Η Γαλλία στέλνει τον Μπονεβάλ και τον Ντυμά, δυο κατασκόπους (απεσταλμένους τους λέει ) στην τότε τουρκοκρατούμενη Κρήτη και σκοπός τους ήταν η συγκέντρωση πληροφοριών για τα οχυρά και τις στρατιωτικές δυνάμεις του νησιού, τη διοίκηση, τον πληθυσμό, τη γεωργική παραγωγή και γενικότερα την οικονομία. Για δυο χρόνια την γυρίζουν απ' άκρη σ' άκρη υποβάλλοντας στο τέλος και μια έκθεση στον Λουδοβίκος ΙΣΤ'. Από τις σελίδες μεταφέρω τα σπουδαιότερα....
Στις 7 Δεκεμβρίου ο Ντυμά πήγε στη Γραμβούσα, με σκοπό τη λεπτομερή περιγραφή του χώρου, αλλά οι δυσκολίες που αντιμετώπισε τον υποχρέωσαν να φύγει δύο ημέρες αργότερα, περιοριζόμενος σε καταγραφές γενικών πληροφοριών σχετικών μ’ αυτό το οχυρό. Η αναχώρηση, τέλος, της αποστολής έγινε από τη Σούδα, στις 17 Δεκεμβρίου, με κατεύθυνση το Ναύπλιο.
Οι οχυρώσεις της Γραμβούσας, των Χανίων, της Σούδας, των Σφακίων, του Αρμυρού, του Χάνδακα, της Ιεράπετρας και της Σπιναλόγκας, των βασικών δηλ. στρατηγικών θέσεων του νησιού, ήταν ο κύριος στόχος παρατήρησης και συγκέντρωσης πληροφοριών. Γι’ αυτό η κατάσταση των οχυρώσεων αυτών περιγράφεται διεξοδικά. Δίνονται πληροφορίες για το πυροβολικό των Χανίων (σσ. 133-137), τους προμαχώνες τις αποθήκες, και προτείνεται ενδεχόμενη απόβαση να πραγματοποιηθεί στην παραλία απέναντι από το νησί των Αγ. Θεοδώρων (σ. 140). Περιγράφεται το οχυρό της Σούδας με τα αδύνατα σημεία του (σ. 141). Αναζητείται τρόπος αποφυγής των κανονιών του, σε περίπτωση άφιξης γαλλικής ναυτικής δύναμης, και καταγράφεται η περιοχή των Καλυβών, όπου οι βράχοι επιτρέπουν την προσέγγιση αποβατικών (σ. 153), ως ιδανικός τόπος απόβασης στον κόλπο της Σούδας.
Στη Γραμβούσα βρίσκονταν 100 γενίτσαροι με τις οικογένειές τους. Θεωρούσαν αυτό τον τόπο δικό τους και έκαναν επιδρομές σε διάφορα παραλιακά μέρη (σ. 125). Αλλοι 700 γενίτσαροι ανήκαν στο οχυρό της Σούδας. Απ’ αυτούς μόνο 50 χρησιμοποιούνταν κανονικά στη φρουρά. Οι άλλοι διέμεναν στο εσωτερικό της Κρήτης.
Η αγροτική παραγωγή
Σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν λάβει, οι συντάκτες της «αναγνώρισης» όφειλαν να καταγράψουν, επίσης, πληροφορίες για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και να ενημερώσουν τις γαλλικές αρχές για την αυτάρκεια της Κρήτης σε βασικά αγαθά. Οι πληροφορίες αυτές θα ήταν χρήσιμες σε περίπτωση γαλλικής ή ρωσικής απόβασης στο νησί. Έτσι στην «αναγνώριση» καταχωρούνται ενδιαφέροντα στοιχεία για τις καλλιέργειες και το εμπόριο. Από τις τελευταίες σελίδες της (σσ. 235-246) μαθαίνουμε ότι η Κρήτη παρήγε σιτάρι, κριθάρι, λάδι, βρόμη, κρασί, μέλι, λινάρι, βαμβάκι και φρούτα κάθε είδους. Η Κίσαμος και το Σέλινο παρήγαν λίγο σιτάρι, κόκκινο κρασί καλής ποιότητας, που καταναλωνόταν στον τόπο παραγωγής, και πολύ λάδι. Στον Αποκόρωνα και στις εύφορες πεδιάδες νότια των Χανίων καλλιεργούνταν ελιές. Τα Σφακιά ήταν γνωστά για το αρωματικό τους μέλι, αλλά κυρίως για το τυρί τους, που πουλιόταν ακόμη και στην Αίγυπτο. Στο Ρέθυμνο παραγόταν καλό κρασί, λάδι και ξυλεία. Στο Μυλοπόταμο καλλιεργούνταν ελιές, σιτάρι, κριθάρι, λινάρι και βαμβάκι. Η πεδιάδα του Χάνδακα έδινε σιτάρι, κριθάρι και πολλή σταφίδα, κατάλληλη για εξαγωγή. Η ελαιοπαραγωγή εδώ ήταν περιορισμένη και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι τα ελαιόδεντρα του Χάνδακα είχαν καταστραφεί την εποχή της πολιορκίας, χωρίς να αντικατασταθούν (σ. 201). Στην πεδιάδα της Μεσσαράς, την πιο εύφορη περιοχή του νησιού, καλλιεργούνταν σιτάρι ...
Ολόκληρο το βιβλίο που δεν κυκλοφορεί πλέον στο εμπόριο σαν εξαντλημένο μπορείτε να το βρείτε εδω στο τέλος υπάρχει και μια εικόνα του αγκυροβολίου της Γραμβούσας του 1784
Αξιοσημείωτο οι 100 οικογένειες γενίτσαρων που ζούσαν στην Γραμβούσα και αν πάτε στο google earth θα κατέβετε στο νησί θα δείτε όπως φαίνεται και στο σχέδιο που έκανα που ήταν τα σπίτια εκείνη την εποχή, εκτός κάστρου.