Σε αποχαιρετούμε αγαπητέ μας Αντώνη, σήμερα καθώς αφήνεις τη ταπεινή αλλά δημιουργική ζωή σου και τον αγαπημένο τόπο σου, γεμάτος Καστελλιανές εικόνες με γεγονότα και παλιές μορφές, πού τόσο ζωντανά ιστόρησες γραφτά και προφορικά. Με το γνωστό πάθος και έγνοια σου για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τού Καστελλιού σου, θα συνεχίσεις ασφαλώς να πετάς πάνω από τίς δικές σου προσωπικές γωνιές: Τον Άγιο Σπυρίδωνα πού έψαλλες και υπηρέτησες μαζί με την μοναχή θεία σου Ευπραξία από τα παιδικά σου χρόνια. Τον Αη Γιάννη τον Ντάμιαλη που φρόντιζες και αγρυπνούσες μια ολόκληρη ζωή. Τον Καλέ όπου έμενε η οικογένειά σου, πού θυμόσουν, περιγράφοντας βήμα-βήμα, το Φρούριο τούς ανθρώπους του και τα κτίσματα, εκκλησία και μιναρέ, μέχρι και τη μοιραία του κατάληξη με την αστόχαστη κατεδάφισή του. Τα καλά χρόνια της Καστελλιανής Αγοράς, όπου είχες στήσει με νεανικό ενθουσιασμό τη ραπτική σου μαστοριά. Αλλά ταυτόχρονα την ίδια εποχή, ως το νεαρότερο μέλος του τότε πρωτοποριακού Εμπορικού Συλλόγου Καστελλίου, τρέχατε στην Αθήνα, μαζί με τα άλλα μέλη και τον τότε Πρόεδρο του Συλλόγου αείμνηστο Σπύρο Μαρή, μετά την εκλογή τής Ένωσης Κέντρου, για να προωθήσετε την κατασκευή τού νέου λιμανιού στο Καβονήσι. (1963). Ευτύχησες τελικά πού είδες τη κατασκευή και λειτουργία τού νέου λιμανιού, στο Νησί, ύστερα από τόσους αγώνες και ενδιάμεσες λύσεις στη προβλήτα τού Τελωνείου προπολεμικά και στους Χειρομύλους αργότερα. Στη συνέχεια έμεινες προστάτης, βιγλάτορας και φύλακας τού νέου λιμανιού για πολλά χρόνια, δίπλα στο άψογα οργανωμένο εστιατόριό σου. Πάντα γελαστός φιλικός και εξυπηρετικός προς ντόπιους και ξένους, που ταξίδευαν πολυάριθμοι πλέον προς Αντικύθηρα, Κύθηρα, Πελοπόννησο, Πειραιά, Μπάλο, και προς την άλλη αγάπη σου, τη Γραμπούσα.
Άλλο μεγάλο πάθος σου η Ιστορία του τόπου πού θέλησες να καταγράψεις στα βιβλία σου με λεπτομέρειες από την αξιοθαύμαστη μνήμη σου, για να θυμηθούν οι παλιοί και να γνωρίσουν οι νεώτεροι. Λεπτομερειακές σκηνές από τη Μάχη στον Κάμπο και τίς συγκρούσεις Νεοζηλανδών και δικών μας με τούς Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, την υποχώρηση από το αλβανικό μέτωπο, τα σκληρά χρόνια τής Κατοχής, την Αντίσταση, τα θύματα στην αποβάθρα τού Τελωνείου από τα συμμαχικά αεροπλάνα, στις 14 Μαίου 1944 (πρωτοστάτησες μάλιστα για να στηθεί αναμνηστική στήλη στο Τελωνείο με τα ονόματα των θυμάτων), εικόνες από την αντιπαράθεση των αντίθετων αντιστασιακών ομάδων μέσα στο νεοαπελευθερωμένο Καστέλλι (1944-1945), αναπηδούν ζωντανά μέσα από τίς σελίδες σου.
Αλλά και για το προπολεμικό Καστέλλι διέσωσες πολύτιμες πληροφορίες, από το έργο τής Εκκλησίας και την Σχολή στον Παρθενώνα, το ρολόι τού Αγίου Σπυρίδωνα πού δώρισε ο Σύλλογος Κυριών τού Καστελλιού, το ζωντανό προπολεμικό εμπόριο τού Καστελλιού,* παγκρήτιο προπολεμικό εμπορικό κέντρο*,όπως το ονομάζεις στο ομώνυμό σου βιβλίο, συνδεόμενο με τον Πειραιά και την Πελοπόννησο με τις φωτογραφίες των καραβιών πού προσέγγιζαν στην προβλήτα πού ανατίναξαν φεύγοντας οι Γερμανοί. Αλλά και οι θυσίες των Κισαμιτών κατά τις Επαναστάσεις, τούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, ήταν από τα θέματα που σε συγκινούσαν και τα έφερνες στο φως. Ήξερες και ποιος ήταν ο χωριανός μας που έριξε το αεροπλάνο τού πτεράρχου Ποταμιάνου στον Κορφαλώνα, πού είχε σταλεί από το Μεταξικό καθεστώς για να αντιμετωπίσει το αντιδικτατορικό κίνημα των Χανίων τού 1938. Ευχής έργο θα ήταν αν και άλλοι διέσωζαν τίς τοπικές ιστορικές μνήμες, το ίδιο, όπως εσύ. Δεν θα είχαν ξεχαστεί σημαντικά ιστορικά γεγονότα τού τόπου..
Τώρα φεύγεις πλήρης ημερών με τη συνείδηση σου ότι πρόσφερες στον τόπο πάνω από τίς πραγματικές σου δυνάμεις. Είχες εφαρμόσει τοπικά εκείνο πού έλεγε ο Τζών Κέννεντυ σε εθνικό επίπεδο: *Μην περιμένεις τί θα κάμει η Χώρα σου για σένα. Αλλά τι θα κάμεις Εσύ για τη Χώρα σου*. Και πράγματι, μέρες πού είναι, και Εσύ αξέχαστε Αντώνη, δεν περίμενες τι θα πράξει ο Δήμος σου για Σένα, αλλά φρόντιζες τι θα πράττεις Εσύ για το Δήμο σου.
Με τα θερμότατα συλλυπητήρια στους αγαπημένους σου, την αχώριστη μέχρι τέλους σύζυγό σου Πόπη, τις κόρες σου Μαρία και Ιωάννα, τους γαμπρούς σου Μανώλη και Νίκο, καθώς και τα αγαπημένα σου αδέλφια, την αδελφή Ευβούλη, το Νίκο και την αγαπητή μου συμμαθήτρια Μέλπω, που δέχονται αυτές τις μέρες τα αυθόρμητα αισθήματα αγάπης από όλο το κόσμο, χωριανούς και ξένους που είχαν γνωρίσει και φιλέψει μαζί του στο λιμάνι, για τον αγαπημένο τους σύζυγο, πατέρα και αδελφό, ένα ταπεινό αφοσιωμένο και ταμένο του καιρού του και του τόπου του.
Καλό ταξίδι αξέχαστε μεγάλε φίλε Αντώνη
Κυριάκος Ροδουσάκης