Γεννήθηκε στην πόλη Αρέτσο της Ιταλίας, έγινε διδάκτορας σε ηλικία 19 χρονών και στα 29 του ανακηρύχτηκε καθηγητής Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας στο πανεπιστήμιο της Πίζας.
Λίγα λόγια για να καταλάβουμε την χρονική περίοδο που επισκέφτηκε την Κρήτη και την Κίσαμο.
- Η πενταετία 1890-1895 ήταν από τις πιο ζοφερές της τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Τα πάθη τα μίση και οι βιαιοπραγίες ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ο δυναμικός αρχιμανδρίτης Παρθένιος Κελαιδής έχει απελαθεί λόγω επαναστατικών ιδεών. Είναι δε και η χρονιά που η Υψηλή Πύλη αντικατέστησε τον φοβερό Μαχμούτ πασά και έβαλε στην θέση του τον πρώτο χριστιανό Γενικό Διοικητή Κρήτης τον Αλ. Καραθοδωρή. Ακόμα είναι η χρόνιά που «ρίχτηκε» η ιδέα ότι η Κρήτη θα μπορούσε να γίνει αυτόνομη, μια ιδέα που βρήκε πολλούς συμπαραστάτες.
Ας δούμε τι είδε κατά την επίσκεψη του το 1893, από το βιβλίο του περιηγητικές αναμνήσεις ( CANDIA-RICORDI DI ESCURSIONE) σε μετάφραση Ι. Φουντουλάκη και παρουσίαση Γ.Π. Εκκεκάκη.
…..Μόλις ανεβεί κανείς τους λόφους που βρίσκονται δυτικά της περιοχής αυτής (εννοεί τους λόφους από Κολυμβάρι έως Νοπήγεια) εμφανίζεται μπροστά του ο άλλος υπέροχος κόλπος, αυτός της Κισάμου, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο χερσονήσους, τη Σπάθα και τη Γραμβούσα. Μοιάζει με ένα τεράστιο στάδιο γύρω από το οποίο υψώνονται, όπως οι κερκίδες ενός αμφιθεάτρου, οι λόφοι που γίνονται όλο και ψηλότεροι, καθώς η απόσταση τους από την θάλασσα μεγαλώνει.
….Δεν έμεινε παρά μια σύντομη διαδρομή κατά μήκος της παραλίας για να φτάσουμε στο Καστέλι της Κισάμου. Παρ ότι θεωρείτε πρωτεύουσα της Επαρχίας Κισάμου δεν είναι παρά ένα χωριό 700 μόλις κατοίκων(1893). Προστατεύεται με τρόπο μάλλον προβληματικό από ένα ερειπωμένο τείχος Βενετσιάνικο που χτίστηκε το 1554 και αναστηλώθηκε το 1638 από κάποιον Κονταρίνι, σύμφωνα με μια επιγραφή που βρίσκεται εκεί (δυστυχώς δεν έχει βρεθεί ακόμα η επιγραφή, αλλά μάλλον θα ήταν στην κεντρική πύλη, δηλαδή κάπου στο σημερινό πρακτορείο του ΚΤΕΛ). Η αναστύλωση δεν εμπόδισε τους Τούρκους να το κατακτήσουν εννέα χρόνια αργότερα, καθώς η βουβωνική πανώλη είχε κάνει τέτοια θραύση στους αμυνόμενους ώστε τη στιγμή της συνθηκολόγησης δεν είχαν μείνει περισσότεροι από εβδομήντα. (Τέτοια ήταν η εξάπλωση της πανώλης που σε αρκετά παραπλήσια οικόπεδα έχουν βρεθεί πολλά οστά πεταμένα και το ένα πάνω στον άλλο, σαν να μην προλάβαιναν να θάβουν τους νεκρούς, οικ Ροκάκη)
Το λιμάνι (σίγουρα εννοεί το Μαύρο Μώλος) είναι σαν να έχει υποστεί αποξήρανση όχι μόνο από τις προσχώσεις των ποταμών και της θάλασσας αλλά και εξαιτίας της βαθμιαίας ανάδυσης που υπέστη ολόκληρη η βόρεια ακτή της Κρήτης.
Για ενθύμια από την αρχαία Κίσαμο, που μαζί με τις γειτονικές Πολυρρήνια, Ρόκκα ,και Μήθυμνα ήταν οι πλέον αναπτυγμένες…… δεν έχουν απομείνει παρά μερικές άθλιες κολώνες από μάρμαρο, που τώρα είναι καταδικασμένες να στηρίζουν στέγαστρα, από άχυρο και ξερόκλαδα. Διέθεσα μια ολόκληρη μέρα για επισκέψεις σε περιοχές γύρω από την Κίσαμο πόλη.
…Θυμάμαι μόνο τις ανθισμένες πικροδάφνες και τα φοινικόδεντρα ανάμεσα στα ερειπωμένα σπίτια στην πεδιάδα των Καλεργιανών, απ’ όπου ο τελευταίος πόλεμος πέρασε σαν σεισμός. Θυμάμαι ακόμα μια σπηλιά, κάπου προς την θάλασσα, όπου είχα βρει καταυλισμένους τους βοσκούς της Δρακίτας(Drakita).Τα πρόβατα ήταν μαζεμένα στο βάθος της σπηλιάς, ενώ στην είσοδο άναβε μια πρωτόγονη πυρά πάνω στην οποία παρασκεύαζαν την λεγόμενη μυζήθρα. Στο έδαφος, σκόρπια εδώ και εκεί υπήρχαν μπαστούνια από σκληρό ξύλο, κοσμημένα με εγχάρακτα σχέδια που είχαν γίνει με λάμα σπαθιού (σίγουρα η σπηλιά πρέπει να είναι ο Ταρσανάς, στο ακρωτήρι της Γραμβούσας), σακίδια από μαλλί σε ζωηρά χρώματα, κούφιες κολοκύθες για νερό και τεράστια κοχύλια του Τρίτωνα (κουριαλούς).
….Στις περιοχές κοντά στα Τοπόλια αν και το υψόμετρο δεν ξεπερνά τα 250 μ. έχομε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε κάποιο χωριό των Άλπεων. Τόσο πυκνή είναι η σκιά και τόσο δροσερός ο αέρας κάτω από τις βαλανιδιές και τις μουριές, που κυριολεκτικά κρύβουν τα σπίτια.
Στο Αρμενοχώρι ολόκληρη η κοιλάδα είναι ένα δάσος από λεύκες και γιγάντια πλατάνια. Φαίνεται πως οι άνθρωποι εδώ παρουσιάζουν την ίδια μακροζωία με τα δένδρα……Κάποιος Μάρκος Ρενιέρης από τα Ρούματα πέθανε στα 120 χρόνια του και ο εγγονός του Εμμανουήλ έχει φτάσει τώρα τα 102 .Μου διηγήθηκαν στα Ρούματα ότι κάποια Πατεράκη που πέθανε το 1883 στα 127 χρόνια της ,κατοικούσε σε κάποιο διπλανό χωριό το Μουρί, παντρεύτηκε 4 φορές και απόκτησε παιδιά και από τους τέσσερις συζύγους, έφτασε να δει εγγόνια μέχρι έκτου βαθμού.(Του φάνηκε παράξενο με τις τόσο κακές συνθήκες, πως ήταν δυνατό να φτάνουν σε τόσο μεγάλη ηλικία, όσο για τον Μάρκο Ρενιέρη που αναφέρει ήταν αδελφός του ιατρού Νικολάου Ρενιέρη αρμοστή της Κρήτης από 1827-1830 και μετέπειτα προέδρου της εθνοσυνέλευσης στην Τριζηνία)
…Για τα ποιο πρόσφατα γεγονότα μου μίλησε αρκετά ο οικοδεσπότης, (δυστυχώς δεν αναφέρει το όνομα του) ένα γενναίο παλικάρι που εκτέλεσε το καθήκον του στην επανάσταση του 66. Μας διηγείται για μια νύχτα στο Θέρισο που σαράντα Χριστιανοί έπεσαν πάνω σε απόσπασμα 94 Τούρκων. Η μάχη άρχισε με ανταλλαγή πυροβολισμών και κατέληξε σε μάχη σώμα με σώμα…….αντάλλασσαν χτυπήματα στη στενόχωρη χαράδρα, μέχρι που κανείς Τούρκος δεν έμεινε ζωντανός. Καθώς ο οικοδεσπότης διηγείται, ο Κελαιδής μεταφράζει (πρόκειται για τον Εμμ. Κελαιδή ο οποίος σπούδασε στην Ιταλία και διετέλεσε μηχανικός του Δήμου Χανίων το 1889). Όμως εγώ την ιστορία θα την καταλάβαινα και μόνο από την εκφραστικότητα των χειρονομιών του αφηγητή. Ήταν τόσο η ζωντάνια της αφήγησης που και τώρα είναι σαν να ξαναβλέπω την μάχη.……Περπατώντας κατά μήκος της κοιλάδας των Ρουμάτων φτάσαμε στις Βουκολιές όπου μας φιλοξένησε ένας πλούσιος αγρότης ο οποίος θα πρέπει να είναι και ο πρόεδρος του χωριού.
………την επομένη διασχίσαμε την κοιλάδα του Ταυρωνίτη έως την ακτή και παραλιακά κατευθυνθήκαμε προς τα Χανιά …..
Ας δούμε τι είδε κατά την επίσκεψη του το 1893, από το βιβλίο του περιηγητικές αναμνήσεις ( CANDIA-RICORDI DI ESCURSIONE) σε μετάφραση Ι. Φουντουλάκη και παρουσίαση Γ.Π. Εκκεκάκη.
…..Μόλις ανεβεί κανείς τους λόφους που βρίσκονται δυτικά της περιοχής αυτής (εννοεί τους λόφους από Κολυμβάρι έως Νοπήγεια) εμφανίζεται μπροστά του ο άλλος υπέροχος κόλπος, αυτός της Κισάμου, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο χερσονήσους, τη Σπάθα και τη Γραμβούσα. Μοιάζει με ένα τεράστιο στάδιο γύρω από το οποίο υψώνονται, όπως οι κερκίδες ενός αμφιθεάτρου, οι λόφοι που γίνονται όλο και ψηλότεροι, καθώς η απόσταση τους από την θάλασσα μεγαλώνει.
….Δεν έμεινε παρά μια σύντομη διαδρομή κατά μήκος της παραλίας για να φτάσουμε στο Καστέλι της Κισάμου. Παρ ότι θεωρείτε πρωτεύουσα της Επαρχίας Κισάμου δεν είναι παρά ένα χωριό 700 μόλις κατοίκων(1893). Προστατεύεται με τρόπο μάλλον προβληματικό από ένα ερειπωμένο τείχος Βενετσιάνικο που χτίστηκε το 1554 και αναστηλώθηκε το 1638 από κάποιον Κονταρίνι, σύμφωνα με μια επιγραφή που βρίσκεται εκεί (δυστυχώς δεν έχει βρεθεί ακόμα η επιγραφή, αλλά μάλλον θα ήταν στην κεντρική πύλη, δηλαδή κάπου στο σημερινό πρακτορείο του ΚΤΕΛ). Η αναστύλωση δεν εμπόδισε τους Τούρκους να το κατακτήσουν εννέα χρόνια αργότερα, καθώς η βουβωνική πανώλη είχε κάνει τέτοια θραύση στους αμυνόμενους ώστε τη στιγμή της συνθηκολόγησης δεν είχαν μείνει περισσότεροι από εβδομήντα. (Τέτοια ήταν η εξάπλωση της πανώλης που σε αρκετά παραπλήσια οικόπεδα έχουν βρεθεί πολλά οστά πεταμένα και το ένα πάνω στον άλλο, σαν να μην προλάβαιναν να θάβουν τους νεκρούς, οικ Ροκάκη)
Το λιμάνι (σίγουρα εννοεί το Μαύρο Μώλος) είναι σαν να έχει υποστεί αποξήρανση όχι μόνο από τις προσχώσεις των ποταμών και της θάλασσας αλλά και εξαιτίας της βαθμιαίας ανάδυσης που υπέστη ολόκληρη η βόρεια ακτή της Κρήτης.
Για ενθύμια από την αρχαία Κίσαμο, που μαζί με τις γειτονικές Πολυρρήνια, Ρόκκα ,και Μήθυμνα ήταν οι πλέον αναπτυγμένες…… δεν έχουν απομείνει παρά μερικές άθλιες κολώνες από μάρμαρο, που τώρα είναι καταδικασμένες να στηρίζουν στέγαστρα, από άχυρο και ξερόκλαδα. Διέθεσα μια ολόκληρη μέρα για επισκέψεις σε περιοχές γύρω από την Κίσαμο πόλη.
…Θυμάμαι μόνο τις ανθισμένες πικροδάφνες και τα φοινικόδεντρα ανάμεσα στα ερειπωμένα σπίτια στην πεδιάδα των Καλεργιανών, απ’ όπου ο τελευταίος πόλεμος πέρασε σαν σεισμός. Θυμάμαι ακόμα μια σπηλιά, κάπου προς την θάλασσα, όπου είχα βρει καταυλισμένους τους βοσκούς της Δρακίτας(Drakita).Τα πρόβατα ήταν μαζεμένα στο βάθος της σπηλιάς, ενώ στην είσοδο άναβε μια πρωτόγονη πυρά πάνω στην οποία παρασκεύαζαν την λεγόμενη μυζήθρα. Στο έδαφος, σκόρπια εδώ και εκεί υπήρχαν μπαστούνια από σκληρό ξύλο, κοσμημένα με εγχάρακτα σχέδια που είχαν γίνει με λάμα σπαθιού (σίγουρα η σπηλιά πρέπει να είναι ο Ταρσανάς, στο ακρωτήρι της Γραμβούσας), σακίδια από μαλλί σε ζωηρά χρώματα, κούφιες κολοκύθες για νερό και τεράστια κοχύλια του Τρίτωνα (κουριαλούς).
….Στις περιοχές κοντά στα Τοπόλια αν και το υψόμετρο δεν ξεπερνά τα 250 μ. έχομε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε κάποιο χωριό των Άλπεων. Τόσο πυκνή είναι η σκιά και τόσο δροσερός ο αέρας κάτω από τις βαλανιδιές και τις μουριές, που κυριολεκτικά κρύβουν τα σπίτια.
Στο Αρμενοχώρι ολόκληρη η κοιλάδα είναι ένα δάσος από λεύκες και γιγάντια πλατάνια. Φαίνεται πως οι άνθρωποι εδώ παρουσιάζουν την ίδια μακροζωία με τα δένδρα……Κάποιος Μάρκος Ρενιέρης από τα Ρούματα πέθανε στα 120 χρόνια του και ο εγγονός του Εμμανουήλ έχει φτάσει τώρα τα 102 .Μου διηγήθηκαν στα Ρούματα ότι κάποια Πατεράκη που πέθανε το 1883 στα 127 χρόνια της ,κατοικούσε σε κάποιο διπλανό χωριό το Μουρί, παντρεύτηκε 4 φορές και απόκτησε παιδιά και από τους τέσσερις συζύγους, έφτασε να δει εγγόνια μέχρι έκτου βαθμού.(Του φάνηκε παράξενο με τις τόσο κακές συνθήκες, πως ήταν δυνατό να φτάνουν σε τόσο μεγάλη ηλικία, όσο για τον Μάρκο Ρενιέρη που αναφέρει ήταν αδελφός του ιατρού Νικολάου Ρενιέρη αρμοστή της Κρήτης από 1827-1830 και μετέπειτα προέδρου της εθνοσυνέλευσης στην Τριζηνία)
…Για τα ποιο πρόσφατα γεγονότα μου μίλησε αρκετά ο οικοδεσπότης, (δυστυχώς δεν αναφέρει το όνομα του) ένα γενναίο παλικάρι που εκτέλεσε το καθήκον του στην επανάσταση του 66. Μας διηγείται για μια νύχτα στο Θέρισο που σαράντα Χριστιανοί έπεσαν πάνω σε απόσπασμα 94 Τούρκων. Η μάχη άρχισε με ανταλλαγή πυροβολισμών και κατέληξε σε μάχη σώμα με σώμα…….αντάλλασσαν χτυπήματα στη στενόχωρη χαράδρα, μέχρι που κανείς Τούρκος δεν έμεινε ζωντανός. Καθώς ο οικοδεσπότης διηγείται, ο Κελαιδής μεταφράζει (πρόκειται για τον Εμμ. Κελαιδή ο οποίος σπούδασε στην Ιταλία και διετέλεσε μηχανικός του Δήμου Χανίων το 1889). Όμως εγώ την ιστορία θα την καταλάβαινα και μόνο από την εκφραστικότητα των χειρονομιών του αφηγητή. Ήταν τόσο η ζωντάνια της αφήγησης που και τώρα είναι σαν να ξαναβλέπω την μάχη.……Περπατώντας κατά μήκος της κοιλάδας των Ρουμάτων φτάσαμε στις Βουκολιές όπου μας φιλοξένησε ένας πλούσιος αγρότης ο οποίος θα πρέπει να είναι και ο πρόεδρος του χωριού.
………την επομένη διασχίσαμε την κοιλάδα του Ταυρωνίτη έως την ακτή και παραλιακά κατευθυνθήκαμε προς τα Χανιά …..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου