Ολόκληρη η επαρχία Κισάμου μαζί με το υπόλοιπο Νησί στενάζει από τις βαριές αλυσίδες κι ας αχνοδιαγράφεται κάπου μακριά μια τρεμάμενη ελπίδα για φως και λευτεριά. Υπόδουλοι οι Κρητικοί, δεν χάνουν το θάρρος τους και ατσαλώνοντας τις καρδιές και τα μπράτσα, τα λιωμένα απ’ τις στερήσεις και τις κακουχίες, προσπαθούν, μάχονται, λαβαίνουν μέρος φανερά ή κρυφά σε σαμποτάζ. Αλλοι σαν αντάρτες κι άλλοι μέσα απ’ τα χωριά τους, κάνουν ό,τι είναι μπορετό για να φέρουν μια ώρα αρχύτερα την πολυπόθητη μέρα. Συνεργάζονται με Άγγλους και με άλλους συμμάχους που βρίσκονται ακόμη στο Νησί κι αψηφούν τους κινδύνους καθώς οι Γερμανοί εντείνουν τις προσπάθειές τους για να ξαναγίνουν κύριοι της κατάστασης.
Τρεις εστίες Γερμανών βρίσκονται κοντά στο χωριό Μαλάθυρος στην Κίσαμο των Χανίων: στις Βουκολιές, στον Κουρφαλώνα και στην Επισκοπή. Όπως γίνεται σχεδόν πάντα, κάποια προδοσία φανερώνει πως ανάμεσα στο χωριό Μεσαύλια και στη Μαλάθυρο βρίσκεται φυλάκιο Αγγλων που διαθέτει ασύρματο και ομάδα δολιοφθορών, με την οποία συνεργάζονται οι Μαλαθυριανοί.
Και ξεκινούν οι Γερμανοί στις 27 Αυγούστου από τον Κουρφαλώνα και την Επισκοπή, ενώ η ομάδα των Βουκολιών διασπάται – οι μισοί μένουν στην κωμόπολη, ενώ οι υπόλοιποι, πεζοπορώντας δύσβατους δρόμους, φθάνουν στα Μεσαύλια και από εκεί αρχίζουν προσεχτικά να προχωρούν προς τη Μαλάθυρο. Νύχτα φθάνουν στους λόφους και στις λαγκαδιές γύρω από το χωριό. Σαν πουλιά αρπαχτικά, σαν τσακάλια, περιμένουν το ξημέρωμα. Και σαν παίρνει να χαράζει στο πεντακάθαρο στερέωμα, αρχίζουν να στενεύουν τον κλοιό, να ζώνουν το μισοκοιμισμένο ακόμη χωριό.
Χάραμα της Δευτέρας 28ης Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί μπαίνουν στο χωριό, χωρίς να δείξουν τις προθέσεις τους. Μα ύστερα από λίγο ξεσπούν και δείχνουν τον χειρότερο εαυτό τους. Με φωνές και βρισιές, με χτύπους στις πόρτες, αρχίζουν συλλήψεις και συγκεντρώνουν τον πληθυσμό. Βάζουν αλλού τα γυναικόπαιδα κι αλλού τους άντρες. Τρείς γειτονιές του χωριού γίνονται τόποι συγκέντρωσης: Τα Μπαμπουνιανά, το Πάνω Χωριό και τα Μπαχαδιανά.
Κλάματα γυναικών, φωνές παιδιών και συγκρατημένος θυμός των δεμένων ανδρών, αντηχούν στις γειτονιές.
Καλά πληροφορημένοι οι Γερμανοί απαιτούν να μάθουν: Πού είναι το Αγγλικό φυλάκιο, πού είναι ο ασύρματος, ποιοι Μαλαθυριανοί συνεργάζονται με τους Αγγλους και ποια είναι τα σχέδιά τους; Μα κανείς δε μιλά. Περήφανοι, ορθώνονται με στόμα σφιγμένο και μάτια στηλωμένα μακριά και κανείς δεν μαρτυρά αν και όλοι γνωρίζουν. Λυσσούν οι Γερμανοί κι αρχίζουν τους ξυλοδαρμούς. Καταματωμένα μα ζωντανά ακόμη κορμιά χτυπούν με γδούπο το χώμα καθώς η ανάκριση συνεχίζεται. Οι Γερμανοί αρχίζουν το πλιατσικολόγημα – ρούχα, φαγώσιμα, ζώα και πολύ περισσότερο πολύτιμα πράγματα αλλάζουν ιδιοκτήτες και περνούν με βία στα χέρια των Ναζήδων. Αυτή η φοβερή κατάσταση κρατά όλη μέρα. Χωρίς ξεκούραση, ματωμένοι, χωρίς μια γουλιά νερό, οι Μαλαθυριανοί υπομένουν το τρομερό βασανιστήριο.
Χωρίς κανένα αποτέλεσμα στις ανακρίσεις, χωρίς κανένα θετικό στοιχείο, γύρω στις πέντε το απόγευμα, οι Γερμανοί συγκεντρώνουν τις τρείς ομάδες των αιχμαλώτων ανδρών στην τοποθεσία Διπόταμο. Προχωρούν μπροστά με τα χέρια στο σβέρκο. Τους σπρώχνουν, τους χτυπούν, μα εκείνοι προχωρούν αγέρωχοι κι αποφασισμένοι. Τα ταχυβόλα για μια στιγμή ξερνούν φωτιά. Οι περισσότεροι βλέπουν και καταλαβαίνουν. Οι ριπές σημάδεψαν τον τόπο θυσίας. Μέσα στο Φαράγγι, τρία χιλιόμετρα περίπου απ’ το χωριό, τους στήνουν στη σειρά – 61 κορμιά λεβέντικα, κυπαρισσόκορμοι αντίκρυ στις μαύρες εφιαλτικές κάννες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Πίκρα και παράπονο γι’ αυτά που δεν πρόλαβαν να κάνουν, για τα παιδιά τους που δεν θα δουν να μεγαλώνουν – και μερικοί ούτε καν να γεννιούνται – και περηφάνια για την προσφορά τους στο Μεγάλο Ιδανικό.
6:30. Η Διαταγή. Τα πυρακτωμένα βλήματα που κουρνιάζουν σε σάρκες στοργικές. Και ηρωϊκά κορμιά που γέρνουν στο χώμα, βάφοντάς το άλικο. Αίμα αχνιστό κυλά και σκεπάζει τα χόρτα και τρέχει ρυάκι ορμητικό – μαζί του κι η ζωή. Μια ριπή πολυβόλου ξαναγαζώνει τα πεσμένα κορμιά.
Οι εκτελεστές αρχίζουν να δίνουν τη χαριστική βολή στα κεφάλια των ανδρών. Δυο Γερμανοί, ο ένας από τη μια και άλλος από την άλλη μεριά της σειράς, οπλίζουν τα πιστόλια και πυροβολούν ένα – ένα τα ματωμένα κορμιά. Κάπου στη μέση ο ένας Γερμανός σταματά και φεύγει, βλέποντας τον συνάδελφό του να πλησιάζει. Φθάνει ο άλλος Γερμανός στο ίδιο σχεδόν σημείο. Σταματά μπροστά σε κορμί ολομάτωτο κι ασάλευτο, νομίζοντας πως αυτό έχει ήδη δεχτεί τη χαριστική βολή. Μα δεν είναι έτσι.
– «Ήταν δραματική κι εφιαλτική στιγμή για μένα», διηγιόταν ο παπά Γιάννης Καρτσωνάκης, μετέπειτα εφημέριος της Μαλαθύρου, που έχει φύγει πια για να συναντήσει τους 60 συγχωριανούς του. Την εποχή εκείνη δεν ήταν παπάς, μα λαϊκός, κι ο μόνος που γλύτωσε από τη μεγάλη σφαγή.
«Τραυματισμένος και καταματωμένος από τους ξυλοδαρμούς και την εκτέλεση, δάγκωνα το χώμα, καθώς άκουγα δίπλα μου το ψυχορράγημα των συγχωριανών μου. αντιλήφθηκα τον Γερμανό μπροστά μου και προετοιμάστηκα για το τελειωτικό χτύπημα. Μα εκείνος έσκυψε και, πιάνοντας το χέρι μου, τράβηξε τον αρραβώνα από το δάχτυλό μου. Αλλά η βέρα δεν έβγαινε. Νόμιζα πως θα καταλάβαινε πως ήμουν ακόμη ζωντανός ή πως θα μου έκοβε το δάχτυλο. Μα τελικά το δαχτυλίδι, μέσα στα αίματα, γλίστρησε στο χέρι του Γερμανού και εγώ έμεινα ακίνητος, αναίσθητος, δεν ξέρω για πόση ώρα, ώσπου άκουσα τις φωνές των γυναικών και διάκρινα τη μορφή της γυναίκας μου που ερχόταν κι έκλεισα πάλι τα μάτια, ανίκανος να κουνηθώ απ’ τους πόνους, την εξάντληση, την αιμορραγία και τον ψυχικό κλονισμό που είχα υποστεί…»
Πικρή απογραφή της μεγάλης εκτέλεσης: Ολόκληρος ο αντρικός πληθυσμός του χωριού από 13 χρονών και πάνω, 60 άντρες, άλλοι πάνω στον ανθό της νιότης, άλλοι μεγαλύτεροι, ακόμη και παιδιά, που δείχνουν, ενώνοντας το αίμα τους με το κρυστάλλινο νερό του Φαραγγιού πώς πεθαίνει η Λεβεντιά.
Γυναίκες και μικρά παιδιά κατεβαίνουν στο Φαράγγι, κλαίγοντας, ξεσκίζοντας τα στήθια, ξεπλέκοντας τα μαλλιά, μοιρολογώντας και ουρλιάζοντας, χαμένοι μέσα στο απύθμενο βύθος του πόνου. Κουβαλούν θρηνώντας, άγριες, ματωμένες οι γυναίκες τους νεκρούς τους στο χωριό – τα αδέλφια, τους πατεράδες, τους άντρες, τα παιδιά τους. Κι εκτυλίσσονται σκηνές αλλοφροσύνης, σκηνές που μόνο σε αρχαία τραγωδία θα μπορούσε κανείς να συναντήσει. Αυτές οι γυναίκες, οι τραγικές, ήταν που κράτησαν το χωριό – μαυροντύθηκαν, έσφιξαν τα χείλια, κατέβασαν το τσεμπέρι χαμηλά στα μάτια, έκαναν την καρδιά τους πέτρα και προχώρησαν μπροστά, περήφανες, αλύγιστες, για να δουλέψουν στα χωράφια, για να κρατήσουν τα σπιτικά τους, για ν’ αναστήσουν τα μωροπαίδια τους.
Στο φεύγα τους οι Γερμανοί αφήνουν οικογένειες που ξεκληρίστηκαν κι απόμειναν χωρίς κανένα στήριγμα. Κι ένα χωριό να μοιρολογιέται σα γυναίκα, σαν αδελφή, σα μάνα:
– Μαλάθυρο, όμορφο χωριό, άξιο και τιμημένο,
και πούν΄οι γι’ αντριωμένοι σου, τα όμορφα παλληκάρια;
– Μπαμπέσικα τα πιάσανε οι Γερμανοί οι σκύλοι
κι εκαταλύσανέ μου τα…
Η φοβερή εκτέλεση, μαζί με τόσα άλλα, πέρασε και καταχωρήθηκε στη λέξη «Έγκλημα» στο λεξικό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και στη Μαλάθυρο, το ταπεινό χωριό που πρόσφερε τη μεγάλη θυσία στη Μάνα Ελλάδα καθιερώθηκε να γίνεται μνημόσυνο την τελευταία Κυριακή κάθε Αυγούστου στη μνήμη των ηρώων και να προσφέρεται σταυρόψωμο, κόλυβα και κρασί για τον αιώνιο αναπαμό των νεκρών και τη συγχώρεση των εκτελεστών τους.
Το μνημόσυνο τελούσε όλα αυτά τα επόμενα χρόνια ο μοναδικός επιζήσας, ο παπά Γιάννης Καρτσωνάκης. Εντύπωση προκαλούσε το γεγονός ότι έλεγε στη λειτουργία τα ονόματα των 60 νεκρών απ’ έξω. ΄Όταν τον ρωτούσαν, έδινε την εξήγηση: «Πάω με το μυαλό μου στις γειτονιές του χωριού μου και χτυπώ τις πόρτες, στα εξήντα εκείνα σπίτια που ορφάνεψαν, και τους βλέπω να μου ανοίγουν και να με χαιρετούν όπως πριν συμβεί το κακό…»
Μάτια που δεν στέρεψαν με το πέρασμα του χρόνου δακρύζουν ακόμη, πρόσωπα ρυτιδιασμένα μα και νεότερα σκύβουν με πόνο ανείπωτο μπροστά στο θάνατο που δεν ξεχνιέται και πάντα μαστιγώνει τις καρδιές. Κι αναδιπλώνονται εικόνες φρίκης στο συναπάντημα του φοβερού φονικού, που μαυροφόρεσε ένα χωριό, μια επαρχία. Ζωντανεύει κάθε φορά η μομφή για τους σιδερόφραχτους γίγαντες του Βορρά, αλλά και δίνεται πάντα απλόχερα η συγνώμη για ένα έγκλημα που όμως δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Ζαχαρένια Σημανδηράκη
61 οι εκτελεσμένοι και εδώ όσες φωτογραφίες κατάφερα να βρω απο το αρχείο του Αλκ. Μαυράκη
Τρεις εστίες Γερμανών βρίσκονται κοντά στο χωριό Μαλάθυρος στην Κίσαμο των Χανίων: στις Βουκολιές, στον Κουρφαλώνα και στην Επισκοπή. Όπως γίνεται σχεδόν πάντα, κάποια προδοσία φανερώνει πως ανάμεσα στο χωριό Μεσαύλια και στη Μαλάθυρο βρίσκεται φυλάκιο Αγγλων που διαθέτει ασύρματο και ομάδα δολιοφθορών, με την οποία συνεργάζονται οι Μαλαθυριανοί.
Και ξεκινούν οι Γερμανοί στις 27 Αυγούστου από τον Κουρφαλώνα και την Επισκοπή, ενώ η ομάδα των Βουκολιών διασπάται – οι μισοί μένουν στην κωμόπολη, ενώ οι υπόλοιποι, πεζοπορώντας δύσβατους δρόμους, φθάνουν στα Μεσαύλια και από εκεί αρχίζουν προσεχτικά να προχωρούν προς τη Μαλάθυρο. Νύχτα φθάνουν στους λόφους και στις λαγκαδιές γύρω από το χωριό. Σαν πουλιά αρπαχτικά, σαν τσακάλια, περιμένουν το ξημέρωμα. Και σαν παίρνει να χαράζει στο πεντακάθαρο στερέωμα, αρχίζουν να στενεύουν τον κλοιό, να ζώνουν το μισοκοιμισμένο ακόμη χωριό.
Χάραμα της Δευτέρας 28ης Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί μπαίνουν στο χωριό, χωρίς να δείξουν τις προθέσεις τους. Μα ύστερα από λίγο ξεσπούν και δείχνουν τον χειρότερο εαυτό τους. Με φωνές και βρισιές, με χτύπους στις πόρτες, αρχίζουν συλλήψεις και συγκεντρώνουν τον πληθυσμό. Βάζουν αλλού τα γυναικόπαιδα κι αλλού τους άντρες. Τρείς γειτονιές του χωριού γίνονται τόποι συγκέντρωσης: Τα Μπαμπουνιανά, το Πάνω Χωριό και τα Μπαχαδιανά.
Κλάματα γυναικών, φωνές παιδιών και συγκρατημένος θυμός των δεμένων ανδρών, αντηχούν στις γειτονιές.
Καλά πληροφορημένοι οι Γερμανοί απαιτούν να μάθουν: Πού είναι το Αγγλικό φυλάκιο, πού είναι ο ασύρματος, ποιοι Μαλαθυριανοί συνεργάζονται με τους Αγγλους και ποια είναι τα σχέδιά τους; Μα κανείς δε μιλά. Περήφανοι, ορθώνονται με στόμα σφιγμένο και μάτια στηλωμένα μακριά και κανείς δεν μαρτυρά αν και όλοι γνωρίζουν. Λυσσούν οι Γερμανοί κι αρχίζουν τους ξυλοδαρμούς. Καταματωμένα μα ζωντανά ακόμη κορμιά χτυπούν με γδούπο το χώμα καθώς η ανάκριση συνεχίζεται. Οι Γερμανοί αρχίζουν το πλιατσικολόγημα – ρούχα, φαγώσιμα, ζώα και πολύ περισσότερο πολύτιμα πράγματα αλλάζουν ιδιοκτήτες και περνούν με βία στα χέρια των Ναζήδων. Αυτή η φοβερή κατάσταση κρατά όλη μέρα. Χωρίς ξεκούραση, ματωμένοι, χωρίς μια γουλιά νερό, οι Μαλαθυριανοί υπομένουν το τρομερό βασανιστήριο.
Χωρίς κανένα αποτέλεσμα στις ανακρίσεις, χωρίς κανένα θετικό στοιχείο, γύρω στις πέντε το απόγευμα, οι Γερμανοί συγκεντρώνουν τις τρείς ομάδες των αιχμαλώτων ανδρών στην τοποθεσία Διπόταμο. Προχωρούν μπροστά με τα χέρια στο σβέρκο. Τους σπρώχνουν, τους χτυπούν, μα εκείνοι προχωρούν αγέρωχοι κι αποφασισμένοι. Τα ταχυβόλα για μια στιγμή ξερνούν φωτιά. Οι περισσότεροι βλέπουν και καταλαβαίνουν. Οι ριπές σημάδεψαν τον τόπο θυσίας. Μέσα στο Φαράγγι, τρία χιλιόμετρα περίπου απ’ το χωριό, τους στήνουν στη σειρά – 61 κορμιά λεβέντικα, κυπαρισσόκορμοι αντίκρυ στις μαύρες εφιαλτικές κάννες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Πίκρα και παράπονο γι’ αυτά που δεν πρόλαβαν να κάνουν, για τα παιδιά τους που δεν θα δουν να μεγαλώνουν – και μερικοί ούτε καν να γεννιούνται – και περηφάνια για την προσφορά τους στο Μεγάλο Ιδανικό.
6:30. Η Διαταγή. Τα πυρακτωμένα βλήματα που κουρνιάζουν σε σάρκες στοργικές. Και ηρωϊκά κορμιά που γέρνουν στο χώμα, βάφοντάς το άλικο. Αίμα αχνιστό κυλά και σκεπάζει τα χόρτα και τρέχει ρυάκι ορμητικό – μαζί του κι η ζωή. Μια ριπή πολυβόλου ξαναγαζώνει τα πεσμένα κορμιά.
Οι εκτελεστές αρχίζουν να δίνουν τη χαριστική βολή στα κεφάλια των ανδρών. Δυο Γερμανοί, ο ένας από τη μια και άλλος από την άλλη μεριά της σειράς, οπλίζουν τα πιστόλια και πυροβολούν ένα – ένα τα ματωμένα κορμιά. Κάπου στη μέση ο ένας Γερμανός σταματά και φεύγει, βλέποντας τον συνάδελφό του να πλησιάζει. Φθάνει ο άλλος Γερμανός στο ίδιο σχεδόν σημείο. Σταματά μπροστά σε κορμί ολομάτωτο κι ασάλευτο, νομίζοντας πως αυτό έχει ήδη δεχτεί τη χαριστική βολή. Μα δεν είναι έτσι.
– «Ήταν δραματική κι εφιαλτική στιγμή για μένα», διηγιόταν ο παπά Γιάννης Καρτσωνάκης, μετέπειτα εφημέριος της Μαλαθύρου, που έχει φύγει πια για να συναντήσει τους 60 συγχωριανούς του. Την εποχή εκείνη δεν ήταν παπάς, μα λαϊκός, κι ο μόνος που γλύτωσε από τη μεγάλη σφαγή.
«Τραυματισμένος και καταματωμένος από τους ξυλοδαρμούς και την εκτέλεση, δάγκωνα το χώμα, καθώς άκουγα δίπλα μου το ψυχορράγημα των συγχωριανών μου. αντιλήφθηκα τον Γερμανό μπροστά μου και προετοιμάστηκα για το τελειωτικό χτύπημα. Μα εκείνος έσκυψε και, πιάνοντας το χέρι μου, τράβηξε τον αρραβώνα από το δάχτυλό μου. Αλλά η βέρα δεν έβγαινε. Νόμιζα πως θα καταλάβαινε πως ήμουν ακόμη ζωντανός ή πως θα μου έκοβε το δάχτυλο. Μα τελικά το δαχτυλίδι, μέσα στα αίματα, γλίστρησε στο χέρι του Γερμανού και εγώ έμεινα ακίνητος, αναίσθητος, δεν ξέρω για πόση ώρα, ώσπου άκουσα τις φωνές των γυναικών και διάκρινα τη μορφή της γυναίκας μου που ερχόταν κι έκλεισα πάλι τα μάτια, ανίκανος να κουνηθώ απ’ τους πόνους, την εξάντληση, την αιμορραγία και τον ψυχικό κλονισμό που είχα υποστεί…»
Πικρή απογραφή της μεγάλης εκτέλεσης: Ολόκληρος ο αντρικός πληθυσμός του χωριού από 13 χρονών και πάνω, 60 άντρες, άλλοι πάνω στον ανθό της νιότης, άλλοι μεγαλύτεροι, ακόμη και παιδιά, που δείχνουν, ενώνοντας το αίμα τους με το κρυστάλλινο νερό του Φαραγγιού πώς πεθαίνει η Λεβεντιά.
Γυναίκες και μικρά παιδιά κατεβαίνουν στο Φαράγγι, κλαίγοντας, ξεσκίζοντας τα στήθια, ξεπλέκοντας τα μαλλιά, μοιρολογώντας και ουρλιάζοντας, χαμένοι μέσα στο απύθμενο βύθος του πόνου. Κουβαλούν θρηνώντας, άγριες, ματωμένες οι γυναίκες τους νεκρούς τους στο χωριό – τα αδέλφια, τους πατεράδες, τους άντρες, τα παιδιά τους. Κι εκτυλίσσονται σκηνές αλλοφροσύνης, σκηνές που μόνο σε αρχαία τραγωδία θα μπορούσε κανείς να συναντήσει. Αυτές οι γυναίκες, οι τραγικές, ήταν που κράτησαν το χωριό – μαυροντύθηκαν, έσφιξαν τα χείλια, κατέβασαν το τσεμπέρι χαμηλά στα μάτια, έκαναν την καρδιά τους πέτρα και προχώρησαν μπροστά, περήφανες, αλύγιστες, για να δουλέψουν στα χωράφια, για να κρατήσουν τα σπιτικά τους, για ν’ αναστήσουν τα μωροπαίδια τους.
Στο φεύγα τους οι Γερμανοί αφήνουν οικογένειες που ξεκληρίστηκαν κι απόμειναν χωρίς κανένα στήριγμα. Κι ένα χωριό να μοιρολογιέται σα γυναίκα, σαν αδελφή, σα μάνα:
– Μαλάθυρο, όμορφο χωριό, άξιο και τιμημένο,
και πούν΄οι γι’ αντριωμένοι σου, τα όμορφα παλληκάρια;
– Μπαμπέσικα τα πιάσανε οι Γερμανοί οι σκύλοι
κι εκαταλύσανέ μου τα…
Η φοβερή εκτέλεση, μαζί με τόσα άλλα, πέρασε και καταχωρήθηκε στη λέξη «Έγκλημα» στο λεξικό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και στη Μαλάθυρο, το ταπεινό χωριό που πρόσφερε τη μεγάλη θυσία στη Μάνα Ελλάδα καθιερώθηκε να γίνεται μνημόσυνο την τελευταία Κυριακή κάθε Αυγούστου στη μνήμη των ηρώων και να προσφέρεται σταυρόψωμο, κόλυβα και κρασί για τον αιώνιο αναπαμό των νεκρών και τη συγχώρεση των εκτελεστών τους.
Το μνημόσυνο τελούσε όλα αυτά τα επόμενα χρόνια ο μοναδικός επιζήσας, ο παπά Γιάννης Καρτσωνάκης. Εντύπωση προκαλούσε το γεγονός ότι έλεγε στη λειτουργία τα ονόματα των 60 νεκρών απ’ έξω. ΄Όταν τον ρωτούσαν, έδινε την εξήγηση: «Πάω με το μυαλό μου στις γειτονιές του χωριού μου και χτυπώ τις πόρτες, στα εξήντα εκείνα σπίτια που ορφάνεψαν, και τους βλέπω να μου ανοίγουν και να με χαιρετούν όπως πριν συμβεί το κακό…»
Μάτια που δεν στέρεψαν με το πέρασμα του χρόνου δακρύζουν ακόμη, πρόσωπα ρυτιδιασμένα μα και νεότερα σκύβουν με πόνο ανείπωτο μπροστά στο θάνατο που δεν ξεχνιέται και πάντα μαστιγώνει τις καρδιές. Κι αναδιπλώνονται εικόνες φρίκης στο συναπάντημα του φοβερού φονικού, που μαυροφόρεσε ένα χωριό, μια επαρχία. Ζωντανεύει κάθε φορά η μομφή για τους σιδερόφραχτους γίγαντες του Βορρά, αλλά και δίνεται πάντα απλόχερα η συγνώμη για ένα έγκλημα που όμως δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Ζαχαρένια Σημανδηράκη