Η εκτέλεση των 62 κατοίκων της Μαλαθύρου
Γράφει ο Καρτσωνάκης Βασίλης
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής είχαν δημιουργηθεί αντάρτικα σώματα με διοικητή τον λοχαγό Σπανουδάκη Μάρκο. Στη περιοχή Κρυγιό νερό βρισκόταν κρυφό Αγγλικό φυλάκιο όπου είχε ασύρματο που επικοινωνούσε με τη Μέση Ανατολή, και με τον Άγγλο αξιωματικό και τον Ανθυπολοχαγό Πιπλή Εμμανουήλ συντόνιζε την αντίσταση κατά των Γερμανών. Πληροφορίες στο φυλάκιο εξασφάλιζε ο Σημαντηράκης Γιάννης του Εμμανουήλ.
Με τις οδηγίες του προδότη την αποφράδα ημέρα της 28-08-1944 Γερμανικά στρατεύματα περικύκλωσαν το χωριό, μπήκαν μέσα στις γειτονιές και άρχισαν να συλλαμβάνουν τους άνδρες και τις γυναίκες.
Τους άνδρες του μάζεψαν σε σπίτι, στο Πάνω Χωριό, σε πατητήρια στα Μπαχαδιανά και στο Σχολείο. Είχαν συλλάβει 61 άνδρες από το χωριό και 2 από άλλα χωριά.
Μετά την συγκέντρωση τους είπαν ότι είχαν πληροφορίες και αποδείξεις ότι στο χωριό υπήρχαν 'Αγγλοι, ασύρματος και πυρομαχικά και πως εντός δύο ωρών θα πρέπει να τους τα παραδώσουν όλα, αλλιώς θα τους εκτελέσουν. Ενώ όλα αυτά υπήρχαν, δεν φοβήθηκαν ότι θα τουφεκιζόταν από τον κατακτητή και απάντησαν ότι δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Τούς βασάνισαν, τους χτύπησαν, ένα ένα αλλά και πάλι σαν γνήσιοι Έλληνες και Πατριώτες κανένας δεν μαρτύρησε τίποτα.
Μετά και από τη λεηλασία του χωριού το απόγευμα κατά την 6η περίπου ώρα οι Γερμανοί οδηγούν με φάλαγγα τους 63 συλληφθέντες Μαλαθυριανούς στον τόπο της εκτέλεσης τους, στο φαράγγι περίπου 2 χλμ μακριά, όπου άλλοι Γερμανοί είχαν καταλάβει τις δύο πλευρές του φαραγγιού, και είχαν οργανώσει το χώρο της εκτέλεσης τοποθετώντας πολυβόλα. Στο φαράγγι έφτασαν οι 58 γιατί στην διαδρομή οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους 5 τελευταίους της φάλαγγας. Όταν έφτασαν στον τόπο της θυσίας όπως προχωρούσαν τους γάζωναν οι ριπές των πολυβόλων.
Έπειτα αρχίζει χαριστική βολή στο κεφάλι κάθε Μαλαθυριανού. Δυο στρατιώτες, ο ένας από κάθε μεριά αρχίζουν να δίνουν την χαριστική βολή.
Φτάνοντας ο πρώτος στη μέση βλέπει στο κεφάλι του πεσμένου κάτω Κρητικού αίμα και τον πέρασε για πεθαμένο.
Φτάνει ο άλλος στη μέση, και βλέποντας το αίμα σκέφτεται ότι την έπαιξε ο προηγούμενος. Βλέπει στο χέρι του το χρυσό δαχτυλίδι του αρραβώνα και πάει να του το βγάλει. Ο αιματοβαμμένος όμως άνθρωπος ήξερε ότι το δαχτυλίδι αυτό δεν έβγαινε από το δάχτυλο του, και φοβήθηκε μήπως βγάλει την ξιφολόγχη και του το κόψει. Έτσι δεν θα μπορούσε να κρύψει τον πόνο του και θα καταλάβαιναν ότι είναι ζωντανός. Το δαχτυλίδι όμως γλιστρά μέσα στα αίματα, βγαίνει, και οι Γερμανοί αποχωρούν αφήνοντας πίσω τους 62 νεκρούς και τον μοναδικό επιζώντα. Το όνομα του είναι Καρτσωνάκης Ιωάννης του Γεωργίου. Από τότε έταξε τον εαυτό του στον Θεό, έγινε παπάς για να μνημονεύει κάθε χρόνο τους αγαπημένους, αδικοχαμένους, φίλους, και συγχωριανούς του.