Γεννήθηκε το 1789 στο Μελισσουργιό Κισσάμου. Το 1800 εκάρη μοναχός και διάκονος στη Μονή Θεοτόκου Γωνιάς της Κρήτης. Εκεί ολοκλήρωσε τη βασική του εκπαίδευση. Σπούδασε επίσης στο Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ Οικονόμων και κατόπιν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Από το 1815 έως το 1833 περίπου διακόνησε ως ιερέας και δάσκαλος στις ελληνικές κοινότητες της Ευρώπης, ξεκινώντας από τη Βιέννη, συνεχίζοντας στην Τεργέστη και τελικά στο Μόναχο το 1830. Εκεί παρακολούθησε επίσης μαθήματατα Θεολογίας και Φιλοσοφίας, ως ακροατής. Προηγουμένως, το 1827, βοήθησε να συγκεντρωθούν χρήματα από τους Έλληνες της διασποράς προκειμένου να ιδρυθούν ορφανοτροφεία στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, μετά από παράκληση του Ιωάννη Καποδίστρια. Το 1833 επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά από σχετική πρόσκληση του πατέρα του Όθωνα, βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, προκειμένου να διδάξει ελληνική γλώσσα και ιστορία στο γιο του, που μόλις είχε εγκατασταθεί ως βασιλιάς στην Ελλάδα.
Στην Αθήνα δίδαξε επίσης στο Θεολογικό Σχολείο και στο Διδασκαλείο, ενώ το 1837 διορίστηκε διορίστηκε ως ο πρώτος τακτικός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Δογματική θεολογία, τη Χριστιανική ηθική και την Ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης. Χρημάτισε πρώτος κοσμήτορας της Σχολής το ακαδημαϊκό έτος 1837-1838 και Πρύτανης του Πανεπιστημίου κατά τα έτη 1842-1843 και 1850-1851, ενώ το 1852 ανακηρύχθηκε επίτιμος καθηγητής.
Το 1852 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας. Στις 2 Δεκεμβρίου 1861 εξελέγη Μητροπολίτης Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε για λίγους μόλις μήνες, έως τον θάνατό του στις 21 Ιουλίου 1862. Ως Μητροπολίτης Αθηνών τέλεσε τα εγκαίνια του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανέγερση μνημείου για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.
Από το 1815 έως το 1833 περίπου διακόνησε ως ιερέας και δάσκαλος στις ελληνικές κοινότητες της Ευρώπης, ξεκινώντας από τη Βιέννη, συνεχίζοντας στην Τεργέστη και τελικά στο Μόναχο το 1830. Εκεί παρακολούθησε επίσης μαθήματατα Θεολογίας και Φιλοσοφίας, ως ακροατής. Προηγουμένως, το 1827, βοήθησε να συγκεντρωθούν χρήματα από τους Έλληνες της διασποράς προκειμένου να ιδρυθούν ορφανοτροφεία στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, μετά από παράκληση του Ιωάννη Καποδίστρια. Το 1833 επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά από σχετική πρόσκληση του πατέρα του Όθωνα, βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, προκειμένου να διδάξει ελληνική γλώσσα και ιστορία στο γιο του, που μόλις είχε εγκατασταθεί ως βασιλιάς στην Ελλάδα.
Στην Αθήνα δίδαξε επίσης στο Θεολογικό Σχολείο και στο Διδασκαλείο, ενώ το 1837 διορίστηκε διορίστηκε ως ο πρώτος τακτικός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Δογματική θεολογία, τη Χριστιανική ηθική και την Ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης. Χρημάτισε πρώτος κοσμήτορας της Σχολής το ακαδημαϊκό έτος 1837-1838 και Πρύτανης του Πανεπιστημίου κατά τα έτη 1842-1843 και 1850-1851, ενώ το 1852 ανακηρύχθηκε επίτιμος καθηγητής.
Το 1852 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας. Στις 2 Δεκεμβρίου 1861 εξελέγη Μητροπολίτης Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε για λίγους μόλις μήνες, έως τον θάνατό του στις 21 Ιουλίου 1862. Ως Μητροπολίτης Αθηνών τέλεσε τα εγκαίνια του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανέγερση μνημείου για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.
Πηγή Βικιπαίδεια, Σταύρος Κελαιδής