον ελεύθερο χρόνο τους, χώρος ανάπαυλας. Το καφενείο λειτουργεί όλη μέρα, το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα, το βράδυ μέχρι αργά τη νύχτα, κάποτε και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Το καφενείο για τον ελληνικό χώρο τόσο στις πόλεις ,όσο και στα χωριά είναι κομμάτι ιστορίας και πολιτισμού. Και επειδή ο καιρός και η ιστορία κυλά εύκολα από τη μνήμη στην καρδιά, αναμετρώντας τις αναμνήσεις μας, ο καθένας μπορεί να βρεθεί στο παλιό καφενείο της πόλης ή του χωριού.
Στο καφενείο η επίπλωση και ο διάκοσμος είναι απλός. Τα τραπεζάκια στρογγυλά τσίγκινα με σίδερο η μακρόστενα ξύλινα ή μαρμάρινα, οι καρέκλες ψηλές.
Μια γωνία σε χρήση κουζίνας με πάγκο το γνωστό τεζιάκι. Μικρό ντουλάπι για στοιχειώδη ζαχαρωτά και σοκολάτες για κέρασμα στα παιδάκια που θα βρεθούν εκεί. Το πετρογκάζ ή το καμινέτο για το ψήσιμο του καφέ. Τα φλυτζάνια και τα ποτήρια περίεργα κρεμασμένα κάποτε στον τοίχο.
Στο καφενείο προσφέρεται καφές ελληνικός κυρίως: Σκέτος, μέτριος, βαρύς γλυκύς, ναι και όχι, γλυκύς βραστός, είναι οι παραγγελίες. Έξ άλλου ο καφετζής γνωρίζει τα γούστα των μόνιμων πελατών του. Προσφέρονται και αναψυκτικά κυρίως γαζόζες, λεμονάδες, πορτοκαλάδες «μια στα δύο» είναι η παραγγελία πολλές φορές. Τα γλυκά είναι σπάνια έως καθόλου, μόνο βανίλια του κουταλιού το γνωστό υποβρύχιο, λουκούμια και ξερολούκουμα για τα παιδιά. Σερβίρεται και τσάι συνήθως σε ποτήρι, όπως και ο καφές σε κρασοπότηρο για κάποιους πελάτες. Έχει και ούζο με φιστίκια ή πασατέμπο. Πολύ παλαιότερα το καφενείο είχε και ναργιλέ. Μόλις σαν όνειρο θυμάμαι ένα γέροντα να καπνίζει ναργιλέ στην αγορά.
Το καφενείο περνά μηνύματα με το διάκοσμο του. Στους τοίχους του καφενείου θα δεις κρεμασμένους χάρτες του΄Ατλαντα: της Ελλάδας, της Ευρώπης Παγκόσμιους. Σε εποχές που δεν υπάρχει τηλεόραση, ούτε παγκοσμιοποίηση, υπάρχει η αγωνία να γνωρίσεις πού ζει η που ταξιδεύει ο άλλος φίλος ή εχθρός. Οπωσδήποτε υπάρχει κρεμάστρα ξύλινη για τα σακάκια ή τα παλτά των θαμώνων. Υπάρχει ραδιόφωνο μεγάλο, συνήθως ξύλινο στον τοίχο προσαρμοσμένο σε ειδική εταζέρα, άλλωστε αρκετοί έρχονται στο καφενείο να ακούσουν τα νέα από το ραδιόφωνο, όταν δεν υπάρχει σε όλα τα σπίτια ακόμη πλούσια καφενεία είναι και εκκρεμές...
....
Το χειμώνα συνήθως υπάρχει σόμπα που εξασφαλίζει τη θαλπωρή, άσχετα αν κάποιες φορές καπνίζει αφόρητα. Υπάρχουν κρεμασμένες φωτογραφίες πολιτικών προσώπων, διαμορφωτών της ιστορίας και των πολιτικών καταστάσεων. Βενιζέλος, Πλαστήρας εν μέσω δάφνης άλλοτε ο Παπάγος, οι βασιλείς :Παύλος και Φρειδερίκη, Κων/νος και Άννα-Μαρία, Καραμανλής Παπανδρέου και άλλοι, ανάλογα με το απαιτούν οι καιροί και η πολιτειακή κατάσταση, αλλά και τα πιστεύω του ιδιοκτήτη. Στο καφενείο υπάρχει εφημερίδα ντόπια και αθηναϊκή, που θα διαβάσει ο θαμώνας.
Οι πελάτες παίζουν χαρτιά και παιχνίδια: πρέφα, ξερή, κοντσίνα πόκα. Για τους πιο επίσημους χαρτοπαίχτες υπάρχουν και κάποια τραπέζια με πράσινη τσόχα και σε ιδιαίτερο χώρο. Αρκετοί παίζουν τάβλι. Υπάρχει κίνηση στο καφενείο, φασαρία πολλές φορές, καθώς οι συζητήσεις είναι έντονες, καθώς τα πούλια χτυπάνε δυνατά, καθώς οι παίχτες χάνουν την ψυχραιμία τους, βλέποντας την τύχη να τους προσπερνά.
Στο χωριό συνήθως το καφενείο έχει απέξω δέντρο ή κληματαριά. Πάνω εκεί στα κλαδιά είναι και κάποιο μεγάφωνο από όπου θα ακουστεί η μουσική του πικάπ, όταν σε νεότερες πια εποχές υπάρχει ή θα ακουστεί μια ανακοίνωση που αφορά όλους. Το καφενείο του χωριού είναι σταθμός. Εδώ θα σταματήσει το λεωφορείο, εδώ θα αφήσουν την παραγγελία, εδώ θα έρθει το ψωμί, εδώ υπήρχε το τηλέφωνο πριν αποκτήσουν οι άλλοι. Εδώ θα έρθει ο πολιτικός, ο κρατικός φορέας για να συναντήσει τους ανθρώπους και τους άλλους παράγοντες για προβολή και επίλυση αιτημάτων. Αρκετές φορές το καφενείο του χωριού έχει και είδη πρώτης ανάγκης, που διευκολύνουν τους κατοίκους μέχρι να πάνε στην πόλη.
Τα καφενεία έχουν ονόματα, «Άνεσις,Καλή καρδιά, Τέρψις, Ο πλάτανος» κυρίως όμως, ονοματίζονται και παραμένουν στο χρόνο από το επώνυμο του ιδιοκτήτη.
Και επιστρέφοντας στα καθ΄ημας θα αναφερθώ με όσο η μνήμη μου επιτρέπει σε καφενεία της Κισάμου στην παλιά αγορά του Καστελιού. Καφενεία που καθένα είχε το δικό του στίγμα αλλά και τη δική του προσφορά στον πολιτισμό και το ήθος μιας εποχής. Ξεκινώ από του «Παπαδάκη το καφενείο, που όπως προανάφερα έκλεισε πρόσφατα, κλείνοντας και ένα κομμάτι ιστορίας του τόπου. Μακρόβιο το καφενείο αυτό πέρασε από γενιά σε γενιά στο κέντρο περίπου της αγοράς. Από τον Παπαδοκωστή στον Παπαδοστεφανή και πάλι στον Παπαδοκωστή και τέλος πάλι σε αδελφούς Παπαδάκη μακρινότερος είχε περάσει για αρκετά χρόνια που και αυτοί διασφάλισαν την αξιοπρεπή παρουσία του. Όλη η γωνιά εκείνη που σχηματίζεται στο στενό με την υπάρχουσα κληματαριά σηματοδοτήθηκε από την οικογένεια Παπαδάκη. Ήταν γωνιά φιλοξενίας και εστίασης για τους ανθρώπους της περιοχής και τους επισκέπτες, τους περατάρηδες. Για όσους είχαν ελεύθερο χρόνο μετά τη δουλειά, για όσους τέλειωναν τα ψώνια τους και περίμεναν να φύγουν με το λεωφορείο ,για όσους έπρεπε να διανυχτερεύσουν. Τον καφέ θα τον έπιναν στο καφενείο του «Παπαδάκη»που αν και ανέγραφε την ονομασία Ετέα δεν ακουγόταν έτσι. Εξαίρετο φαγητό θα τρώγανε στου Παπαδόγιαννη το εστιατόριο και ύστερα Παπαδοκωστή, δίπλα στο καφενείο. Το μοναδικό εστιατόριο της περιοχής για πάρα πολλά χρόνια.
Όλοι είχαν να πουν για το ψητό και τη φασολάδα του Παπαδόγιαννη και για την κουζίνα του γενικά στην οποία είχε αναφερθεί και ο αθηναικός τύπος της εποχής του 60. Τέλος όσοι έπρεπε να διανυχτερεύσουν κατέληγαν από πάνω στο δεύτερο όροφο στο μοναδικό τότε ξενοδοχείο ύπνου του Παπαδοσήφη με το όνομα Μορφέας.
Το καφενείο λοιπόν του παπαδάκη, ήταν το καφενείο που λόγω θέσης είχε πάντα κόσμο. Εκτός από τους ντόπιους εκεί σύχναζαν όλοι οι ξένοι υπάλληλοι που υπηρετούσαν στον τόπο. Αλλά και οι ιδιοκτήτες από τους παλιότερους μέχρι τους νεωτέρους με ευγένεια και χιούμορ δενόταν ιδιαίτερα με τους πελάτες.
Στα χρόνια που δεν υπήρχε ακόμη δημαρχείο και ούτε κάν δημόσιος χώρος συγκέντρωσης, ήταν ο χώρος που θα ερχόταν ο νομάρχης ή κάθε επίσημος κρατικός φορέας να συναντήσει δήμαρχο και συμβούλους να συζητήσουν. Επειδή είχε μπαλκόνι από πάνω, από εκεί όλοι οι παλιοί πολιτικοί μας, όλων των αποχρώσεων, μέχρι το 1967 εκφωνούσαν τους προεκλογικούς τους λόγους, μιας και τότε τα κόμματα δε νοίκιαζαν κομματικά γραφεία. Μητσοτάκης, Πολυχρονίδης, Μπακλατζής, Βολουδάκης, Χιωτάκης κ,α. όλοι χρησιμοποίησαν σαν βήμα τους το μπαλκόνι εκείνο.
Το άλλο καφενείο ήταν το καφενείο του Μιχ.του Σκουνάκη, είχε το όνομα «Ελβετία». Ούτε αυτό ακουγόταν έτσι. Ακουγόταν «του Σκουνή το καφενείο. Στην αρχή σχεδόν απέναντι από του Παπαδάκη και αργότερα πλάι στην σημερινή Εμπορική τράπεζα. Πάντα με πελάτες και αυτό. Λαϊκότερο θα έλεγα προσιτό και οικείο σ όλους. Ευγενικός και ήρεμος ο κ. Μιχάλης, εξαιρετικού ήθους και ανθρωπιάς. Πρόθυμη να βοηθάει κάποιες φορές και η κ. Βασιλική. Διέθετε και τσιγάρα το καφενείο. Το χαρακτηριστικό αυτού του καφενείου ήταν ότι ήταν μέρα νύχτα ανοιχτό στην κυριολεξία. Ο κ . Μιχάλης δεν κλείδωνε ούτε τη νύχτα. Έτσι αν κάποιος ξέμενε από τσιγάρα, άνοιγε την πόρτα έπαιρνε τα τσιγάρα, άφηνε τα χρήματα στον πάγκο και έφευγε. Άλλες φορές πάλι πελάτες, που αλλού είχαν ξενυχτήσει, περνούσαν έφτιαχναν καφέ, έπιναν, άφηναν τα χρήματα και έφευγαν: υψηλοί δείκτες πολιτισμού μιας άλλης εποχής και μιας άλλης κοινωνίας. Αυτές οι συμπεριφορές δικαίωναν και την ονομασία «Ελβετία»
Το τρίτο καφενείο ήταν του Γιώργη του Κουτσουρέλη στη γωνία του δρόμου που σε βγάζει στη πλατεία του μουσείου. Διαδέχτηκε το ζαχαροπλαστείο του γέρο Σχετάκη. Μεγάλο καφενείο επιβλητικό με ωραία επίπλωση και την προσωπικότητα του Γ. Κουτσουρέλη να κυριαρχεί και της Αργυρούλας από κοντά .Η ιδιαιτερότητα αυτού του καφενείου ήταν, ότι αρκετές φορές περνώντας άκουγες να κελαηδεί ο Γιώργης και το λαούτο του. Γενικά η βραδινή βόλτα και η βόλτα της Κυριακής ήταν συνδυασμένη να καθίσεις στου Παπαδάκη ή στου Κουτσουρέλη με παρέα. Προχωρώντας ο καιρός είχαν και γλυκά και παγωτό. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι Σάββατο και Κυριακή η αγορά ήταν κλειστή για τα οχήματα και ο κόσμος πηγαινοερχόταν βόλτες και ήταν ένα πανηγύρι η αγορά με τα παιδάκια να πηγαινοέρχονται με τα ποδηλατάκια τους. Ήταν η εποχή που η παραλία του Καστελλιού δεν είχε καμιά ανάπτυξη ακόμη. Η διασκέδαση ήταν την Κυριακή το βραδάκι η οικογένεια να βγει για ένα γλυκό ή αναψυκτικό. Και οι νεολαίοι να πηγαινο΄ρχονται πάνω κάτω.
Τέλος υπήρχε και το καφενείο που ακουγόταν με το όνομα «σαράντα ένα» δεν μπορώ να γνωρίζω γιατί. Και το διατηρούσε ο Χριστοφοράκης.΄Ηταν επίσης στην κεντρική αγορά στη αρχή της από Ανατολικά, όπου η παλιά Εθνική Τράπεζα. Αυτό είχε και ταράτσα απ΄έξω προς τα ανατολικά και κληματαριά με τα τραπεζάκια από κάτω και τους θαμώνες να απολαμβάνουν την ανάλογη παροχή υπηρεσιών. Και από εκεί πολλές φορές περνώντας άκουγες κάποιες πενιές από βιολί μια και ο ιδιοκτήτης του ήταν καλλιτέχνης του βιολιού. Πρόσφατα το καφενείο αυτό έχει αναβιώσει με καινούριο και νεαρό ιδιοκτήτη, που η προσπάθεια του δίδει χρώμα και ζωντάνια ξανά σε αυτή τη γειτονιά.
Πολύ αξιόλογη επίσης είναι η προσπάθεια των παιδιών που ανακαίνισαν τόσο καλαίσθητα το παλιό καφενείο τους, του «πατερομιχελή» λεγόμενο και το διατηρούν με τη όμορφη ονομασία «Πάλαι ποτέ» προς το τέλος της παλιάς αγοράς, δυτικά.
Έτσι το φαινόμενο καφενείο ενώ φαινόταν να εκλείπει αναβιώνει σιγά- σιγά και πάλι και προσφέρει τη φιλοξενία του, την ανθρωπιά και τη θαλπωρή του, αλλά συνεισφέρει ανεπαισθήτως στον πολιτισμό και την ιστορία ενός τόπου.
Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
Τσιγάρο πρέφα και καφέ
Βρε δε βαριέσαι δε βαριέσαι
Αδερφέ…….
(Τραγούδι Κ. χατζή)
Πάει τώρα καιρός που περνώντας από την παλιά αγορά του Καστελιού πρόσεξα ότι του «Παπαδάκη» το καφενείο ήταν κλειστό και είχε εφημερίδες στα τζάμια. Σαν πρώτη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου η επιδιόρθωση, όμως, αργότερα διαπίστωσα, ότι δεν ήταν έτσι. Μια σκιά στιγμιαίας μελαγχολίας μου πέρασε, το τέλος μιας εποχής σκέφτηκα. Έκλεισε και το τελευταίο από τα παλιά καφενεία του τόπου μας. Έκλεισε αφήνοντας πια μια σειρά αναμνήσεων στους παλιότερους. Οι θαμώνες του, άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας σαν πουλιά που τους χάλασαν τη φωλιά, σκόρπισαν και ψάχνουν αλλού για στέκι. «Δεν ξέρω που να σταθώ κάθε πρωί μου έλεγε κάποιος θαμώνας τα έχω χαμένα».Έτσι συγχρόνως προσδιόριζε και τη σχέση καφενείου και θαμώνα.
Τα τελευταία χρόνια το ένα μετά το άλλο τα παλιά καφενεία εξαφανίζονται. Τη θέση τους παίρνουν πολυτελείς καφετέριες, χώροι άλλου, ήθους και ύφους που συγκεντρώνουν και άλλης ηλικίας πελατεία.
Το καφενείο περνά μηνύματα με το διάκοσμο του. Στους τοίχους του καφενείου θα δεις κρεμασμένους χάρτες του Ατλαντα: της Ελλάδας, της Ευρώπης Παγκόσμιους. Σε εποχές που δεν υπάρχει τηλεόραση, ούτε παγκοσμιοποίηση, υπάρχει η αγωνία να γνωρίσεις πού ζει η που ταξιδεύει ο άλλος φίλος ή εχθρός. Οπωσδήποτε υπάρχει κρεμάστρα ξύλινη για τα σακάκια ή τα παλτά των θαμώνων. Υπάρχει ραδιόφωνο μεγάλο, συνήθως ξύλινο στον τοίχο προσαρμοσμένο σε ειδική εταζέρα, άλλωστε αρκετοί έρχονται στο καφενείο να ακούσουν τα νέα από το ραδιόφωνο, όταν δεν υπάρχει σε όλα τα σπίτια ακόμη. Υπάρχει ρολόι κρεμασμένο στον τοίχο, στα πιο Τα τελευταία χρόνια το ένα μετά το άλλο τα παλιά καφενεία εξαφανίζονται. Τη θέση τους παίρνουν πολυτελείς καφετέριες, χώροι άλλου, ήθους και ύφους που συγκεντρώνουν και άλλης ηλικίας πελατεία.
Το καφενείο, ο καφενές, το καφέ σαντάν είναι κατ΄εξοχήν είδος της Ανατολής Είναι χώρος συγκέντρωσης κυρίως των ανδρών κατά τον ελεύθερο χρόνο τους, χώρος ανάπαυλας. Το καφενείο λειτουργεί όλη μέρα, το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα, το βράδυ μέχρι αργά τη νύχτα, κάποτε και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Το καφενείο για τον ελληνικό χώρο τόσο στις πόλεις ,όσο και στα χωριά είναι κομμάτι ιστορίας και πολιτισμού. Και επειδή ο καιρός και η ιστορία κυλά εύκολα από τη μνήμη στην καρδιά, αναμετρώντας τις αναμνήσεις μας, ο καθένας μπορεί να βρεθεί στο παλιό καφενείο της πόλης ή του χωριού.
Στο καφενείο η επίπλωση και ο διάκοσμος είναι απλός. Τα τραπεζάκια στρογγυλά τσίγκινα με σίδερο η μακρόστενα ξύλινα ή μαρμάρινα, οι καρέκλες ψηλές.
Μια γωνία σε χρήση κουζίνας με πάγκο το γνωστό τεζιάκι. Μικρό ντουλάπι για στοιχειώδη ζαχαρωτά και σοκολάτες για κέρασμα στα παιδάκια που θα βρεθούν εκεί. Το πετρογκάζ ή το καμινέτο για το ψήσιμο του καφέ. Τα φλυτζάνια και τα ποτήρια περίεργα κρεμασμένα κάποτε στον τοίχο.
Στο καφενείο προσφέρεται καφές ελληνικός κυρίως: Σκέτος, μέτριος, βαρύς γλυκύς, ναι και όχι, γλυκύς βραστός, είναι οι παραγγελίες. Έξ άλλου ο καφετζής γνωρίζει τα γούστα των μόνιμων πελατών του. Προσφέρονται και αναψυκτικά κυρίως γαζόζες, λεμονάδες, πορτοκαλάδες «μια στα δύο» είναι η παραγγελία πολλές φορές. Τα γλυκά είναι σπάνια έως καθόλου, μόνο βανίλια του κουταλιού το γνωστό υποβρύχιο, λουκούμια και ξερολούκουμα για τα παιδιά. Σερβίρεται και τσάι συνήθως σε ποτήρι, όπως και ο καφές σε κρασοπότηρο για κάποιους πελάτες. Έχει και ούζο με φιστίκια ή πασατέμπο. Πολύ παλαιότερα το καφενείο είχε και ναργιλέ. Μόλις σαν όνειρο θυμάμαι ένα γέροντα να καπνίζει ναργιλέ στην αγορά.
Το καφενείο περνά μηνύματα με το διάκοσμο του. Στους τοίχους του καφενείου θα δεις κρεμασμένους χάρτες του΄Ατλαντα: της Ελλάδας, της Ευρώπης Παγκόσμιους. Σε εποχές που δεν υπάρχει τηλεόραση, ούτε παγκοσμιοποίηση, υπάρχει η αγωνία να γνωρίσεις πού ζει η που ταξιδεύει ο άλλος φίλος ή εχθρός. Οπωσδήποτε υπάρχει κρεμάστρα ξύλινη για τα σακάκια ή τα παλτά των θαμώνων. Υπάρχει ραδιόφωνο μεγάλο, συνήθως ξύλινο στον τοίχο προσαρμοσμένο σε ειδική εταζέρα, άλλωστε αρκετοί έρχονται στο καφενείο να ακούσουν τα νέα από το ραδιόφωνο, όταν δεν υπάρχει σε όλα τα σπίτια ακόμη πλούσια καφενεία είναι και εκκρεμές...
....
Το χειμώνα συνήθως υπάρχει σόμπα που εξασφαλίζει τη θαλπωρή, άσχετα αν κάποιες φορές καπνίζει αφόρητα. Υπάρχουν κρεμασμένες φωτογραφίες πολιτικών προσώπων, διαμορφωτών της ιστορίας και των πολιτικών καταστάσεων. Βενιζέλος, Πλαστήρας εν μέσω δάφνης άλλοτε ο Παπάγος, οι βασιλείς :Παύλος και Φρειδερίκη, Κων/νος και Άννα-Μαρία, Καραμανλής Παπανδρέου και άλλοι, ανάλογα με το απαιτούν οι καιροί και η πολιτειακή κατάσταση, αλλά και τα πιστεύω του ιδιοκτήτη. Στο καφενείο υπάρχει εφημερίδα ντόπια και αθηναϊκή, που θα διαβάσει ο θαμώνας.
Οι πελάτες παίζουν χαρτιά και παιχνίδια: πρέφα, ξερή, κοντσίνα πόκα. Για τους πιο επίσημους χαρτοπαίχτες υπάρχουν και κάποια τραπέζια με πράσινη τσόχα και σε ιδιαίτερο χώρο. Αρκετοί παίζουν τάβλι. Υπάρχει κίνηση στο καφενείο, φασαρία πολλές φορές, καθώς οι συζητήσεις είναι έντονες, καθώς τα πούλια χτυπάνε δυνατά, καθώς οι παίχτες χάνουν την ψυχραιμία τους, βλέποντας την τύχη να τους προσπερνά.
Στο χωριό συνήθως το καφενείο έχει απέξω δέντρο ή κληματαριά. Πάνω εκεί στα κλαδιά είναι και κάποιο μεγάφωνο από όπου θα ακουστεί η μουσική του πικάπ, όταν σε νεότερες πια εποχές υπάρχει ή θα ακουστεί μια ανακοίνωση που αφορά όλους. Το καφενείο του χωριού είναι σταθμός. Εδώ θα σταματήσει το λεωφορείο, εδώ θα αφήσουν την παραγγελία, εδώ θα έρθει το ψωμί, εδώ υπήρχε το τηλέφωνο πριν αποκτήσουν οι άλλοι. Εδώ θα έρθει ο πολιτικός, ο κρατικός φορέας για να συναντήσει τους ανθρώπους και τους άλλους παράγοντες για προβολή και επίλυση αιτημάτων. Αρκετές φορές το καφενείο του χωριού έχει και είδη πρώτης ανάγκης, που διευκολύνουν τους κατοίκους μέχρι να πάνε στην πόλη.
Τα καφενεία έχουν ονόματα, «Άνεσις,Καλή καρδιά, Τέρψις, Ο πλάτανος» κυρίως όμως, ονοματίζονται και παραμένουν στο χρόνο από το επώνυμο του ιδιοκτήτη.
Και επιστρέφοντας στα καθ΄ημας θα αναφερθώ με όσο η μνήμη μου επιτρέπει σε καφενεία της Κισάμου στην παλιά αγορά του Καστελιού. Καφενεία που καθένα είχε το δικό του στίγμα αλλά και τη δική του προσφορά στον πολιτισμό και το ήθος μιας εποχής. Ξεκινώ από του «Παπαδάκη το καφενείο, που όπως προανάφερα έκλεισε πρόσφατα, κλείνοντας και ένα κομμάτι ιστορίας του τόπου. Μακρόβιο το καφενείο αυτό πέρασε από γενιά σε γενιά στο κέντρο περίπου της αγοράς. Από τον Παπαδοκωστή στον Παπαδοστεφανή και πάλι στον Παπαδοκωστή και τέλος πάλι σε αδελφούς Παπαδάκη μακρινότερος είχε περάσει για αρκετά χρόνια που και αυτοί διασφάλισαν την αξιοπρεπή παρουσία του. Όλη η γωνιά εκείνη που σχηματίζεται στο στενό με την υπάρχουσα κληματαριά σηματοδοτήθηκε από την οικογένεια Παπαδάκη. Ήταν γωνιά φιλοξενίας και εστίασης για τους ανθρώπους της περιοχής και τους επισκέπτες, τους περατάρηδες. Για όσους είχαν ελεύθερο χρόνο μετά τη δουλειά, για όσους τέλειωναν τα ψώνια τους και περίμεναν να φύγουν με το λεωφορείο ,για όσους έπρεπε να διανυχτερεύσουν. Τον καφέ θα τον έπιναν στο καφενείο του «Παπαδάκη»που αν και ανέγραφε την ονομασία Ετέα δεν ακουγόταν έτσι. Εξαίρετο φαγητό θα τρώγανε στου Παπαδόγιαννη το εστιατόριο και ύστερα Παπαδοκωστή, δίπλα στο καφενείο. Το μοναδικό εστιατόριο της περιοχής για πάρα πολλά χρόνια.
Όλοι είχαν να πουν για το ψητό και τη φασολάδα του Παπαδόγιαννη και για την κουζίνα του γενικά στην οποία είχε αναφερθεί και ο αθηναικός τύπος της εποχής του 60. Τέλος όσοι έπρεπε να διανυχτερεύσουν κατέληγαν από πάνω στο δεύτερο όροφο στο μοναδικό τότε ξενοδοχείο ύπνου του Παπαδοσήφη με το όνομα Μορφέας.
Το καφενείο λοιπόν του παπαδάκη, ήταν το καφενείο που λόγω θέσης είχε πάντα κόσμο. Εκτός από τους ντόπιους εκεί σύχναζαν όλοι οι ξένοι υπάλληλοι που υπηρετούσαν στον τόπο. Αλλά και οι ιδιοκτήτες από τους παλιότερους μέχρι τους νεωτέρους με ευγένεια και χιούμορ δενόταν ιδιαίτερα με τους πελάτες.
Στα χρόνια που δεν υπήρχε ακόμη δημαρχείο και ούτε κάν δημόσιος χώρος συγκέντρωσης, ήταν ο χώρος που θα ερχόταν ο νομάρχης ή κάθε επίσημος κρατικός φορέας να συναντήσει δήμαρχο και συμβούλους να συζητήσουν. Επειδή είχε μπαλκόνι από πάνω, από εκεί όλοι οι παλιοί πολιτικοί μας, όλων των αποχρώσεων, μέχρι το 1967 εκφωνούσαν τους προεκλογικούς τους λόγους, μιας και τότε τα κόμματα δε νοίκιαζαν κομματικά γραφεία. Μητσοτάκης, Πολυχρονίδης, Μπακλατζής, Βολουδάκης, Χιωτάκης κ,α. όλοι χρησιμοποίησαν σαν βήμα τους το μπαλκόνι εκείνο.
Το άλλο καφενείο ήταν το καφενείο του Μιχ.του Σκουνάκη, είχε το όνομα «Ελβετία». Ούτε αυτό ακουγόταν έτσι. Ακουγόταν «του Σκουνή το καφενείο. Στην αρχή σχεδόν απέναντι από του Παπαδάκη και αργότερα πλάι στην σημερινή Εμπορική τράπεζα. Πάντα με πελάτες και αυτό. Λαϊκότερο θα έλεγα προσιτό και οικείο σ όλους. Ευγενικός και ήρεμος ο κ. Μιχάλης, εξαιρετικού ήθους και ανθρωπιάς. Πρόθυμη να βοηθάει κάποιες φορές και η κ. Βασιλική. Διέθετε και τσιγάρα το καφενείο. Το χαρακτηριστικό αυτού του καφενείου ήταν ότι ήταν μέρα νύχτα ανοιχτό στην κυριολεξία. Ο κ . Μιχάλης δεν κλείδωνε ούτε τη νύχτα. Έτσι αν κάποιος ξέμενε από τσιγάρα, άνοιγε την πόρτα έπαιρνε τα τσιγάρα, άφηνε τα χρήματα στον πάγκο και έφευγε. Άλλες φορές πάλι πελάτες, που αλλού είχαν ξενυχτήσει, περνούσαν έφτιαχναν καφέ, έπιναν, άφηναν τα χρήματα και έφευγαν: υψηλοί δείκτες πολιτισμού μιας άλλης εποχής και μιας άλλης κοινωνίας. Αυτές οι συμπεριφορές δικαίωναν και την ονομασία «Ελβετία»
Το τρίτο καφενείο ήταν του Γιώργη του Κουτσουρέλη στη γωνία του δρόμου που σε βγάζει στη πλατεία του μουσείου. Διαδέχτηκε το ζαχαροπλαστείο του γέρο Σχετάκη. Μεγάλο καφενείο επιβλητικό με ωραία επίπλωση και την προσωπικότητα του Γ. Κουτσουρέλη να κυριαρχεί και της Αργυρούλας από κοντά .Η ιδιαιτερότητα αυτού του καφενείου ήταν, ότι αρκετές φορές περνώντας άκουγες να κελαηδεί ο Γιώργης και το λαούτο του. Γενικά η βραδινή βόλτα και η βόλτα της Κυριακής ήταν συνδυασμένη να καθίσεις στου Παπαδάκη ή στου Κουτσουρέλη με παρέα. Προχωρώντας ο καιρός είχαν και γλυκά και παγωτό. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι Σάββατο και Κυριακή η αγορά ήταν κλειστή για τα οχήματα και ο κόσμος πηγαινοερχόταν βόλτες και ήταν ένα πανηγύρι η αγορά με τα παιδάκια να πηγαινοέρχονται με τα ποδηλατάκια τους. Ήταν η εποχή που η παραλία του Καστελλιού δεν είχε καμιά ανάπτυξη ακόμη. Η διασκέδαση ήταν την Κυριακή το βραδάκι η οικογένεια να βγει για ένα γλυκό ή αναψυκτικό. Και οι νεολαίοι να πηγαινο΄ρχονται πάνω κάτω.
Τέλος υπήρχε και το καφενείο που ακουγόταν με το όνομα «σαράντα ένα» δεν μπορώ να γνωρίζω γιατί. Και το διατηρούσε ο Χριστοφοράκης.΄Ηταν επίσης στην κεντρική αγορά στη αρχή της από Ανατολικά, όπου η παλιά Εθνική Τράπεζα. Αυτό είχε και ταράτσα απ΄έξω προς τα ανατολικά και κληματαριά με τα τραπεζάκια από κάτω και τους θαμώνες να απολαμβάνουν την ανάλογη παροχή υπηρεσιών. Και από εκεί πολλές φορές περνώντας άκουγες κάποιες πενιές από βιολί μια και ο ιδιοκτήτης του ήταν καλλιτέχνης του βιολιού. Πρόσφατα το καφενείο αυτό έχει αναβιώσει με καινούριο και νεαρό ιδιοκτήτη, που η προσπάθεια του δίδει χρώμα και ζωντάνια ξανά σε αυτή τη γειτονιά.
Πολύ αξιόλογη επίσης είναι η προσπάθεια των παιδιών που ανακαίνισαν τόσο καλαίσθητα το παλιό καφενείο τους, του «πατερομιχελή» λεγόμενο και το διατηρούν με τη όμορφη ονομασία «Πάλαι ποτέ» προς το τέλος της παλιάς αγοράς, δυτικά.
Έτσι το φαινόμενο καφενείο ενώ φαινόταν να εκλείπει αναβιώνει σιγά- σιγά και πάλι και προσφέρει τη φιλοξενία του, την ανθρωπιά και τη θαλπωρή του, αλλά συνεισφέρει ανεπαισθήτως στον πολιτισμό και την ιστορία ενός τόπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου