
Χειμώνας του 1898. Στη Σκούλιαρη (Αγία Κυριακή) το χιόνι είχε σκεπάσει σκεπές και δρόμους. Ο αέρας σφύριζε μες στα στενά, οι καπνοί απ’ τα τζάκια σηκώνονταν αδύναμοι στον παγωμένο ουρανό. Οι γυναίκες έβραζαν κάστανα και πατάτες για τα παιδιά∙ το αλεύρι είχε τελειώσει. Οι γέροι έγνεφαν με πίκρα: «δε βγαίν’ ου χειμώνας μ’ αυτά».
Ο Γιάνν’ς ο Αγωγιάτης πήρε την απόφαση. Θα κατέβαινε στον Βελβεντό (Βελβεντός), με το μικρό του καραβάνι του. Μα το πέρασμα στ’ Αλώνια ήταν στένεμα με γκρεμούς∙ δρόμος που καμιά φορά καταπίνει άνθρωπο και ζωντανό.
Στο φως του πρωινού, ο Γιάνν’ς κι ο ανιψιός του, ο Μήτρος, έδεσαν τα σαμάρια σε τέσσερα μουλάρια. Γερά ζώα, μαθημένα στη δύσκολη στράτα. Φορτίο: σαμάρια ξύλινα, σκάφες, κουβάδες, τσουγκράνες, τσεκούρια με λαβές κι ένα-δυο βαρελάκια με τσίπουρο. Αυτά θα τα αντάλλασσαν στο παζάρι με αλεύρι, αλάτι και λάδι.
Ντύθηκαν με χοντρά ρούχα, ζώστηκαν τις γίδινες κάπες που μύριζαν τραγίσιo μαλλί. Σφίγγαν τις κάπες γύρω από τον λαιμό και χτυπούσαν τα πόδια τους για να κυκλοφορεί το αίμα. Τα χέρια τα ’τριβαν δυνατά το ’να με τ’ άλλο, ώσπου κοκκίνιζαν, για να μην τους πάρει η παγωνιά.
— «Θεί’, μπας κι είναι τρέλα να φύγουμι;» είπε ο Μήτρος με τρεμάμενη φωνή.
— «Τρέλα είν’ να μείνουμι. Μωρ’ Μήτρ’, τα παιδιά θέλν’ ψωμί, κι τα ζώα αλάτ’. Άμα δεν πάμε, θα μας θάψ’ ου χιονιάς πριν τη Λαμπρή.»
Ανέβαιναν αργά. Το χιόνι έτριζε κάτω απ’ τις μπότες. Τα δέντρα, φορτωμένα πάγο, έσπαγαν κλαδιά που έπεφταν με θόρυβο. Κάθε τόσο, οι άντρες σταματούσαν, χτυπούσαν τα πόδια στο έδαφος, έτριβαν τις παλάμες, φυσούσαν πάνω τους αχνό αέρα.
Τα μουλάρια προχωρούσαν με σίγουρα βήματα. Ήταν πλασμένα γι’ αυτές τις στράτες∙ σκυφτά, υπομονετικά, με μάτια που διάβαζαν τον δρόμο καλύτερα κι απ’ τον άνθρωπο. Το κουδούνι του πρώτου ζώου χτυπούσε μονότονα, σαν μετρονόμος του ταξιδιού.
Στην κατηφόρα προς το Ντράτσικο (Δάσκιο), το δεύτερο μουλάρι γλίστρησε. Το σαμάρι έγειρε, κι ένα ξύλινο βαρέλι κύλησε στο χιόνι.
— «Θεί’! Χανόμαστι!» φώναξε ο Μήτρος.
Ο Γιάνν’ς έπεσε μπροστά, άρπαξε το χαλινάρι.
— «Όρθιου, Ρούσα! Μη φοβάσαι!» βρόντηξε. Το ζώο σφάδασε, χτύπησε τις οπλές, κι έμεινε όρθιο.
Οι δυο άντρες γλίστρησαν κι αυτοί, έπεσαν στα γόνατα, γέμισαν τα χέρια χιόνι. Σηκώθηκαν με βογκητά.
— «Θεί’, δε θα φτάσουμι ζωντανοί…»
— «Θα φτάσουμι, μωρ’ Μήτρ’. Ο δρόμους θέλ’ καρδιά, όχι κουράγιο.»
Ύστερα από μέρες κακουχίας, φάνηκε ο Βελβεντός (Βελβεντός). Οι άντρες μπήκαν κατάκοποι, τα μουλάρια μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα. Οι έμποροι στο παζάρι, μαθημένοι στα σκληρά, σήκωσαν τα μάτια τους.
— «Απ’ τη Σκούλιαρη (Αγία Κυριακή); Μες στον χιονιά;»
Ο Γιάνν’ς κούνησε το κεφάλι.
— «Για το ψωμί των παιδιών…»
Ξεφόρτωσαν τα σαμάρια, τις σκάφες, τα εργαλεία, το τσίπουρο. Οι έμποροι τα πήραν, τα μέτρησαν. Μα αντί να παζαρέψουν σκληρά, έδωσαν περισσότερα απ’ όσα έπρεπε.
Ένας γεροντότερος έμπορος, με πρόσωπο ρυτιδωμένο, είπε:
— «Γιάννη, το κέρδος μας είναι οι ψυχές σας. Πάρτε αλεύρι, πάρτε αλάτι, πάρτε λάδι. Χρέος μη φοβάσαι∙ η ζωή σας είναι πιο ακριβή απ’ τα γρόσια.»
Ο Γιάνν’ς δάγκωσε τα χείλη, ένιωσε ντροπή κι ευγνωμοσύνη.
— «Με την ψυχή μ’ θα σας ξεπληρώσω, αν χρειαστεί. Να το θυμάστε.»
Ξεκουράστηκαν στο χάνι. Οι κάπες τους κρεμάστηκαν να στεγνώσουν, τα ζώα τάισαν κριθάρι, κι οι δυο αγωγιάτες ήπιαν λίγο ζεστό κρασί. Στο χνώτο τους φαινόταν το όνειρο της επιστροφής.
Το ξημέρωμα ξεκίνησαν φορτωμένοι με σακιά αλεύρι, βαρέλια με λάδι και αλάτι. Μα το χιόνι είχε πέσει πιο πυκνό. Στην κατηφόρα προς το Βόσοβα (Σφηκιά), ένας βράχος ξεκόλλησε κι έπεσε στο μονοπάτι. Τα μουλάρια τρόμαξαν.
Ο Μήτρος ούρλιαξε:
— «Θεί’, χαθήκαμι!»
Ο Γιάνν’ς έτρεξε, άρπαξε το πρώτο ζώο απ’ το χαλινάρι.
— «Στάσου, Καψάλη… μη φοβάσαι.» Η φωνή του τρεμόσβηνε, μα το ζώο στάθηκε. Τα υπόλοιπα ακολούθησαν.Εστριψαν προς την Μπρατίνιστα (Bratinista (Χαραδρα) το μονοπάτι ήταν καλύτερο συνέχισαν με πιο γρηπγορο ρυθμό...
Χτυπούσαν τα πόδια τους, έτριβαν τα χέρια ώσπου μάτωσαν για να κρατηθούν ζεστοί. Μα η ψυχή τους φούντωνε απ’ την ελπίδα.
Όταν φάνηκε η Σκούλιαρη (Αγία Κυριακή), οι γυναίκες περίμεναν με λυχνάρια, τα παιδιά έτρεξαν σαν ποτάμι. Ο Γιάνν’ς κατέβασε το πρώτο σακί και το ακούμπησε μπροστά στον παπά.
— «Ορίστε το ψωμί σας, μωρέ! Ο δρόμους δε μας έφαγε ακόμα.»
Δάκρυα έτρεξαν. Τα παιδιά φώναζαν, οι γυναίκες αγκάλιαζαν τον Μήτρο, κι οι γέροι σταυροκοπιόνταν.
Κι έτσι, το πέρασμα στ’ Αλώνια έμεινε στη μνήμη όχι σαν τόπος φόβου, αλλά σαν μονοπάτι σωτηρίας. Γιατί τότε φάνηκε πως η ζωή δεν μετριέται σε χρυσάφι ή σε εμπορεύματα, μα σε πλάτες που σηκώνουν βάρη για τους άλλους και σε χέρια που ανοίγουν δίχως να ζητούν αντάλλαγμα.
Οι αγωγιάτες με την αυτοθυσία τους και οι έμποροι με τη μεγαλοσύνη τους έπλεξαν κρίκο αλυσίδας∙ κι αυτή η αλυσίδα κράτησε όρθιο ένα χωριό...
Ανδρέας Μαρολαχάκης