Να πως οι Ελληνες στα χωριά και στις πόλεις δέχτηκαν το μήνυμα του πολέμου, ξημερώνοντας το πρωί της 28ης Οκτωβρίου μια μέρα, που ετοιμάζονταν να τη ζήσουν όπως όλες τις άλλες, μα που φάνηκε πως δεν ήταν ίδια, τελικά.
Ας ακολουθήσομε τη γραφή του ποιητή και συγγραφέα Νίκου Σφυρόερα να μας οδηγήσει στην ατμόσφαιρα εκείνης της ημέρας.
«Με του λαγούτου τις χορδές αποχαιρετήσαμε το καλοκαίρι.
Γέμισε φύλλα το χώμα, χρυσάνθεμα η καρδιά. Παίξαμε τα τελευταία μήλα της αγάπης. Μια μαύρη φούντα ανέβηκε πρώτος καπνός στον ουρανό του χωριού μας.
Τα αλέτρια μας ήταν έτοιμα, η γη μας περίμενε για το όργωμα και τους καινούριους σπόρους. Οι γερανοί χαιρετούσαν το καλοκαίρι Περιμέναμε τα σπουργίτια να μαζέψουν τους άχωστους σπόρους και τη σουσουράδα να σεργιανίσει και…. Μας ξύπνησαν οι καμπάνες με άλλο ήχο και άλλο χτύπο. Με άλλο βούισμα οι καμπάνες, με άλλο αλάφιασμα οι μάνες. Ποιος τις χτύπαγε τέτοιαν ώρα. Ποια τελώνια από της γης τα καταχθόνια. Σηκωθείτε, σηκωθείτε, δε θα πάτε στα χωράφια. Φάντασμα ήταν και γλίστρησε στη χώρα μας τη νύχτα:…
«..μάνα δε πάμε φέτος στη σπορά δε βάνομε αρραβώνα, μηδέ φιλείς στη πόρτα μας νύφη την Αρετή μας, μόνο σαρανταλείτουργο στην εκκλησιά να τάξεις σαράντα πήχες να γεννώ να πάω σαράντα μίλια για να το πνίξω το θεριό.
Γιέ μου μη πάμε φέτος στη σπορά, μη βάλομε αρραβώνα σαράντα μίλια για να πάς, και να το πνίξεις το θεριό».
Ακόμη ο λόγος έστεκε και χύμηξε η καρδιά μας, αετός απάνω στα βουνά, στη θάλασσα γοργόνα και βγήκε ο ‘Ηλιος, ο Ηλιος Έλληνας κι έφεξε η σκοτεινή καρδιά του κόσμου.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα…..και θερίσανε πλήθος τα θηρία μας λέει ο άλλος ποιητής μας ο Οδυσσέας Ελύτης για να καταλήξει «Ελευθερία για σένα θα δακρύσει ο Ήλιος, Ελληνες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο».
Δεσποτάκη- Πευκιανάκη Ευτυχία
φιλόλογος
Ας ακολουθήσομε τη γραφή του ποιητή και συγγραφέα Νίκου Σφυρόερα να μας οδηγήσει στην ατμόσφαιρα εκείνης της ημέρας.
«Με του λαγούτου τις χορδές αποχαιρετήσαμε το καλοκαίρι.
Γέμισε φύλλα το χώμα, χρυσάνθεμα η καρδιά. Παίξαμε τα τελευταία μήλα της αγάπης. Μια μαύρη φούντα ανέβηκε πρώτος καπνός στον ουρανό του χωριού μας.
Τα αλέτρια μας ήταν έτοιμα, η γη μας περίμενε για το όργωμα και τους καινούριους σπόρους. Οι γερανοί χαιρετούσαν το καλοκαίρι Περιμέναμε τα σπουργίτια να μαζέψουν τους άχωστους σπόρους και τη σουσουράδα να σεργιανίσει και…. Μας ξύπνησαν οι καμπάνες με άλλο ήχο και άλλο χτύπο. Με άλλο βούισμα οι καμπάνες, με άλλο αλάφιασμα οι μάνες. Ποιος τις χτύπαγε τέτοιαν ώρα. Ποια τελώνια από της γης τα καταχθόνια. Σηκωθείτε, σηκωθείτε, δε θα πάτε στα χωράφια. Φάντασμα ήταν και γλίστρησε στη χώρα μας τη νύχτα:…
«..μάνα δε πάμε φέτος στη σπορά δε βάνομε αρραβώνα, μηδέ φιλείς στη πόρτα μας νύφη την Αρετή μας, μόνο σαρανταλείτουργο στην εκκλησιά να τάξεις σαράντα πήχες να γεννώ να πάω σαράντα μίλια για να το πνίξω το θεριό.
Γιέ μου μη πάμε φέτος στη σπορά, μη βάλομε αρραβώνα σαράντα μίλια για να πάς, και να το πνίξεις το θεριό».
Ακόμη ο λόγος έστεκε και χύμηξε η καρδιά μας, αετός απάνω στα βουνά, στη θάλασσα γοργόνα και βγήκε ο ‘Ηλιος, ο Ηλιος Έλληνας κι έφεξε η σκοτεινή καρδιά του κόσμου.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα…..και θερίσανε πλήθος τα θηρία μας λέει ο άλλος ποιητής μας ο Οδυσσέας Ελύτης για να καταλήξει «Ελευθερία για σένα θα δακρύσει ο Ήλιος, Ελληνες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο».
Δεσποτάκη- Πευκιανάκη Ευτυχία
φιλόλογος