Η Κρήτη, μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους το 1669,δεν γνώρισε την ανακούφιση των προνομίων και της σχετικής αυτοδιοίκησης με τις δημογεροντίες,που είχαν δοθεί στις περισσότερες υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Τέτοια προνόμια στο νησί δεν δόθηκαν παρά μόνο στα Σφακιά,που είχαν άλλωστε την αυτοδιοίκηση τους και υπό τους Ενετούς. Αλλά και αυτό δεν οφειλόταν σε εύνοια προς την επαρχία εκείνη,αλλά στην επιβολή ανάγκης.Οι Τούρκοι ήθελαν να απαλλαγούν από την ενόχληση των Σφακιανών που ήταν οι πολεμικότεροι από όλους τους Κρήτες και που τα καταφύγιά τους, ορεινά και ισχυρά,ήταν δύσκολο να προσβληθούν.
Όλο το υπόλοιπο νησί έμεινε στη χειρότερη δουλεία.Η ελληνική κοινότητα δεν αποτελούσε εκεί νομίμως αναγνωρισμένο οργανισμό,αφού δεν είχε δημογέροντες,και επομένως ούτε αρματωλοί δημιουργήθηκαν.Οι ραγιάδες εξαρτώνταν απ’ευθείας από την τουρκική διοίκηση.
Αλλά, αν έλειψαν από την Κρήτη και τα μικρότερα διοικητικά προνόμια,που ελάφρωναν αλλού το βάρος της δουλείας για πολλούς τουλάχιστον, αν όχι για όλους τους ραγιάδες,δεν έλειψε όμως και το αίσθημα της ελευθερίας. Εκείνοι που δεν υπέφεραν τον ζυγό ήταν πολλοί και,αφού άλλη διέξοδος δεν υπήρχε γι’αυτούς ούτε τρόπος να βρουν τα δίκαιά τους έναντι των αγάδων και των γενιτσάρων, πήραν τα βουνά,αντάρτες αδιάλλακτοι έναντι των Τούρκων μέχρι το τέλος της ζωής τους,αφού δεν υπήρχαν αρματωλίκια, στα οποία να καταταχθούν κατόπιν συνδιαλλαγής, όπως συνέβαινε στις άλλες τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Από τους αυθόρμητους αυτούς επαναστάτες προήλθαν οι λεγόμενοι «αδελφοπητοί» από τους Κρήτες και «χαΐνηδες» από τους Τούρκους,που ήταν για την Κρήτη,ό,τι οι κλέφτες για την άλλη Ελλάδα.Τους ύμνησαν και αυτούς,όπως και τους κλέφτες της Ρούμελης και της Πελοποννήσου τα δημοτικά τραγούδια.Δεν ήταν κακοποιοί-αυτό σήμαινε χαΐνηδες-όπως τους χαρακτήριζαν οι Τούρκοι. Ήταν πραγματικοί επαναστάτες.Και άρχισαν να σχηματίζονται τα σώματά τους στα βουνά της Κρήτης αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση,απαράλλακτα όπως συνέβη και με τους κλέφτες στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο Τουρνεφόρ αναφέρεται σ’αυτούς και τους χαρακτηρίζει όχι ως ληστές ή αντάρτες απλώς,αλλά ως «Έλληνες επαναστάτες» και λέει ότι επιτίθενται στους Τούρκους,έκαιγαν,άρπαζαν,σκότωναν και μεταχειρίζονταν εκείνους που συνελάμβαναν με τόση σκληρότητα,ώστε είχαν αποβεί ο τρόμος των Τούρκων. Βοηθοί κατ’αρχάς των Ενετών στις απόπειρές τους,έως το 1715,για την ανάκτηση της Κρήτης,συνέχισαν έπειτα την επαναστατική ζωή τους όχι με την ελπίδα να απελευθερώσουν την πατρίδα τους,αλλά μόνο για να μην υποκύψουν στους Τούρκους και να τους τιμωρούν για τα εγκλήματά τους κατά των ομογενών τους.Η παραμονή τους στα βουνά και οι πράξεις τους ήταν μια άγρια διαμαρτυρία κατά της έλλειψης των στοιχειωδών παραγόντων της ομαλής ζωής, της διοίκησης και της δικαιοσύνης. Είχαν την συνείδηση της επαναστατικής ανάγκης και της εθνικής και ανθρώπινης αποστολής τους.
Οι γενναίοι αυτοί άνδρες απέβησαν οι μοναδικοί προασπιστές του ελληνικού πληθυσμού σε όλο το νησί. Εκδικητές των τουρκικών εγκλημάτων και τιμωροί τους ήταν μια ισχυρή αντίδραση στην φοβερή δράση των «ξεκουκούλωτων»,των φανατικών εκείνων γενιτσάρων, που οργανωμένοι σε ληστρικές ομάδες, περιέτρεχαν την κρητική ύπαιθρο τρομοκρατώντας τον εγχώριο πληθυσμό.Όπου υπήρχαν πολλοί από αυτούς τους αντάρτες, οι επιθέσεις εναντίον των ελληνικών χωριών ήταν λιγότερες και διαβατικές.
Αλλά για κανένα από αυτούς τους ηρωικούς ανθρώπους δεν υπήρχε έλεος, όταν συλλαμβάνονταν. Οι κλέφτες της υπόλοιπης Ελλάδας συμβιβάζονταν ενίοτε και γίνονταν αρματωλοί και μερικοί τιμωρούνταν μόνο με φυλάκιση, από την οποία συχνά σώζονταν. Αλλά οι χαΐνηδες της Κρήτης,όταν έπεφταν στα χέρια της εξουσίας,ήταν χαμένοι. Η μανία των Τούρκων εναντίον τους δεν έβρισκε άλλη ικανοποίηση παρά την θανάτωση με μαρτύρια. Ένας από αυτούς που είχε συλληφθεί κατά το 1699 προσέφερε 2.000 χρυσά,για να τού χαρίσουν την ζωή,αλλά ο πασάς εξαγριωμένος εναντίον του διέταξε να τού κρεμάσουν στο λαιμό τα χρυσά αυτά νομίσματα και να τον πνίξουν μ’αυτά. Λειτουργούσε γι’αυτούς στην Κρήτη ειδικό μηχάνημα για θανάτωση με διαμελισμό. Και η εκτέλεση γινόταν δημοσίως προς παραδειγματισμό. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε να πληθύνουν οι χαΐνηδες και να σχηματισθούν ολόκληρα καπετανάτα,που αποτέλεσαν τους μεγάλους πυρήνες των διαφόρων επαναστάσεων της Κρήτης.
Τα χωριά Κάμπος,Θέρισσον,Λάκκοι και Μεσσαλά έγιναν τα πρώτακαταφύγια των υπερήφανων Κρητών που συνεπολέμησαν μαζί με τους τελευταίους Ενετούς κατά των Τούρκων και διασκορπίστηκαν μετά την αναχώρησή τους.Εκεί εξακολούθησαν να προσφεύγουν και όσοι είχαν ήδη υποστεί τις πρώτες επιθέσεις των γενιτσάρων και προτίμησαν από το να μείνουν στους τόπους τους με την αμφίβολη ελπίδα της διασώσεως μέρους της περιουσίας τους να εγκαταλείψουν,ό,τι είχαν, και να ζήσουν την σκληρή,αλλά ελεύθερη ζωή των βουνών.Τα φαράγγια και τα φοβερά ανάμεσα σε τιτανώδεις απρόσιτους βράχους οροπέδια των Λευκών Ορέων έγιναν τα φρούρια τους.
Τα Σφακιά,που διατήρησαν την αυτονομία τους, όχι από σεβασμό των Τούρκων προς το καθεστώς των Ενετών, αλλά λόγω της οχυρής τους θέσης, των κινδύνων που διέτρεχαν οι Τούρκοι από ενδεχόμενη επίθεση των ανταρτών και του ανυποτάκτου των κατοίκων, ήταν ήδη μια πυκνή εστία πολεμιστών. Η ζωή στα απρόσιτα εκείνα μέρη των ανθρώπων αυτών,η γεμάτη από στερήσεις και κινδύνους ζωή, υπήρξε η φοβερή γυμναστική που παρεσκεύασε πυρήνες επαναστατικούς και η απόδειξη της ζωτικότητας του κρητικού λαού.
Οι αντάρτες αυτοί προέρχονταν από όλες τις τάξεις. Υπήρχαν μεταξύ τους ζωηροί άνθρωποι του λαού και απόγονοι επιφανών επί Ενετοκρατίας οικογενειών,που προτίμησαν, αντί να διατηρήσουν την περιουσία και την δύναμή τους εξισλαμιζόμενοι, φαινόμενο σύνηθες στην τότε Κρήτη, να πάρουν ένα όπλο και να ανέβουν στα βουνά.Από αυτούς σχηματίστηκαν σώματα ολόκληρα,καπετανάτα με αρχηγούς,που η επιβολή τους επί των άλλων οφειλόταν μόνο στα φυσικά τους πλεονεκτήματα και στην πολεμική τους ικανότητα.
Η ιστορία των ανθρώπων αυτών των Λευκών Ορέων,που ήταν ανάλογοι προς εκείνους της Πίνδου,του Ολύμπου,του Παρνασσού,της Οίτης, του Ταϋγέτου και των αρκαδικών βουνών δεν είναι ιστορία προσώπων. Είναι η ιστορία της αντιδράσεως της ζωτικότητας του κρητικού λαού κατά της τουρκικής βίας,η ιστορία του πνεύματος της ελευθερίας, που δεν έπαψε σε καμία εποχή να πνέει στην Κρήτη.
(Πηγή:«Η Ελληνική Επανάστασις» του Διονυσίου Κόκκινου).