Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Ο ΣΤΑΒΛΟΣ ΠΟΥ ΞΑΝΑΓΙΝΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Το θυμούμαι σαν τώρα. Το Kasapli (Καστέλι), μύριζε θάλασσα, μπαρούτι και θυμίαμα εκείνα τα χρόνια. Το κάστρο στεκόταν κουρασμένο, μα περήφανο ακόμα και οι μαχαλάδες αντιλαλούσαν από παιδικές φωνές. Τα παιδιά έπαιζαν κουδουνάκια, έτρεχαν στα σοκάκια και φώναζαν:
— Πιάσε με! Πιάσε με αν μπορείς!
Οι ήχοι απ’ τα κουδουνάκια ανακατεύονταν με τα γέλια τους και χτυπούσαν πάνω στα μισογκρεμισμένα τείχη. Οι γυναίκες κουβαλούσαν νερό απ’ τη στέρνα, έπλεναν στις γούρνες ρούχα, ζύμωναν ψωμί και πίτες. Στα πανηγύρια στόλιζαν τις αυλές με μυρτιές και βασιλικούς. Εμείς οι άντρες συναντιόμασταν στους καφενέδες. Μιλούσαμε χαμηλά, μα στα μάτια μας γυάλιζε η προσμονή: πλησίαζε η ώρα της λευτεριάς. Απ’ την άλλη οι Τουρκοκρητικοί δεν έλεγαν να καταλάβουν. Πιο σκληροί κι απ’ τους ίδιους τους Οθωμανούς, έμοιαζαν με πληγωμένα θεριά. Όσο μύριζαν το τέλος, τόσο πιο άγρια δάγκαναν.
Στον καφενέ
Ένα βράδυ βρέθηκα στον καφενέ του Στρατή. Το λαούτο αντηχούσε και κάποιος τραγούδησε μια μαντινάδα:
«Σαν το πουλί που στο κλουβί για χρόνια το ’χουν κλείσει,
θέλει φτερά ν’ ανοίξει πια, στον ήλιο να γυρίσει…»
Ο Γιώργης σήκωσε το ποτήρι του.
— Στη λευτεριά, μωρέ σύντεκνοι!
Πρόλαβα να χαμογελάσω, μα τότε μπήκε μέσα ο Χασάν. Μαύρο γιλέκο, γιαταγάνι και κουμπούρα στο ζωνάρι.
— Kes sesini, gavur! (Σκάσε, άπιστε) φώναξε.
Η καρδιά μου σκίρτησε. Ένιωσα το αίμα να βράζει, μα σώπασα. Ο Μιχάλης στάθηκε όρθιος.
— Μπρε, εδώ είμαστε στου Στρατή τον καφενέ. Εδώ τραγουδούμε ό,τι θέμε.
Ο Χασάν άρπαξε το ποτήρι και το ’σπασε χάμω. Ησυχία! Κι όμως, μέσα στη σιωπή, τα μάτια μας αντάμωσαν. Ήταν σαν όρκος: Δεν θ’ αφήναμε τη φλόγα της λευτεριάς να σβήσει. Όσο κι αν φυσούσε ο αγέρας του φόβου, η σπίθα θα έμενε αναμμένη μέσα μας.
Η γιορτή
Λίγες μέρες αργότερα πήγα στου Γιώργη. Είχε πανηγύρι. Στήσαμε σούβλες με αρνιά κι αλλού ψήναμε αντικριστό σε πέτρες με δυνατή φωτιά. Οι γυναίκες κερνούσαν ρακή, τα παιδιά έτρεχαν γύρω απ’ τα τραπέζια, οι κοπελιές τραγουδούσαν συρτό. Ξάφνου πέρασαν δυο Τουρκοκρητικοί. Τα μάτια τους γεμάτα μίσος.
— Bak, bunlar çok mutlu… (Κοίτα, αυτοί πολύ χαρούμενοι…)
— Yakında bitecek! (Σύντομα θα τελειώσει!)
Το στομάχι μου σφίχτηκε. Μα τότε η Μαρίκα, γριά γυναίκα με σγουρά άσπρα μαλλιά, στάθηκε στη μέση της αυλής. Σήκωσε το χέρι κι έκανε τον σταυρό της φανερά, μπροστά τους. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα: κι αν σωπαίναμε, η ψυχή μας δεν λύγιζε.
Στο τσαρσί
Ένα πρωί στο τσαρσί, άκουσα φασαρία. Έτρεξα. Οι Τουρκοκρητικοί άρπαζαν το λάδι του Μανώλη.
— Ben alırım, sen susarsın! (Εγώ παίρνω, εσύ σωπαίνεις!)
Ο Μανώλης φώναξε:
— Δεν σωπαίνω άλλο! Η ώρα σας πέρασε!
Τον χτύπησαν με την κατσούνα. Δεν άντεξα! Με τους άλλους μαζευτήκαμε γύρω του. Για πρώτη φορά δεν κάναμε πίσω. Οι ξένοι στρατιώτες κοιτούσαν αδιάφοροι, μα εμείς σταθήκαμε πλάι στον Μανώλη. Ήταν μικρό πράγμα, μα μέσα μου ήξερα: η ζυγαριά είχε γείρει.
Η αγοραπωλησία
Λίγο αργότερα ο Μουσταφά, πλούσιος Τουρκοκρητικός, φώναξε τον Γιώργη. Εγώ ήμουν παρών.
— Γιώργη, πάρε το σπίτι μου και τον στάβλο. Φεύγουμε.
— Και ίντα να τα κάμω εγώ, μπρε Μουσταφά; Ο στάβλος…
— Ahır iyidir, sağlamdır! (Ο στάβλος είναι καλός, γερός!)
Τότε πετάχτηκε η γυναίκα του, η Αϊσέ.
— Yapma bunu, Mustafa. (Μην το κάνεις αυτό, Μουσταφά). Δεν το βλέπεις; Εκκλησιά ήτανε παλιά. Θα σηκώσουνε πάλι το σταυρό!
Ο Μουσταφά αγρίεψε.
— Hanım, yeter! (Γυναίκα, φτάνει!) Μονάχα τα λεφτά μετράνε τώρα.
Κοίταξα τον Γιώργη. Είχε σκύψει το κεφάλι, μα τα χείλη του έτρεμαν.
— Ό,τι είν’ του Θεού, γυρίζει πίσω. Εσύ πες την τιμή, είπε.
Το παζάρι κράτησε ώρα. Στο τέλος τ’ ασημένια γρόσια άλλαξαν χέρια. Ένιωσα πως ήμουν μάρτυρας μιας στροφής της ιστορίας.
Ο στάβλος
Μπήκαμε μαζί μέσα. Η μυρωδιά από κοπριά κι άχυρο με χτύπησε, μα τότε πρόσεξα κάτω απ’ τον ασβέστη έναν χαραγμένο σταυρό. Στην καμάρα σβησμένα χρώματα∙ ίχνη τοιχογραφίας. Ο παπάς που ήταν μαζί μας ψιθύρισε:
— Θα ξαναγίνει εκκλησιά. Μα όχι τώρα. Μετά τη λευτεριά.
Δεν μίλησα. Μονάχα φίλησα εκείνον τον σταυρό κι ένιωσα δάκρυ να κυλά. Από τότε πολλές γυναίκες έρχονταν στα κρυφά, άναβαν κεράκι κι έφευγαν γρήγορα. Ο στάβλος έμεινε σιωπηλός, μα μέσα μου ήξερα πως ήταν υπόσχεση.
Μετά την απελευθέρωση
Χρόνια πέρασαν και ήρθε η μέρα που η Κρήτη λευτερώθηκε. Θυμάμαι τις καμπάνες. Χτυπούσαν σαν να ’θελαν να ξεπληρώσουν σιωπή δεκαετιών! Ο στάβλος καθαρίστηκε. Στήσαμε τέμπλο και κρεμάσαμε εικόνες που φυλάγαμε κρυφά στα σπίτια. Στην πρώτη λειτουργία οι γέροι ασπάζονταν τους τοίχους κι έκλαιγαν σαν παιδιά. Μια μάνα ψιθύρισε δίπλα μου:
— Για τα παιδιά μας, για να μη ζήσουνε σκλαβιά!
Έκανα κι εγώ τον σταυρό μου. Και σκέφτηκα τότε: οι Τουρκοκρητικοί φύγανε σαν αγρίμια πληγωμένα∙ όσο πιο κοντά στο τέλος, τόσο πιο άγρια δάγκαναν. Μα οι αυτοκρατορίες δεν πέφτουν  με γιαταγάνια. Χάνονται όταν μια γριά τολμά να κάνει τον σταυρό της μπροστά στον αγά, όταν οι άντρες στέκουν όλοι μαζί στο τσαρσί, όταν ένας στάβλος ξαναγίνεται εκκλησιά. Γιατί η μνήμη είναι πιο δυνατή απ’ τον φόβο.
Ανδρέας Μαρολαχάκης 
26/9/25
Χαράδρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: