Γράφει ο Κωνσταντίνος Φουρναράκης*
Ο Ν. Καζαντζάκης στην “Αναφορά στον Γκρέκο” πλάθει από σκληρό νιτσεϊκό υλικό τη μορφή του “Γραμπουσιανού προγόνου” του. Ο λογοτεχνικός προπάππος του Καζαντζάκη λημέριαζε στη Γραμβούσα, απ' όπου λήστευε δίχως έλεος χριστιανούς και μουσουλμάνους. Δεν συμμετείχε στην Επανάσταση. Η μορφή του μοιάζει περισσότερο με τους άγριους πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο τον 17ο και 18ο αιώνα. Ο πειρατής του είναι ένας ολομόναχος ακοινώνητος αντάρτης χωρίς θεό και πατρίδα. Η διήγηση του Καζαντζάκη για το φορτωμένο με μπαχαρικά καράβι, που έπεσε στα χέρια του Γραμβουσιανού παππού του, ήταν πολύ διαδεδομένη παλαιότερα. Πηγή του Καζαντζάκη είναι μάλλον ένα βιβλιαράκι για τη Γραμπούσα του Ιωάννη Κονδυλάκη, το οποίο δημοσιεύθηκε στη σειρά “Πατριωτική Βιβλιοθήκη” του Γ. Φέξη, το 1904.
“Ο προπαππός μου, τον νιώθω ακόμα ολοζώντανο μέσα στο αίμα μου, θαρρώ αυτός είναι απ' όλους ο πιο ζωντανός μέσα στο αίμα μου. Ήταν με ξουρισμένο πάνω στο κούτελο το κεφάλι, με μακριά κοτσίδα, έδεσε συντροφιά με κουρσάρους Αλγερίνους και αλώνιζε τα πέλαγα. Είχαν στήσει τα λημέρια τους στα ξερονήσι της Γραμπούσας, δυτικά, στην άκρα της Κρήτης, κι από κει κάργαραν τα μαύρα πανιά και έκαναν ρεσάλτο στα καράβια που περνούσαν. Άλλα αρμένιζαν κατά τη Μέκκα φορτωμένα μουσουλμάνους προσκυνητές. Άλλα κατά τον Άγιο Τάφο, φορτωμένα χριστιανούς που πήγαιναν να γίνουν χατζήδες. Χούγιαζαν οι κουρσάροι έριχναν τ' αρπάγια τους, πηδούσαν με τους μπαλτάδες στην κουβέρτα, δεν έκανα χατίρι μήτε στο Χριστό μήτε στο Μουχαμέτη. Έσφαζαν τους γέρους, σκλάβωναν τους νέους, αναποδογύριζαν τις γυναίκες, και ξαναχώνουνταν, με τα μουστάκια τους γεμάτα αίματα και γυναικίσιες αναπνιές, στη Γραμπούσα. Άλλες πάλι φορές χυμούσαν στα πλούσια τρεχαντήρια που ξεπρόβαιναν από την Ανατολή φορτωμένα μπαχαρικά. Κι απόμεινε ακόμα στη θύμηση των γερόντων πως είχαν ακουστά, μια φορά αλάκερη η Κρήτη μύρισε κανέλα και μοσκοκάρυδο. Γιατί ο πρόγονός μου, αυτός με την κοστίδα, είχε κουρσέψει ένα καράβι φορτωμένο μπαχαρικά, δεν είχε τι να τα κάμει και τα 'πεψε σε όλα τα χωριά της Κρήτης, στους κουμπάρους και στις κουμπάρες του, πεσκέσι. Όταν, δεν πάνε πολλά χρόνια, έμαθα το περιστατικό τούτο από έναν εκατοχρονίτη Κρητικό, αναρωτήθηκα. Σε όλα μου τα ταξίδια, και μπροστά μου, απάνω στο τραπέζι όπου γράφω, πάντα, δεν ήξερα γιατί, μου άρεσε να έχω ένα μασούρι κανέλα και δυο μοσκοκάρυδα” (Ν. Καζανταζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο). [...]
Ο λογοτεχνικός ήρωας του Καζαντζάκη και η μυρωδιά της κανέλας, μου έφεραν στη θύμηση μια διήγηση της γιαγιάς μου (Ελένης Μ. Αρετά- Φουρναράκη,1890-1994) για τον παππού της, τον καπετάν Μιχάλη Αρετά, αγωνιστή της Γραμπούσας. Την είχα ακούσει πολλές φορές να λέει πως ο καπετάν Αρετάς έπιασε ένα πλοίο φορτωμένο κανέλα. Και ήταν τόσο πολύ το φορτίο, που η γυναίκα του άναβε το φούρνο με τα ξύλα της κανέλας. Και η διήγηση τέλειωνε πάντα με την ίδια φράση: “ο φούρνος πύρωνε αμέσως, γιατί η κανέλα έχει λάδι, και το ψωμί μοσχομύριζε απ' τ' άρωμά της”.
Ο καπετάν Μιχάλης Αρετάς γεννήθηκε γύρω στο 1780 στην Καλυβιανή Κισσάμου. Απ' την προφορική παράδοση μαθαίνουμε ότι ήταν γιος του Γεωργίου Κοντογιωργάκη, πιθανότατα Σφακιανού στην καταγωγή, και της Αρετής Καρεφυλλάκη. Από τη μητέρα του πήρε το παρωνύμιο Αρετάς, που έγινε και το επώνυμό του. Πριν από την Επανάσταση ασχολείτο με το εμπόριο, είχε δικό του τρεχαντήρι με το οποίο μετέφερε εμπορεύματα από την Πελοπόννησο στην Κίσσαμο και αντίστροφα. Το 1824, πληροφορούν οι γραπτές πηγές, είχε μετοικήσει με την οικογένειά του στα Βάτικα (Νεάπολη Λακωνίας), όπως και πολλοί άλλοι Κρητικοί, για να γλιτώσει απ' τις σφαγές των Τουρκοαιγυπτίων.
Πιο κοντά στη μορφή του Αρετά βρίσκεται ο κουρσάρος του Παντελή Πρεβελάκη, όπως τον περιγράφει στη μυθιστορία του “Ο Κρητικός”. Αντίθετα με τον κουρσάρο του Καζαντζάκη, ο Σφακιανός καπετάν Σιδερής Πωλιουδάκης ασπάζεται στα γεράματά του την έννοια του έθνους και έπειτα από αυτό αφιερώνει την περιουσία του στον αγώνα για την ελευθερία της Κρήτης. Ο Πρεβελάκης εξηγεί λογοτεχνικά το μετασχηματισμό των άτακτων κλεφτών της στεριάς και της θάλασσας σε αγωνιστές της Πατρίδας. Έχει βεβαιωθεί ιστορικά ότι με την έναρξη της Επανάστασης οι κλέφτες και οι κουρσάροι, στην πλειοψηφία τους, παύουν να ενεργούν ως άρπαγες για ίδιον όφελος ή μόνο ως υπερασπιστές των φτωχών. Εντάσσονται στον Επανάσταση, αποκτούν δηλαδή εθνική συνείδηση, γίνονται “η μαγιά της λευτεριάς”, συμβάλλουν με όλες τους τις δυνάμεις στον αγώνα για την ελευθερία. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο καπετάν Μιχάλης Αρετάς, αλλά και τόσοι άλλοι Γραμπουσιανοί αγωνιστές.
“O γέρο Σιδερής ο Πωλιουδάκης, ο τυφλός κουρσάρος, έδωσε πρώτος ξέσπασμα σε κείνη τη λαύρα. Είτανε σαν κανένα λεβέτι που πετάει με το χοχλό το καπάκι του.
Γέροντα! - γυρίζει και κάνει του δεσπότη, - έχω στην κατοχή μου ένα θησαυρό και θα τόνε χαρίσω της πατρίδας. Είναι πάνω από πεντακόσια φλουριά. Ένας Τούρκος τάχε κρυμμένα στη Γραμβούσα πριχού την πάρουν οι Κρητικοί. Τόνε κάμαμε σκλάβο σε ένα τράκο, και για να γλιτώσει τη ζωή του έταξε να μας φανερώσει το λογάρι. [...]
Θεριό πούνε ο άνθρωπος! Μουρμούρισε θαμάζοντας ο δεσπότης. - Σκύψε την κεφαλή σου να σε βλογήσω. Η Πατρίδα σου φανερώθηκε στα ύστερά σου. Να δοξάζεις το Θεό!
Δόξα σου, Θέ μου! Δόξα σου! Έβγαλε βαθιά φωνή κείνος ο ντέλφινας κ' έκαμε το σταυρό του”
(Π. Πρεβελάκης, Ο Κρητικός, Το δέντρο, σ. 177-8)
Ο καπετάν Μιχάλης Αρετάς έχει τα βασικά χαρακτηριστικά του ναυτικού της εποχής του: την αγάπη για την ελευθερία, τη γενναιότητα και την εξυπνάδα. Σχεδίασε με τους συναγωνιστές του την αναίμακτη κατάληψη της Γραμβούσας. Απέδειξε ότι η άλογη δύναμη του κατακτητή μπορεί να υποταχθεί στη δύναμη του νου. Για χάρη της ελευθερίας άφησε τη σιγουριά του εμπορίου και έγινε ανυπότακτος χαΐνης στη νησίδα της Γραμπούσας. Δεν έκανε κούρσος για να ιδιοποιηθεί τα κέρδη. Έδωσε την περιουσία του στον αγώνα της Κρήτης. Ταξίδευε στο Αιγαίο, διασπούσε το ναυτικό αποκλεισμό των Τούρκων, προστάτευε τα κυνηγημένα γυναικόπαιδα. Ήταν σαν τον Οδυσσέα ένας πολυμήχανος, παράτολμος, φιλόπατρις ναυτικός.
“Ο προπαππός μου, τον νιώθω ακόμα ολοζώντανο μέσα στο αίμα μου, θαρρώ αυτός είναι απ' όλους ο πιο ζωντανός μέσα στο αίμα μου. Ήταν με ξουρισμένο πάνω στο κούτελο το κεφάλι, με μακριά κοτσίδα, έδεσε συντροφιά με κουρσάρους Αλγερίνους και αλώνιζε τα πέλαγα. Είχαν στήσει τα λημέρια τους στα ξερονήσι της Γραμπούσας, δυτικά, στην άκρα της Κρήτης, κι από κει κάργαραν τα μαύρα πανιά και έκαναν ρεσάλτο στα καράβια που περνούσαν. Άλλα αρμένιζαν κατά τη Μέκκα φορτωμένα μουσουλμάνους προσκυνητές. Άλλα κατά τον Άγιο Τάφο, φορτωμένα χριστιανούς που πήγαιναν να γίνουν χατζήδες. Χούγιαζαν οι κουρσάροι έριχναν τ' αρπάγια τους, πηδούσαν με τους μπαλτάδες στην κουβέρτα, δεν έκανα χατίρι μήτε στο Χριστό μήτε στο Μουχαμέτη. Έσφαζαν τους γέρους, σκλάβωναν τους νέους, αναποδογύριζαν τις γυναίκες, και ξαναχώνουνταν, με τα μουστάκια τους γεμάτα αίματα και γυναικίσιες αναπνιές, στη Γραμπούσα. Άλλες πάλι φορές χυμούσαν στα πλούσια τρεχαντήρια που ξεπρόβαιναν από την Ανατολή φορτωμένα μπαχαρικά. Κι απόμεινε ακόμα στη θύμηση των γερόντων πως είχαν ακουστά, μια φορά αλάκερη η Κρήτη μύρισε κανέλα και μοσκοκάρυδο. Γιατί ο πρόγονός μου, αυτός με την κοστίδα, είχε κουρσέψει ένα καράβι φορτωμένο μπαχαρικά, δεν είχε τι να τα κάμει και τα 'πεψε σε όλα τα χωριά της Κρήτης, στους κουμπάρους και στις κουμπάρες του, πεσκέσι. Όταν, δεν πάνε πολλά χρόνια, έμαθα το περιστατικό τούτο από έναν εκατοχρονίτη Κρητικό, αναρωτήθηκα. Σε όλα μου τα ταξίδια, και μπροστά μου, απάνω στο τραπέζι όπου γράφω, πάντα, δεν ήξερα γιατί, μου άρεσε να έχω ένα μασούρι κανέλα και δυο μοσκοκάρυδα” (Ν. Καζανταζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο). [...]
Ο λογοτεχνικός ήρωας του Καζαντζάκη και η μυρωδιά της κανέλας, μου έφεραν στη θύμηση μια διήγηση της γιαγιάς μου (Ελένης Μ. Αρετά- Φουρναράκη,1890-1994) για τον παππού της, τον καπετάν Μιχάλη Αρετά, αγωνιστή της Γραμπούσας. Την είχα ακούσει πολλές φορές να λέει πως ο καπετάν Αρετάς έπιασε ένα πλοίο φορτωμένο κανέλα. Και ήταν τόσο πολύ το φορτίο, που η γυναίκα του άναβε το φούρνο με τα ξύλα της κανέλας. Και η διήγηση τέλειωνε πάντα με την ίδια φράση: “ο φούρνος πύρωνε αμέσως, γιατί η κανέλα έχει λάδι, και το ψωμί μοσχομύριζε απ' τ' άρωμά της”.
Ο καπετάν Μιχάλης Αρετάς γεννήθηκε γύρω στο 1780 στην Καλυβιανή Κισσάμου. Απ' την προφορική παράδοση μαθαίνουμε ότι ήταν γιος του Γεωργίου Κοντογιωργάκη, πιθανότατα Σφακιανού στην καταγωγή, και της Αρετής Καρεφυλλάκη. Από τη μητέρα του πήρε το παρωνύμιο Αρετάς, που έγινε και το επώνυμό του. Πριν από την Επανάσταση ασχολείτο με το εμπόριο, είχε δικό του τρεχαντήρι με το οποίο μετέφερε εμπορεύματα από την Πελοπόννησο στην Κίσσαμο και αντίστροφα. Το 1824, πληροφορούν οι γραπτές πηγές, είχε μετοικήσει με την οικογένειά του στα Βάτικα (Νεάπολη Λακωνίας), όπως και πολλοί άλλοι Κρητικοί, για να γλιτώσει απ' τις σφαγές των Τουρκοαιγυπτίων.
Πιο κοντά στη μορφή του Αρετά βρίσκεται ο κουρσάρος του Παντελή Πρεβελάκη, όπως τον περιγράφει στη μυθιστορία του “Ο Κρητικός”. Αντίθετα με τον κουρσάρο του Καζαντζάκη, ο Σφακιανός καπετάν Σιδερής Πωλιουδάκης ασπάζεται στα γεράματά του την έννοια του έθνους και έπειτα από αυτό αφιερώνει την περιουσία του στον αγώνα για την ελευθερία της Κρήτης. Ο Πρεβελάκης εξηγεί λογοτεχνικά το μετασχηματισμό των άτακτων κλεφτών της στεριάς και της θάλασσας σε αγωνιστές της Πατρίδας. Έχει βεβαιωθεί ιστορικά ότι με την έναρξη της Επανάστασης οι κλέφτες και οι κουρσάροι, στην πλειοψηφία τους, παύουν να ενεργούν ως άρπαγες για ίδιον όφελος ή μόνο ως υπερασπιστές των φτωχών. Εντάσσονται στον Επανάσταση, αποκτούν δηλαδή εθνική συνείδηση, γίνονται “η μαγιά της λευτεριάς”, συμβάλλουν με όλες τους τις δυνάμεις στον αγώνα για την ελευθερία. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο καπετάν Μιχάλης Αρετάς, αλλά και τόσοι άλλοι Γραμπουσιανοί αγωνιστές.
“O γέρο Σιδερής ο Πωλιουδάκης, ο τυφλός κουρσάρος, έδωσε πρώτος ξέσπασμα σε κείνη τη λαύρα. Είτανε σαν κανένα λεβέτι που πετάει με το χοχλό το καπάκι του.
Γέροντα! - γυρίζει και κάνει του δεσπότη, - έχω στην κατοχή μου ένα θησαυρό και θα τόνε χαρίσω της πατρίδας. Είναι πάνω από πεντακόσια φλουριά. Ένας Τούρκος τάχε κρυμμένα στη Γραμβούσα πριχού την πάρουν οι Κρητικοί. Τόνε κάμαμε σκλάβο σε ένα τράκο, και για να γλιτώσει τη ζωή του έταξε να μας φανερώσει το λογάρι. [...]
Θεριό πούνε ο άνθρωπος! Μουρμούρισε θαμάζοντας ο δεσπότης. - Σκύψε την κεφαλή σου να σε βλογήσω. Η Πατρίδα σου φανερώθηκε στα ύστερά σου. Να δοξάζεις το Θεό!
Δόξα σου, Θέ μου! Δόξα σου! Έβγαλε βαθιά φωνή κείνος ο ντέλφινας κ' έκαμε το σταυρό του”
(Π. Πρεβελάκης, Ο Κρητικός, Το δέντρο, σ. 177-8)
Ο καπετάν Μιχάλης Αρετάς έχει τα βασικά χαρακτηριστικά του ναυτικού της εποχής του: την αγάπη για την ελευθερία, τη γενναιότητα και την εξυπνάδα. Σχεδίασε με τους συναγωνιστές του την αναίμακτη κατάληψη της Γραμβούσας. Απέδειξε ότι η άλογη δύναμη του κατακτητή μπορεί να υποταχθεί στη δύναμη του νου. Για χάρη της ελευθερίας άφησε τη σιγουριά του εμπορίου και έγινε ανυπότακτος χαΐνης στη νησίδα της Γραμπούσας. Δεν έκανε κούρσος για να ιδιοποιηθεί τα κέρδη. Έδωσε την περιουσία του στον αγώνα της Κρήτης. Ταξίδευε στο Αιγαίο, διασπούσε το ναυτικό αποκλεισμό των Τούρκων, προστάτευε τα κυνηγημένα γυναικόπαιδα. Ήταν σαν τον Οδυσσέα ένας πολυμήχανος, παράτολμος, φιλόπατρις ναυτικός.
*Ο Κωνσταντίνος Π. Φουρναράκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας και πρώην Προϊστάμενος του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου