Τώρα που βλέπω τους καλαντριστάδες να προβάλλουν απο κάθε μεριά της πόλης λέω να βγάλω τα απωθημένα μου, αυτά που κρατώ μέσα μου από παιδί τόσα χρόνια, για όλους εκείνους τους εκ παραδόσεως αποδέκτες χριστουγεννιάτικων τραγουδιώνΘυμάμαι πάντα προσπαθούσα να ψυχολογήσω σε κάθε σπίτι που πήγαινα (τότε) τον νοικοκύρη για να θυμάμαι την επόμενη χρονιά αν θα έπρεπε να τα πω ξανά ή όχι. Έτσι είχα φτιάξει μια νοερή λίστα με τις κυριότερες φυσιογνωμίες ακροατών καλάντων. Μη γελάτε !!!
Κατά αρχάς θέλω να πω ότι πάντα ευχαριστιόμουν αυτές τις Άγιες μέρες και σαν όνειρο θυμάμαι που τις κουταλομετρούσα, ως την παραμονή για να τα ……οικονομήσω.
Ξανάβαλα κάτω λοιπόν την θύμηση μου και ανασύνταξα τις παιδικές μου αναμνήσεις, και ως εκ του θαύματος ξαναθυμήθηκα τους 6 ποιο χαρακτηριστικούς οικοδεσπότες (αποδέκτες) των καλάντων.
ΕΧΟΜΕ ΛΟΙΠΟΝ
Ο Σπάγκος : Γεμάτος χαρά πρωί-πρωί κτυπάς την πόρτα, και ενώ είσαι έτοιμος να ακούσεις «το πέστα μας», ακούς το γνωστό «δώσαμε- δώσαμε». Τώρα αν έδωσαν φέτος ή πέρυσι είναι άλλο θέμα.
Η Σπαστικιά : Κτυπάς και σου ανοίγει η μεσόκοπη κυρία με τα ρολά στην κεφαλή, με τα πασουμάκια της αλλά με ένα χαμόγελο γεμάτο καλοσύνη. «Πέστα Γιαννάκη»... Αρχίζεις λοιπόν και τα λες και ενώ φτάνεις ως εκεί που ξέρεις και περιμένεις να ακούσεις τον ήχο των ταλλήρων στο χέρι της κυρίας, ακούς ξαφνικά ένα ξερό «Γιαννάκη μέχρι το τέλος τα λέμε;» Σύξυλος ο Γιαννάκης και κάθε Γιαννάκης, κομπλάρει και τον πιάνει ο γνωστός ξερόβηχας της αμηχανίας.
Ο Παραδοσιακός: Τελειώνεις το άσμα και ο καλός κύριος σε καλεί να περάσεις στο σαλόνι του, ξάφνου η χοντρή κυρά του με την δισκάρα γεμάτη τα γνωστά γλυκά των Χριστουγέννων προσπαθεί να σε τρατάρει με το ζόρι, τότε λοιπόν σε έπιανε ο κρύος ιδρώτας, «θα πάρω και λεφτά ή μόνο γλυκά;» .
Η Τσιγκούνα : Και του χρόνου λες, και ενώ βλέπεις την κυρία να χώνει την χερούκλα της στην ποδιά της έτοιμη να σε πληρώσει (κόπος είναι και αυτός) βγάζει το παλιό το θυμάστε καλέ το πεντοχίλιαρο και σου πετά ένα ξερό «έχεις 4950 δρχ. ρέστα». Μετά από λίγο αφού ψάχνεσαι, -για να μην χάσεις και το πενηντάρικο-, και κοιτάς αμήχανα εδώ και εκεί σου πετά την δεύτερη στερεότυπη κουβέντα « Δεν έχεις; καλά πάρε το 10άρικο που βρήκα στην τσέπη μου, άντε και του χρόνου».
Ο Γρήγορος : Κτυπάς και καθώς ανοίγει η πόρτα και είσαι έτοιμος, δηλαδή έχεις πάρει την βαθιά αναπνοή για να αρχίσεις το ψάλσιμο, σου πετά ένα «καλά φτάνει» και σου ρίχνει μες στο κουτί το κατοστάρικο. Δεν σε πειράζει που δεν ξεκίνησες καν να τα λες, ήταν ο καλύτερος, ακοπίαστα και γρήγορα, ας είναι καλά.
Ο Συγγενής: Προσοχή ποτέ δεν πας με παρέα, πάντα μόνος για να μην μοιραστής το παχουλό (εκείνη την εποχή) πεντακοσάρικο με άλλον και φυσικά πάντα βράδυ που να είναι και ο Θείος εκεί.
Όλα αυτά είναι μια απλή θύμηση του τότε, τότε που τα πράγματα ήταν πολύ- πολύ σφιγμένα, τότε που σαν συμπλήρωμα παίρναμε και το μπιτόνι για το λάδι (τυρόλαδο μας βάζανε τις περισσότερες φορές), τότε που είχαμε κάνει άτυπη συμφωνία «την καλή εσπέρα» να την λέμε στα μαγαζιά το βράδυ, τότε που το Καστέλλι ήταν δυο γειτονιές, και 5 δρόμοι.
Υ.Σ Τώρα που το ξανασκέφτομαι εμένα μου τύχαιναν πάντα παραδοσιακοί τύποι όταν έλεγα τα κάλαντα. Και ίσως αυτό έκανε την περίοδο των Χριστουγέννων μου πιο όμορφη και διαφορετική και για αυτό έμεινε χαραγμένη μέσα μου τόσο έντονα. Είχαν χαθεί ……..; και οι «γρήγοροι», που σήμερα είναι πολλοί, και ψιλοκουβαρντάδες.
Και του χρόνου.
Κατά αρχάς θέλω να πω ότι πάντα ευχαριστιόμουν αυτές τις Άγιες μέρες και σαν όνειρο θυμάμαι που τις κουταλομετρούσα, ως την παραμονή για να τα ……οικονομήσω.
Ξανάβαλα κάτω λοιπόν την θύμηση μου και ανασύνταξα τις παιδικές μου αναμνήσεις, και ως εκ του θαύματος ξαναθυμήθηκα τους 6 ποιο χαρακτηριστικούς οικοδεσπότες (αποδέκτες) των καλάντων.
ΕΧΟΜΕ ΛΟΙΠΟΝ
Ο Σπάγκος : Γεμάτος χαρά πρωί-πρωί κτυπάς την πόρτα, και ενώ είσαι έτοιμος να ακούσεις «το πέστα μας», ακούς το γνωστό «δώσαμε- δώσαμε». Τώρα αν έδωσαν φέτος ή πέρυσι είναι άλλο θέμα.
Η Σπαστικιά : Κτυπάς και σου ανοίγει η μεσόκοπη κυρία με τα ρολά στην κεφαλή, με τα πασουμάκια της αλλά με ένα χαμόγελο γεμάτο καλοσύνη. «Πέστα Γιαννάκη»... Αρχίζεις λοιπόν και τα λες και ενώ φτάνεις ως εκεί που ξέρεις και περιμένεις να ακούσεις τον ήχο των ταλλήρων στο χέρι της κυρίας, ακούς ξαφνικά ένα ξερό «Γιαννάκη μέχρι το τέλος τα λέμε;» Σύξυλος ο Γιαννάκης και κάθε Γιαννάκης, κομπλάρει και τον πιάνει ο γνωστός ξερόβηχας της αμηχανίας.
Ο Παραδοσιακός: Τελειώνεις το άσμα και ο καλός κύριος σε καλεί να περάσεις στο σαλόνι του, ξάφνου η χοντρή κυρά του με την δισκάρα γεμάτη τα γνωστά γλυκά των Χριστουγέννων προσπαθεί να σε τρατάρει με το ζόρι, τότε λοιπόν σε έπιανε ο κρύος ιδρώτας, «θα πάρω και λεφτά ή μόνο γλυκά;» .
Η Τσιγκούνα : Και του χρόνου λες, και ενώ βλέπεις την κυρία να χώνει την χερούκλα της στην ποδιά της έτοιμη να σε πληρώσει (κόπος είναι και αυτός) βγάζει το παλιό το θυμάστε καλέ το πεντοχίλιαρο και σου πετά ένα ξερό «έχεις 4950 δρχ. ρέστα». Μετά από λίγο αφού ψάχνεσαι, -για να μην χάσεις και το πενηντάρικο-, και κοιτάς αμήχανα εδώ και εκεί σου πετά την δεύτερη στερεότυπη κουβέντα « Δεν έχεις; καλά πάρε το 10άρικο που βρήκα στην τσέπη μου, άντε και του χρόνου».
Ο Γρήγορος : Κτυπάς και καθώς ανοίγει η πόρτα και είσαι έτοιμος, δηλαδή έχεις πάρει την βαθιά αναπνοή για να αρχίσεις το ψάλσιμο, σου πετά ένα «καλά φτάνει» και σου ρίχνει μες στο κουτί το κατοστάρικο. Δεν σε πειράζει που δεν ξεκίνησες καν να τα λες, ήταν ο καλύτερος, ακοπίαστα και γρήγορα, ας είναι καλά.
Ο Συγγενής: Προσοχή ποτέ δεν πας με παρέα, πάντα μόνος για να μην μοιραστής το παχουλό (εκείνη την εποχή) πεντακοσάρικο με άλλον και φυσικά πάντα βράδυ που να είναι και ο Θείος εκεί.
Όλα αυτά είναι μια απλή θύμηση του τότε, τότε που τα πράγματα ήταν πολύ- πολύ σφιγμένα, τότε που σαν συμπλήρωμα παίρναμε και το μπιτόνι για το λάδι (τυρόλαδο μας βάζανε τις περισσότερες φορές), τότε που είχαμε κάνει άτυπη συμφωνία «την καλή εσπέρα» να την λέμε στα μαγαζιά το βράδυ, τότε που το Καστέλλι ήταν δυο γειτονιές, και 5 δρόμοι.
Υ.Σ Τώρα που το ξανασκέφτομαι εμένα μου τύχαιναν πάντα παραδοσιακοί τύποι όταν έλεγα τα κάλαντα. Και ίσως αυτό έκανε την περίοδο των Χριστουγέννων μου πιο όμορφη και διαφορετική και για αυτό έμεινε χαραγμένη μέσα μου τόσο έντονα. Είχαν χαθεί ……..; και οι «γρήγοροι», που σήμερα είναι πολλοί, και ψιλοκουβαρντάδες.
Και του χρόνου.