Δεν δύναμαι να κατηγορήσω τον κουρέα μου ότι εκληρονόμησε το ελάττωμα των αρχαίων ομοτέχνων του. Ποτέ δεν ευρέθηκα είς την ανάγκην, εις ήν ο αρχαίος εκείνος, όστις, ερωτηθείς παρά του κουρέως «Πώς σε κείρω;», απήντησε «Σιωπών». Ποτέ δεν μου ανέπτυξε τας ιδέας του περί της διοργανώσεως του στρατού μας ή τας γνώμας του περί του γλωσσικού ζητήματος.
Έξ εναντίας αυτός αναγκάζεται να μου συμβουλεύει σιωπήν δια να μη με κόψει με το ξυράφι του.
- Προσέξετε, μη μιλάτε να μη κοπείτε!
Αυτό δε και το «με τις υγείες σας», με το οποίον τελειώνει το ξύρισμα, είναι οι μόναι λέξεις τας οποίας ακούω από το στόμα του.
Είναι χολερικής μορφής άνθρωπος, ωχρός και ισχνός, σχεδόν σκυθρωπός πάντοτε. Αλλά δεν είναι σταθερός κανών οτι οι χολερικοί είναι ολιγόλογοι. Εγνώρισα ανθρώπους αυτού του τύπου, ανυποφόρους φλυάρους, κατά τοσοϋτο δέ μάλλον επικινδύνους, καθ’όσον η σοβαρά μορφή των εμπνέει εμπιστοσύνην και ανύποπτοι εμπίπτετε εις την παγίδα.
Αλλ’ η ολιγολογία του κουρέως μου, άφ’ ενός με ευχαρίστει, έξ άλλου μ’ επείσμωνε και μ' εσκανδάλιζε.
Μου εφαίνετο τρόπον τινά ασέβεια πρός τας παραδόσεις του επαγγέλματος και διέψευδε την ιδέαν την οποίαν είχα περί των κουρέων κατά τρόπον τόσον απρόοπτον, ώστε να μου φαίνεται ως προσβολή προσωπική. Αυτός, όχι μόνον φλύαρος δεν ήτο, άλλα και δεν υπέφερε τας ομιλίας των άλλων.
Δια τούτο ανέστρεψα τους ορούς. Εφλυάρουν εγώ ο πελάτης, προσπαθών να εξερεθίσω την σιωπηλήν του απάθειαν και εκδικούμενος συγχρόνως δι’ όσα έχει υποφέρει απ’ αιώνων το γενειοφόρον γένος των ανθρώπων από την πολυλογίαν των κουρέων. Άλλ’ εις τας έρωτήσεις μου απήντα με ξηρά μονοσύλλαβα και οσάκις τον ηνάγκαζα να είπη περισσότερα, μου επέβαλλε σιωπήν με την απειλήν του ξυραφιού.
- Μη μιλάτε, σας είπα, να μη σας κόψη το ξυράφι.
Υποθέτω δε ότι σκοπίμως μ’ έκοπτεν ενίοτε, δια να ενισχύσει και δια του παραδείγματος τους λόγους του.
Μίαν ημέραν έτυχε να είμεθα οι δύο μας μόνον εις το κουρείον. Ενώ δε μ' εσαπούνιζε του είπα:
- Δε μου λες, κυρ Σταύρο, κρατάς λογαριασμό πόσα κεφάλια έχεις μπαρμπερίσει ως τώρα;
Η ανόητος αυτή ερώτησις φαίνεται ότι του άρεσε, διότι αντί να μου κόψει την συνέχειαν δι’ ενός ξηρού όχι, κατά την συνήθειάν του, είπεν:
- Όλα τα μεγάλα κεφάλια της Ελλάδος έχουν περάσει από τα χέρια μου και σε βεβαιώ ότι δεν ζυγίζουν μεγάλα πράμα. Όλα κούφια και ελαφρά. Είμαι κουρεύς τριανταπέντε χρόνια. Και εις αυτό το διάστημα έχω ξυρίσει πολιτικούς, στρατιωτικούς, καθηγητάς, διπλωμάτας, ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους, δημοσιογράφους... τέλος πάντων τας κορυφάς όλων των κλάδων που μας διευθύνουν...
Η απροσδόκητος αυτή διάχυσις μ εξέπληξε και αν συνέπιπτε με τας εορτάς τής 25 Μαρτίου και της 15 Αυγούστου, θα την απέδιδα εις θαύμα της Παναγίας τής Τήνου, ήτις αποδίδει την φωνήν εις τούς άλαλους.
Επωφελήθην το θαύμα, το όποιον ίσως ήτο παροδικόν.
- Και δε μου λες, κυρ Σταύρο, δια μιας αρχίζετε να ξυρίζετε ανθρώπους σεις οι κουρείς; Δεν κάνετε καμιά προάσκησιν;
- Τι; μήπως πιστεύεις και του λόγου σου ότι γυμναζόμεθα πρώτον σε γουρουνίσια κεφάλια, σαν πατσατζήδες;
- Λοιπόν ποιόν πρωτοξύρισες;
- Έναν τρελό. Δεν το λέει και η παροιμία; «Στών τρελλών τα κεφάλια μαθαίνουν οι μπαρμπέρηδες». Τι υπέφερε στα χέρια μου ο μακαρίτης!
- Απέθανε;
- Μπορούσε να μη πεθάνει με τα μαρτύρια που υπέφερε; Απέθανε μετά τρία έτη, αλλά δεν αμφιβάλλω ότι απέθανε από την αγρίαν σφαγήν που, έπαθε από το ξυράφι μου. Ο δεύτερος και ο τρίτος δεν ήσαν ολιγώτερον τρελοί από τον πρώτον. Έπειτα πήρε δρόμο το χέρι μου.
Επήλθε βραχεία σιωπή, έπειτα του είπα:
- Δε μου λες τώρα, κυρ Σταύρο, πως εσύ μεταξύ των κουρέων, αρχαίων και σημερινών, αποτελείς εξαίρεσιν με την ολιγολογίαν σου; Γιατί δε μιλείς, ενώ βλέπω ότι μιλείς πολύ καλά;
Το πρόσωπον του κουρέως, το οποίον είχεν αιθριάσει επί τινας στιγμάς, εσυννέφιασεν εκ νέου. Φαίνεται ότι η ερώτησίς μου έθιξε κάποιο μυστήριον εις τα βάθη της ψυχής του, διότι τον είδα συνταρασσόμενον και εις την κατήφειαν των κίτρινων οφθαλμών του ανεπήδησε μια αστραπή.
Εφάνη σκεπτόμενος επ’ ολίγον, έπειτα με φωνήν άλλοιωμένην, τραχυτέραν του συνήθους και σπασμωδικήν, μου είπεν:
- Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. Έχω στις φλέβες μου αίμα νεκρού.
Τον ητένισα απορών. Είχε γίνει σκυθρωπότερος, τα μάτια του εσκοτείνιασαν. Η μεταβολή εκείνη με ανησύχησε, διότι ήμουν ακόμη υπό το ξυράφι του, άλλ’ η περιέργεια υπερίσχυσε. Και του είπα:
- Αίμα νεκρού!... Τι λες;
- Αυτό που σου λέγω. Άκουσε τι συνέβη. Όταν πρωτάρχισα να ξυρίζω, μου λέει μια μέρα ο μάστορής μου:
«Να πας στην οδό Περικλέους, αριθμός τάδε, νά ξυρίσεις. Πάρε τα εργαλεία». Έτρεξα με προθυμίαν, διότι υπέθεσα ότι μ' έστελνε να ξυρίσω κανένα γαμπρό κ’ επερίμενα το σχετικό δώρο. Φθάνω εις το σπίτι που μου 'πε ο μάστορής κι ανεβαίνω μια σκάλα άλλα δεν μου εφάνει αυτό το σπίτι να ετοιμάζετο για γάμο, κάθε άλλο. Τα πρόσωπα που παρουσιάζοντο στο διάδρομο δεν εφαίνοντο να ήσαν προσκαλεσμένοι σε χαρά. Μια μαυροφόρα με μάτια κόκκινα μου δείχνει: «Άπ' εδώ, παιδί μου». Και με οδηγεί εις ένα δωμάτιον, όπου αντί γαμβρού ευρίσκω ένα πεθαμένον φαρδύ πλατύ. Κοιτάζω με απορία τη μαυροφόρα και τούς άλλους που ήσαν εκεί και τούς λέγω:
- Ποιόν θα ξυρίσω;
Μου δείχνουν τον νεκρόν.
- Τον πεθαμένο!
Είναι συνήθεια, μου λέγει η μαυροφόρα και αρχίζει το κλάμα.
Εάν δεν έκλαιγαν, θα νόμιζα ότι παίζουν με τον πεθαμένο. Άλλ’ ήτο αδύνατον εγώ να ξυρίσω πεθαμένον.
Εγύρισα στο μαγαζί αγανακτισμένος άλλ’ ο μάστορης μ’έστειλε πίσω.
- Τι μπαρμπέρης είσαι συ; μου είπε. Το ξύρισμα των πεθαμένων είναι της δουλειάς μας. Κ’ εγώ έχω ξυρίσει πεθαμένο και όλοι οι άλλοι κουρείς.
Αφού ήτο της τέχνης, τι να κάμω; Επήγα κ’ εξύρισα τον πεθαμένο. Άλλ’ έτρεμαν τα χέρια μου τόσον, πού τον παραμόρφωσα το μακαρίτη. Εκόπηκα δε και ο ίδιος κ’ έπαθα σηψαιμία, πού κινδύνευσα να πεθάνω. Το νεκρό αίμα μπήκε στο αίμα μου.
Όταν ετελείωσα όπως- όπως το φρικτό κείνο ξύρισμα, ήμουν τόσο σαστισμένος που είπα στον πεθαμένο:
- Με τις υγείες σας!
Και έφυγα τρέχοντος ως να μ’ εκυνηγούσαν.
Τόσον δε τον είχε ταράξει η ανάμνησις εκείνη, ώστε με την τελευταίαν λέξιν μου έκαμε μίαν βαθείαν εγκοπήν και το αίμα εσχημάτισε μικρόν καταρράκτην εις το μάγουλον μου.
Από ότι θυμάμαι τα παλιά μπαρμπέρικα κουρεία στην πόλη ήταν του Φιστικλή, του Τζούτζουκα, του Τσουρουδιακάκη-Μπαλαμπάκη, του Καστάνη-Μαργαριτάκη, των αδελφών Μαρεντάκη, του Κλωστράκη, και ελπίζω να συμπληρώσουμε .....και όσους δεν θυμάμαι.