Του Δημήτρη Καρτάκη
Μεγάλη η περηφάνια του Ξήρουχα για τον γιο του τον Αντρέα τον Ληστοφάγο.
- Ο Αντρέας δεν θα 'φήσει ούτε ένα ληστή στην Παλιά Ελλάδα, έλεγε του ξαδέλφου του. Ούλους θα τους ξεκάνει και καλά θα τονε κάνει των κερατάδων. Τρεις έχει μέχρι δα σκοτωμένους και δεν κατέω πόσα γαλόνια του έχουνε δώσει. Ετσα που λαλεί φοβούμαι πως στο τέλος θα γενεί στρατηγός.
-Δύσκολο να γενεί στρατηγός γιατί δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, του λέγε ο ξάδελφος του και συνέχιζε, αν είχε μυαλό να πήγαινε στο σκολείο όταν τον έπεμπε ο Γούμενος δε θα' χε δα ανάγκη.
- Γιάντα ωρέ ξάδελφε πρέπει να κατέει γράμματα για να γενεί στρατηγός; Ντα εγώ κατέω γράμματα και είμαι στρατάρχης; Ή είναι κανείς ανώτερος μου και δεν το κατέω;
-Ανομις σου κουζουλέ, αν δεν έχεις αλληλοίσει, του απαντούσε ο ξάδελφος του ο Δημητράκης.
Μια φορά ο ληστοφάγος ο Αντρέας του έστειλε τον γιό του στο χωριό. Άλλος άνθρωπος ο Ξήρουχας τις μέρες πιυ είχε κοντά του τον εγγονό. Και η φωνή του είχε μαλακώσει και το μουστάκι του και η γενιάδα του φαινόταν περιποιημένη και η περπατησιά του δεν γινόταν με σάλτους παρά με κανονικά βήματα...φαινόταν μερεμένος άνθρωπος. Όταν πλησίαζε η μέρα να φύγει ο εγγονός του, το θεριό ο Ξηρουχας, έπεσε του κάτω κόσμου. Τα μάτια του ήτανε κόκκινα, οι μιλιές του λίγες και δεν σήκωνε κουβέντα από κανένα. Μια στιγμή που μείνανε οι δυο τους του 'λεγε "Γιάντα μου το κάνεις τουτονά Λευτεράκι μου; Γιάντα φεύγεις αντράκι μου; Κάτσε επαε, μην πας στου αφέντη σου και γω θα σε κάμω άρχοντα, τον καλύτερο σ' ολάκερη την επαρχία. Κάτσε και φεύγεις αντράκι μου.
Αυτός ήταν ο Ξήρουχας πρωτόγονος αλλά με πλούσια αισθήματα που τα χάριζε με μεγάλη απλοχεριά.
Μεγάλη η περηφάνια του Ξήρουχα για τον γιο του τον Αντρέα τον Ληστοφάγο.
- Ο Αντρέας δεν θα 'φήσει ούτε ένα ληστή στην Παλιά Ελλάδα, έλεγε του ξαδέλφου του. Ούλους θα τους ξεκάνει και καλά θα τονε κάνει των κερατάδων. Τρεις έχει μέχρι δα σκοτωμένους και δεν κατέω πόσα γαλόνια του έχουνε δώσει. Ετσα που λαλεί φοβούμαι πως στο τέλος θα γενεί στρατηγός.
-Δύσκολο να γενεί στρατηγός γιατί δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, του λέγε ο ξάδελφος του και συνέχιζε, αν είχε μυαλό να πήγαινε στο σκολείο όταν τον έπεμπε ο Γούμενος δε θα' χε δα ανάγκη.
- Γιάντα ωρέ ξάδελφε πρέπει να κατέει γράμματα για να γενεί στρατηγός; Ντα εγώ κατέω γράμματα και είμαι στρατάρχης; Ή είναι κανείς ανώτερος μου και δεν το κατέω;
-Ανομις σου κουζουλέ, αν δεν έχεις αλληλοίσει, του απαντούσε ο ξάδελφος του ο Δημητράκης.
Μια φορά ο ληστοφάγος ο Αντρέας του έστειλε τον γιό του στο χωριό. Άλλος άνθρωπος ο Ξήρουχας τις μέρες πιυ είχε κοντά του τον εγγονό. Και η φωνή του είχε μαλακώσει και το μουστάκι του και η γενιάδα του φαινόταν περιποιημένη και η περπατησιά του δεν γινόταν με σάλτους παρά με κανονικά βήματα...φαινόταν μερεμένος άνθρωπος. Όταν πλησίαζε η μέρα να φύγει ο εγγονός του, το θεριό ο Ξηρουχας, έπεσε του κάτω κόσμου. Τα μάτια του ήτανε κόκκινα, οι μιλιές του λίγες και δεν σήκωνε κουβέντα από κανένα. Μια στιγμή που μείνανε οι δυο τους του 'λεγε "Γιάντα μου το κάνεις τουτονά Λευτεράκι μου; Γιάντα φεύγεις αντράκι μου; Κάτσε επαε, μην πας στου αφέντη σου και γω θα σε κάμω άρχοντα, τον καλύτερο σ' ολάκερη την επαρχία. Κάτσε και φεύγεις αντράκι μου.
Αυτός ήταν ο Ξήρουχας πρωτόγονος αλλά με πλούσια αισθήματα που τα χάριζε με μεγάλη απλοχεριά.