Γράφει ο Μιχάλης Ανδριανάκης
Το τραγικό γεγονός της πριν ακριβώς ένα χρόνο κατάρρευσης της Βενετσιάνικης έπαυλης Treνizan στο Δραπανιά και η ετοιμορροπία της άλλης πολύ σημαντικής έπαυλης Retonta στις Καλάθενες Κισσάμου, θέτουν επιτακτικά το θέμα της σωτηρίας αυτών των σημαντικών μνημείων.
Στην περιοχή μάλιστα της Κισσάμου, τα μνημεία αυτά είναι περισσότερα από κάθε άλλη επαρχία της Κρήτης, εξαιτίας της ευφορίας της, που οδηγούσε πολλούς Βενετούς φεουδάρχες να έχουν εκεί τη δεύτερη κατοικία τους. Ανάλογα ισχύουν και για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εποχή που επίσης κατασκευάστηκαν κυρίως από τους μουσουλμάνους, εντυπωσιακές κατοικίες με αγροτικά εργαστήρια και διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τοπική αρχιτεκτονική, ιδίως στην περιοχή της Ανατολικής Κισσάμου.
Σήμερα πολλά από αυτά τα σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα, είτε έχουν κατεδαφιστεί, είτε έχουν αλλοιωθεί από τις σύγχρονες επεμβάσεις, είτε σώζονται σε κατάσταση ετοιμορροπίας, πολλές φορές επικίνδυνης. Το προβληματικό ιδιοκτησιακό καθεστώς με τους πολλούς συνήθως ιδιοκτήτες και το μεγάλο κόστος αποκατάστασης, προκαλούν την αδυναμία, ή την αδιαφορία για της τύχη τους. Αυτό συνέβη με την έπαυλη Trevizan (ήταν αναμενόμενο), αυτό θα συμβεί «μοιραία» και σε άλλες περιπτώσεις, αυτό συμβαίνει και σε όλη τη χώρα που είναι γεμάτη από διατηρητέα ερείπια. Και θα πει κάποιος «δεν πειράζει, έχουμε μπόλικα» (σωστό πριν από μερικές δεκαετίες), όμως η απώλεια της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς έχει φτάσει πια σε οριακό σημείο.
Δυο-τρεις φορές στο παρελθόν είχε επέμβει η Αρχαιολογική Υπηρεσία με σωστικές εργασίες στην περίπτωση του Δραπανιά και έτσι «κρατήθηκε» μέχρι πρόσφατα, όμως οι απαιτούμενες εργασίες ήταν μεγάλης έκτασης και δεν ήταν δυνατό νομικά να γίνουν σε ένα ιδιωτικό κτίσμα. Από παλιά είχαμε κάνει την πρόταση να απαλλοτριωθεί το μνημείο με διαδικασία από το ΥΠΠΟ και δαπάνες του Δήμου και να προχωρήσουν άμεσα οι σωστικές επεμβάσεις, μέχρι να δοθεί μια λύση για τη χρήση του. Παρά το ότι φάνηκε να υπάρχει ενδιαφέρον, αυτό δεν έγινε πράξη μέχρι σήμερα από την πλευρά του Δήμου και το Υπουργείο Πολιτισμού έχει να αντιμετωπίσει τεράστια θέματα απαλλοτριώσεων-και όχι μόνο-σε ολόκληρη τη χώρα.
Με το θέμα θα πρέπει να ασχοληθούν, εκτός από το Υπουργείο Πολιτισμού, οι «άμεσοι κληρονόμοι», που (εκτός από τους κατά το Νόμο ιδιοκτήτες) είμαστε όλοι εμείς και εκπροσωπούμαστε από την Περιφέρεια και το Δήμο. Θα πρέπει να υπάρξει μια σύσκεψη, όπου να αποφασιστούν και να δρομολογηθούν λύσεις, με αξιοποίηση της Νομοθεσίας για τα επικινδύνως ετοιμόρροπα, ή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
Προτείνεται λοιπόν η απόκτησή τους από το Δήμο και η μετατροπή τους μετά την αποκατάσταση σε δημοτικούς χώρους φιλοξενίας. Καλό θα ήταν να αξιοποιηθεί η διαδικασία των ΣΔΙΤ, όσον αφορά στη χρηματοδότηση και τη χρήση με ειδικούς φυσικά όρους. Σε κάποιες περιοχές της χώρας μας έχει εφαρμοστεί με επιτυχία. Ίσως είναι η μόνη λύση και μην πιάσει κανένα μας «ιερή αγανάκτηση» για την πρόταση. Πολυτελείς κατοικίες φεουδαρχών ήταν και στο παρελθόν, μεγάλα συγκροτήματα είναι, αρκεί να υπάρξουν (και να τηρηθούν) κάποιοι όροι από το ΥΠΠΟΑ.
Η λύση «το φτιάχνω και το αφήνω στην τύχη του», ή «το κάνω Μουσείο» (αν δεν υπάρχει λόγος και δυνατότητα λειτουργίας) δεν περπατά και σύντομα οδηγεί στην απαξίωση και ερήμωσή του. Παραδείγματα υπάρχουν, να μην τα λέμε.
Μια δεύτερη λύση, που πρότεινα πριν από πολλά χρόνια στο πρώτο Συνέδριο για τον Αποκόρωνα (και είχε μερική εφαρμογή, αλλά όχι και συνέχεια), είναι η συνεργασία των ιδιοκτητών με το Δήμο. Μπορεί να γίνεται παραχώρηση για κάποια χρόνια, να αξιοποιούνται επιδοτήσεις και δάνεια για την αποκατάσταση και να μετατρέπονται σε χώρους φιλοξενίας.
Τα έσοδα να κατανέμονται για την εξόφληση των δανείων, στους ιδιοκτήτες και στη Δημοτική Επιχείρηση, στην οποία μπορεί να είναι οι ίδιοι μέτοχοι. Έτσι μπορούν να σωθούν αρκετά, αν βέβαια δεν επικρατήσει το γνωστό σύστημα, που «καταπίνει» πόρους, χωρίς να γίνεται ουσιαστικά έργο.
Και για να μην παρεξηγούμαστε, τα παραπάνω δεν ισχύουν για κάποια δημόσια κτήρια, που έχουν ιδιαίτερη σημασία και συνδέονται με την Ιστορία του τόπου.
Αυτά αναμφισβήτητα μπορεί να έχουν μόνο δημόσια χρήση, ιδίως όταν υπάρχει και ανάγκη, όπως είναι το μνημειακό συγκρότημα της Μεραρχίας στην καρδιά της παλιάς πόλης.
Αναφερόμαστε σε ΙΔΙΩΤΙΚΑ μνημεία αυτής της κατηγορίας, των οποίων η τύχη είναι προδιαγεγραμμένη και η αδυναμία επέμβασης δεδομένη. Και εκεί η σωτηρία των Βενετσιάνικων επαύλεων της Κισάμου έχει απόλυτη προτεραιότητα.
Για τα θέμα αυτό «φωνάζαμε» εδώ και πολλά χρόνια από το Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, αλλά και πολλοί άλλοι φορείς το έχουν θέσει επιτακτικά, Και μακάρι κάποτε να υπάρξουν σοβαρά νομικά (ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις υποχρεώσεις) και οικονομικά (ως προς τις υψηλές δαπάνες αποκατάστασης) κίνητρα για τους ιδιοκτήτες για να πάψει να γεμίζει η Ελλάδα “ωραία, διατηρητέα ερείπια”.
Κάτι άκουσα πως έγινε τελευταία από πλευράς Νομοθεσίας, ας το αξιοποιήσουμε οργανωμένα. Αρκετά χάθηκαν μέχρι σήμερα…
Στην περιοχή μάλιστα της Κισσάμου, τα μνημεία αυτά είναι περισσότερα από κάθε άλλη επαρχία της Κρήτης, εξαιτίας της ευφορίας της, που οδηγούσε πολλούς Βενετούς φεουδάρχες να έχουν εκεί τη δεύτερη κατοικία τους. Ανάλογα ισχύουν και για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εποχή που επίσης κατασκευάστηκαν κυρίως από τους μουσουλμάνους, εντυπωσιακές κατοικίες με αγροτικά εργαστήρια και διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τοπική αρχιτεκτονική, ιδίως στην περιοχή της Ανατολικής Κισσάμου.
Σήμερα πολλά από αυτά τα σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα, είτε έχουν κατεδαφιστεί, είτε έχουν αλλοιωθεί από τις σύγχρονες επεμβάσεις, είτε σώζονται σε κατάσταση ετοιμορροπίας, πολλές φορές επικίνδυνης. Το προβληματικό ιδιοκτησιακό καθεστώς με τους πολλούς συνήθως ιδιοκτήτες και το μεγάλο κόστος αποκατάστασης, προκαλούν την αδυναμία, ή την αδιαφορία για της τύχη τους. Αυτό συνέβη με την έπαυλη Trevizan (ήταν αναμενόμενο), αυτό θα συμβεί «μοιραία» και σε άλλες περιπτώσεις, αυτό συμβαίνει και σε όλη τη χώρα που είναι γεμάτη από διατηρητέα ερείπια. Και θα πει κάποιος «δεν πειράζει, έχουμε μπόλικα» (σωστό πριν από μερικές δεκαετίες), όμως η απώλεια της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς έχει φτάσει πια σε οριακό σημείο.
Δυο-τρεις φορές στο παρελθόν είχε επέμβει η Αρχαιολογική Υπηρεσία με σωστικές εργασίες στην περίπτωση του Δραπανιά και έτσι «κρατήθηκε» μέχρι πρόσφατα, όμως οι απαιτούμενες εργασίες ήταν μεγάλης έκτασης και δεν ήταν δυνατό νομικά να γίνουν σε ένα ιδιωτικό κτίσμα. Από παλιά είχαμε κάνει την πρόταση να απαλλοτριωθεί το μνημείο με διαδικασία από το ΥΠΠΟ και δαπάνες του Δήμου και να προχωρήσουν άμεσα οι σωστικές επεμβάσεις, μέχρι να δοθεί μια λύση για τη χρήση του. Παρά το ότι φάνηκε να υπάρχει ενδιαφέρον, αυτό δεν έγινε πράξη μέχρι σήμερα από την πλευρά του Δήμου και το Υπουργείο Πολιτισμού έχει να αντιμετωπίσει τεράστια θέματα απαλλοτριώσεων-και όχι μόνο-σε ολόκληρη τη χώρα.
Με το θέμα θα πρέπει να ασχοληθούν, εκτός από το Υπουργείο Πολιτισμού, οι «άμεσοι κληρονόμοι», που (εκτός από τους κατά το Νόμο ιδιοκτήτες) είμαστε όλοι εμείς και εκπροσωπούμαστε από την Περιφέρεια και το Δήμο. Θα πρέπει να υπάρξει μια σύσκεψη, όπου να αποφασιστούν και να δρομολογηθούν λύσεις, με αξιοποίηση της Νομοθεσίας για τα επικινδύνως ετοιμόρροπα, ή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
Προτείνεται λοιπόν η απόκτησή τους από το Δήμο και η μετατροπή τους μετά την αποκατάσταση σε δημοτικούς χώρους φιλοξενίας. Καλό θα ήταν να αξιοποιηθεί η διαδικασία των ΣΔΙΤ, όσον αφορά στη χρηματοδότηση και τη χρήση με ειδικούς φυσικά όρους. Σε κάποιες περιοχές της χώρας μας έχει εφαρμοστεί με επιτυχία. Ίσως είναι η μόνη λύση και μην πιάσει κανένα μας «ιερή αγανάκτηση» για την πρόταση. Πολυτελείς κατοικίες φεουδαρχών ήταν και στο παρελθόν, μεγάλα συγκροτήματα είναι, αρκεί να υπάρξουν (και να τηρηθούν) κάποιοι όροι από το ΥΠΠΟΑ.
Η λύση «το φτιάχνω και το αφήνω στην τύχη του», ή «το κάνω Μουσείο» (αν δεν υπάρχει λόγος και δυνατότητα λειτουργίας) δεν περπατά και σύντομα οδηγεί στην απαξίωση και ερήμωσή του. Παραδείγματα υπάρχουν, να μην τα λέμε.
Μια δεύτερη λύση, που πρότεινα πριν από πολλά χρόνια στο πρώτο Συνέδριο για τον Αποκόρωνα (και είχε μερική εφαρμογή, αλλά όχι και συνέχεια), είναι η συνεργασία των ιδιοκτητών με το Δήμο. Μπορεί να γίνεται παραχώρηση για κάποια χρόνια, να αξιοποιούνται επιδοτήσεις και δάνεια για την αποκατάσταση και να μετατρέπονται σε χώρους φιλοξενίας.
Τα έσοδα να κατανέμονται για την εξόφληση των δανείων, στους ιδιοκτήτες και στη Δημοτική Επιχείρηση, στην οποία μπορεί να είναι οι ίδιοι μέτοχοι. Έτσι μπορούν να σωθούν αρκετά, αν βέβαια δεν επικρατήσει το γνωστό σύστημα, που «καταπίνει» πόρους, χωρίς να γίνεται ουσιαστικά έργο.
Και για να μην παρεξηγούμαστε, τα παραπάνω δεν ισχύουν για κάποια δημόσια κτήρια, που έχουν ιδιαίτερη σημασία και συνδέονται με την Ιστορία του τόπου.
Αυτά αναμφισβήτητα μπορεί να έχουν μόνο δημόσια χρήση, ιδίως όταν υπάρχει και ανάγκη, όπως είναι το μνημειακό συγκρότημα της Μεραρχίας στην καρδιά της παλιάς πόλης.
Αναφερόμαστε σε ΙΔΙΩΤΙΚΑ μνημεία αυτής της κατηγορίας, των οποίων η τύχη είναι προδιαγεγραμμένη και η αδυναμία επέμβασης δεδομένη. Και εκεί η σωτηρία των Βενετσιάνικων επαύλεων της Κισάμου έχει απόλυτη προτεραιότητα.
Για τα θέμα αυτό «φωνάζαμε» εδώ και πολλά χρόνια από το Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, αλλά και πολλοί άλλοι φορείς το έχουν θέσει επιτακτικά, Και μακάρι κάποτε να υπάρξουν σοβαρά νομικά (ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις υποχρεώσεις) και οικονομικά (ως προς τις υψηλές δαπάνες αποκατάστασης) κίνητρα για τους ιδιοκτήτες για να πάψει να γεμίζει η Ελλάδα “ωραία, διατηρητέα ερείπια”.
Κάτι άκουσα πως έγινε τελευταία από πλευράς Νομοθεσίας, ας το αξιοποιήσουμε οργανωμένα. Αρκετά χάθηκαν μέχρι σήμερα…