ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Γράφει ο Κων/νος Σ. Χαρτζουλάκης*
H μακροχρόνια κρίση και η ανάγκη αναπροσανατολισμού της ελληνικής γεωργίας κέρδισαν τα τελευταία 15 τουλάχιστον χρόνια αρκετές αναβολές, δύσκολα όμως θα μπορέσουν να ξεπεράσουν το σημείο καμπής του 2013. Ούτε ‘οι επιδοτήσεις’, το ‘φθηνό πετρέλαιο’ και ΄η επιστροφή του ΦΠΑ’ δεν εξυγίαναν τη γεωργία μας.
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα μέχρι τώρα ήταν από τις πιο ευνοημένες από την ΚΑΠ χώρες μέλη. Έχει εισπράξει από το Κοινοτικό Γεωργικό Ταμείο πάνω από 50 δισ. ευρώ τα τελευταία 25 χρόνια (1986-2010). Με πάνω από 2,5 δισ. ευρώ το χρόνο χρηματοδοτεί η ΚΑΠ την ελληνική αγροτική παραγωγή και το μέσο ύψος του αγροτικού εισοδήματος θα ήταν τουλάχιστον κατά 50% μικρότερο αν δεν υπήρχαν οι ενισχύσεις και οι άλλες εισφορές από την ΚΑΠ. Η Ελλάδα ποτέ δεν κατάφερε να αξιοποιήσει σωστά και αποδοτικά την ΚΑΠ. Οι κυβερνήσεις την εκμεταλλεύτηκαν κομματικά. Δεν προώθησαν τις αναγκαίες διαρθρωτικές προσαρμογές τόσο στο μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, το εργατικό αγροτικό δυναμικό και τις μεθόδους παραγωγής που θα περιόριζαν το κόστος παραγωγής. Παράλληλα, η έλλειψη εθνικού σχεδιασμού για την αγροτική παραγωγή, η απάθεια του κρατικού μηχανισμού και ειδικότερα του συστήματος καθοδήγησης και στήριξης των αγροτών δεν βοήθησε στην εφαρμογή μεθόδων παραγωγής που παράγουν προϊόντα με έντονη διαφοροποίηση (ποιότητα, πιστοποιημένη διαδικασία παραγωγής, βιολογικά, κλπ), όπως γίνεται σε άλλες χώρες τις Ε.Ε.
Ο αγροτικός τομέας συμβάλλει στην παραγωγή δημοσίων αγαθών υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Απαιτείται για αντάλλαγμα επαρκής δημόσια (ευρωπαϊκή) χρηματοδοτική στήριξη. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων του (ευμετάβλητο τιμών, καιρικά φαινόμενα κ.ά.) αλλά και της σπουδαιότητάς του (διατροφική επάρκεια, ασφάλεια και ποιότητα) δεν μπορεί να αφεθεί πλήρως στους κανόνες της αγοράς. Γι’ αυτό και η ΚΑΠ, και μετά την αναθεώρησή της, εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις βασικές κοινοτικές πολιτικές, που διεκδικεί ένα μεγάλο μέρος του κοινοτικού προϋπολογισμού. Η Ε.Ε. χρειάζεται την ΚΑΠ και θα συνεχίσει να ενισχύει το αγροτικό εισόδημα και μετά το 2013.
Με την σημερινή κατάσταση η ελληνική γεωργία δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίσει τον διεθνή ανταγωνισμό και να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό εισόδημα στον αγρότη. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο και έντονα ανταγωνιστικό σύστημα παραγωγής αγροτικών προϊόντων, που η ποιότητα και ασφάλεια των προϊόντων και η προστασία του περιβάλλοντος αναδεικνύονται ως κυρίαρχοι στόχοι, τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα πρέπει να είναι ανταγωνιστικά. Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να αντιληφθεί τελικά ότι πρέπει να σπεύσει να αντιμετωπίσει την επερχόμενη κρίση, και όχι να περιμένει να εκδηλωθεί. Απαλλαγμένοι από τα σύνδρομα του παρελθόντος το ΥΠΑΑΤ και η ηγεσία των αγροτών έχουν την ιστορική ευθύνη να ξεκινήσουν διάλογο με αντικείμενο την μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση. Μόνο αυτή μπορεί να ανοίξει το δρόμο για το μέλλον και όχι πρακτικές και νοοτροπίες του παρελθόντος. Να γίνει συνείδηση των πολιτικών, των αγροτών και όλων των Ελλήνων ότι εντός της ΟΝΕ η αγροτική οικονομία μπορεί να επιβιώσει μόνο αν είναι ανταγωνιστική και παράγει ποιοτικά, ασφαλή και επώνυμα προϊόντα.
Υπάρχουν οι εδαφο-κλιματικές συνθήκες για να επιτευχθεί ο στόχος. Όμως, δεν φτάνουν. Στη νέα τάξη πραγμάτων είναι απαραίτητες οι γνώσεις, η επιστημονική έρευνα, η εκπαίδευση, η επιχειρηματική οργάνωση, η μελέτη της αγοράς. Αλλιώς θα παράγουμε προϊόντα τα οποία δεν θα πωλούνται είτε επειδή είναι ακριβά είτε επειδή δεν θα πληρούν τις προδιαγραφές που ζητά ο καταναλωτής (ποιότητα, ασφάλεια, πιστοποιημένη διαδικασία παραγωγής). Σαν συνέπεια όλων αυτών ο αγροτικός τομέας θα είναι σε παρακμή, θα συρρικνώνεται ο αγροτικός πληθυσμός και καμιά επιδότηση δεν θα μπορεί να αναστρέψει την πορεία αυτή.
Η αγροτική οικονομία θα απαντήσει στην πρόκληση της επιβίωσης μόνο όταν στηριχθεί από την πολιτεία για την δημιουργία υποδομών (παροχή κινήτρων για μεγαλύτερες επενδύσεις) και χρησιμοποιήσει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας (αναβάθμιση της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και ενημέρωσης των αγροτών), του μάνατζμεντ και του μάρκετινγκ.
Σε αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση και αναβάθμιση του συνεταιριστικού κινήματος, απαλλαγμένο από τα φαντάσματα του παρελθόντος, που πρέπει να διαδραματίσει το οικονομικό ρόλο του και να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης αλλά και προστασίας του αγροτικού εισοδήματος από τα καρτέλ. H γεωργία που φιλοδοξεί να είναι διεθνώς ανταγωνιστική, χρειάζεται σοβαρή και σύγχρονη επιχειρηματική διάρθρωση της παραγωγής. Τα μαζικά πειράματα που έγιναν τις προηγούμενες δεκαετίες με συνεταιρισμούς και αγροτικές ενώσεις ελάχιστα απέδωσαν και σήμερα κατέληξαν να είναι κυρίως πελατειακοί μηχανισμοί χωρίς να παρέχουν ούτε τεχνογνωσία ούτε καν απλή γεωπονική στήριξη στις δυσκολίες του αγρότη. Μία βάση επιχειρηματικής εκκίνησης μπορούν να αποτελέσουν οι Ομάδες Παραγωγών παίρνοντας τη μορφή μιας ανώνυμης εταιρείας με πολυμετοχική σύνθεση, η οποία θα λειτουργεί με τους κανόνες της αγοράς και τις υποχρεώσεις ορθής λογιστικής διαχείρισης. Αν οι αγρότες συμμετέχουν με τον κλήρο τους στις εταιρείες, τότε μπορούν να διαμορφωθούν μεγαλύτερες εκτάσεις κοινής καλλιέργειας, αφού η επιχείρηση θα υποστηρίζει τα συμφέροντα όλων των αγροτών που εκπροσωπεί.
Η Πολιτεία με τη σειρά της, αφού κάνει την αυτοκριτική της, και η σημερινή ηγεσία του ΥΠΑΑΤ φαίνεται να την έχει κάνει, να αναγνωρίσει την αξία του συνεταιριστικού κινήματος και να δώσει κίνητρα για την λειτουργία του με επιχειρηματικά κριτήρια. Και να συμβάλλει στην πιο αποτελεσματική λειτουργία των αγορών των αγροτικών προϊόντων, ώστε ο παραγωγός να εισπράττει περίπου το 50% της τελικής τιμής πώλησης στον καταναλωτή, όπως στις ΗΠΑ.
Και μη ξεχνάμε ότι το αγροτικό πρόβλημα δεν είναι θέμα απλά οικονομικό. Είναι θέμα κοινωνικό, αφού μιλάμε για ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού. Αλλά είναι και θέμα βαθύτατα εθνικό, αφού αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, την ζωή και την ευημερία της υπαίθρου και των νησιών μας.
*Δ/ντής Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών
kchartz@nagref-cha.gr