Ομιλητής Κυριάκος Ροδουσάκης
Kυρίες και Κύριοι,
Με χαρά αλλά και αυτονόητη συγκίνηση προσέρχομαι σήμερα ενώπιον τόσο επίλεκτου ακροατηρίου στην αποψινή εκδήλωση Μνήμης και θα ήθελα να ευχαριστήσω, τόσο την Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, καθώς και τον αγαπητό και πάντα δημιουργικό Προϊστάμενο τού Αρχείου Κώστα Φουρναράκη γι’ αυτήν την τιμητική πρόσκληση και να τον συγχαρώ ειλικρινά για την αποψινή πρωτοβουλία τιμής και μνήμης γεγονότων ενδόξων, αλλά και επώδυνων, πού σημάδεψαν τη τοπική και την όλη κρητική μας ιστορία.
Ευχαριστώ θερμά και την αγαπητή μου Ζαχαρένια Σημανδηράκη, για την θερμή προσφώνηση και υποδοχή, δείγμα της παλαιάς φιλίας μας και αμοιβαίας βαθύτατης αλληλοεκτίμησης.
Θερμές ευχαριστίες και από πλευράς μου, για την παρουσία και τόσο πολλών αξιοτίμων εκπροσώπων Αρχών και φορέων, που τιμούν την Εκδήλωση, εύγλωττο δείγμα του υψηλού κύρους που χαίρει το Ιστορικό Αρχείο και οι λειτουργοί του.
Παρακολουθούμε επίσης τις άοκνες προσπάθειες του Κώστα Φουρναράκη, για τη λειτουργία και συνέχεια του μοναδικού αυτού ιστορικού αρχείου που φυλάσσει τα όσια και τα ιερά της νεώτερης κρητικής ιστορίας, καθώς και όλη τη συμβολή του στην ιστοριογραφία του τόπου, αλλά και τη φιλολογική ανάδειξη της λόγιας και δημοτικής Κρητικής Γραμματείας.
Τα ίδια αισθήματα τρέφουμε όλοι, για τους ίδιους λόγους και για την αγαπητή μου Ζαχαρένια Σημανδηράκη, την οποία συγχαίρω και για το τελευταίο της βιβλίο-ντοκουμέντο για τους πρόσφυγες στην Κρήτη το 1922, που καλύπτει ένα κενό με πολύτιμες πληροφορίες και μαρτυρίες και δείχνει ότι και η Κρήτη υποδέχτηκε πρόσφυγες το 1922 και όχι μόνο η Βόρεια Ελλάδα και η Αττική.
Και οι δυο τους, και ο Κώστας και η Ζαχαρένια, συνέχισαν και ετίμησαν το εξαίρετο έργο αφοσιωμένων πρωτεργατών του Αρχείου που γνωρίσαμε, όπως ο σοφός Καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης, η ευγενέστατη κυρία Ανθούλα Παπαδάκη και ο σεβαστός μου Γυμνασιάρχης στο Καστέλλι, Στυλιανός Μοτάκης, εξαίρετος δάσκαλος και άνθρωπος και ακούραστος εργάτης των Γραμμάτων.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα για την πρόσκληση να μιλήσω για τη σημασία της κατάληψης του Φρουρίου της Κισάμου την 25η Μαΐου 1823, από το εκστρατευτικό σώμα του Αρμοστή, φημισμένου Υδραίου προκρίτου, Μανώλη Τομπάζη, που γέννησε την πρώτη ακτίνα ελπίδας και την πρώτη, σύντομη έστω, αίσθηση ελευθερίας. Που εγκαινίασε την πολυαναμενόμενη συνδρομή της Κεντρικής Κυβέρνησης προς την αβοήθητη Κρήτη. Που άνοιξε ιδιαίτερα το δρόμο για την κατάληψη της Γραμπούσας από τους αγωνιστές, δύο χρόνια αργότερα, σώζοντας κυριολεκτικά την τιμή του Κρητικού Αγώνα και αναζωπυρώνοντας την Επανάσταση από τις στάχτες της.
Αναζήτηση Νέου Αρμοστή –
Πολιορκία Φρουρίου Κισάμου από Επαναστάτες
Η επαναστατημένη Κρήτη, στην αρχή του 1823, ύστερα από την ορμή και τις νίκες των δύο πρώτων χρόνων, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τα καθημερινά, αλλά και τα μόνιμα μέχρι τέλους ελλείμματα της Κρητικής Επανάστασης: Απόσταση από την Κεντρική Διοίκηση. Έλλειψη τοπικής ναυτικής δύναμης, εκτός από λίγα Σφακιανά εμπορικά πλοία. Αδυναμία ανάδειξης Γενικού συντονιστικού Αρχηγού και Πολυάριθμο σκληροτράχηλο τουρκικό στοιχείο, ενισχυμένο και από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Επιπλέον, η περιπετειώδης λήξη της αρμοστείας του Αφεντούλιεφ, επέβαλε την αναζήτηση νέου Αρμοστή για την Κρήτη.
Η έλλειψη ναυτικής δύναμης ιδιαίτερα, αποτελούσε τη μεγαλύτερη αδυναμία. Μέσα στο 1822 είχε αποβιβαστεί στη Σούδα, επίσης ανενόχλητος, χωρίς παρεμπόδιση καμία, τρεις φορές ισχυρός Αιγυπτιακός στόλος. Με 114 πλοία και 10.000 Τουρκαλβανούς με 500 ιππείς, τον Μάιο του 1922 με 48 πλοία και 3.000 στρατιώτες, το Σεπτέμβριο. Και τέλη Νοεμβρίου, με 15 πλοία με τροφές και εφόδια και 1.500 στρατιώτες. Η Σούδα είχε γίνει ορμητήριο εφοδιασμού σε στρατό και τροφοδοσίας του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Από τα τέλη του 1822 και καθώς διαγραφόταν το ζοφερό αυτό κλίμα, οι Κρητικοί αρχηγοί, ύστερα από πολλά μάταια διαβήματα προς την Προσωρινή Διοίκηση και τα ναυτικά νησιά Σπέτσες και Ύδρα για ναυτική βοήθεια, πρότειναν για νέο αρμοστή το σοβαρό και φημισμένο Υδραίο πρόκριτο, Μανώλη Τομπάζη. Από πλούσια ναυτική οικογένεια, προεστός εκλεγμένος στην Ύδρα από το 1818, με τον αδελφό του Ιακωβάκη, πρώτο Ναύαρχο του Ελληνικού Στόλου, με τον ίδιο να έχει συμμετάσχει σε όλες τις μεγάλες ναυμαχίες και Πληρεξούσιος Ύδρας στις δύο πρώτες Εθνοσυνελεύσεις, ο Μανώλης Τομπάζης φαινόταν ο πιο ιδανικός για Αρμοστής. Υπολόγιζαν ότι θα εξασφάλιζε ασφαλώς και τη συνδρομή του Υδραϊκού Ναυτικού στον αγώνα της Κρήτης.
Στην Κρήτη τώρα, η Κεντρική Διοίκηση έχει ορίσει ως προσωρινό Γενικό Γραμματέα και τοποτηρητή το Νεόφυτο Οικονόμο, από Βενεράτο Ηρακλείου, γραμματέα του πρώτου Αρμοστή Αφεντούλιεφ.
Δραστήριος, οργανωτικός και συμπαθής ως χαρακτήρας, ο Οικονόμος συντονίζεται με τους τοπικούς αρχηγούς και σχηματίζουν ένα εντυπωσιακό για την εποχή σώμα 5000 επαναστατών πού περισφίγγουν και περιορίζουν τούς Τούρκους στα φρούρια Καστελλίου και Γραμπούσας, ενώ ο Χάλης και οι άλλοι τοπικοί αρχηγοί αποκρούουν τις εξορμήσεις των Τούρκων από το φρούριο των Χανίων. Με διαρκείς όμως συγκρούσεις τόσο στα χωριά της περιφέρειας, όσο και γύρω από τα τείχη του Καστελλίου. Τότε πεθαίνει (ύστερα από ολονύχτια καταδίωξη Τούρκων, από τη Ρογδιά Εννιά χωριών μέχρι τη Κάνδανο) και ο περίφημος, ανδρείος αρχηγός και γίγας στο παράστημα, Σήφακας από τον Αποκόρωνα (πέθανε από πνευμονία κάθιδρος στα Τοπόλια, χωρίς ιατρική βοήθεια) και η κηδεία του έγινε με μεγάλες τιμές, με την παρουσία όλων στην Μονή Γωνιάς.
Ο Οικονόμος είχε την έδρα του συντονισμού της πολιορκίας στη Γωνιά. Γύρω από το Φρούριο πολιορκούσαν κυρίως οι άντρες των τοπικών Κισαμιτών αρχηγών, Γεωργίου Δρακονιανού και Μαρτιμιανού Περάκη, αλλά και άντρες και από άλλες περιοχές. Με δύο πλοία υδραίικα, που είχαν νοικιάσει (τα πλήρωσαν με τα λάδια που πήραν από τα τούρκικα σπίτια που είχαν αφήσει οι Τούρκοι) και τα τοπικά Μεσογειανά (Μαυράκη, Αρετά Δειχτάκηδων), είχαν αποκλείσει τα Φρούρια Γραμπούσας και Κισάμου από το Φρούριο Χανίων. Την ημέρα του Πάσχα και στα τέλη Απριλίου, υπήρξαν σκληρές συγκρούσεις γύρω από τα τείχη του Φρουρίου, με 60 νεκρούς Τούρκους και 20 από τους αγωνιστές, αντίστοιχα. Οι Τούρκοι, παρόλο που αποδεκατίζονταν μέσα στο Φρούριο από τη φοβερή πανώλη που είχε μεταδοθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύματα που είχαν καταπλεύσει στην Κρήτη, εν τούτοις κρατούσαν και δεν παραδίδονταν. Η φιλοτιμία και υπερηφάνειά τους, αλλά και η αναγνωριζόμενη από όλους ανδρεία τους, δεν τούς επέτρεπε να υποχωρήσουν, ως καλοί απόγονοι των περιβόητων για την αγριότητά τους, λεγομένων «ξεκουκούλωτων» γενιτσάρων τής περιοχής όπως ο φοβερός Τσίτσος, ο Σωμαράς καί άλλοι.
Τον αποκλεισμό των Τούρκων στο Φρούριο της Κισάμου απαθανάτισε και η λαϊκή μούσα στο μακροσκελές στιχούργημα «Τση Κίσαμος», που έχει στη συλλογή του Αριστείδης Κριάρης, που σε ένα σημείο, οι πολιορκημένοι Τούρκοι του Καστελλίου στέλνουν έναν δικό τους για να ζητήσει βοήθεια από τον ανδρειωμένο Καούρη μπέη του Σελίνου, γιατί χάνονται οι Κισαμίτες Τούρκοι του Καστελλιού.
Απόβαση Τομπάζη – Ελευθέρωση Φρουρίου Κισάμου
Εν τω μεταξύ ο Μανώλης Τομπάζης διορίζεται στις 2 Μαΐου και επίσημα Αρμοστής της Κρήτης από τή Κεντρική Διοίκηση καί στρατολογεί 700 επικουρικούς από Μονεμβασιά, Ναύπλιο, Πόρο, Ερμιόνη, Κρανίδι και άλλα παράλια στην Πελοπόννησο (για την στρατολόγηση των οποίων θα έδινε ο Τομπάζης 30.000 γρόσια που δάνεισε στη Διοίκηση). Στις 21 Μαΐου 1823 αποβιβάζεται στον Κόλπο Κισάμου, στην ακτή τού Δραπανιά με 5 πολεμικά και 3 μεταφορικά πλοία, αφού είχε ειδοποιήσει με γρήγορο πλοίο τον Οικονόμου την προηγούμενη μέρα.
Πλησιάζοντας προς την ακτή, προπορευόταν το περήφανο σκαρί της γολέτας τού Τομπάζη, η ημιολία ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ κομψοτέχνημα της ναυπηγικής τέχνης, εξοπλισμένο με 6 τηλεβόλα των 12 λίτρων καί 1 στη πλώρη τών 48 λίτρων. Η ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ, ονομαστή ήδη για τις επιδρομές της κατά τίς ναυμαχίες τού ελληνικού στόλου, είχε ονομαστεί από τούς Τούρκους «Σειτάν Γκεμισί» δηλαδή «διαβολόσκαφος» ενώ οι Έλληνες ναυτικοί τού είχαν βγάλει τραγούδι: «Η γολέτα τού Τομπάζη, την Τουρκιά την ετρομάζει». Τόν Τομπάζη συνοδεύουν στη Κρήτη και επίλεκτοι πατριώτες, όπως οι αδελφοί Νικόλαος και Δημήτριος Καλλέργης Κρητικοί, ο αξιωματικός Στέφανος Βυζάντιος, οι Σμυρναίοι Γεώργιος Σπανιωλάκης καί Δημήτριος Χρηστίδης οι έγκριτοι Υδραίοι Δημήτριος Κιοσσές, Σταύρος Σαχίνης, Κυριάκος Σκούρτης ο θερμός Άγγλος φιλέλληνας Άστιγξ, πού έχει αναλάβει το πυροβολικό, με λόχο Κρανιδιωτών με 14 πυροβόλα των 4 και 12 λίτρων, καθώς και το πυροβόλο 48 λίτρων της «Τερψιχόρης», που θα χρησιμοποιούσαν επίσης. Όπως γράφει στο Ημερολόγιό του ο Τομπάζης: «Την 5ην ημέραν μετά το μεσημέρι, εφθάσαμεν εις τον Κόλπον της Κισσάμου και αράξαμεν. Τα στρατεύματα της ξηράς μας εδέχθησαν χαιρετούντες μας με πολλά τουφέκια, τα οποία και ημείς αντιχαιρετίσαμεν με τρία κανόνια». Την επομένη το πρωί 22 Μαΐου, που γίνεται η αποβίβαση με όλους και πάλι τους πανηγυρισμούς, ο Αρμοστής απευθύνει προκήρυξη προς τους αδελφούς Κρήτας και τους στρατιώτες, με την οποία καλεί: «… να ορμήσετε με ευγένειαν φρονήματος κατά των εχθρών, ακολουθούντες με και ψάλλοντας τον φιλελεύθερον Παιάνα: όπως μάλλον αποθανείν βαρβάροις μαχόμενος ή δουλεύση αισχρώς τυράννοις αδίκοις».
Ενώ έρχονται και άλλοι αγωνιστές από άλλες επαρχίες νά προστεθούν στους επαναστάτες και στους άνδρες τού Τομπάζη. Όταν την επομένη ο Τομπάζης καλεί τούς εκπροσώπους τού φρουρίου για να τούς προτείνει αποχώρηση, οι Τούρκοι εντυπωσιάζονται από τη παράταξη οργανωμένου σώματος στρατιωτών και από τούς προμαχώνες (ντάμπιες) πού ετοιμάζονται για τα τηλεβόλα που είχαν φέρει από την Ύδρα. Οι εκπρόσωποι ζητούν διαδοχικές παρατάσεις, με διάφορα προσχήματα αλλά ο Τομπάζης απειλεί θυμωμένος τούς Τούρκους ότι θα διατάξει επίθεση και πολυβολισμό τού φρουρίου, αν δε σταματήσουν να παίζουν με εκείνον, «ένα Υδραίο» όπως είπε, «και αν δεν συμφωνήσουν για αναχώρηση, θα μιλήσουν ετούτα», είπε, δείχνοντας τα κανόνα, ενώ ο Άστιγξ κρατούσε έτοιμη τη θρυαλλίδα να ανάψει. Τότε επέρχεται συμφωνία ότι θα αποχωρήσουν με διάφορους όρους, κυρίως όρο προστασίας των οικογενειών και των πραγμάτων τους και ότι θα μεταφερθούν στα Χανιά με 3 πλοία τής περιοχής τα ναύλα των οποίων θα πληρώσουν οι ίδιοι. Την άλλη μέρα 25η Μαΐου επιβιβάστηκαν γύρω στα 600 άτομα (τόσα είχαν μείνει από τα 1800 πού ήταν αρχικά μέσα ύστερα από τη πανώλη και τις απώλειες από τις συγκρούσεις). Ο Αρμοστής, σύμφωνα με τους όρους, ζήτησε και κράτησε 5 ομήρους, τον Φρούραρχο και από τους Τούρκους προεστούς του Φρουρίου, τον Χατζή Δερβίση Γιαννίτσαριν, τον Εμιναγαδάκην και άλλους δύο, μέχρι να επιστρέψουν οι πλοίαρχοι από τα Χανιά και να βεβαιωθεί ότι έλαβαν τα ναύλα τους. Ύστερα από αίτημά τους, ο Τομπάζης στη μεγαλοθυμία του, άφησε τούς 250 από τούς άνδρες να φύγουν με τα όπλα τους. Ταυτόχρονα έστειλε απόσπασμα πού κατέβασε τη τουρκική σημαία και ύψωσε τήν ελληνική. Στα χέρια των πολιορκητών έπεσαν άθικτες και οι αποθήκες του Φρουρίου με εφόδια και τρόφιμα, όπως και 16 πυροβόλα σε καλή κατάσταση, από τα οποία τα δύο ολλανδικής κατασκευής των 12 λίτρων και μεγάλος αριθμός από πιστόλια, τουφέκια και σπαθιά, που ανήκαν σε στρατιώτες που είχαν πεθάνει από την πανώλη. Όρισε και δύο Επιτροπές, μία για την ασφάλεια και μία για την υγιεινή, κυρίως για το κάψιμο μολυσμένων χώρων και πραγμάτων. Κατευθύνθηκε προς την Κάνδανο. Ύστερα από επταήμερη πολιορκία, οι Σελινιώτες Τούρκοι προσπάθησαν να διαφύγουν ομαδικά προς τα Χανιά, αλλά καταδιωκόμενοι, είχαν πολλές απώλειες. Ακολούθησε η Γενική Συνέλευση στην Αρκούδαινα της Ρεθύμνης, με σύγκληση Εκπροσώπων από όλες τις Επαρχίες και ψήφιση του νέου Πολιτικού Κανονισμού. Όπως και μεγάλη ατυχής μάχη στην Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου και νικητήρια στο Βαρύπετρο Χανίων.
Kυρίες και Κύριοι,
Με χαρά αλλά και αυτονόητη συγκίνηση προσέρχομαι σήμερα ενώπιον τόσο επίλεκτου ακροατηρίου στην αποψινή εκδήλωση Μνήμης και θα ήθελα να ευχαριστήσω, τόσο την Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, καθώς και τον αγαπητό και πάντα δημιουργικό Προϊστάμενο τού Αρχείου Κώστα Φουρναράκη γι’ αυτήν την τιμητική πρόσκληση και να τον συγχαρώ ειλικρινά για την αποψινή πρωτοβουλία τιμής και μνήμης γεγονότων ενδόξων, αλλά και επώδυνων, πού σημάδεψαν τη τοπική και την όλη κρητική μας ιστορία.
Ευχαριστώ θερμά και την αγαπητή μου Ζαχαρένια Σημανδηράκη, για την θερμή προσφώνηση και υποδοχή, δείγμα της παλαιάς φιλίας μας και αμοιβαίας βαθύτατης αλληλοεκτίμησης.
Θερμές ευχαριστίες και από πλευράς μου, για την παρουσία και τόσο πολλών αξιοτίμων εκπροσώπων Αρχών και φορέων, που τιμούν την Εκδήλωση, εύγλωττο δείγμα του υψηλού κύρους που χαίρει το Ιστορικό Αρχείο και οι λειτουργοί του.
Παρακολουθούμε επίσης τις άοκνες προσπάθειες του Κώστα Φουρναράκη, για τη λειτουργία και συνέχεια του μοναδικού αυτού ιστορικού αρχείου που φυλάσσει τα όσια και τα ιερά της νεώτερης κρητικής ιστορίας, καθώς και όλη τη συμβολή του στην ιστοριογραφία του τόπου, αλλά και τη φιλολογική ανάδειξη της λόγιας και δημοτικής Κρητικής Γραμματείας.
Τα ίδια αισθήματα τρέφουμε όλοι, για τους ίδιους λόγους και για την αγαπητή μου Ζαχαρένια Σημανδηράκη, την οποία συγχαίρω και για το τελευταίο της βιβλίο-ντοκουμέντο για τους πρόσφυγες στην Κρήτη το 1922, που καλύπτει ένα κενό με πολύτιμες πληροφορίες και μαρτυρίες και δείχνει ότι και η Κρήτη υποδέχτηκε πρόσφυγες το 1922 και όχι μόνο η Βόρεια Ελλάδα και η Αττική.
Και οι δυο τους, και ο Κώστας και η Ζαχαρένια, συνέχισαν και ετίμησαν το εξαίρετο έργο αφοσιωμένων πρωτεργατών του Αρχείου που γνωρίσαμε, όπως ο σοφός Καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης, η ευγενέστατη κυρία Ανθούλα Παπαδάκη και ο σεβαστός μου Γυμνασιάρχης στο Καστέλλι, Στυλιανός Μοτάκης, εξαίρετος δάσκαλος και άνθρωπος και ακούραστος εργάτης των Γραμμάτων.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα για την πρόσκληση να μιλήσω για τη σημασία της κατάληψης του Φρουρίου της Κισάμου την 25η Μαΐου 1823, από το εκστρατευτικό σώμα του Αρμοστή, φημισμένου Υδραίου προκρίτου, Μανώλη Τομπάζη, που γέννησε την πρώτη ακτίνα ελπίδας και την πρώτη, σύντομη έστω, αίσθηση ελευθερίας. Που εγκαινίασε την πολυαναμενόμενη συνδρομή της Κεντρικής Κυβέρνησης προς την αβοήθητη Κρήτη. Που άνοιξε ιδιαίτερα το δρόμο για την κατάληψη της Γραμπούσας από τους αγωνιστές, δύο χρόνια αργότερα, σώζοντας κυριολεκτικά την τιμή του Κρητικού Αγώνα και αναζωπυρώνοντας την Επανάσταση από τις στάχτες της.
Αναζήτηση Νέου Αρμοστή –
Πολιορκία Φρουρίου Κισάμου από Επαναστάτες
Η επαναστατημένη Κρήτη, στην αρχή του 1823, ύστερα από την ορμή και τις νίκες των δύο πρώτων χρόνων, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τα καθημερινά, αλλά και τα μόνιμα μέχρι τέλους ελλείμματα της Κρητικής Επανάστασης: Απόσταση από την Κεντρική Διοίκηση. Έλλειψη τοπικής ναυτικής δύναμης, εκτός από λίγα Σφακιανά εμπορικά πλοία. Αδυναμία ανάδειξης Γενικού συντονιστικού Αρχηγού και Πολυάριθμο σκληροτράχηλο τουρκικό στοιχείο, ενισχυμένο και από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Επιπλέον, η περιπετειώδης λήξη της αρμοστείας του Αφεντούλιεφ, επέβαλε την αναζήτηση νέου Αρμοστή για την Κρήτη.
Η έλλειψη ναυτικής δύναμης ιδιαίτερα, αποτελούσε τη μεγαλύτερη αδυναμία. Μέσα στο 1822 είχε αποβιβαστεί στη Σούδα, επίσης ανενόχλητος, χωρίς παρεμπόδιση καμία, τρεις φορές ισχυρός Αιγυπτιακός στόλος. Με 114 πλοία και 10.000 Τουρκαλβανούς με 500 ιππείς, τον Μάιο του 1922 με 48 πλοία και 3.000 στρατιώτες, το Σεπτέμβριο. Και τέλη Νοεμβρίου, με 15 πλοία με τροφές και εφόδια και 1.500 στρατιώτες. Η Σούδα είχε γίνει ορμητήριο εφοδιασμού σε στρατό και τροφοδοσίας του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Από τα τέλη του 1822 και καθώς διαγραφόταν το ζοφερό αυτό κλίμα, οι Κρητικοί αρχηγοί, ύστερα από πολλά μάταια διαβήματα προς την Προσωρινή Διοίκηση και τα ναυτικά νησιά Σπέτσες και Ύδρα για ναυτική βοήθεια, πρότειναν για νέο αρμοστή το σοβαρό και φημισμένο Υδραίο πρόκριτο, Μανώλη Τομπάζη. Από πλούσια ναυτική οικογένεια, προεστός εκλεγμένος στην Ύδρα από το 1818, με τον αδελφό του Ιακωβάκη, πρώτο Ναύαρχο του Ελληνικού Στόλου, με τον ίδιο να έχει συμμετάσχει σε όλες τις μεγάλες ναυμαχίες και Πληρεξούσιος Ύδρας στις δύο πρώτες Εθνοσυνελεύσεις, ο Μανώλης Τομπάζης φαινόταν ο πιο ιδανικός για Αρμοστής. Υπολόγιζαν ότι θα εξασφάλιζε ασφαλώς και τη συνδρομή του Υδραϊκού Ναυτικού στον αγώνα της Κρήτης.
Στην Κρήτη τώρα, η Κεντρική Διοίκηση έχει ορίσει ως προσωρινό Γενικό Γραμματέα και τοποτηρητή το Νεόφυτο Οικονόμο, από Βενεράτο Ηρακλείου, γραμματέα του πρώτου Αρμοστή Αφεντούλιεφ.
Δραστήριος, οργανωτικός και συμπαθής ως χαρακτήρας, ο Οικονόμος συντονίζεται με τους τοπικούς αρχηγούς και σχηματίζουν ένα εντυπωσιακό για την εποχή σώμα 5000 επαναστατών πού περισφίγγουν και περιορίζουν τούς Τούρκους στα φρούρια Καστελλίου και Γραμπούσας, ενώ ο Χάλης και οι άλλοι τοπικοί αρχηγοί αποκρούουν τις εξορμήσεις των Τούρκων από το φρούριο των Χανίων. Με διαρκείς όμως συγκρούσεις τόσο στα χωριά της περιφέρειας, όσο και γύρω από τα τείχη του Καστελλίου. Τότε πεθαίνει (ύστερα από ολονύχτια καταδίωξη Τούρκων, από τη Ρογδιά Εννιά χωριών μέχρι τη Κάνδανο) και ο περίφημος, ανδρείος αρχηγός και γίγας στο παράστημα, Σήφακας από τον Αποκόρωνα (πέθανε από πνευμονία κάθιδρος στα Τοπόλια, χωρίς ιατρική βοήθεια) και η κηδεία του έγινε με μεγάλες τιμές, με την παρουσία όλων στην Μονή Γωνιάς.
Ο Οικονόμος είχε την έδρα του συντονισμού της πολιορκίας στη Γωνιά. Γύρω από το Φρούριο πολιορκούσαν κυρίως οι άντρες των τοπικών Κισαμιτών αρχηγών, Γεωργίου Δρακονιανού και Μαρτιμιανού Περάκη, αλλά και άντρες και από άλλες περιοχές. Με δύο πλοία υδραίικα, που είχαν νοικιάσει (τα πλήρωσαν με τα λάδια που πήραν από τα τούρκικα σπίτια που είχαν αφήσει οι Τούρκοι) και τα τοπικά Μεσογειανά (Μαυράκη, Αρετά Δειχτάκηδων), είχαν αποκλείσει τα Φρούρια Γραμπούσας και Κισάμου από το Φρούριο Χανίων. Την ημέρα του Πάσχα και στα τέλη Απριλίου, υπήρξαν σκληρές συγκρούσεις γύρω από τα τείχη του Φρουρίου, με 60 νεκρούς Τούρκους και 20 από τους αγωνιστές, αντίστοιχα. Οι Τούρκοι, παρόλο που αποδεκατίζονταν μέσα στο Φρούριο από τη φοβερή πανώλη που είχε μεταδοθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύματα που είχαν καταπλεύσει στην Κρήτη, εν τούτοις κρατούσαν και δεν παραδίδονταν. Η φιλοτιμία και υπερηφάνειά τους, αλλά και η αναγνωριζόμενη από όλους ανδρεία τους, δεν τούς επέτρεπε να υποχωρήσουν, ως καλοί απόγονοι των περιβόητων για την αγριότητά τους, λεγομένων «ξεκουκούλωτων» γενιτσάρων τής περιοχής όπως ο φοβερός Τσίτσος, ο Σωμαράς καί άλλοι.
Τον αποκλεισμό των Τούρκων στο Φρούριο της Κισάμου απαθανάτισε και η λαϊκή μούσα στο μακροσκελές στιχούργημα «Τση Κίσαμος», που έχει στη συλλογή του Αριστείδης Κριάρης, που σε ένα σημείο, οι πολιορκημένοι Τούρκοι του Καστελλίου στέλνουν έναν δικό τους για να ζητήσει βοήθεια από τον ανδρειωμένο Καούρη μπέη του Σελίνου, γιατί χάνονται οι Κισαμίτες Τούρκοι του Καστελλιού.
Απόβαση Τομπάζη – Ελευθέρωση Φρουρίου Κισάμου
Εν τω μεταξύ ο Μανώλης Τομπάζης διορίζεται στις 2 Μαΐου και επίσημα Αρμοστής της Κρήτης από τή Κεντρική Διοίκηση καί στρατολογεί 700 επικουρικούς από Μονεμβασιά, Ναύπλιο, Πόρο, Ερμιόνη, Κρανίδι και άλλα παράλια στην Πελοπόννησο (για την στρατολόγηση των οποίων θα έδινε ο Τομπάζης 30.000 γρόσια που δάνεισε στη Διοίκηση). Στις 21 Μαΐου 1823 αποβιβάζεται στον Κόλπο Κισάμου, στην ακτή τού Δραπανιά με 5 πολεμικά και 3 μεταφορικά πλοία, αφού είχε ειδοποιήσει με γρήγορο πλοίο τον Οικονόμου την προηγούμενη μέρα.
Πλησιάζοντας προς την ακτή, προπορευόταν το περήφανο σκαρί της γολέτας τού Τομπάζη, η ημιολία ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ κομψοτέχνημα της ναυπηγικής τέχνης, εξοπλισμένο με 6 τηλεβόλα των 12 λίτρων καί 1 στη πλώρη τών 48 λίτρων. Η ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ, ονομαστή ήδη για τις επιδρομές της κατά τίς ναυμαχίες τού ελληνικού στόλου, είχε ονομαστεί από τούς Τούρκους «Σειτάν Γκεμισί» δηλαδή «διαβολόσκαφος» ενώ οι Έλληνες ναυτικοί τού είχαν βγάλει τραγούδι: «Η γολέτα τού Τομπάζη, την Τουρκιά την ετρομάζει». Τόν Τομπάζη συνοδεύουν στη Κρήτη και επίλεκτοι πατριώτες, όπως οι αδελφοί Νικόλαος και Δημήτριος Καλλέργης Κρητικοί, ο αξιωματικός Στέφανος Βυζάντιος, οι Σμυρναίοι Γεώργιος Σπανιωλάκης καί Δημήτριος Χρηστίδης οι έγκριτοι Υδραίοι Δημήτριος Κιοσσές, Σταύρος Σαχίνης, Κυριάκος Σκούρτης ο θερμός Άγγλος φιλέλληνας Άστιγξ, πού έχει αναλάβει το πυροβολικό, με λόχο Κρανιδιωτών με 14 πυροβόλα των 4 και 12 λίτρων, καθώς και το πυροβόλο 48 λίτρων της «Τερψιχόρης», που θα χρησιμοποιούσαν επίσης. Όπως γράφει στο Ημερολόγιό του ο Τομπάζης: «Την 5ην ημέραν μετά το μεσημέρι, εφθάσαμεν εις τον Κόλπον της Κισσάμου και αράξαμεν. Τα στρατεύματα της ξηράς μας εδέχθησαν χαιρετούντες μας με πολλά τουφέκια, τα οποία και ημείς αντιχαιρετίσαμεν με τρία κανόνια». Την επομένη το πρωί 22 Μαΐου, που γίνεται η αποβίβαση με όλους και πάλι τους πανηγυρισμούς, ο Αρμοστής απευθύνει προκήρυξη προς τους αδελφούς Κρήτας και τους στρατιώτες, με την οποία καλεί: «… να ορμήσετε με ευγένειαν φρονήματος κατά των εχθρών, ακολουθούντες με και ψάλλοντας τον φιλελεύθερον Παιάνα: όπως μάλλον αποθανείν βαρβάροις μαχόμενος ή δουλεύση αισχρώς τυράννοις αδίκοις».
Ενώ έρχονται και άλλοι αγωνιστές από άλλες επαρχίες νά προστεθούν στους επαναστάτες και στους άνδρες τού Τομπάζη. Όταν την επομένη ο Τομπάζης καλεί τούς εκπροσώπους τού φρουρίου για να τούς προτείνει αποχώρηση, οι Τούρκοι εντυπωσιάζονται από τη παράταξη οργανωμένου σώματος στρατιωτών και από τούς προμαχώνες (ντάμπιες) πού ετοιμάζονται για τα τηλεβόλα που είχαν φέρει από την Ύδρα. Οι εκπρόσωποι ζητούν διαδοχικές παρατάσεις, με διάφορα προσχήματα αλλά ο Τομπάζης απειλεί θυμωμένος τούς Τούρκους ότι θα διατάξει επίθεση και πολυβολισμό τού φρουρίου, αν δε σταματήσουν να παίζουν με εκείνον, «ένα Υδραίο» όπως είπε, «και αν δεν συμφωνήσουν για αναχώρηση, θα μιλήσουν ετούτα», είπε, δείχνοντας τα κανόνα, ενώ ο Άστιγξ κρατούσε έτοιμη τη θρυαλλίδα να ανάψει. Τότε επέρχεται συμφωνία ότι θα αποχωρήσουν με διάφορους όρους, κυρίως όρο προστασίας των οικογενειών και των πραγμάτων τους και ότι θα μεταφερθούν στα Χανιά με 3 πλοία τής περιοχής τα ναύλα των οποίων θα πληρώσουν οι ίδιοι. Την άλλη μέρα 25η Μαΐου επιβιβάστηκαν γύρω στα 600 άτομα (τόσα είχαν μείνει από τα 1800 πού ήταν αρχικά μέσα ύστερα από τη πανώλη και τις απώλειες από τις συγκρούσεις). Ο Αρμοστής, σύμφωνα με τους όρους, ζήτησε και κράτησε 5 ομήρους, τον Φρούραρχο και από τους Τούρκους προεστούς του Φρουρίου, τον Χατζή Δερβίση Γιαννίτσαριν, τον Εμιναγαδάκην και άλλους δύο, μέχρι να επιστρέψουν οι πλοίαρχοι από τα Χανιά και να βεβαιωθεί ότι έλαβαν τα ναύλα τους. Ύστερα από αίτημά τους, ο Τομπάζης στη μεγαλοθυμία του, άφησε τούς 250 από τούς άνδρες να φύγουν με τα όπλα τους. Ταυτόχρονα έστειλε απόσπασμα πού κατέβασε τη τουρκική σημαία και ύψωσε τήν ελληνική. Στα χέρια των πολιορκητών έπεσαν άθικτες και οι αποθήκες του Φρουρίου με εφόδια και τρόφιμα, όπως και 16 πυροβόλα σε καλή κατάσταση, από τα οποία τα δύο ολλανδικής κατασκευής των 12 λίτρων και μεγάλος αριθμός από πιστόλια, τουφέκια και σπαθιά, που ανήκαν σε στρατιώτες που είχαν πεθάνει από την πανώλη. Όρισε και δύο Επιτροπές, μία για την ασφάλεια και μία για την υγιεινή, κυρίως για το κάψιμο μολυσμένων χώρων και πραγμάτων. Κατευθύνθηκε προς την Κάνδανο. Ύστερα από επταήμερη πολιορκία, οι Σελινιώτες Τούρκοι προσπάθησαν να διαφύγουν ομαδικά προς τα Χανιά, αλλά καταδιωκόμενοι, είχαν πολλές απώλειες. Ακολούθησε η Γενική Συνέλευση στην Αρκούδαινα της Ρεθύμνης, με σύγκληση Εκπροσώπων από όλες τις Επαρχίες και ψήφιση του νέου Πολιτικού Κανονισμού. Όπως και μεγάλη ατυχής μάχη στην Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου και νικητήρια στο Βαρύπετρο Χανίων.
Εν τω μεταξύ, το ελευθερωμένο Φρούριο Καστελίου οργανώνεται, από το οποίο ο Έπαρχος Κισάμου Νικόλαος Καλλέργης (ένας από τους δύο που είχαν συνοδεύσει τον Τομπάζη), αλληλογραφεί με τον αρμοστή και άλλους Επάρχους –περισσότερο με τον Σελίνου Μαρτιμιανό Περάκη– για θέματα του Φρουρίου και των καθηκόντων του. Πληροφορεί δε τον αρμοστή για προσπάθεια των Χανιωτών Τούρκων να στείλουν εφόδια και τροφές προς τους στερούμενος και πιεζόμενους Τούρκους του Φρουρίου της Γραμπούσας.
Προς το τέλος του χρόνου, από τα τέλη Δεκεμβρίου 1823 μέχρι τέλη Ιανουαρίου 1824, ξαναβρίσκουμε τον Τομπάζη στο Καστέλι. Από εκεί επικυρώνει οικονομικές πράξεις των Επάρχων, απευθύνει οργανωτικές οδηγίες και υπόσχεται στις Επαρχίες βοήθεια, τροφές και εφόδια. Σε όλους παραγγέλλει ομόνοια και βεβαιώνει για βοήθεια από την Πελοπόννησο. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα στην Γραμπούσα, της 12ης Δεκεμβρίου 1823, γράφει στην Κεντρική Διοίκηση, ζητώντας της να αντιληφθεί την κρισι-μότητα της κατάστασης: «Η ελπίς του να κυριεύσωμεν τον Γραμβούσαν», έγραφε, «και να υποστηριχθώμεν εις αυτήν, απέτυχε με φθοράν μείζονα των ημετέρων… Ο Χουσεΐν βέης μένει ανενόχλητος, στρατοπεδευμένος εις Αυλοπόταμον…». Αποστέλλει δε και δραματική επιστολή προς το Εκτελεστικό από τη Κίσαμο, συγκεκριμένα από τα Καμισιανά, την 27η Ιανουαρίου 1824, ζητώντας αποστολή πλοίων από το Εκτελεστικό, καταλήγοντας: «Πολλά λυπούμαι τούτον τον ωραίον τόπον, και βεβαιωθείτε ότι τίποτε δεν είναι η Πελοπόννησος έμπροσθεν της Κρήτης».
Από τις 2 Μαρτίου, ο Τομπάζης αποσύρεται, ύστερα από την αιγυπτιακή πλημμυρίδα και εξάπλωση, με την «Τερψιχόρη», στο Λουτρό Σφακίων. Με νέες εκκλήσεις στην Κεντρική Διοίκηση, ενώ στέλνει και 50.000 γρόσια από έρανο, για την αποστολή 25 πλοίων. Και στις 6 Απριλίου ανακοινώνει με προκήρυξη την αναχώρησή του και εύχεται εις τους Κρήτας να μην εγκαταλείψουν τα όπλα και ότι η Ελλάδα «δεν θέλει σας εγκαταλείψει».
Ενώ στα καράβια που τελικά ήρθαν ανεβαίνουν ομαδικά μαχητές και γυναικόπαιδα για να καταφύγουν όπως-όπως στην Πελοπόννησο.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι αυτές οι μοναδικές πληροφορίες από την αλληλογραφία του Τομπάζη και του Επάρχου, προέρχονται από το Ιστορικό Αρχείο και από τον Τόμο ΚΡΗΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ 1821-1830< που επιμελήθηκαν το 1974 ο Καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης και η τότε Προϊσταμένη κυρία Ανθούλα Παπαδάκη.
Αγώνας για εδραίωση αγωνιστών στα Φρούρια Κισάμου και Γραμπούσας – Η Ζωή στο Φρούριο Κισάμου 1828-1830
Αποτιμώντας, πάντως, γενικότερα το ιστορικό της 25ης Μαΐου 1823 και τα αποτελέσματα της αποστολής Τομπάζη, μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε εμβληματική και ιστορική επιχείρηση, γιατί αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστική επιχειρησιακή σύμπραξη μεταξύ Κεντρικής Διοίκησης και Κρητικής Επανάστασης, που αναθάρρησε τους αγωνιστές και ανύψωσε το ηθικό τους. Παρά τις διαδοχικές περιπέτειες και ανατροπές, η Ελευθέρωση του Φρουρίου Κισάμου δημιούργησε το πρώτο ρήγμα σε μια μακρόχρονη κατάκτηση και έδινε τη γεύση μιας πρώτης εφτάχρονης ελευθερίας, στο μικρό, αλλά στρατηγικό χώρο των δύο Φρουρίων.
Η κατάληψη του Καστελλίου, εκτός από τον ενθουσιασμό που εγέννησε, στερέωσε και την αυτοπεποίθηση, τόσο των επαναστατών, όσο και της Κεντρικής Διοίκησης, ότι τα φρούρια δεν είναι απόρθητα. Ο αγώνας για τα φρούρια (ιδιαίτερα στην περίπτωσή μας εκείνα της Κισάμου και της Γραμπούσας) υπήρξε πεισματώδης και συνεχής. Στον αγώνα αυτόν, όλοι αναγνωρίζουν τον αποφασιστικό ρόλο των Μεσογειανών, που γνώριζαν τα Φρούρια, ιδιαίτερα δε την επιμονή του Μαυράκη για την άλωση της Γραμπούσας, που παρακολουθούσε μαζί με τον Αρετά, τους Δειχτάκηδες και τον Χαραλάμπη από το Καστέλλι και ειδοποίησε την κρητική ηγεσία και την Κεντρική Διοίκηση στην Πελοπόννησο την κατάλληλη ώρα. Το Φρούριο της Κισάμου ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1824, ξανά από τους αγωνιστές τον Αύγουστο του 1825, μαζί με την Γραμπούσα, για να ανακαταληφθεί και πάλι σε λίγες μέρες από τους Τούρκους.
Όταν αργότερα, τον Αύγουστο του 1828 πλέον, επεκτείνεται ο κλεφτοπόλεμος στην Κρήτη και όταν οι επαναστάτες, σε πολύωρες κανονικές μάχες σημειώνουν διαδοχικές επιτυχίες στη Μαλάξα, στα Νεροκούρου, στο Θέρισσο και στους Λάκκους, τόσον κατατρομάζουν οι Σελινιώτες και Κισαμίτες Τούρκοι, που αποσύρονται μόνοι τους στο Φρούριο της Κυδωνίας, αφήνοντας ελεύθερο και πάλι το Φρούριο της Κισάμου.
Tό φρούριο επισκευάστηκε και εξοπλίστηκε με κανόνι με τη προσωπική φροντίδα τού ίδιου τού Καποδίστρια, ο οποίος έδοσε εντολή στον φρούραρχο της Γραμπούσας να αποστείλει απόσπασμα στο φρούριο «διά την ευταξίαν τόσον τής πόλεως αλλά και των άλλων επαρχιών». Το φρούριο διαθέτει Δημογεροντία, φιλοξενεί μάλιστα καί τίς Δημογεροντίες Κυδωνίας και Σελίνου διαθέτει αλληλοδιδακτικό σχολείο, καζέρμα, δηλαδη στρατόπεδο, εκκλησία πού επισκεύασαν και έβαλαν εικόνες (σε ένα έγγραφο υπογράφει ο παπά Ιωάννης ο εφημέριος. Θα πρόκειται μάλλον για τον παπά Γιάννη Αννουσάκη, για τον οποίον έχει γράψει ο Γιάννης Αννουσάκης ο ζωγράφος), υπάρχει επίσης ένα μπακάλικο, ένας φούρνος και ένα καφενείο. Ένα έγγραφο των Κισαμιτών υπογράφεται από 123 άντρες, οπότε συμπεραίνεται ότι μαζί με τις οικογένειες, στο Φρούριο πρέπει να βρίσκονταν 500 περίπου ψυχές. Οι σχέσεις τους με τον Φρούραρχο της Γραμπούσας Χάιν ήταν διαταραγμένες. Ενώ στις 9 Δεκεμβρίου 1828, με επιστολή τους προς τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, ζητούν την απελευθέρωση και επιείκεια για τον συνεπαρχιώτη τους Αρχηγό Μαρτιμιανό Περάκη, που κατηγορήθηκε για πειρατεία (ο λόγος της διαμάχης τους και με το Φρούραρχο Χάιν, τον οποίον θεωρούν υπεύθυνο για τις κατηγορίες κατά του Περάκη) και επικαλούνται όλους τους αγώνες και τις θυσίες του Μαρτιμιανού Περάκη, τόσο στην Κρήτη όσο και στην Πελοπόννησο.
Στή συνέχεια, αποκτά δική του τοπική φρουρά και φρούραρχο τό Μεσογειανό αρχηγό Μανώλη Δεικτάκη. Από το λιμάνι του Καστελλιού, σκάλωμα όπως έλεγαν το λιμάνι στη γλώσσα τής εποχής, εξάγονται όλα τά λάδια της Κισάμου και της Κυδωνίας όπως και κάστανα και μετάξι και από τα έσοδα στηρίζεται το κρητικό Συμβούλιο, οι κρήτες πληρεξούσιοι καί ο αγώνας. Παράδειγμα όταν το κρητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αγοράσει 50 άλογα για το ιππικό Κρήτης ζήτησε από τη Δημογεροντία της Κισάμου νά δώσει για το σκοπό αυτό 50.000 γρόσια, όπως επίσης πλήρωσε 3.970 γρόσια για τούς πληρεξουσίους της Κρήτης στη Πελοπόννησο. Κατά τον Οκτώβριο του 1829, η Επιτροπή για τις Δυτικές Επαρχίες, που είχε συστήσει το Κρητικό Συμβούλιο στις Μαργαρίτες Ρεθύμνης «…ήλθε στο Καστέλλι Κισάμου, εξέλεγξε την γενική Δημογεροντία, παρέλαβε όσα χρήματα ευρέθηκαν και εξώδευσαν εις τας ανάγκας του στρατού. Επώλησε δε διά δημοπρασίας τουρ-κικά μαγαζεία και νερομύλους», όπως γράφει ο επικεφαλής της Επιτροπής των Δυτικών Επαρχιών Φραγκίσκος Λιμπρίτης. Σε μια αναφορά του, εξάλλου, προς τον Καποδίστρια, ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, στις 18 Ιανουαρίου 1829, βλέπει: «… εις την Κίσαμον μικράν ευταξίαν, τουλάχιστον τα εισοδήματα του σκαλώματος της Κισάμου συνάζονται τακτικώς πως από τους εμπόρους, από τα οποία σχεδόν και κρατούνται τα περισσότερα έξοδα της Κρήτης… Οπλισμένους έχει η Επαρχία έως 800, οπλαρχηγός είναι ο Γεώργιος Δρακωνιανός, προς τον οποίον υπάγονται οι μικρότεροι της Επαρχίας ταύτης οπλαρχηγοί», καταλήγει ο Αντωνιάδης. Ενώ λοιπόν το Φρούριο της Κισάμου φαίνεται να ζει κάτω από τή σκιά της φημισμένης Γραμπούσας, εν τούτοις είναι και εκείνο ελεύθερο αλλά πιο οργανωμένο και με πιό ομαλές συνθήκες διαβίωσης, συνεισφέρει δε και σημαντικά και στις χρηματικές ανάγκες του Αγώνα, σύμφωνα και με τις πληροφορίες αυτές που μας έδωσε ο ειδικός ιστορικός ερευνητής Μανώλης Βουρλιώτης από τα Αρχεία τού Κράτους και την αλληλογραφία τής Δημογεροντίας, στο πρώτο ιστορικό συνέδριο για την Κίσαμο τον Οκτώβριο τού 2016, που διηύθυνε η Ζαχαρένια Σημανδηράκη και ο δρ. Κώστας Ζορμπάς, Δ/ντής τής ΟΑΚ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αργότερα, το 1830, με τον αποκλεισμό της Κρήτης από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, οι απελπισμένοι αγωνιστές, στα διαβήματά τους προς τη Γερουσία στην Πελοπόννησο και προς τις Δυνάμεις, από την τελευταία Συνέλευση στις Μαργαρίτες της Ρεθύμνης, επικαλούνται επανειλημμένα την ελευθέρωση των Φρουρίων Κισάμου και Γραμπούσας. Συγκεκριμένα ανέφεραν ότι «κατέχουν δύο φρούρια, της Γραμβούσης και της Κισάμου και όλο το έδαφος της Κρήτης, οι δε Τούρκοι πολιορκούνται στενώς εις τα Φρούρια. Η απόκτηση των δύο Φρουρίων από τα όπλα μας και ο αρχίσας και πάλιν τότε ενεργητικός πόλεμος, απήλλαξε τους ανδρείους μας από τον όλεθρον, έθεσε δε και πάλιν νέαν βάσιν εις τα επιχειρήματά μας».
Την πραγματική και πιο αντικειμενική εικόνα των κατακτήσεων του Κρητικού Αγώνα, την ώρα του Πρωτοκόλλου για το νέο κράτος (1830) έδωσε ο Άγγλος περιηγητής Robert Pashley, που είχε ταξιδέψει και περιγράψει την Κρήτη το 1834: «Οι Χριστιανοί θερίσαν τα γεννήματά τους το 1828 και 1829 χωρίς καθόλου να παρενοχλούνται από τους Τούρκους, οι οποίοι αφού είχαν υποχρεωθεί να κλειστούν μέσα στα φρούριά τους, έμελλαν σύντομα με όλη την πιθανότητα να εγκαταλείψουν την Κρήτη, ή αν έμεναν στην Κρήτη, να πεθάνουν, αν οι τρεις Δυνάμεις δεν αποφάσιζαν ότι η Κρήτη πρέπει να ενωθεί με την Αίγυπτο, υπό την Διοίκηση του Μεχμέτ Αλή και αν δεν κοινοποιούσαν την απόφασή τους αυτή στον χριστιανικό λαό».
Το πόσο προσχηματική όμως ήταν όλη η δικαιολογία των τριών Δυνάμεων, σύμφωνα με την οποία η κατοχή των Φρουρίων από τους επαναστάτες αποτελεί προϋπόθεση για συμπερίληψη στο Νέο Κράτος, φαίνεται από το γεγονός ότι η μισή Αττική και η Εύβοια ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή όταν ανακοινώθηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830. Και τα τουρκοκρατούμενα φρούρια Αθήνας, Καραμπαμπά Ευβοίας, Χαλκίδας, Καρύστου και Λαμίας, παραδόθηκαν στους Έλληνες τρία χρόνια αργότερα, το 1833, αφού ήρθε ο Όθωνας από το Ναύπλιο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Μανώλης Τομπάζης – Πολύτιμος, πιστός αρωγός της Κρητικής Επανάστασης μέχρι το τέλος
Με την επιχείρηση, τέλος, της 25ης Μαΐου 1823, η Κρήτη –και όχι μόνο το Φρούριο Κισάμου– κερδίζει έναν πολύτιμο και για τα επόμενα χρόνια φίλο και σύμμαχο, στο πρόσωπο του Μανώλη Τομπάζη. Είναι ο άνθρωπος της Κρήτης, στον οποίο απευθύνεται το Κρητικό Συμβούλιο, η Επιτροπή της Γραμπούσας, για το αιώνιο πρόβλημα βοήθειας, εφοδίων, τροφίμων, όπλων, αλλά και η Κεντρική Διοίκηση τον θεωρεί ως τον ειδικό σύμβουλο για την Κρήτη και τον χρησιμοποιεί σε ειδικές αποστολές.
Ο Τομπάζης, βέβαια, όπως και άλλοι Αρμοστές και Εκπρόσωποι, δεν απέφυγε τις κριτικές και τα παράπονα από την κρητική πλευρά. Γιατί άφησε Κισαμίτες και Σελινιώτες Τούρκους να μπουν στον Φρούριο Χανίων, ενώ από τα κατακτημένα Φρούρια της Πελοποννήσου, τους έστειλαν στην Μικρά Ασία; Γιατί δεν κατέλαβε αμέσως την Γραμπούσα, παρά αναχώρησε για Κάνδανο; Γιατί οργάνωσε τη Συνέλευση στην Αρκούδαινα, για Πολιτικό Κανονισμό σε στιγμή ανάγκης για μάχη και όχι για Συνελεύσεις; Γιατί, αγνοώντας την τοπική ψυχολογία, τίμησε περισσότερο τους Πανωμερίτες (Σφακιανούς) και εχόλωσε τους Κατωμερίτες; Είναι γεγονός, πως και ο Κριτοβουλίδης υπήρξε αυστηρός μαζί του, αν και ειδικότερα προς το τέλος των Απομνημονευμάτων του, αναγνωρίζει στον Τομπάζη πατριωτισμό και καλές προθέσεις.
Ο εγγονός του Τομπάζη, Ιάκωβος, σε βιβλίο που έγραψε το 1902, υπερασπίζεται τον παππού του Μανώλη, λέγοντας ότι σκοπός της Συνέλευσης στην Αρκούδαινα, δεν ήταν τόσο η ψήφιση του Κανονισμού, όσο η συμφιλίωση των Κρητικών Αρχηγών, γιατί επικρατούσε μεγάλη διαμάχη μεταξύ τους. Αυτό είναι αλήθεια, γιατί υπήρχε πραγματικά μεγάλη διάσταση μεταξύ Σφακιανών και Κατωμεριτών, που δεν την προκάλεσε ο Τομπάζης. Προϋπήρχε. Ο δε Κριτοβουλίδης, στην οργή του και στην προσπάθειά του να ανασκευάσει όσα κακόβουλα και εχθρικά κατά των κρητικών γεγονότων είχε γράψει ο Σπύρος Τρικούπης στην Ιστορία του, παρασύρθηκε, κατηγορώντας και τον Τομπάζη στις απαντήσεις του. Και αυτό έχει βάση αλήθειας. Γιατί πραγματικά, ο Σπύρος Τρικούπης στην Ιστορία του, κρατά συνεχώς αντικρητική θέση, υποχρεώνοντας τόσο τον Κριτοβουλίδη, αλλά και άλλους ιστορικούς, όπως ο Ψιλλάκης στην Ιστορία του, να τον αντικρούσουν, βαθύτατα ενοχλημένοι. Ο εγγονός Ιάκωβος, απάντησε δε και σε Υδραίους πολιτικούς αντιπάλους του Τομπάζη, που ισχυρίζονταν ότι ο Τομπάζης επωφελήθηκε οικονομικά από την εκστρατεία στην Κρήτη, έφερε αποδείξεις ότι από το δάνειο των 30.000 που είχε δώσει, «υφίσταται ακόμη χρέος 8.544,30 ανεγνωρισμένον δι’ επισήμων εγγράφων της τότε Ελληνικής Κυβερνήσεως».
Ανεξάρτητα, πάντως, από οποιαδήπτε κριτική, ο Τομπάζης απέδειξε ότι ήταν πατριώτης, ειλικρινής φίλος και προσπαθούσε πάντα να βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις, παρά τις αντιξοότητες και τις αντιδράσεις των πολιτικών του αντιπάλων μέσα στην Ύδρα. Τούτο μαρτυρεί και η εύγλωττη αλληλογραφία μεταξύ Τομπάζη και Κρητών Κρήτης ή Κρητών Πελοποννήσου, που δημοσίευσε ο εγγονός του Ιάκωβος, το 1902, στην Αθήνα.
Ένα παράδειγμα από την αλληλογραφία της Επιτροπής της Γραμπούσας με τον Τομπάζη, είναι τα μόνιμα αιτήματα βοήθειας, όπως στην επιστολή της 24ης Απριλίου 1827: «Ολοέν κοινολογούν οι Τούρκοι ότι θα ανέλθουν εις Γραμπούσαν, και αν τω όντι στοχάζονται με τα σωστά των δεν θα περάσουν πλέον πολλαί ημέραι, όθεν σας παρακαλούμεν αύθις να μας προβλέψετε διά τον θεόν εγκαίρως από τροφάς, διότι υστερούμεθα μεγάλως και αλλού δεν ελπίζομεν παρά εις την ευγένειάν σας». Σε επιστολή του δε ο Τομπάζης από τον Πόρο, την 30η Απριλίου 1827, γράφει προς την Διευθυντική Επιτροπή της Νήσου Κρήτης στην Γραμπούσα: «Σας εξαποστέλλω διά του ημετέρου κυρίου Παράσχου και με τη γολέτα του Μουτζαξή κοιλά σιτάρι χίλια πεντακόσια και είκοσι πέντε λίμαις μολύβδου, τα δε έξοδα της αυτής γολέτας γροσια τετρακόσια επλήρωσα».
Ως μέλος της Τριμελούς Επιτροπής, που μαζί με τον Μιαούλη και τον Ελβετό φιλέλληνα γιατρό Ghoss, που διαχειριζόταν τη βοήθεια που έστελναν τα Ευρωπαϊκά Φιλελληνικά Κομιτάτα, είχε την ευχέρεια για βοήθεια σημαντική, επίσης, πάντα νουθετούσε, συμβούλευε και ενημέρωνε τους Κρητικούς. Ο δε Καποδίστριας τον είχε στείλει για σχετικές αποστολές στη Γραμπούσα και στην Αλμυρίδα, όταν είχαν αρχίσει να συζητούνται τα μέτρα ανακωχής με τους Τούρκους. Σε κάθε δε ευκαιρία, εξοικονομούσε όπλα, τροφές, αλλά και χρήματα για τον Αγώνα στην Κρήτη. Με αφετηρία την κατάληψη της Κισάμου, λοιπόν, η Κρήτη είχε αποκτήσει έναν πολύτιμο, ειλικρινή και χρησιμότατο και, όπως αποδείχτηκε, μοναδικό φίλο τα υπόλοιπα χρόνια του Αγώνα.
Είναι γεγονός βέβαια, ότι τόσο η βοήθεια του Τομπάζη για την Κρήτη, όσο και οι θυσίες των Κρητικών, δεν ευοδώθηκαν το 1830, με την ίδρυση του Νέου Κράτους. Λόγω των προ πολλού ειλημμένων ήδη αποφάσεων των τριών Δυνάμεων, για μη συμπερίληψη της Κρήτης στο νέο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος. Για το θέμα αυτό, θα μπορούσε να οργανωθεί ένα ολόκληρο Συνέδριο από το Ιστορικό Αρχείο. Για τα διπλωματικά παρασκήνια, όχι μόνο του αποκλεισμού της Κρήτης, αλλά και για το διπλωματικό παρασκήνιο της Ελληνικής Επανάστασης, δεν ακούστηκε τίποτα κατά τους εορτασμούς της Επετείου, το 2021.
Προς το τέλος του χρόνου, από τα τέλη Δεκεμβρίου 1823 μέχρι τέλη Ιανουαρίου 1824, ξαναβρίσκουμε τον Τομπάζη στο Καστέλι. Από εκεί επικυρώνει οικονομικές πράξεις των Επάρχων, απευθύνει οργανωτικές οδηγίες και υπόσχεται στις Επαρχίες βοήθεια, τροφές και εφόδια. Σε όλους παραγγέλλει ομόνοια και βεβαιώνει για βοήθεια από την Πελοπόννησο. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα στην Γραμπούσα, της 12ης Δεκεμβρίου 1823, γράφει στην Κεντρική Διοίκηση, ζητώντας της να αντιληφθεί την κρισι-μότητα της κατάστασης: «Η ελπίς του να κυριεύσωμεν τον Γραμβούσαν», έγραφε, «και να υποστηριχθώμεν εις αυτήν, απέτυχε με φθοράν μείζονα των ημετέρων… Ο Χουσεΐν βέης μένει ανενόχλητος, στρατοπεδευμένος εις Αυλοπόταμον…». Αποστέλλει δε και δραματική επιστολή προς το Εκτελεστικό από τη Κίσαμο, συγκεκριμένα από τα Καμισιανά, την 27η Ιανουαρίου 1824, ζητώντας αποστολή πλοίων από το Εκτελεστικό, καταλήγοντας: «Πολλά λυπούμαι τούτον τον ωραίον τόπον, και βεβαιωθείτε ότι τίποτε δεν είναι η Πελοπόννησος έμπροσθεν της Κρήτης».
Από τις 2 Μαρτίου, ο Τομπάζης αποσύρεται, ύστερα από την αιγυπτιακή πλημμυρίδα και εξάπλωση, με την «Τερψιχόρη», στο Λουτρό Σφακίων. Με νέες εκκλήσεις στην Κεντρική Διοίκηση, ενώ στέλνει και 50.000 γρόσια από έρανο, για την αποστολή 25 πλοίων. Και στις 6 Απριλίου ανακοινώνει με προκήρυξη την αναχώρησή του και εύχεται εις τους Κρήτας να μην εγκαταλείψουν τα όπλα και ότι η Ελλάδα «δεν θέλει σας εγκαταλείψει».
Ενώ στα καράβια που τελικά ήρθαν ανεβαίνουν ομαδικά μαχητές και γυναικόπαιδα για να καταφύγουν όπως-όπως στην Πελοπόννησο.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι αυτές οι μοναδικές πληροφορίες από την αλληλογραφία του Τομπάζη και του Επάρχου, προέρχονται από το Ιστορικό Αρχείο και από τον Τόμο ΚΡΗΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ 1821-1830< που επιμελήθηκαν το 1974 ο Καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης και η τότε Προϊσταμένη κυρία Ανθούλα Παπαδάκη.
Αγώνας για εδραίωση αγωνιστών στα Φρούρια Κισάμου και Γραμπούσας – Η Ζωή στο Φρούριο Κισάμου 1828-1830
Αποτιμώντας, πάντως, γενικότερα το ιστορικό της 25ης Μαΐου 1823 και τα αποτελέσματα της αποστολής Τομπάζη, μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε εμβληματική και ιστορική επιχείρηση, γιατί αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστική επιχειρησιακή σύμπραξη μεταξύ Κεντρικής Διοίκησης και Κρητικής Επανάστασης, που αναθάρρησε τους αγωνιστές και ανύψωσε το ηθικό τους. Παρά τις διαδοχικές περιπέτειες και ανατροπές, η Ελευθέρωση του Φρουρίου Κισάμου δημιούργησε το πρώτο ρήγμα σε μια μακρόχρονη κατάκτηση και έδινε τη γεύση μιας πρώτης εφτάχρονης ελευθερίας, στο μικρό, αλλά στρατηγικό χώρο των δύο Φρουρίων.
Η κατάληψη του Καστελλίου, εκτός από τον ενθουσιασμό που εγέννησε, στερέωσε και την αυτοπεποίθηση, τόσο των επαναστατών, όσο και της Κεντρικής Διοίκησης, ότι τα φρούρια δεν είναι απόρθητα. Ο αγώνας για τα φρούρια (ιδιαίτερα στην περίπτωσή μας εκείνα της Κισάμου και της Γραμπούσας) υπήρξε πεισματώδης και συνεχής. Στον αγώνα αυτόν, όλοι αναγνωρίζουν τον αποφασιστικό ρόλο των Μεσογειανών, που γνώριζαν τα Φρούρια, ιδιαίτερα δε την επιμονή του Μαυράκη για την άλωση της Γραμπούσας, που παρακολουθούσε μαζί με τον Αρετά, τους Δειχτάκηδες και τον Χαραλάμπη από το Καστέλλι και ειδοποίησε την κρητική ηγεσία και την Κεντρική Διοίκηση στην Πελοπόννησο την κατάλληλη ώρα. Το Φρούριο της Κισάμου ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1824, ξανά από τους αγωνιστές τον Αύγουστο του 1825, μαζί με την Γραμπούσα, για να ανακαταληφθεί και πάλι σε λίγες μέρες από τους Τούρκους.
Όταν αργότερα, τον Αύγουστο του 1828 πλέον, επεκτείνεται ο κλεφτοπόλεμος στην Κρήτη και όταν οι επαναστάτες, σε πολύωρες κανονικές μάχες σημειώνουν διαδοχικές επιτυχίες στη Μαλάξα, στα Νεροκούρου, στο Θέρισσο και στους Λάκκους, τόσον κατατρομάζουν οι Σελινιώτες και Κισαμίτες Τούρκοι, που αποσύρονται μόνοι τους στο Φρούριο της Κυδωνίας, αφήνοντας ελεύθερο και πάλι το Φρούριο της Κισάμου.
Tό φρούριο επισκευάστηκε και εξοπλίστηκε με κανόνι με τη προσωπική φροντίδα τού ίδιου τού Καποδίστρια, ο οποίος έδοσε εντολή στον φρούραρχο της Γραμπούσας να αποστείλει απόσπασμα στο φρούριο «διά την ευταξίαν τόσον τής πόλεως αλλά και των άλλων επαρχιών». Το φρούριο διαθέτει Δημογεροντία, φιλοξενεί μάλιστα καί τίς Δημογεροντίες Κυδωνίας και Σελίνου διαθέτει αλληλοδιδακτικό σχολείο, καζέρμα, δηλαδη στρατόπεδο, εκκλησία πού επισκεύασαν και έβαλαν εικόνες (σε ένα έγγραφο υπογράφει ο παπά Ιωάννης ο εφημέριος. Θα πρόκειται μάλλον για τον παπά Γιάννη Αννουσάκη, για τον οποίον έχει γράψει ο Γιάννης Αννουσάκης ο ζωγράφος), υπάρχει επίσης ένα μπακάλικο, ένας φούρνος και ένα καφενείο. Ένα έγγραφο των Κισαμιτών υπογράφεται από 123 άντρες, οπότε συμπεραίνεται ότι μαζί με τις οικογένειες, στο Φρούριο πρέπει να βρίσκονταν 500 περίπου ψυχές. Οι σχέσεις τους με τον Φρούραρχο της Γραμπούσας Χάιν ήταν διαταραγμένες. Ενώ στις 9 Δεκεμβρίου 1828, με επιστολή τους προς τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, ζητούν την απελευθέρωση και επιείκεια για τον συνεπαρχιώτη τους Αρχηγό Μαρτιμιανό Περάκη, που κατηγορήθηκε για πειρατεία (ο λόγος της διαμάχης τους και με το Φρούραρχο Χάιν, τον οποίον θεωρούν υπεύθυνο για τις κατηγορίες κατά του Περάκη) και επικαλούνται όλους τους αγώνες και τις θυσίες του Μαρτιμιανού Περάκη, τόσο στην Κρήτη όσο και στην Πελοπόννησο.
Στή συνέχεια, αποκτά δική του τοπική φρουρά και φρούραρχο τό Μεσογειανό αρχηγό Μανώλη Δεικτάκη. Από το λιμάνι του Καστελλιού, σκάλωμα όπως έλεγαν το λιμάνι στη γλώσσα τής εποχής, εξάγονται όλα τά λάδια της Κισάμου και της Κυδωνίας όπως και κάστανα και μετάξι και από τα έσοδα στηρίζεται το κρητικό Συμβούλιο, οι κρήτες πληρεξούσιοι καί ο αγώνας. Παράδειγμα όταν το κρητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αγοράσει 50 άλογα για το ιππικό Κρήτης ζήτησε από τη Δημογεροντία της Κισάμου νά δώσει για το σκοπό αυτό 50.000 γρόσια, όπως επίσης πλήρωσε 3.970 γρόσια για τούς πληρεξουσίους της Κρήτης στη Πελοπόννησο. Κατά τον Οκτώβριο του 1829, η Επιτροπή για τις Δυτικές Επαρχίες, που είχε συστήσει το Κρητικό Συμβούλιο στις Μαργαρίτες Ρεθύμνης «…ήλθε στο Καστέλλι Κισάμου, εξέλεγξε την γενική Δημογεροντία, παρέλαβε όσα χρήματα ευρέθηκαν και εξώδευσαν εις τας ανάγκας του στρατού. Επώλησε δε διά δημοπρασίας τουρ-κικά μαγαζεία και νερομύλους», όπως γράφει ο επικεφαλής της Επιτροπής των Δυτικών Επαρχιών Φραγκίσκος Λιμπρίτης. Σε μια αναφορά του, εξάλλου, προς τον Καποδίστρια, ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, στις 18 Ιανουαρίου 1829, βλέπει: «… εις την Κίσαμον μικράν ευταξίαν, τουλάχιστον τα εισοδήματα του σκαλώματος της Κισάμου συνάζονται τακτικώς πως από τους εμπόρους, από τα οποία σχεδόν και κρατούνται τα περισσότερα έξοδα της Κρήτης… Οπλισμένους έχει η Επαρχία έως 800, οπλαρχηγός είναι ο Γεώργιος Δρακωνιανός, προς τον οποίον υπάγονται οι μικρότεροι της Επαρχίας ταύτης οπλαρχηγοί», καταλήγει ο Αντωνιάδης. Ενώ λοιπόν το Φρούριο της Κισάμου φαίνεται να ζει κάτω από τή σκιά της φημισμένης Γραμπούσας, εν τούτοις είναι και εκείνο ελεύθερο αλλά πιο οργανωμένο και με πιό ομαλές συνθήκες διαβίωσης, συνεισφέρει δε και σημαντικά και στις χρηματικές ανάγκες του Αγώνα, σύμφωνα και με τις πληροφορίες αυτές που μας έδωσε ο ειδικός ιστορικός ερευνητής Μανώλης Βουρλιώτης από τα Αρχεία τού Κράτους και την αλληλογραφία τής Δημογεροντίας, στο πρώτο ιστορικό συνέδριο για την Κίσαμο τον Οκτώβριο τού 2016, που διηύθυνε η Ζαχαρένια Σημανδηράκη και ο δρ. Κώστας Ζορμπάς, Δ/ντής τής ΟΑΚ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αργότερα, το 1830, με τον αποκλεισμό της Κρήτης από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, οι απελπισμένοι αγωνιστές, στα διαβήματά τους προς τη Γερουσία στην Πελοπόννησο και προς τις Δυνάμεις, από την τελευταία Συνέλευση στις Μαργαρίτες της Ρεθύμνης, επικαλούνται επανειλημμένα την ελευθέρωση των Φρουρίων Κισάμου και Γραμπούσας. Συγκεκριμένα ανέφεραν ότι «κατέχουν δύο φρούρια, της Γραμβούσης και της Κισάμου και όλο το έδαφος της Κρήτης, οι δε Τούρκοι πολιορκούνται στενώς εις τα Φρούρια. Η απόκτηση των δύο Φρουρίων από τα όπλα μας και ο αρχίσας και πάλιν τότε ενεργητικός πόλεμος, απήλλαξε τους ανδρείους μας από τον όλεθρον, έθεσε δε και πάλιν νέαν βάσιν εις τα επιχειρήματά μας».
Την πραγματική και πιο αντικειμενική εικόνα των κατακτήσεων του Κρητικού Αγώνα, την ώρα του Πρωτοκόλλου για το νέο κράτος (1830) έδωσε ο Άγγλος περιηγητής Robert Pashley, που είχε ταξιδέψει και περιγράψει την Κρήτη το 1834: «Οι Χριστιανοί θερίσαν τα γεννήματά τους το 1828 και 1829 χωρίς καθόλου να παρενοχλούνται από τους Τούρκους, οι οποίοι αφού είχαν υποχρεωθεί να κλειστούν μέσα στα φρούριά τους, έμελλαν σύντομα με όλη την πιθανότητα να εγκαταλείψουν την Κρήτη, ή αν έμεναν στην Κρήτη, να πεθάνουν, αν οι τρεις Δυνάμεις δεν αποφάσιζαν ότι η Κρήτη πρέπει να ενωθεί με την Αίγυπτο, υπό την Διοίκηση του Μεχμέτ Αλή και αν δεν κοινοποιούσαν την απόφασή τους αυτή στον χριστιανικό λαό».
Το πόσο προσχηματική όμως ήταν όλη η δικαιολογία των τριών Δυνάμεων, σύμφωνα με την οποία η κατοχή των Φρουρίων από τους επαναστάτες αποτελεί προϋπόθεση για συμπερίληψη στο Νέο Κράτος, φαίνεται από το γεγονός ότι η μισή Αττική και η Εύβοια ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή όταν ανακοινώθηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830. Και τα τουρκοκρατούμενα φρούρια Αθήνας, Καραμπαμπά Ευβοίας, Χαλκίδας, Καρύστου και Λαμίας, παραδόθηκαν στους Έλληνες τρία χρόνια αργότερα, το 1833, αφού ήρθε ο Όθωνας από το Ναύπλιο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Μανώλης Τομπάζης – Πολύτιμος, πιστός αρωγός της Κρητικής Επανάστασης μέχρι το τέλος
Με την επιχείρηση, τέλος, της 25ης Μαΐου 1823, η Κρήτη –και όχι μόνο το Φρούριο Κισάμου– κερδίζει έναν πολύτιμο και για τα επόμενα χρόνια φίλο και σύμμαχο, στο πρόσωπο του Μανώλη Τομπάζη. Είναι ο άνθρωπος της Κρήτης, στον οποίο απευθύνεται το Κρητικό Συμβούλιο, η Επιτροπή της Γραμπούσας, για το αιώνιο πρόβλημα βοήθειας, εφοδίων, τροφίμων, όπλων, αλλά και η Κεντρική Διοίκηση τον θεωρεί ως τον ειδικό σύμβουλο για την Κρήτη και τον χρησιμοποιεί σε ειδικές αποστολές.
Ο Τομπάζης, βέβαια, όπως και άλλοι Αρμοστές και Εκπρόσωποι, δεν απέφυγε τις κριτικές και τα παράπονα από την κρητική πλευρά. Γιατί άφησε Κισαμίτες και Σελινιώτες Τούρκους να μπουν στον Φρούριο Χανίων, ενώ από τα κατακτημένα Φρούρια της Πελοποννήσου, τους έστειλαν στην Μικρά Ασία; Γιατί δεν κατέλαβε αμέσως την Γραμπούσα, παρά αναχώρησε για Κάνδανο; Γιατί οργάνωσε τη Συνέλευση στην Αρκούδαινα, για Πολιτικό Κανονισμό σε στιγμή ανάγκης για μάχη και όχι για Συνελεύσεις; Γιατί, αγνοώντας την τοπική ψυχολογία, τίμησε περισσότερο τους Πανωμερίτες (Σφακιανούς) και εχόλωσε τους Κατωμερίτες; Είναι γεγονός, πως και ο Κριτοβουλίδης υπήρξε αυστηρός μαζί του, αν και ειδικότερα προς το τέλος των Απομνημονευμάτων του, αναγνωρίζει στον Τομπάζη πατριωτισμό και καλές προθέσεις.
Ο εγγονός του Τομπάζη, Ιάκωβος, σε βιβλίο που έγραψε το 1902, υπερασπίζεται τον παππού του Μανώλη, λέγοντας ότι σκοπός της Συνέλευσης στην Αρκούδαινα, δεν ήταν τόσο η ψήφιση του Κανονισμού, όσο η συμφιλίωση των Κρητικών Αρχηγών, γιατί επικρατούσε μεγάλη διαμάχη μεταξύ τους. Αυτό είναι αλήθεια, γιατί υπήρχε πραγματικά μεγάλη διάσταση μεταξύ Σφακιανών και Κατωμεριτών, που δεν την προκάλεσε ο Τομπάζης. Προϋπήρχε. Ο δε Κριτοβουλίδης, στην οργή του και στην προσπάθειά του να ανασκευάσει όσα κακόβουλα και εχθρικά κατά των κρητικών γεγονότων είχε γράψει ο Σπύρος Τρικούπης στην Ιστορία του, παρασύρθηκε, κατηγορώντας και τον Τομπάζη στις απαντήσεις του. Και αυτό έχει βάση αλήθειας. Γιατί πραγματικά, ο Σπύρος Τρικούπης στην Ιστορία του, κρατά συνεχώς αντικρητική θέση, υποχρεώνοντας τόσο τον Κριτοβουλίδη, αλλά και άλλους ιστορικούς, όπως ο Ψιλλάκης στην Ιστορία του, να τον αντικρούσουν, βαθύτατα ενοχλημένοι. Ο εγγονός Ιάκωβος, απάντησε δε και σε Υδραίους πολιτικούς αντιπάλους του Τομπάζη, που ισχυρίζονταν ότι ο Τομπάζης επωφελήθηκε οικονομικά από την εκστρατεία στην Κρήτη, έφερε αποδείξεις ότι από το δάνειο των 30.000 που είχε δώσει, «υφίσταται ακόμη χρέος 8.544,30 ανεγνωρισμένον δι’ επισήμων εγγράφων της τότε Ελληνικής Κυβερνήσεως».
Ανεξάρτητα, πάντως, από οποιαδήπτε κριτική, ο Τομπάζης απέδειξε ότι ήταν πατριώτης, ειλικρινής φίλος και προσπαθούσε πάντα να βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις, παρά τις αντιξοότητες και τις αντιδράσεις των πολιτικών του αντιπάλων μέσα στην Ύδρα. Τούτο μαρτυρεί και η εύγλωττη αλληλογραφία μεταξύ Τομπάζη και Κρητών Κρήτης ή Κρητών Πελοποννήσου, που δημοσίευσε ο εγγονός του Ιάκωβος, το 1902, στην Αθήνα.
Ένα παράδειγμα από την αλληλογραφία της Επιτροπής της Γραμπούσας με τον Τομπάζη, είναι τα μόνιμα αιτήματα βοήθειας, όπως στην επιστολή της 24ης Απριλίου 1827: «Ολοέν κοινολογούν οι Τούρκοι ότι θα ανέλθουν εις Γραμπούσαν, και αν τω όντι στοχάζονται με τα σωστά των δεν θα περάσουν πλέον πολλαί ημέραι, όθεν σας παρακαλούμεν αύθις να μας προβλέψετε διά τον θεόν εγκαίρως από τροφάς, διότι υστερούμεθα μεγάλως και αλλού δεν ελπίζομεν παρά εις την ευγένειάν σας». Σε επιστολή του δε ο Τομπάζης από τον Πόρο, την 30η Απριλίου 1827, γράφει προς την Διευθυντική Επιτροπή της Νήσου Κρήτης στην Γραμπούσα: «Σας εξαποστέλλω διά του ημετέρου κυρίου Παράσχου και με τη γολέτα του Μουτζαξή κοιλά σιτάρι χίλια πεντακόσια και είκοσι πέντε λίμαις μολύβδου, τα δε έξοδα της αυτής γολέτας γροσια τετρακόσια επλήρωσα».
Ως μέλος της Τριμελούς Επιτροπής, που μαζί με τον Μιαούλη και τον Ελβετό φιλέλληνα γιατρό Ghoss, που διαχειριζόταν τη βοήθεια που έστελναν τα Ευρωπαϊκά Φιλελληνικά Κομιτάτα, είχε την ευχέρεια για βοήθεια σημαντική, επίσης, πάντα νουθετούσε, συμβούλευε και ενημέρωνε τους Κρητικούς. Ο δε Καποδίστριας τον είχε στείλει για σχετικές αποστολές στη Γραμπούσα και στην Αλμυρίδα, όταν είχαν αρχίσει να συζητούνται τα μέτρα ανακωχής με τους Τούρκους. Σε κάθε δε ευκαιρία, εξοικονομούσε όπλα, τροφές, αλλά και χρήματα για τον Αγώνα στην Κρήτη. Με αφετηρία την κατάληψη της Κισάμου, λοιπόν, η Κρήτη είχε αποκτήσει έναν πολύτιμο, ειλικρινή και χρησιμότατο και, όπως αποδείχτηκε, μοναδικό φίλο τα υπόλοιπα χρόνια του Αγώνα.
Είναι γεγονός βέβαια, ότι τόσο η βοήθεια του Τομπάζη για την Κρήτη, όσο και οι θυσίες των Κρητικών, δεν ευοδώθηκαν το 1830, με την ίδρυση του Νέου Κράτους. Λόγω των προ πολλού ειλημμένων ήδη αποφάσεων των τριών Δυνάμεων, για μη συμπερίληψη της Κρήτης στο νέο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος. Για το θέμα αυτό, θα μπορούσε να οργανωθεί ένα ολόκληρο Συνέδριο από το Ιστορικό Αρχείο. Για τα διπλωματικά παρασκήνια, όχι μόνο του αποκλεισμού της Κρήτης, αλλά και για το διπλωματικό παρασκήνιο της Ελληνικής Επανάστασης, δεν ακούστηκε τίποτα κατά τους εορτασμούς της Επετείου, το 2021.
Πρώιμες ανησυχητικές διπλωματικές πράξεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων που μαρτυρούν προαποφασισμένο αποκλεισμό της Κρήτης από το Νέο Ελληνικό Κράτος
Ο αποκλεισμός της Κρήτης από το Νέο Κράτος, ήταν φανερός από νωρίς. Οι σχετικές μαρτυρίες είναι εύγλωττες:
Α.- Ο ναύαρχος Κόδριγκτον, ζητώντας διευκρινίσεις από το Λονδίνο, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στη Μεσόγειο, πριν από τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, για το ποια είναι η περιοχή με δικαίωμα επέμβασης του αγγλικού Ναυτικού, με βάση την Συνθήκη του Λονδίνου, του Ιουλίου 1827, έλαβε σαφείς οδηγίες, ότι οι θαλάσσιες περιοχές, με δικαίωμα αγγλικής ναυ-τικής επέμβασης, είναι ο θαλάσσιος χώρος της Πελοποννήσου, ονομαστικά, ναυτικών νήσων Σαρωνικού και γειτονικών νήσων (προφανώς Κυκλάδων), με ρητή εξαίρεση τους θαλάσσιους χώρους της Ρόδου, της Σάμου και της Κρήτης. Από το 1827 ήδη εξαιρούσαν την Κρήτη.
Β.- Οι τρεις Πρέσβεις των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, τον Σεπτέμβριο του 1828 μετακινήθηκαν στον Πόρο, για να γνωμοδοτήσουν για τα προτεινόμενα σύνορα του Νέου Κράτους. Πρότειναν και τη συμπερίληψη της Κρήτης και της Σάμου, που ασφαλώς χαροποίησε τους Κρήτες αγωνιστές. Είχε σπεύσει και ο Καποδίστριας στον Πόρο και είχε επιχειρηματολογήσει υπέρ της Κρήτης, με κριτήριο την κοινή ασφάλεια Κρήτης και Κεντρικής Ελλάδας. Οι Δυνάμεις απέρριψαν το πόρισμα των Πρέσβεων, διότι, όπως είπαν, «είχαν υπερβεί τους όρους της εντολής τους». Ο Άγγλος Υπουργός Εξωτερικών Aberdeen, μάλιστα, έστειλε σχετική αυστηρή επιστολή στον Άγγλο Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Στράφορντ Κάννινγκ.
Γ.- Στα σχέδια για το Νέο Κράτος, που κυκλοφόρησαν το 1828 και το 1829 και στο Πρωτόκολλο του Φεβρουαρίου 1830, δεν υπήρχε η Κρήτη. Γι’ αυτό ορισμένοι περισσότερο πληροφορημένοι, όπως ο Τομπάζης, συμβούλευαν από νωρίς τους Κρητικούς να κρατούν ζωντανή την επανάσταση. Αυτός δε ήταν και ο βασικός λόγος που οργανώθηκε νέα εκστρατεία από Πελοπόννησο και Δυτική Κρήτη, με 10 γραμπουσιανά πλοία και 1.500 άντρες προς την Ανατολική Κρήτη, το Νοέμβριο του 1827, με στόχο να είναι μάχιμη η Κρήτη, την ώρα που η τύχη της θα κρινόταν μαζί με άλλες ελληνικές περιοχές, στις συζητήσεις των Δυνάμεων, ειδικότερα μετά την τόσο σημαντική Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827.
Δ.- Το 1830, ο πρίγκιπας Λεοπόλδος του Σαξκοβούργου (μετέπειτα βασιλιάς του Βελγίου), που είχε προταθεί από τις Δυνάμεις ως υποψήφιος ηγεμόνας της Ελλάδος πριν από τον Όθωνα, έθεσε ως όρο το θέμα της συμπερίληψης και της Κρήτης στο Νέο Κράτος, με επιχειρήματα και πάλι ασφάλειας. Οι Δυνάμεις αρνήθηκαν τον όρο και ο Λεοπόλδος κατέθεσε την εντολή, αρνούμενος την υποψηφιότητα, εφόσον δεν συμπεριλαμβανόταν η Κρήτη.
Ε.- Ακόμη και το 1833, ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος ο Α’, διαπραγματευόμενος την ανάρρηση του νεαρού γιου του Όθωνα, στο θρόνο της Ελλάδας, ζήτησε δύο πράγματα: Διεύρυνση συνόρων του Νέου Κράτους από βορά και νότο, με ρητή αναφορά στην συμπερίληψη και της Κρήτης και δάνειο για την οργάνωση του βασιλείου. Οι Δυνάμεις δέχτηκαν τον δεύτερο όρο (δάνειο) και απέρριψαν τον πρώτο (διεύρυνση συνόρων).
Μια αναμνηστική στήλη για το Φρούριο της Πρώτης Ελευθερίας
Οι αγώνες των τέκνων της Κρήτης, ύστερα από πολλές θυσίες, μπορεί να νικούσαν και να επικρατούσαν στο τέλος κατά μήκος και πλάτος του επαναστατημένου νησιού, αλλά συντρίβονταν και αγνοούνταν στους προθαλάμους και στους διαδρόμους των συμφερόντων και των ανταγωνισμών μεταξύ των κραταιών Δυνάμεων της εποχής.
Ανεξάρτητα όμως αν έμεινε αδικαίωτος ο αγώνας και ανεκπλήρωτος ο πόθος τής Ελευθερίας ύστερα από 9 χρόνων αιματηρούς κρητικούς αγώνες, ούτε εμείς ούτε η Ιστορία θα πάψουμε να τιμούμε τη προσφορά τού γενναιόδωρου πατριώτη αυτού Υδραίου άνδρα, Μανώλη Τομπάζη και το θάρρος των μαχητικών πολιορκητών τού φρουρίου Καστελλίου. Γιατί δρομολόγησαν τις συνθήκες μιας πρώτης, τραχιάς μεν και άγονης, αλλά αυθεντικής, αδιαπραγμάτευτης και υπερήφανης Ελευθερίας. Γιατί η ελληνική σημαία πού ύψωσαν στο φρούριο τού Καστελλίου το Μάη του 1823, ήταν ένας πρώτος πρόδρομος, ένας μακρινός προπομπός και ένας προφητικός προάγγελος της σημαίας τής Ελευθερίας πού υψώθηκε σε ένα άλλο κρητικό Φρούριο, στο Φρούριο τού Φιρκά 90 χρόνια ακριβώς αργότερα τον Δεκέμβρη τού 1913.
Καιρός είναι, λοιπόν, να τοποθετήσουμε μία μαρμάρινη αναμνηστική στήλη στο τείχος του Φρουρίου, που οδηγεί προς την παραλία του Τελωνείου, αναγράφοντας: «Το Φρούριο της Πρώτης Ελευθερίας». Με την ημερομηνία της απελευθέρωσης και τη διάρκεια της πρώτης ελευθερίας, από το 1823 μέχρι το 1830.
____________________________
** Σημείωση:
Το Κεφάλαιο «Πρώιμες ανησυχητικές διπλωματικές μαρτυρίες…» αποτελεί προσθήκη στο περιεχόμενο της εισήγησης στο Ιστορικό Αρχείο της 12ης Δεκεμβρίου 2023. Προσθήκη αποτελεί και η εικονογραφία τού σημερινού κειμένου
Στρατηγός ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ (1803-1867) Ο αποκλεισμός της Κρήτης από το Νέο Κράτος, ήταν φανερός από νωρίς. Οι σχετικές μαρτυρίες είναι εύγλωττες:
Α.- Ο ναύαρχος Κόδριγκτον, ζητώντας διευκρινίσεις από το Λονδίνο, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στη Μεσόγειο, πριν από τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, για το ποια είναι η περιοχή με δικαίωμα επέμβασης του αγγλικού Ναυτικού, με βάση την Συνθήκη του Λονδίνου, του Ιουλίου 1827, έλαβε σαφείς οδηγίες, ότι οι θαλάσσιες περιοχές, με δικαίωμα αγγλικής ναυ-τικής επέμβασης, είναι ο θαλάσσιος χώρος της Πελοποννήσου, ονομαστικά, ναυτικών νήσων Σαρωνικού και γειτονικών νήσων (προφανώς Κυκλάδων), με ρητή εξαίρεση τους θαλάσσιους χώρους της Ρόδου, της Σάμου και της Κρήτης. Από το 1827 ήδη εξαιρούσαν την Κρήτη.
Β.- Οι τρεις Πρέσβεις των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, τον Σεπτέμβριο του 1828 μετακινήθηκαν στον Πόρο, για να γνωμοδοτήσουν για τα προτεινόμενα σύνορα του Νέου Κράτους. Πρότειναν και τη συμπερίληψη της Κρήτης και της Σάμου, που ασφαλώς χαροποίησε τους Κρήτες αγωνιστές. Είχε σπεύσει και ο Καποδίστριας στον Πόρο και είχε επιχειρηματολογήσει υπέρ της Κρήτης, με κριτήριο την κοινή ασφάλεια Κρήτης και Κεντρικής Ελλάδας. Οι Δυνάμεις απέρριψαν το πόρισμα των Πρέσβεων, διότι, όπως είπαν, «είχαν υπερβεί τους όρους της εντολής τους». Ο Άγγλος Υπουργός Εξωτερικών Aberdeen, μάλιστα, έστειλε σχετική αυστηρή επιστολή στον Άγγλο Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Στράφορντ Κάννινγκ.
Γ.- Στα σχέδια για το Νέο Κράτος, που κυκλοφόρησαν το 1828 και το 1829 και στο Πρωτόκολλο του Φεβρουαρίου 1830, δεν υπήρχε η Κρήτη. Γι’ αυτό ορισμένοι περισσότερο πληροφορημένοι, όπως ο Τομπάζης, συμβούλευαν από νωρίς τους Κρητικούς να κρατούν ζωντανή την επανάσταση. Αυτός δε ήταν και ο βασικός λόγος που οργανώθηκε νέα εκστρατεία από Πελοπόννησο και Δυτική Κρήτη, με 10 γραμπουσιανά πλοία και 1.500 άντρες προς την Ανατολική Κρήτη, το Νοέμβριο του 1827, με στόχο να είναι μάχιμη η Κρήτη, την ώρα που η τύχη της θα κρινόταν μαζί με άλλες ελληνικές περιοχές, στις συζητήσεις των Δυνάμεων, ειδικότερα μετά την τόσο σημαντική Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827.
Δ.- Το 1830, ο πρίγκιπας Λεοπόλδος του Σαξκοβούργου (μετέπειτα βασιλιάς του Βελγίου), που είχε προταθεί από τις Δυνάμεις ως υποψήφιος ηγεμόνας της Ελλάδος πριν από τον Όθωνα, έθεσε ως όρο το θέμα της συμπερίληψης και της Κρήτης στο Νέο Κράτος, με επιχειρήματα και πάλι ασφάλειας. Οι Δυνάμεις αρνήθηκαν τον όρο και ο Λεοπόλδος κατέθεσε την εντολή, αρνούμενος την υποψηφιότητα, εφόσον δεν συμπεριλαμβανόταν η Κρήτη.
Ε.- Ακόμη και το 1833, ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος ο Α’, διαπραγματευόμενος την ανάρρηση του νεαρού γιου του Όθωνα, στο θρόνο της Ελλάδας, ζήτησε δύο πράγματα: Διεύρυνση συνόρων του Νέου Κράτους από βορά και νότο, με ρητή αναφορά στην συμπερίληψη και της Κρήτης και δάνειο για την οργάνωση του βασιλείου. Οι Δυνάμεις δέχτηκαν τον δεύτερο όρο (δάνειο) και απέρριψαν τον πρώτο (διεύρυνση συνόρων).
Μια αναμνηστική στήλη για το Φρούριο της Πρώτης Ελευθερίας
Οι αγώνες των τέκνων της Κρήτης, ύστερα από πολλές θυσίες, μπορεί να νικούσαν και να επικρατούσαν στο τέλος κατά μήκος και πλάτος του επαναστατημένου νησιού, αλλά συντρίβονταν και αγνοούνταν στους προθαλάμους και στους διαδρόμους των συμφερόντων και των ανταγωνισμών μεταξύ των κραταιών Δυνάμεων της εποχής.
Ανεξάρτητα όμως αν έμεινε αδικαίωτος ο αγώνας και ανεκπλήρωτος ο πόθος τής Ελευθερίας ύστερα από 9 χρόνων αιματηρούς κρητικούς αγώνες, ούτε εμείς ούτε η Ιστορία θα πάψουμε να τιμούμε τη προσφορά τού γενναιόδωρου πατριώτη αυτού Υδραίου άνδρα, Μανώλη Τομπάζη και το θάρρος των μαχητικών πολιορκητών τού φρουρίου Καστελλίου. Γιατί δρομολόγησαν τις συνθήκες μιας πρώτης, τραχιάς μεν και άγονης, αλλά αυθεντικής, αδιαπραγμάτευτης και υπερήφανης Ελευθερίας. Γιατί η ελληνική σημαία πού ύψωσαν στο φρούριο τού Καστελλίου το Μάη του 1823, ήταν ένας πρώτος πρόδρομος, ένας μακρινός προπομπός και ένας προφητικός προάγγελος της σημαίας τής Ελευθερίας πού υψώθηκε σε ένα άλλο κρητικό Φρούριο, στο Φρούριο τού Φιρκά 90 χρόνια ακριβώς αργότερα τον Δεκέμβρη τού 1913.
Καιρός είναι, λοιπόν, να τοποθετήσουμε μία μαρμάρινη αναμνηστική στήλη στο τείχος του Φρουρίου, που οδηγεί προς την παραλία του Τελωνείου, αναγράφοντας: «Το Φρούριο της Πρώτης Ελευθερίας». Με την ημερομηνία της απελευθέρωσης και τη διάρκεια της πρώτης ελευθερίας, από το 1823 μέχρι το 1830.
____________________________
** Σημείωση:
Το Κεφάλαιο «Πρώιμες ανησυχητικές διπλωματικές μαρτυρίες…» αποτελεί προσθήκη στο περιεχόμενο της εισήγησης στο Ιστορικό Αρχείο της 12ης Δεκεμβρίου 2023. Προσθήκη αποτελεί και η εικονογραφία τού σημερινού κειμένου
Συνόδευσε τον Μανώλη Τομπάζη στην επιχείρηση τής Κρήτης. (Μάϊος 1823) Ηγήθηκε μαζί με τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη τού Σώματος των αγωνιστών πού κατέλαβε τη Γραμπούσα (Αύγουστος 1825) Ελαβε μέρος στις μάχες στη Πελοπόννησο, Ρούμελη και αιχμαλωτίστηκε στο Φάληρο πολεμόντας ως Αρχηγός των Κρητών αγωνιστών. Παρών σε όλες τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις μέχρι τον θάνατό του. Πρωταγωνίστησε μαζί με τον Μακρυγιάννη στο κίνημα τής 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών στη Κυβέρνηση Αλ. Μαυροκορδάτου (1854) και Πρέσβης στο Παρίσι (1860).Οι Κρήτες αγωνιστές τού πρότειναν την αρχηγία τής Επανάστασης 1866. Δεν αποδέχτηκε για λόγους υγείας.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΤΟΜΠΑΖΗΣ (1784-1831)
Λιθογραφία από βιβλίο εγγονού του Ιάκωβου Ν. Τομπάζη
*ΑΔΕΛΦΟΙ ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΙ ΜΑΝΩΛΗΣ ΤΟΜΠΑΖΗΣ .
Συμβολή εις την ιστορίαν της εθνικής παλιγγενεσιας.* Αθήνα 1902
Tό μπρίκι *ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ* πού χρησιμοποίησε ο Ιάκωβος Τομπάζης ως ναυαρχίδα, ένα από τα 4 πλοία των αδελφών Τομπάζη πού έθεσαν στην υπηρεσία τού Αγώνα μετατρέποντάς τα σέ πολεμικά..
Ο *ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ* ήταν τό μεγαλύτερο τού ελληνικού Στόλου και διέθετε 18 τηλεβόλα των 12 λίτρων.
Η γολέτα, (ημιολία) * ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ * ναυαρχίδα τού Μανώλη Τομπάζη, επί κεφαλής τού στολίσκου πού κατέπλευσε στην ακτή τής Κισάμου την 21η Μαίου 1823.
Σχεδιάγραμμα της Γραμπούσας από τό βιβλίο του Άγγλου Αντιναυάρχου Yδρογράφου και Γεωλόγου Captain ΤΗΟΜΑS SPRATT
*TRAVELS AND RESEARCHES IN CRETE* London 1856( *ΤΑΞΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΚΡΗΤH* ) Λονδίνο 1856
Το φρούριο της Κισάμου IAKΩΒΟΣ ΤΟΜΠΑΖΗΣ.(1782-1829) Μεγαλύτερος αδελφός Μανώλη Τομπάζη.
Αρχιναύαρχος Ελληνικού Στόλου κατά τα πρώτα χρόνια τού Αγώνα και τίς πρώτες νίκες
Λιθογραφία. από βιβλίο Ιάκωβου Ν. Τομπάζη: *ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΙ ΜΑΝΩΛΗΣ ΤΟΜΠΑΖΗΣ* Αθήνα 1902 σε σχέδιο τού Βαυαρού ζωγράφου Karl Krazeisen
*O Γενικός Αρχηγός Κισσάμου ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΑΚΟΝΙΑΝΟΣ 1821-1830*
Από την *ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΣΣΑΜΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ* του Μιχαήλ Αναστασάκη Χανιά 1938 ΤΥΠΟΙΣ ΕΦΕΔΡΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΑΣΤΙΓΞ. (1774-1828).Προσωπογραφία έργο Σπ. Προσαλέντη. Ο Αστγξ, Αγγλος αξιωματικός του Ναυτικού, θερμός φιλέλληνας, συνόδευσε τον Μανώλη Τομπάζη στη Κρήτη, διορισμένος από το Εκτελεστικό ως *Αρχηγός πυροβολικής οπλοφορίας διά την εκστρατείαν της νήσου Κρήτης* Ως κυβερνήτης τής θρυλικής *Καρτερίας* συμμετείχε σέ πολλές ναυτικές επιχειρήσεις, αλλά τραυματίστηκε θανάσιμα στην επιχείρηση Μεσολογγίου Αιτωλικού και πέθανε στο λοιμοκαθαρτήριο Ζακύνθου τον Ιούνιο 1828 σέ ηλικία 34 ετών.