Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Είχαμε φτάσει στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, αλλά αρνούμασταν να δεχτούμε, πως πλησίαζε το τέλος των μαθητικών μας χρόνων. Με την εφηβεία να κυριαρχεί σε κάθε στιγμή της ζωής μας, σκαρφιζόμασταν όλο και κάποια καινούργια «κουζουλάδα», έτσι για να ικανοποιήσουμε το εφηβικό μας «εγώ» και κυρίως να πάμε κόντρα στο τοπικό κατεστημένο, που έθετε άτυπους κανόνες συμπεριφοράς καθοριστικούς, αλίμονο, για το τι έπρεπε να κάνουμε και τι όχι. Στην παλιοπαρέα των «λουλουδιών» είχε μπει ένα νέο μέλος, που ήρθε στην πόλη μας τον χειμώνα του 1973. Πολλοί απ’ τους συμμαθητές μου τον ήξεραν, γιατί πήγαιναν μαζί στο δημοτικό. Όταν η καθηγήτριά μας απ’ τη Μακεδονία, τον έβαλε να καθίσει στην πρώτη θέση και μας τον παρουσίασε με δύο λόγια, ακούστηκε απ’ το βάθος της αίθουσας μια αργόσυρτη φωνή: «Μήπως είναι και γιoς παπά;» Ο νέος συμμαθητής γύρισε ξαφνιασμένος, για ν’ αντικρύσει τον Γιάννη τον Ρ. κι αμέσως να τον χαιρετήσει. Είχαν κοινή διαδρομή στο δημοτικό κι αμέσως έδεσαν κι έκαναν παρέα.
Εγώ, στην αρχή, τον αντιμετώπισα μ’ επιφυλακτικότητα, που έφτανε στα όρια της δυσπιστίας. Χωρίς να έχω κανένα λόγο, τον απέφευγα και δεν ήθελα πολλές επαφές μαζί του. Τα μόνα που ήξερα γι αυτόν, ήταν πως ήρθε εσπευσμένα, εγκαταλείποντας το σχολείο του στην Αθήνα κι ότι ο πατέρας του ήταν ιερωμένος. Αυτό το τελευταίο με ξένιζε κι είχα την πεποίθηση ότι θα ήταν ένα καλομαθημένο, θεοσεβούμενο και υπάκουο παιδί.
Έπεσα πανηγυρικά έξω σ’ όλες τις προβλέψεις που έκανα, για τον καινούργιο συμμαθητή μας. Ο Γιάννης Τ., όπως ήταν το όνομα του, με διέψευσε απ’ τις πρώτες κιόλας εβδομάδες. Μετά από λίγες μέρες προσαρμογής, άρχισε να ξεθαρρεύει και να συναγωνίζεται όλους μας στις διάφορες «μαγκιές» και «τρέλες» που κάναμε. Επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο την παροιμία που έλεγε: «Παιδί παππά, διαόλου εγγόνι». Σε μερικά πράγματα έμοιαζε με μένα. Η οικογένειά του τον είχε στείλει στην Κίσαμο μόνο του και βρήκε καταφύγιο σε μια θεία του, η οποία ήταν αδύνατο να τον ελέγξει. Έγινε τακτικότατος θαμώνας στο καφενεδάκι του Σήφη, χωρίς να νοιάζεται για τις πιθανές εις βάρος του επιπτώσεις.
Κάθε Σάββατο, που ο Σπύρος και ο Λευτέρης πήγαιναν στα χωριά τους, εμείς επωφελούμασταν απ’ την απουσία τους και κάναμε «λημέρι» το δωμάτιο που νοίκιαζαν. Εκεί, στο τεράστιο μπαλκόνι, παίζαμε χαρτιά, πίναμε ρακί και καπνίζαμε τα τσιγάρα που μας προμήθευαν ο Πσιπσής κι ο Γιάννης, γιατί αυτοί είχαν τη δυνατότητα και την ευχέρεια να διαθέτουν τσιγάρα κάθε μέρα. Εγώ, παρ’ όλο που δεν κάπνιζα, γιατί με αηδίαζε ο καπνός, κι έπινα ελάχιστα, ένιωθα άνετα μαζί τους, γιατί ήταν φίλοι μου και σ’ ό,τι κι αν έκαναν, είχαν την έγκρισή μου και τη συμπαράστασή μου.
Ένα διάστημα μας έπιασε μια μανία να χαρτοπαίζουμε. Αφού ήταν σχεδόν αδύνατο να παίξουμε σε κάποιο καφενείο, γιατί ο νόμος .....
Είχαμε φτάσει στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, αλλά αρνούμασταν να δεχτούμε, πως πλησίαζε το τέλος των μαθητικών μας χρόνων. Με την εφηβεία να κυριαρχεί σε κάθε στιγμή της ζωής μας, σκαρφιζόμασταν όλο και κάποια καινούργια «κουζουλάδα», έτσι για να ικανοποιήσουμε το εφηβικό μας «εγώ» και κυρίως να πάμε κόντρα στο τοπικό κατεστημένο, που έθετε άτυπους κανόνες συμπεριφοράς καθοριστικούς, αλίμονο, για το τι έπρεπε να κάνουμε και τι όχι. Στην παλιοπαρέα των «λουλουδιών» είχε μπει ένα νέο μέλος, που ήρθε στην πόλη μας τον χειμώνα του 1973. Πολλοί απ’ τους συμμαθητές μου τον ήξεραν, γιατί πήγαιναν μαζί στο δημοτικό. Όταν η καθηγήτριά μας απ’ τη Μακεδονία, τον έβαλε να καθίσει στην πρώτη θέση και μας τον παρουσίασε με δύο λόγια, ακούστηκε απ’ το βάθος της αίθουσας μια αργόσυρτη φωνή: «Μήπως είναι και γιoς παπά;» Ο νέος συμμαθητής γύρισε ξαφνιασμένος, για ν’ αντικρύσει τον Γιάννη τον Ρ. κι αμέσως να τον χαιρετήσει. Είχαν κοινή διαδρομή στο δημοτικό κι αμέσως έδεσαν κι έκαναν παρέα.
Εγώ, στην αρχή, τον αντιμετώπισα μ’ επιφυλακτικότητα, που έφτανε στα όρια της δυσπιστίας. Χωρίς να έχω κανένα λόγο, τον απέφευγα και δεν ήθελα πολλές επαφές μαζί του. Τα μόνα που ήξερα γι αυτόν, ήταν πως ήρθε εσπευσμένα, εγκαταλείποντας το σχολείο του στην Αθήνα κι ότι ο πατέρας του ήταν ιερωμένος. Αυτό το τελευταίο με ξένιζε κι είχα την πεποίθηση ότι θα ήταν ένα καλομαθημένο, θεοσεβούμενο και υπάκουο παιδί.
Έπεσα πανηγυρικά έξω σ’ όλες τις προβλέψεις που έκανα, για τον καινούργιο συμμαθητή μας. Ο Γιάννης Τ., όπως ήταν το όνομα του, με διέψευσε απ’ τις πρώτες κιόλας εβδομάδες. Μετά από λίγες μέρες προσαρμογής, άρχισε να ξεθαρρεύει και να συναγωνίζεται όλους μας στις διάφορες «μαγκιές» και «τρέλες» που κάναμε. Επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο την παροιμία που έλεγε: «Παιδί παππά, διαόλου εγγόνι». Σε μερικά πράγματα έμοιαζε με μένα. Η οικογένειά του τον είχε στείλει στην Κίσαμο μόνο του και βρήκε καταφύγιο σε μια θεία του, η οποία ήταν αδύνατο να τον ελέγξει. Έγινε τακτικότατος θαμώνας στο καφενεδάκι του Σήφη, χωρίς να νοιάζεται για τις πιθανές εις βάρος του επιπτώσεις.
Κάθε Σάββατο, που ο Σπύρος και ο Λευτέρης πήγαιναν στα χωριά τους, εμείς επωφελούμασταν απ’ την απουσία τους και κάναμε «λημέρι» το δωμάτιο που νοίκιαζαν. Εκεί, στο τεράστιο μπαλκόνι, παίζαμε χαρτιά, πίναμε ρακί και καπνίζαμε τα τσιγάρα που μας προμήθευαν ο Πσιπσής κι ο Γιάννης, γιατί αυτοί είχαν τη δυνατότητα και την ευχέρεια να διαθέτουν τσιγάρα κάθε μέρα. Εγώ, παρ’ όλο που δεν κάπνιζα, γιατί με αηδίαζε ο καπνός, κι έπινα ελάχιστα, ένιωθα άνετα μαζί τους, γιατί ήταν φίλοι μου και σ’ ό,τι κι αν έκαναν, είχαν την έγκρισή μου και τη συμπαράστασή μου.
Ένα διάστημα μας έπιασε μια μανία να χαρτοπαίζουμε. Αφού ήταν σχεδόν αδύνατο να παίξουμε σε κάποιο καφενείο, γιατί ο νόμος .....