Ο θαυματουργός πετεινός και ο Κισαμίτης
Στο Σέλινο στο Κακοδίκι ήτανε πρακτικός γιατρός ο Μαραγκαναγνώστης από το 1870 ως το 1915 που πέθανε. Γιάτρευε όλες τις αρρώστιες. Είχε φέρει απο την Τήνο απ' όπου είχε παντρευτεί ένα γιατροσόφι μεγάλο, που έδιδε οδηγίες πως να γιατρεύονται όλες οι αρρώστιες. Ακόμη και τις "δεσιές" έλυνε ο Μαργκαναγνώστης και φημιζότανε και για την τέτοια του ικανότητα. Γι’ τούτο κατέφευγαν σ’ αυτόν όλοι οι "δεμένοι" των επαρχιών Σελίνου και Κισάμου.
Ένας από τη χαμηλή Κίσαμο ήτανε τρία χρόνια παντρεμένος και δε μπορούσε, ο δυστυχής, να προσφέρει στη δόλια τη γυναίκα του τίποτε άλλο έκτος από τη... ζεστασιά στο κρεβάτι.
Πίστευε για βέβαιο, πώς τους είχαν "δεμένους" και περίμεναν κι’ οι δυο πώς κάποτε, αυτός που τούς είχε δέσει θα τους λυπόταν και θα τους έλυνε τα μάγια. Μα που τέτοια τύχη. Κάποτε έφτασε στ’ αυτιά του η φήμη του Μαραγκαναγνώστη.
- Αυτός, του είπε ο πληροφοριοδότης, θα σε λύσει όσα μάγια κι αν σου έχουν καμωμένα. Μένει στο Κακοδίκι κοντά στα Μπεηλίτικα, που είναι στο κέντρο του χωρίου. Εκειά βρίσκεται, όταν δεν τον έχουν καλέσει για κανένα άρρωστο. Είναι χοντρός, κοκκινογένης και κοκκινομάλλης, μεσοκαιρίτης και μπορείς να τόνε βρεις και μοναχός σου χωρίς να ρωτήξεις. Όταν ρωτάς, βάνεις σε υποψία αυτούς που ρωτάς και αρχίζουν να ρωτούν για να μάθουν κάτι που θα τους κάμει να γελάσουν.. με τον πόνο σου.
Καβάλησε το μουλάρι του κι έφτασε στα μαγαζιά στα «Μπεηλίτικα». Έδεσε το μουλάρι του λίγο παράμερα στον κορμό μιας ελιάς, είδε που καθότανε στην αυλή του καφενείου ένας που είχε τα χαραχτηριστικά που του είχε δώσει ο πληροφοριοδότης....και λέει με το νου του.
- Αυτός το δίχως άλλο θα είναι και θα πάω ίσια να του μιλήσω. Ο Μαραγκαναγνώστης όμως δεν ήταν εκειά. Ήτανε ο ξάδερφός του ο Μαλεφός, που είχε περίπου τα ίδια χαραχτηριστικά.
Με το μάτι παρακολούθησε την άφιξη του ξενοχωρίτη ο Μαλεφός, κι εκατάλαβε πώς θάρθε για το γιατρό. Πολλοί ερχότανε για δοσίματα και σκέφτηκε πώς, πιθανώς κι αυτός ήρθε για τέτοια δουλειά.
Ήξερε πώς έλειπε ο ξάδερφός του και όταν τον πλησίασε και τον ερώτησε αν είναι ο Μαραγκαναγνώστης του είπε:
- Εγώ είμαι. Πώς το κατάλαβες;
- Μου είχανε πωμένα τα σουσούμια σου και σε γνώρισα. Για το χατήρι σου περπατώ ώρα, μα θέλω να σου μιλήσω ξέχωρα. Πήγαν παράμερα και ο ξένος διηγήθηκε λεπτομερώς το τι του συμβαίνει.
- Καλά έκαμες κι ήρθες. Εγώ θα σε λύσω, μα θέλω νάμαστε απού πρωτύτερα εξηγημένοι, θέλω δυο ναπολεόνια.
- Δεν έχω παρά ένα μόνο. Το άλλο θα σου του μπέψω γ-η θα σου το φέρω ο ίδιος.
Προσποιήθηκε με κάποια δυσκολία ο Μαλεφός πώς δέχεται, γιατί λογάριαζε να κρατήσει αυτός το ένα ναπολεόνι και να δώσει στο γιατρό το άλλο. Αλλά μια και δεν κρατούσε ο ανθρωπος άλλο, θα ήταν βλακεία του να μην πάρει το προσφερόμενο, που το έβγαλε και του το βάλε στο χέρι διαβεβαιώνοντας, πώς σε πρώτη ευκαιρία θα έστελνε και το άλλο.
- Λογαριάζω πώς είσαι τίμιος άνθρωπος και θα το στείλεις και προπάντων ο-σά δεις κι ο ίδιος με τα μάτια σου τι καλό που θα σου κάμω.
- Ακούς εκεί; τρία χρόνια να παιδεύεσαι, κακομοίρη! Γιάντα δεν ήρθες πρωτύτερα;
- Δεν το κάτεχα ο κακομοίρης, μα ένας συγγενής μου, που τουχα πωμένο τον πόνο μου μου τόπε και αμέσως πήρα το δρόμο κι ήρθα. Κάθισε αμέσως σ’ ένα τραπεζάκι ο Μαλεφός, σοβαρός και αμίλητος, κι έγραφε σ’ ένα χαρτί, ό,τι του ερχότανε στο νου, χωρίς να τα βλέπει ο "πελάτης". Δίπλωσε το χαρτί, τόβαλε σ’ ένα φάκελλο και του λέει:
- Άκουσε ίντα θα σου πω,κι ότι σου πω να το κάμεις. Πάρε αυτόν το φάκελλο να τον-ε βάλεις από κάτω από μαξιλάρι σου την πρώτη βραδιά. Σα σηκωθείτε το πρωί, να πάρεις ο ίδιος το φάκελλο με το χαρτί να το ρίξεις στη φωτιά να καεί ολότελα. Ύστερα θα πάρεις, ένα μαύρο πετεινό, διχρονίτη τ’ λιγότερο, να τον-ε σφάξεις και να τόν-ε καθαρίσει η γυναίκα σου.
Εσύ να φας τα ζουβάχια του πετεινού, άψητα γ-ή λίγο ψημένα στα κάρβουνα θα τόν-ε φάτε ολόκληρο όλη τη μέρα. Θα έχεις βέβαια, σαν Κισαμίτης, παλιό κρασί, τουλάχιστο τριώ χρονώ, θα τρώτε και θα πίνετε ούλη τη μέρα, μα το νου σου να μη μεθύσεις. Το βράδυ θα πέσετε στο κρεβάτι και θα γαργαλίσεις τη γυναίκα σου. Να σε γαργαλίσει κι εκείνη. Το λύσιμο από τη "δεσιά", με τη βοήθεια τού Θεού θά γενεί, το δίχως άλλο, θα κάνεις τι δουλειά σου όντε θέλεις. Μόνο να μπέψεις το άλλο ναπολεόνι, γιατί θα ξαναδεθείς και τότες δε θα μπορεί κανένας να σε λύσει, μουδέ κι εγώ ο ίδιος. Γροικάς ίντα σου λέω;
- Τ’ άκουσα ούλα και θα τα κάμω ετσά που μου τάπες και θα σου μπέψω το δίχως άλλο το ναπολεόνι. Φτάνει να πάει καλά η δουλειά.
Έφυγε ο Κισαμίτης κρατώντας μέσα από το γελέκο του το θαυματουργό φάκελλο. Έκαμε όσα του παράγγειλε ο Μαλεφός και τα πράγματα πήγαν πολύ βολικά.
Μα δεν έστειλε το ναπολεόνι λέγοντας;
—Καλά είναι πλερωμένος με το ένα ναπολεόνι. Πόση ώρα έκαμε να γράψει το χαρτί;
Είπε πως θα ξαναδεθώ, αλλά τόπε για να με φοβερίσει να του μπέψω και το ναπολεόνι.
Όταν ήρθε ό Μαραγκαναγνώστης του είπε ο Μαλεφός τι έκανε και του πρότεινε να πάρει εκείνος το ναπολεόνι που θα στείλει, και αν δεν στείλει, να μοιραστούνε αυτό που έδωκε. Ο Μαραγκαναγνώστης όμως του το χάρισε ολόκληρο γι’ ανταμοιβή της εξυπνάδας του ξαδέρφου και του είπε:
—Ξάδερφε, ότι έκαμες έκαμες, μα να μην το ξανακάμεις. Στη γιατρική δεν ταιριάζουνε τέτοια αστεία.
(Διασκευή από διήγηση του τέως αγρονόμου κ. Στεφανογιάννη 1962).