Η ομιλία της Ζαχ. Σημανδηράκη, ειδικής συνεργάτιδας των Γενικών Αρχείων του Κράτους, στο μνημόσυνο του μαρτυρικού Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που έγινε στο Τσατσαρωνάκειο πολυκέντρο στι; 28 Μαΐου 2015 υπό την αιγίδα της Ι.Μ.Κ.Σ.
Ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, σταυροδρόμι και πέρασμα σ’ Ευρώπη και Ασία, η Κωνσταντίνου Πόλις στο Βόσπορο, πάντα φάρος ήταν της Χριστιανοσύνης, της Επιστήμης, του Πολιτισμού. Για 1000 περίπου χρόνια, από το 450 μέχρι το 1453, η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της Ανατολικής, Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Πολλές οι συγκρούσεις του Ελληνισμού με το φανατισμένο Ισλάμ εκείνη την εποχή. Μερίδιο στη χάραξη της πορείας του κόσμου θέλουν οι Τούρκοι. Κι εμπόδιο μπροστά τους - η Θεοφύλακτη Βασιλεύουσα. Απ’ το Γενάρη του 1453 είχαν αρχίσει να μεταφέρουν όσα θα τους χρειάζονταν για την πολιορκία της Πόλης - μαζί και ένα τεράστιο κανόνι, που τόχε φτιάξει ένας Ούγγρος τεχνίτης, ".....μία μεγάλη λουμπάρδα, οπού ήτονε το βόλι της ένδεκα πιθαμές το γύρο......".
Στο θρόνο του Βυζαντίου από το 1449 ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο 11ος, ο Δράγασης, γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ του Β΄. Γεννημένος το 1405, ήταν προικισμένος με προτερήματα σπάνια κι ικανότητες εξαιρετικές.
Καταλαβαίνει ο Κωνσταντίνος πως πλησιάζουν δύσκολες ώρες και χτυπά τις πόρτες της Δύσης, όπως είχαν κάνει κι άλλοι αυτοκράτορες παλιότερα.
Στο κάλεσμα του, προστρέχει με θέρμη η Κρήτη. Χειρόγραφο, που βρέθηκε μόλις το 1919 από τον Ιωάννη Α. Κόντο στο Ιερό Μοναστήρι του Βατοπαιδίου, στο ΄Αγιον Όρος, κι είχε γραφτεί αμέσως μετά την Αλωση με το χέρι του μοναχού Καλλίνικου για λογαριασμό του Κρητικού Καπετάν Κάρχα ή Γραμματικού που γλύτωσε από την φοβερή συμφορά, περιγράφει: "Τον καιρόν οπού ο Σουλτάνος Μουχαμέτης άρχισε να περιζώνει με τα φουσάτα του τη Μεγάλη Πόλη μας δια νά την πάρη, ο παλαιός Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης, αρχηγός των Σφακιών και άρχοντας του Σελίνου, ηλικίας τότες ογδόντα χρονών, επήρεν άξαφνα βασιλικόν μήνυμα, χρυσόβουλον, όπου του έλεγε να υπάγη το ογρηγορώτερον με τα καράβια του και με όσους εμπόρει εις την Βασιλεύουσαν όπου εκιντύνευε......."
Τέσσερις δρόμωνες και ένα διάρμενο ετοιμάστηκαν για το ταξίδι στην Πόλη. Και εθελοντές βρίσκονταν "Εις τα πέντε αυτά καράβια χίλιοι πεντακόσιοι άντρες πάνω - κάτω. Οι πεντακόσιοι ήσανε από μέσα από τον .....
....Χάντακα, από το Μαλεβύζιον, το Τέμενος, το Μονοφάτσι, την Μεσαριάν, την Δίχτην και το Μεραμπέλλον και ούλοι οι επίλοιποι ήσαν από τα Σφακιά, το Σέλινον, την Κίσαμον, .....
..την Κυδωνίαν, τον Αποκόρωναν, το Αμάριον και το Ρέθυμνον. Τους άντρας τους εμάζωξαν με την άδειαν του Δούκα της Κρήτης από τη μεριά του Κάστρου ο Καπετάν-Καματερός, ομάδι με τον άρχοντα Θεόδωρον Χορτάτση, γέρον τότε ογδοηντάρην και φτωχόν, μα σαν τον καλύτερον και σεβαστότερον απ' όλους τους αρχοντορωμαίους της Κρήτης και από την επίλοιπην Κρήτην, ο ίδιος ο Δρουγγάριος με τους καπετανέους Γραμματικόν και Μανιάκην. Τα καράβια εξεκίνησαν και τα πέντε ομάδι εις τση δεκαοχτώ Μαρτίου από το λιμάνι της Σούδας........." Μόλις τρεις μέρες δηλαδή από τότε που έφθασε το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα στην Κρήτη.
Ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β' είχε ξεκινήσει το Μάρτη του ίδιου χρόνου απ’ την Ανδριανούπολη. "Ελ Φατίχ", ο Κατακτητής ή Πορθητής, όπως πέρασε στην ιστορία, είχε ανέβει στο θρόνο του το 1451. Φοβερά φιλόδοξος, λίγο περισσότερο από 20 χρονών, είχε αρχίσει να περισφίγγει την Κωνσταντινούπολη, τη μεγάλη γέφυρα που θα τον έφερνε στην καρδιά της Δύσης.
Πολιορκείται η Πόλη. Στις 12 του Απρίλη φτάνει κι η τούρκικη αρμάδα (400 περίπου καράβια) από την Καλλίπολη και ρίχνει άγκυρα στο Διπλοκιόνιο. Μα ο Κεράτιος κόλπος είχε ασφαλιστεί με μια μεγάλη αλυσίδα, στερεωμένη στον Γαλατά και στην Πόλη. Στρατό μεγάλο είχε ο Μωάμεθ, περίπου 180.000 άνδρες και βαρύ πυροβολικό, κι οι Ρωμιοί, μόνο 5.000 στρατιώτες και 2.000 συμμάχους ή μισθοφόρους απ’ τη Γένοβα και τη Βενετιά, 26 πλοία, κι από αυτά τα 16 ξένα.
Απέναντι απ’ την Πύλη του Αγίου Ρωμανού έστησε ο Σουλτάνος τη σκηνή του κι ο στρατός του παρατάχτηκε κατά μήκος των χερσαίων τειχών. Κατάντικρύ του, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού διάλεξε ν’ αγωνισθεί κι ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας, με το μεγάλο τουρκικό κανόνι να σκοπεύει κατά πάνω του.
Στις 12 του Απρίλη άρχισε το συνεχές σφυροκόπημα στα τείχη της Βασιλεύουσας απ’ τα τούρκικα κανόνια.
Πλέοντας προς την Κωνσταντινούπολη και μετά από σκληρή σύγκρουση με τους Τούρκους στη θάλασσα της Προποντίδας, οι Κρητικοί, έχασαν ένα δρόμωνα που τον εμβόλισε ένα πλοίο τουρκικό, μα ο κυβερνήτης Καπετάν Γρηγόρης Μανιάκης, μαζί με τους άνδρες του έκαμε έφοδο στο εχθρικό πλοίο και το κατέλαβε. Κι επειδή οι Τούρκοι αποφάσισαν να κάψουν τα Κρητικά καράβια, ο Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης και εφτά νέοι πολεμάρχοι θυσιάστηκαν με δυο πλοία για να βρουν καιρό και να γλυτώσουν τα άλλα τρία. Κι έφυγαν εκείνα προς τον Βόσπορο μέσ’ τη νύχτα, ενώ εκείνοι που έμειναν πίσω συνέχισαν τον πόλεμο, μέχρι που παραδόθηκαν στις φλόγες.
Το Βατοπαιδινό χειρόγραφο γράφει "….Οταν οι δυό δρόμωνές μας, μαζί με το τουρκικό πλοίο έφτασαν εις την Πόλη την αυγή της άλλης ημέρας και εμπήκαν μέσα εις τον Κεράτιον, ο Μεγάλος Δομέστικος των Κάστρων εχώρισε τους πολεμάρχους σε δυό τούρμες και τη μία, με αρχηγούς τον Ανδρέαν, τον Γρηγόρη και τον Γραμματικόν, έβαλε να φυλάξη τους τρεις πύργους - του Βασιλείου, του Λέοντος, και του Αλεξίου και την άλλη τούρμα να φυλάξη την "Ωραία Πύλη", που είναι κάτω από τους πύργους αυτούς, με Αρχηγό τον Καπετάν Παυλή (Καματερό). Και τους λαβωμένους που ήσαν πλειά από τους μισούς έμπασε μέσα στα σπιτάλια, δια θεραπείαν".
Φτερά στους λεύτερους πολιορκημένους Βυζαντινούς δίνει η απόκρουση της πρώτης επίθεσης στις 18 τ’ Απρίλη, ενώ και τα τουρκικά πλοία δεν κατάφεραν να σπάσουν την αλυσίδα του Κεράτιου κόλπου. Οργίσθηκε τόσο πια ο Πορθητής κι έδωσε διαταγή: με καταπληκτική ταχύτητα έφτιαξαν οι τούρκοι δίολκο δώδεκα περίπου χιλιομέτρων πίσω απ’ το τείχος του Γαλατά, στο Διπλοκιόνιο, ανάμεσα στο Βόσπορο και τον Κεράτιο κόλπο. Και τη νύχτα της 21ης προς την 22η του Απρίλη, 70 περίπου πλοία σύρθηκαν πάνω από τη δίολκο και μπήκαν στον Κεράτιο κόλπο.
«Ποτέ δεν θα εγκαταλείψω την πόλη μου. Κι αν είναι θέλημα θεού, πού να πάω; Όχι, δεν θα φύγω, θα μείνω μαζί σας και θα χαθώ μαζί σας…» Αυτή ήταν η απάντηση του Παλαιολόγου σαν του πρότειναν να φύγει, να γλυτώσει.
Στις 21 του Μάη ο Σουλτάνος ζητά την παράδοση της Κωνσταντινούπολης. Μα ο Παλαιολόγος στέλνει το νέο "Μολών Λαβέ" και το πανάρχαιο "Ταν ή επί Τας" του αιώνιου Ελληνισμού : «Το να σου παραδώσω την πόλη ούτε στο χέρι μου είναι ούτε στο χέρι κανενός άλλου από αυτούς που κατοικούνε σ’ αυτή. Γι’ αυτό με κοινή απόφαση, και με τη θέλησή μας θα πεθάνουμε και δε θα λογαριάσουμε τη ζωή μας…»
Ξημερώματα, την Τρίτη 29 του Μάη άρχισε η επίθεση. Χτύπαγαν περισσότερο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου τα τείχη είχαν σχεδόν καταστραφεί και οι πύργοι δεν άντεχαν για πολύ. Κι "όταν εμέστωσε καλά ο πόλεμος, ο Καπετάν - Παυλής εκλήθη να βοηθήση στη μάχη της Πύλης του Αγίου Ρωμανού, όπου η μεγάλη μπομπάρδα του Ουγγαρέζου έκανε θραύσι και στους άνδρας και στα κάστρα…".
Δυό επιθέσεις αποκρούστηκαν μα η τρίτη ήταν πιο δυνατή και οι Τούρκοι άρχισαν να μπαίνουν στην Πόλη. Εκείνη η μικρή πύλη, η Κερκόπορτα, κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, να ξεχάστηκε άραγε ανοιχτή μέσ' τη φοβερή στιγμή, ή την άνοιξε κρυφά κάποιο δολερό χέρι;
Σαν απλός στρατιώτης πολεμάει ο Κωνσταντίνος, έχοντας δίπλα του τους τελευταίους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, τους Κρητικούς. Ξεσχίζει ο Παλαιολόγος το τουρκικό σάρκινο παραπέτασμα, μα πολεμά χωρίς ελπίδα.
Μα κεί του πέφτει τ' άλογο! Και πέφτει αυτός και κράζει:
- Δεν βρίσκεται ένας Χριστιανός να πάρ' την κεφαλή μου πριν πάν να με σκλαβώσουν;
Η κραυγή του λαβωμένου βασιλιά αντηχεί μέσα στον ορυμαγδό της μάχης…
"Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη:
-"Εσείς παιδιά μου φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε
κι εμέναν πού μ' αφήνετε τον κακομοιριασμένο;
Αφήνετέ με στα σκυλιά κι εις του θεριού το στόμα
Κόψετε το κεφάλιν μου, Χριστιανοί Ρωμαίοι
επάρετέ το Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην
να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν,
να δείρουσιν τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα
και να με μακαρίσουσιν ότι ούλους τους ηγάπουν......."
Ξαναβαφτίζει την αγαπημένη πόλη του με το αίμα του ο Κωνσταντίνος. Αυτός, ο τελευταίος ΄Ελληνας. Η Πόλις Εάλω.
Οι Κρητικοί πολεμιστές, δίπλα στον Παλαιολόγο, σκοτώνονται ένας ένας. "από τα βόλια της μεγάλης μπομπάρδας είχαν σκοτωθεί εις προηγουμένας μάχας, μαζί με πολλούς άλλους και οι Αρχηγοί της τούρμας των Πύργων, ο Καπετάν Ανδρέας και ο Καπετάν Γρηγόρης.........." Και εσκλήρυνε πολλά ο πόλεμος...."
Λεηλασίες κι αρπαγές, βιασμοί και φόνοι, αφανισμός…
...... "Και όταν έπεσεν η Πόλη (γράφει το χειρόγραφο του Βατοπαιδίου) και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσιες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί και Αταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγίου Ρωμανού, και όλοι οι πολεμάρχοι εγκατέλειψαν τας θέσεις των δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον και αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήτον καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα. Κι όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδεν και εκατάλαβεν ότι εμείς δεν είχαμε σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε "ότι επειδής - λέγει - ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφήνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας, με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας".
Με σφιγμένη, βαριά καρδιά, 170 λαβωμένοι κι αλάβωτοι Κρητικοί, αγκάλιασαν με τη δακρυσμένη ματιά τους για τελευταία φορά την κουρσεμένη Πόλη, μπήκαν σ' ένα δρόμωνα κι άφησαν πίσω τους τη θλιβερή πια πολιτεία, χωρίς τους αρχηγούς τους που είχαν αφήσει τη ζωή τους στο αιματοκύλιστο πεδίο της μάχης. Ο Καπετάν Γραμματικός, πληγωμένος κι ανήμπορος, ζήτησε από τον γενναίο Παναγή Χαλκούση από τον Χάνδακα να κυβερνήσει το καράβι. Μα καταλαβαίνοντας πως δεν θ' άντεχε στο ταξίδι, ζήτησε απ' τον Χαλκούση να βάλει πλώρη για το Αγιον Ορος, αποβιβάσθηκε και έφθασε στη Μονή Βατοπεδίου όπου υπήρχε πάντα γιατρός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Καπετάν Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, μα επειδή ήταν πριν Μοναχός στο Άγιο Όρος και είχε "μαθημένα καλά τα αρχαία Γράμματα" είχε πάρει το παρανόμι Γραμματικός. ΄Εμεινε στη Μονή, πήρε πάλι το μοναχικό όνομα Ιερώνυμος κι έζησε, χωλός από το ένα πόδι, για άλλα οκτώ χρόνια. Και το χειρόγραφο του Βατοπεδίου τελειώνει: "Επειδής όμως είχεν εξασθενήσει η όρασίς του και το δεξιόν του χέρι έτρεμεν από ένα τραύμα που είχε πάρει εκεί, ανέθεσεν εις εμέ, τον συμπατριώτη και μοναχόν εις την ιδίαν Μονήν, να γράψω εγώ την παρούσαν ιστορίαν, προς δόξαν και αιώνιον μνημόσυνον όλων των γενναίων ανδρών της Κρήτης, που αγωνίσθηκαν και απέθαναν διά την πίστη του Χριστού και την πατρίδα, και να την υπογράψω εγώ, αντίς αυτού. Καλλίνικος, Μοναχός της Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Ορους, εξ Ανωπόλεως Σφακίων". Ας σημειωθεί ότι τα περιγραφόμενα στο χειρόγραφο γεγονότα επιβεβαιώνονται και από τους ιστορικούς της Αλώσεως.
Η Κωνσταντίνου Πόλη γονάτισε μετά από 57 μέρες πολιορκίας, μετά από 1123 χρόνια ζωής μέσα στην Ιστορία. Το σπουδαιότερο μοιρολόγι (ανάμεσα σε πολλά άλλα), το περίφημο Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης, δίνει στους 118 δεκαπεντασύλλαβούς του, το μέγεθος της συμφοράς:
"Θρήνος, κλαϋμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους….
Μια πόλη ερείπια, λεηλατημένη, αγνώριστη, και το χειρότερο, λίγο αργότερα να ξαναχτίζεται, μα αυτή τη φορά σαν πρωτεύουσα του Ισλάμ. Χιλιάδες Τούρκους έφερε ο Μωάμεθ από τα βάθη της Ανατολής . Η Εκκλησιά της Ορθοδοξίας, η Αγιά Σοφιά έγινε τζαμί και την κύκλωσαν οι μιναρέδες. Θρήνοι και μοιρολόγια βγήκαν αυθόρμητα απ' του λαού τα χείλη, όχι μόνο στην Ελλάδα μα και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
΄Οσοι Κρητικοί γλύτωσαν απ’ τη συμφορά, γύρισαν στο Νησί τους. Τρία Κρητικά εμπορικά καράβια φέρανε το θλιβερό μαντάτο. Κι ένας Κώδικας στο μοναστήρι της Αγκαράθου γράφει: "… ήρθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία Κρητικά του Σγουρού, Υαλινά και Φιλομμάτου, λέγοντες ότι εις την κθ΄ του Μαϊου μηνός, της Αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη, ώρα γ΄ της ημέρας, εσέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν, το φουσσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεμέτη. και είπον ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάσην και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθε, ότι χείρον τούτου ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς της φοβεράς αυτού απειλής."
Περνάν τα χρόνια κι αλλάζουν οι καιροί. Οι θρήνοι δείχνουν το μεγάλο πόνο για το χαμό της αγαπημένης Πόλης, μα φέρνουν στο φως και τον πόθο και τις ελπίδες των δούλων πια Ελλήνων για ανάσταση των ψυχών. Πασίγνωστο είναι το μοιρολόγι με την τελευταία λειτουργιά στην Αγιά Σοφιά, που αλλάζει τους πρώτους στίχους, μα συνεχίζεται και τελειώνει πάντα με ελπιδοφόρο μήνυμα:
- Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι Αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι…..
………………………………………………………
.......Κι η Παναγιά ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
- Σώπασε Κερά Δέσποινα, 'κονίσματα μην κλαίτε,
πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας είναι......
Η Βρυσομάνα Κωνσταντινούπολη, εκείνη την αποφράδα Τρίτη, την 29η Μαϊου του 1453, βυθίστηκε σ' ύπνο βαθύ μαζί με τον μαρμαρωμένο βασιλιά της - το βασιλιά που η Ρωμιοσύνη ονειρεύεται αθάνατο, κρυμμένο στη Χρυσή Πύλη, να καρτερεί μέσ' τους αιώνες τον Άγγελο Κυρίου να τον ξυπνήσει για να λευτερώσει την Πόλη του. Κι αφού σύμφωνα με τον θρύλο, ".... ουδέ το στέμμα ουδέ το σκήπτρον του ευρέθησαν εκεί οπού το άφησε, διότι το επήρεν η Κυρία Θεοτόκος, να το φυλάγει έως ου να γένει έλεος εις το ταλαίπωρον γένος των Χριστιανών....
Κι η Πόλη υπομένει και πάντα στην καρδιά μας μένει… Γιατί "χαμένες" γίνονται οι πατρίδες μόνο όταν λησμονηθούν…
Ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, σταυροδρόμι και πέρασμα σ’ Ευρώπη και Ασία, η Κωνσταντίνου Πόλις στο Βόσπορο, πάντα φάρος ήταν της Χριστιανοσύνης, της Επιστήμης, του Πολιτισμού. Για 1000 περίπου χρόνια, από το 450 μέχρι το 1453, η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της Ανατολικής, Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Πολλές οι συγκρούσεις του Ελληνισμού με το φανατισμένο Ισλάμ εκείνη την εποχή. Μερίδιο στη χάραξη της πορείας του κόσμου θέλουν οι Τούρκοι. Κι εμπόδιο μπροστά τους - η Θεοφύλακτη Βασιλεύουσα. Απ’ το Γενάρη του 1453 είχαν αρχίσει να μεταφέρουν όσα θα τους χρειάζονταν για την πολιορκία της Πόλης - μαζί και ένα τεράστιο κανόνι, που τόχε φτιάξει ένας Ούγγρος τεχνίτης, ".....μία μεγάλη λουμπάρδα, οπού ήτονε το βόλι της ένδεκα πιθαμές το γύρο......".
Στο θρόνο του Βυζαντίου από το 1449 ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο 11ος, ο Δράγασης, γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ του Β΄. Γεννημένος το 1405, ήταν προικισμένος με προτερήματα σπάνια κι ικανότητες εξαιρετικές.
Καταλαβαίνει ο Κωνσταντίνος πως πλησιάζουν δύσκολες ώρες και χτυπά τις πόρτες της Δύσης, όπως είχαν κάνει κι άλλοι αυτοκράτορες παλιότερα.
Στο κάλεσμα του, προστρέχει με θέρμη η Κρήτη. Χειρόγραφο, που βρέθηκε μόλις το 1919 από τον Ιωάννη Α. Κόντο στο Ιερό Μοναστήρι του Βατοπαιδίου, στο ΄Αγιον Όρος, κι είχε γραφτεί αμέσως μετά την Αλωση με το χέρι του μοναχού Καλλίνικου για λογαριασμό του Κρητικού Καπετάν Κάρχα ή Γραμματικού που γλύτωσε από την φοβερή συμφορά, περιγράφει: "Τον καιρόν οπού ο Σουλτάνος Μουχαμέτης άρχισε να περιζώνει με τα φουσάτα του τη Μεγάλη Πόλη μας δια νά την πάρη, ο παλαιός Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης, αρχηγός των Σφακιών και άρχοντας του Σελίνου, ηλικίας τότες ογδόντα χρονών, επήρεν άξαφνα βασιλικόν μήνυμα, χρυσόβουλον, όπου του έλεγε να υπάγη το ογρηγορώτερον με τα καράβια του και με όσους εμπόρει εις την Βασιλεύουσαν όπου εκιντύνευε......."
Τέσσερις δρόμωνες και ένα διάρμενο ετοιμάστηκαν για το ταξίδι στην Πόλη. Και εθελοντές βρίσκονταν "Εις τα πέντε αυτά καράβια χίλιοι πεντακόσιοι άντρες πάνω - κάτω. Οι πεντακόσιοι ήσανε από μέσα από τον .....
....Χάντακα, από το Μαλεβύζιον, το Τέμενος, το Μονοφάτσι, την Μεσαριάν, την Δίχτην και το Μεραμπέλλον και ούλοι οι επίλοιποι ήσαν από τα Σφακιά, το Σέλινον, την Κίσαμον, .....
..την Κυδωνίαν, τον Αποκόρωναν, το Αμάριον και το Ρέθυμνον. Τους άντρας τους εμάζωξαν με την άδειαν του Δούκα της Κρήτης από τη μεριά του Κάστρου ο Καπετάν-Καματερός, ομάδι με τον άρχοντα Θεόδωρον Χορτάτση, γέρον τότε ογδοηντάρην και φτωχόν, μα σαν τον καλύτερον και σεβαστότερον απ' όλους τους αρχοντορωμαίους της Κρήτης και από την επίλοιπην Κρήτην, ο ίδιος ο Δρουγγάριος με τους καπετανέους Γραμματικόν και Μανιάκην. Τα καράβια εξεκίνησαν και τα πέντε ομάδι εις τση δεκαοχτώ Μαρτίου από το λιμάνι της Σούδας........." Μόλις τρεις μέρες δηλαδή από τότε που έφθασε το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα στην Κρήτη.
Ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β' είχε ξεκινήσει το Μάρτη του ίδιου χρόνου απ’ την Ανδριανούπολη. "Ελ Φατίχ", ο Κατακτητής ή Πορθητής, όπως πέρασε στην ιστορία, είχε ανέβει στο θρόνο του το 1451. Φοβερά φιλόδοξος, λίγο περισσότερο από 20 χρονών, είχε αρχίσει να περισφίγγει την Κωνσταντινούπολη, τη μεγάλη γέφυρα που θα τον έφερνε στην καρδιά της Δύσης.
Πολιορκείται η Πόλη. Στις 12 του Απρίλη φτάνει κι η τούρκικη αρμάδα (400 περίπου καράβια) από την Καλλίπολη και ρίχνει άγκυρα στο Διπλοκιόνιο. Μα ο Κεράτιος κόλπος είχε ασφαλιστεί με μια μεγάλη αλυσίδα, στερεωμένη στον Γαλατά και στην Πόλη. Στρατό μεγάλο είχε ο Μωάμεθ, περίπου 180.000 άνδρες και βαρύ πυροβολικό, κι οι Ρωμιοί, μόνο 5.000 στρατιώτες και 2.000 συμμάχους ή μισθοφόρους απ’ τη Γένοβα και τη Βενετιά, 26 πλοία, κι από αυτά τα 16 ξένα.
Απέναντι απ’ την Πύλη του Αγίου Ρωμανού έστησε ο Σουλτάνος τη σκηνή του κι ο στρατός του παρατάχτηκε κατά μήκος των χερσαίων τειχών. Κατάντικρύ του, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού διάλεξε ν’ αγωνισθεί κι ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας, με το μεγάλο τουρκικό κανόνι να σκοπεύει κατά πάνω του.
Στις 12 του Απρίλη άρχισε το συνεχές σφυροκόπημα στα τείχη της Βασιλεύουσας απ’ τα τούρκικα κανόνια.
Πλέοντας προς την Κωνσταντινούπολη και μετά από σκληρή σύγκρουση με τους Τούρκους στη θάλασσα της Προποντίδας, οι Κρητικοί, έχασαν ένα δρόμωνα που τον εμβόλισε ένα πλοίο τουρκικό, μα ο κυβερνήτης Καπετάν Γρηγόρης Μανιάκης, μαζί με τους άνδρες του έκαμε έφοδο στο εχθρικό πλοίο και το κατέλαβε. Κι επειδή οι Τούρκοι αποφάσισαν να κάψουν τα Κρητικά καράβια, ο Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης και εφτά νέοι πολεμάρχοι θυσιάστηκαν με δυο πλοία για να βρουν καιρό και να γλυτώσουν τα άλλα τρία. Κι έφυγαν εκείνα προς τον Βόσπορο μέσ’ τη νύχτα, ενώ εκείνοι που έμειναν πίσω συνέχισαν τον πόλεμο, μέχρι που παραδόθηκαν στις φλόγες.
Το Βατοπαιδινό χειρόγραφο γράφει "….Οταν οι δυό δρόμωνές μας, μαζί με το τουρκικό πλοίο έφτασαν εις την Πόλη την αυγή της άλλης ημέρας και εμπήκαν μέσα εις τον Κεράτιον, ο Μεγάλος Δομέστικος των Κάστρων εχώρισε τους πολεμάρχους σε δυό τούρμες και τη μία, με αρχηγούς τον Ανδρέαν, τον Γρηγόρη και τον Γραμματικόν, έβαλε να φυλάξη τους τρεις πύργους - του Βασιλείου, του Λέοντος, και του Αλεξίου και την άλλη τούρμα να φυλάξη την "Ωραία Πύλη", που είναι κάτω από τους πύργους αυτούς, με Αρχηγό τον Καπετάν Παυλή (Καματερό). Και τους λαβωμένους που ήσαν πλειά από τους μισούς έμπασε μέσα στα σπιτάλια, δια θεραπείαν".
Φτερά στους λεύτερους πολιορκημένους Βυζαντινούς δίνει η απόκρουση της πρώτης επίθεσης στις 18 τ’ Απρίλη, ενώ και τα τουρκικά πλοία δεν κατάφεραν να σπάσουν την αλυσίδα του Κεράτιου κόλπου. Οργίσθηκε τόσο πια ο Πορθητής κι έδωσε διαταγή: με καταπληκτική ταχύτητα έφτιαξαν οι τούρκοι δίολκο δώδεκα περίπου χιλιομέτρων πίσω απ’ το τείχος του Γαλατά, στο Διπλοκιόνιο, ανάμεσα στο Βόσπορο και τον Κεράτιο κόλπο. Και τη νύχτα της 21ης προς την 22η του Απρίλη, 70 περίπου πλοία σύρθηκαν πάνω από τη δίολκο και μπήκαν στον Κεράτιο κόλπο.
«Ποτέ δεν θα εγκαταλείψω την πόλη μου. Κι αν είναι θέλημα θεού, πού να πάω; Όχι, δεν θα φύγω, θα μείνω μαζί σας και θα χαθώ μαζί σας…» Αυτή ήταν η απάντηση του Παλαιολόγου σαν του πρότειναν να φύγει, να γλυτώσει.
Στις 21 του Μάη ο Σουλτάνος ζητά την παράδοση της Κωνσταντινούπολης. Μα ο Παλαιολόγος στέλνει το νέο "Μολών Λαβέ" και το πανάρχαιο "Ταν ή επί Τας" του αιώνιου Ελληνισμού : «Το να σου παραδώσω την πόλη ούτε στο χέρι μου είναι ούτε στο χέρι κανενός άλλου από αυτούς που κατοικούνε σ’ αυτή. Γι’ αυτό με κοινή απόφαση, και με τη θέλησή μας θα πεθάνουμε και δε θα λογαριάσουμε τη ζωή μας…»
Ξημερώματα, την Τρίτη 29 του Μάη άρχισε η επίθεση. Χτύπαγαν περισσότερο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου τα τείχη είχαν σχεδόν καταστραφεί και οι πύργοι δεν άντεχαν για πολύ. Κι "όταν εμέστωσε καλά ο πόλεμος, ο Καπετάν - Παυλής εκλήθη να βοηθήση στη μάχη της Πύλης του Αγίου Ρωμανού, όπου η μεγάλη μπομπάρδα του Ουγγαρέζου έκανε θραύσι και στους άνδρας και στα κάστρα…".
Δυό επιθέσεις αποκρούστηκαν μα η τρίτη ήταν πιο δυνατή και οι Τούρκοι άρχισαν να μπαίνουν στην Πόλη. Εκείνη η μικρή πύλη, η Κερκόπορτα, κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, να ξεχάστηκε άραγε ανοιχτή μέσ' τη φοβερή στιγμή, ή την άνοιξε κρυφά κάποιο δολερό χέρι;
Σαν απλός στρατιώτης πολεμάει ο Κωνσταντίνος, έχοντας δίπλα του τους τελευταίους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, τους Κρητικούς. Ξεσχίζει ο Παλαιολόγος το τουρκικό σάρκινο παραπέτασμα, μα πολεμά χωρίς ελπίδα.
Μα κεί του πέφτει τ' άλογο! Και πέφτει αυτός και κράζει:
- Δεν βρίσκεται ένας Χριστιανός να πάρ' την κεφαλή μου πριν πάν να με σκλαβώσουν;
Η κραυγή του λαβωμένου βασιλιά αντηχεί μέσα στον ορυμαγδό της μάχης…
"Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη:
-"Εσείς παιδιά μου φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε
κι εμέναν πού μ' αφήνετε τον κακομοιριασμένο;
Αφήνετέ με στα σκυλιά κι εις του θεριού το στόμα
Κόψετε το κεφάλιν μου, Χριστιανοί Ρωμαίοι
επάρετέ το Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην
να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν,
να δείρουσιν τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα
και να με μακαρίσουσιν ότι ούλους τους ηγάπουν......."
Ξαναβαφτίζει την αγαπημένη πόλη του με το αίμα του ο Κωνσταντίνος. Αυτός, ο τελευταίος ΄Ελληνας. Η Πόλις Εάλω.
Οι Κρητικοί πολεμιστές, δίπλα στον Παλαιολόγο, σκοτώνονται ένας ένας. "από τα βόλια της μεγάλης μπομπάρδας είχαν σκοτωθεί εις προηγουμένας μάχας, μαζί με πολλούς άλλους και οι Αρχηγοί της τούρμας των Πύργων, ο Καπετάν Ανδρέας και ο Καπετάν Γρηγόρης.........." Και εσκλήρυνε πολλά ο πόλεμος...."
Λεηλασίες κι αρπαγές, βιασμοί και φόνοι, αφανισμός…
...... "Και όταν έπεσεν η Πόλη (γράφει το χειρόγραφο του Βατοπαιδίου) και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσιες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί και Αταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγίου Ρωμανού, και όλοι οι πολεμάρχοι εγκατέλειψαν τας θέσεις των δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον και αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήτον καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα. Κι όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδεν και εκατάλαβεν ότι εμείς δεν είχαμε σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε "ότι επειδής - λέγει - ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφήνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας, με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας".
Με σφιγμένη, βαριά καρδιά, 170 λαβωμένοι κι αλάβωτοι Κρητικοί, αγκάλιασαν με τη δακρυσμένη ματιά τους για τελευταία φορά την κουρσεμένη Πόλη, μπήκαν σ' ένα δρόμωνα κι άφησαν πίσω τους τη θλιβερή πια πολιτεία, χωρίς τους αρχηγούς τους που είχαν αφήσει τη ζωή τους στο αιματοκύλιστο πεδίο της μάχης. Ο Καπετάν Γραμματικός, πληγωμένος κι ανήμπορος, ζήτησε από τον γενναίο Παναγή Χαλκούση από τον Χάνδακα να κυβερνήσει το καράβι. Μα καταλαβαίνοντας πως δεν θ' άντεχε στο ταξίδι, ζήτησε απ' τον Χαλκούση να βάλει πλώρη για το Αγιον Ορος, αποβιβάσθηκε και έφθασε στη Μονή Βατοπεδίου όπου υπήρχε πάντα γιατρός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Καπετάν Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, μα επειδή ήταν πριν Μοναχός στο Άγιο Όρος και είχε "μαθημένα καλά τα αρχαία Γράμματα" είχε πάρει το παρανόμι Γραμματικός. ΄Εμεινε στη Μονή, πήρε πάλι το μοναχικό όνομα Ιερώνυμος κι έζησε, χωλός από το ένα πόδι, για άλλα οκτώ χρόνια. Και το χειρόγραφο του Βατοπεδίου τελειώνει: "Επειδής όμως είχεν εξασθενήσει η όρασίς του και το δεξιόν του χέρι έτρεμεν από ένα τραύμα που είχε πάρει εκεί, ανέθεσεν εις εμέ, τον συμπατριώτη και μοναχόν εις την ιδίαν Μονήν, να γράψω εγώ την παρούσαν ιστορίαν, προς δόξαν και αιώνιον μνημόσυνον όλων των γενναίων ανδρών της Κρήτης, που αγωνίσθηκαν και απέθαναν διά την πίστη του Χριστού και την πατρίδα, και να την υπογράψω εγώ, αντίς αυτού. Καλλίνικος, Μοναχός της Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Ορους, εξ Ανωπόλεως Σφακίων". Ας σημειωθεί ότι τα περιγραφόμενα στο χειρόγραφο γεγονότα επιβεβαιώνονται και από τους ιστορικούς της Αλώσεως.
Η Κωνσταντίνου Πόλη γονάτισε μετά από 57 μέρες πολιορκίας, μετά από 1123 χρόνια ζωής μέσα στην Ιστορία. Το σπουδαιότερο μοιρολόγι (ανάμεσα σε πολλά άλλα), το περίφημο Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης, δίνει στους 118 δεκαπεντασύλλαβούς του, το μέγεθος της συμφοράς:
"Θρήνος, κλαϋμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους….
Μια πόλη ερείπια, λεηλατημένη, αγνώριστη, και το χειρότερο, λίγο αργότερα να ξαναχτίζεται, μα αυτή τη φορά σαν πρωτεύουσα του Ισλάμ. Χιλιάδες Τούρκους έφερε ο Μωάμεθ από τα βάθη της Ανατολής . Η Εκκλησιά της Ορθοδοξίας, η Αγιά Σοφιά έγινε τζαμί και την κύκλωσαν οι μιναρέδες. Θρήνοι και μοιρολόγια βγήκαν αυθόρμητα απ' του λαού τα χείλη, όχι μόνο στην Ελλάδα μα και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
΄Οσοι Κρητικοί γλύτωσαν απ’ τη συμφορά, γύρισαν στο Νησί τους. Τρία Κρητικά εμπορικά καράβια φέρανε το θλιβερό μαντάτο. Κι ένας Κώδικας στο μοναστήρι της Αγκαράθου γράφει: "… ήρθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία Κρητικά του Σγουρού, Υαλινά και Φιλομμάτου, λέγοντες ότι εις την κθ΄ του Μαϊου μηνός, της Αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη, ώρα γ΄ της ημέρας, εσέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν, το φουσσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεμέτη. και είπον ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάσην και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθε, ότι χείρον τούτου ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς της φοβεράς αυτού απειλής."
Περνάν τα χρόνια κι αλλάζουν οι καιροί. Οι θρήνοι δείχνουν το μεγάλο πόνο για το χαμό της αγαπημένης Πόλης, μα φέρνουν στο φως και τον πόθο και τις ελπίδες των δούλων πια Ελλήνων για ανάσταση των ψυχών. Πασίγνωστο είναι το μοιρολόγι με την τελευταία λειτουργιά στην Αγιά Σοφιά, που αλλάζει τους πρώτους στίχους, μα συνεχίζεται και τελειώνει πάντα με ελπιδοφόρο μήνυμα:
- Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι Αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι…..
………………………………………………………
.......Κι η Παναγιά ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
- Σώπασε Κερά Δέσποινα, 'κονίσματα μην κλαίτε,
πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας είναι......
Η Βρυσομάνα Κωνσταντινούπολη, εκείνη την αποφράδα Τρίτη, την 29η Μαϊου του 1453, βυθίστηκε σ' ύπνο βαθύ μαζί με τον μαρμαρωμένο βασιλιά της - το βασιλιά που η Ρωμιοσύνη ονειρεύεται αθάνατο, κρυμμένο στη Χρυσή Πύλη, να καρτερεί μέσ' τους αιώνες τον Άγγελο Κυρίου να τον ξυπνήσει για να λευτερώσει την Πόλη του. Κι αφού σύμφωνα με τον θρύλο, ".... ουδέ το στέμμα ουδέ το σκήπτρον του ευρέθησαν εκεί οπού το άφησε, διότι το επήρεν η Κυρία Θεοτόκος, να το φυλάγει έως ου να γένει έλεος εις το ταλαίπωρον γένος των Χριστιανών....
Κι η Πόλη υπομένει και πάντα στην καρδιά μας μένει… Γιατί "χαμένες" γίνονται οι πατρίδες μόνο όταν λησμονηθούν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου