Το φθινόπωρο του 1900, ο καπετάνιος ενός μικρού αλιευτικού σκάφους αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του και να αναζητήσει σφουγγάρια στα βαθιά νερά του πελάγους, έξω από τη βορειοανατολική ακτή των Αντικυθήρων.
Σε εκείνο το τμήμα του Αιγαίου, η πανάρχαια παράδοση των καταδύσεων που επιχειρούσαν γυμνοί οι άνθρωποι είχε δώσει πρόσφατα τη θέση της στις καταδύσεις με τη χρήση σκαφάνδρων της βικτοριανής εποχής, ενώ οι σφουγγαράδες ήταν ντυμένοι με δύσκαμπτες, βαριές στολές και τροφοδοτούνταν με αέρα μέσω ενός σωλήνα που συνδεόταν με κάποια αεραντλία στην επιφάνεια. Εκείνη την ημέρα το πλήρωμα στόχευε να επισκεφτεί μια περιοχή βάθους 55 μέτρων περίπου· ο κάθε δύτης είχε περιθώριο πέντε λεπτών παραμονής, καθώς σε άλλη περίπτωση κινδύνευε με θάνατο λόγω εμβολής.
Ο πρώτος άνθρωπος που καταδύθηκε με τη βοήθεια τροχαλίας εκείνο το πρωινό του Οκτωβρίου ονομαζόταν Ηλίας Σταδιάτος και ήταν έμπειρος δύτης.
Ο Σταδιάτος βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, επιστρέφοντας στην επιφάνεια. Όταν κατάφεραν με τα πολλά να αφαιρέσουν ......
....το κράνος του, άρχισε να λέει, με τρεμάμενη φωνή, ότι ο πυθμένας της θάλασσας ήταν διάσπαρτος από «ένα σωρό νεκρές, γυμνές γυναίκες, σαπισμένες και συφιλικές», κουφάρια αλόγων και «πτώματα» πράσινα από την αποσύνθεση.
Ο καπετάνιος ονόματι Δημήτριος Κοντός, αμέσως αφαίρεσε τη στολή του δύτη από τον Σταδιάτο και βούτηξε ο ίδιος στη θάλασσα.
Όταν επέστρεψε στην επιφάνεια, ο Κοντός πιθανότατα ήταν πολύ πιο ευδιάθετος από ό,τι ο ταραγμένος υπάλληλός του: στα χέρια του κρατούσε τον βραχίονα ενός ελληνικού χάλκινου αγάλματος, το οποίο είχε ανασύρει από τον βυθό.
Ο Κοντός και το πλήρωμά του είχαν πέσει συμπτωματικά πάνω σε ένα σημαντικότατο εύρημα, την πρώτη μεγάλη αρχαιολογική ανακάλυψη που πραγματοποιούσαν Έλληνες στην πατρίδα τους μετά την απελευθέρωση της χώρας. Η έρευνα και η συγκέντρωση ευρημάτων από το ναυάγιο των Αντικυθήρων το κατέταξαν μεταξύ των πλουσιότερων ναυαγίων που εντοπίστηκαν ποτέ.
Τα «πτώματα» που είχαν πρασινίσει από τη σαπίλα αποδείχτηκε ότι ήταν ένας πραγματικός θησαυρός ελληνικών χάλκινων αγαλμάτων που χρονολογούνταν από τον 4ο αιώνα· επιπλέον, ανασύρθηκαν πελώρια μαρμάρινα αγάλματα, τα οποία είχαν παραμορφωθεί από τα φύκια που είχαν συσσωρευτεί επάνω τους, καθώς και θραύσματα αρχαίων επίπλων, γυάλινων αντικειμένων, αμφορέων κρασιού και άλλων μεταλλικών αντικειμένων.
Η εξέταση των αγγείων που ακολούθησε οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το πλοίο είχε αναχωρήσει από τη Ρόδο και ότι είχε πραγματοποιήσει το τελευταίο του ταξίδι κάποια στιγμή στις αρχές του 1ου αι. ΠΚΕ.
Οι ιστορικοί υποψιάζονται πλέον ότι αποτελούσε μέρος του στόλου που χρησιμοποίησε ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας προκειμένου να μεταφέρει στην πατρίδα του τα λάφυρα που είχε συγκεντρώσει από τις εκστρατείες του στην Ανατολή κατά τη δεκαετία του ’80.
Παρότι άλλα πλοία φορτωμένα με θησαυρούς κατόρθωσαν να φτάσουν στην Ιταλία, το συγκεκριμένο βυθίστηκε, μάλλον εξαιτίας κάποιας καταιγίδας η οποία το έφερε επικίνδυνα κοντά στις βραχώδεις ακτές των Αντικυθήρων.
ΠΗΓΗ
Σε εκείνο το τμήμα του Αιγαίου, η πανάρχαια παράδοση των καταδύσεων που επιχειρούσαν γυμνοί οι άνθρωποι είχε δώσει πρόσφατα τη θέση της στις καταδύσεις με τη χρήση σκαφάνδρων της βικτοριανής εποχής, ενώ οι σφουγγαράδες ήταν ντυμένοι με δύσκαμπτες, βαριές στολές και τροφοδοτούνταν με αέρα μέσω ενός σωλήνα που συνδεόταν με κάποια αεραντλία στην επιφάνεια. Εκείνη την ημέρα το πλήρωμα στόχευε να επισκεφτεί μια περιοχή βάθους 55 μέτρων περίπου· ο κάθε δύτης είχε περιθώριο πέντε λεπτών παραμονής, καθώς σε άλλη περίπτωση κινδύνευε με θάνατο λόγω εμβολής.
Ο πρώτος άνθρωπος που καταδύθηκε με τη βοήθεια τροχαλίας εκείνο το πρωινό του Οκτωβρίου ονομαζόταν Ηλίας Σταδιάτος και ήταν έμπειρος δύτης.
Ο Σταδιάτος βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, επιστρέφοντας στην επιφάνεια. Όταν κατάφεραν με τα πολλά να αφαιρέσουν ......
....το κράνος του, άρχισε να λέει, με τρεμάμενη φωνή, ότι ο πυθμένας της θάλασσας ήταν διάσπαρτος από «ένα σωρό νεκρές, γυμνές γυναίκες, σαπισμένες και συφιλικές», κουφάρια αλόγων και «πτώματα» πράσινα από την αποσύνθεση.
Ο καπετάνιος ονόματι Δημήτριος Κοντός, αμέσως αφαίρεσε τη στολή του δύτη από τον Σταδιάτο και βούτηξε ο ίδιος στη θάλασσα.
Όταν επέστρεψε στην επιφάνεια, ο Κοντός πιθανότατα ήταν πολύ πιο ευδιάθετος από ό,τι ο ταραγμένος υπάλληλός του: στα χέρια του κρατούσε τον βραχίονα ενός ελληνικού χάλκινου αγάλματος, το οποίο είχε ανασύρει από τον βυθό.
Ο Κοντός και το πλήρωμά του είχαν πέσει συμπτωματικά πάνω σε ένα σημαντικότατο εύρημα, την πρώτη μεγάλη αρχαιολογική ανακάλυψη που πραγματοποιούσαν Έλληνες στην πατρίδα τους μετά την απελευθέρωση της χώρας. Η έρευνα και η συγκέντρωση ευρημάτων από το ναυάγιο των Αντικυθήρων το κατέταξαν μεταξύ των πλουσιότερων ναυαγίων που εντοπίστηκαν ποτέ.
Τα «πτώματα» που είχαν πρασινίσει από τη σαπίλα αποδείχτηκε ότι ήταν ένας πραγματικός θησαυρός ελληνικών χάλκινων αγαλμάτων που χρονολογούνταν από τον 4ο αιώνα· επιπλέον, ανασύρθηκαν πελώρια μαρμάρινα αγάλματα, τα οποία είχαν παραμορφωθεί από τα φύκια που είχαν συσσωρευτεί επάνω τους, καθώς και θραύσματα αρχαίων επίπλων, γυάλινων αντικειμένων, αμφορέων κρασιού και άλλων μεταλλικών αντικειμένων.
Η εξέταση των αγγείων που ακολούθησε οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το πλοίο είχε αναχωρήσει από τη Ρόδο και ότι είχε πραγματοποιήσει το τελευταίο του ταξίδι κάποια στιγμή στις αρχές του 1ου αι. ΠΚΕ.
Οι ιστορικοί υποψιάζονται πλέον ότι αποτελούσε μέρος του στόλου που χρησιμοποίησε ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας προκειμένου να μεταφέρει στην πατρίδα του τα λάφυρα που είχε συγκεντρώσει από τις εκστρατείες του στην Ανατολή κατά τη δεκαετία του ’80.
Παρότι άλλα πλοία φορτωμένα με θησαυρούς κατόρθωσαν να φτάσουν στην Ιταλία, το συγκεκριμένο βυθίστηκε, μάλλον εξαιτίας κάποιας καταιγίδας η οποία το έφερε επικίνδυνα κοντά στις βραχώδεις ακτές των Αντικυθήρων.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου