Ένα άγνωστο κείμενο του μακαριστού Ειρηναίου απο το προσωπικό του ημερολόγιο, που γραφτηκε λίγες μέρες μετά την αναχωρηση του απο την Κίσαμο για την Γερμανια. 22-12-1957
Ο καιρός ήταν χειμωνικός μα γλυκός όταν ξεκινήσαμε απο τα Χανιά με τους Γέροντες Γονείς μου, οι αδελφοί Επίσκοποι της Κρήτης κι άλλοι γνωστοί και συγγενείς που πήραν λεωφορεία και ταξί για να 'ρθουν στην Ενθρόνισή μου.
Όταν πλειά αφήκαμε τα Χανιά και πέρα απο τον Κλαδισό πήραμε το δρόμο για το Καστέλι, είχε γίνει κιόλας μια μεγάλη κολώνα απο αυτοκίνητα που εντυπωσιάζανε τα Χανιά, σκέφτηκα με ευγνωμοσύνη και συγκίνηση, ακολουθούσα πίσω.
Στη γέφυρα του Ταυρωνίτη που είναι και τα ανατολικά σύνορα κι πύλη της Επισκοπής Κισάμου και Σελίνου έκαμα το σταυρό μου κι είπα στο Θεό να με συνοδεύση.
Οι κάτοικοι του χωριού, απλοί και ταπεινοί ήταν εκεί συναγμένοι να με προϋπαντήσουνε κι ο δάσκαλος Γ.Μ παλιός συμμαθητής μου στο ιεροδιδασκαλείο με σύντομη ομιλία με καλωσόρισε στην Επαρχία.
Όταν προβάλαμε στις κούρμπες των Πλακαλώνων φάνηκε το Καστέλι, η πρωτεύουσα της Κισάμου κι η έδρα της Επισκοπής. Την ήξερα απο τα χρόνια που ήμουν καθηγητής στο Γυμνάσιο της, κι ο Θεός μου είχε δώσει (δεν διαβάζετε η λέξη)..... το μεγάλο μήνυμα του, με τον τρόπο που ξέρει εκείνος να ρίχνει τη σαΐτα και να σημαδεύει τους δούλους και τις αποστολές τους.
Στον ελαιώνα του Δραπανιά που είναι απο τους ωραιότερους της Κρήτης, μια εικόνα χτύπησε ιδιαίτερα στα μάτια μου κι έμεινε βαθειά χαραγμένη στην ψυχή μου. Ήταν η εποχή που μαζεύουν τις ελιές και κάμποσοι άνθρωποι γυναίκες και παιδιά μάζευαν στα χωράφια αν και ήταν Κυριακή. Καθώς είδαν τα αυτοκίνητα να περνούν απο το δρόμο έτρεξαν με τα καλάθια και τις ποδιές των γεμάτες ελιές για να έλθουν να μας δουν. Ίσως είχαν ακούσει πως θα περνούσε ο νέος Δεσπότης. Ήταν ντυμένες φτωχικά και πασαλειμμένες στα χώματα. Σκέφτηκα αμέσως, αυτό είναι το ποίμνιο σου. Φτωχό, ταπεινό, και ακατήχητο, αφού λησμονούνε πως ήταν ημέρα του Κυρίου και καταργούσε την ιερότητα της.
Αυτή η πρώτη εικόνα, χαράκτηκε βαθειά στην ψυχή μου και μούλεγε σ' όλα τα χρόνια της εκεί ποιμαντορίας μου ποιο ήταν το Ποίμνιο μου και ποιο ήταν το χρέος μου.
Όταν φτάσαμε στα πρόθυρα του Καστελλιού και στην συνοικία Καμάρα κατεβήκαμε απο τα αυτοκίνητα μας, γιατί μας περίμενε η επίσημη υποδοχή.
Μερικοί παπάδες με το Ευαγγέλιο τα εξαπτέρυγα και τα λάβαρα του Αγιου Σπυρίδωνα, ο Δήμαρχος Ιωάννης Φουρναράκης, το γυμνάσιο και πολλοί άνθρωποι.
Οι ψάλτες με τον αλησμόνητο (δεν διακρίνεται η λέξη) ζωγράφο και λογοτέχνη Γιάννη Αννουσάκη έψαλλαν το "άξιος εστί" και προχωρούσαν μπροστά, κόσμος πολύς ακολουθούσε ξοπίσω και γω στην μέση σήκωνα δειλά-δειλά το χέρι μου απο συγκίνηση και ευλογούσα. Καθώς πηγαίναμε όμως στο δρόμο πάλι έβλεπα την εικόνα της φτώχειας και της ταπεινότητας. Ο δρόμος χωρίς άσφαλτο στενός και γεμάτος λακκούβες με νερό. Τα γύρω σπίτια ήταν σπίτια ενός χωριού κι οι άνθρωποι το ίδιο φτωχοί και αγρότες. Η εικόνα του Δραπανιά συνέχιζε κι εδώ και μούκανε εντύπωση και δίδαγμα.
Όταν φτάσαμε στον Άγιο Σπυρίδωνα (μια κατανυκτική μα μικρή εκκλησία) που ειναι κι ο καθεδρικός Ναός διαβάστηκε το εν...τηριο γράμμα κι έπρεπε να πω τον ενθρονιστήριο λόγο μου. Αλλά δεν είχα ετοιμάσει κανένα λόγο κι είπα μόνο μερικά λόγια.
"Το έργο ενός Επισκόπου δεν μπορεί να εκτεθεί σε προγραμματικές δηλώσεις. Ο Επισκοπικός θρόνος δεν είναι Βασιλική καρέκλα αλλά ένας σταυρός του Χριστού κι όποιος γνήσια τον ανεβαίνει, ανεβαίνει σένα σταυρό". ..είπα βέβαια και μερικά άλλα για να τα ακούσει μόνο ο Θεός.
Κι αληθινά εκείνη την ημέρα και την ώρα δεν είχα κανένα σχέδιο για όλα εκείνα που έγιναν κατόπιν στην δεκαπενταετή αρχιερατεία μου σ' αυτό τον τόπο.
Είχα μόνο την Πίστη μου και την αγάπη μου στον άνθρωπο. Είχα μόνο το μεγάλο φόβο να μην προδώσω την αποστολή μου, δηλαδή την Εκκλησία του Χριστού. Ύστερα απο την μικρή τελετή στο Ναό πήγαμε πάλι με πομπή στο Επισκοπείο, ένα μέτριο σπίτι που το' χει κτισμένο ένας μακαριστός προκάτοχός μου, ο αοιδιμός Άνθιμος Λελεδάκης, για τον οποίον υπήρχαν τόσες αγαθές αναμνήσεις στους ανθρώπους του τόπου.
Εκεί σ ένα μικρό "σαλόνι" που 'χε μόνο μια καρέκλα κι ένα τραπέζι (τα μόνα έπιπλα που βρέθηκαν εκεί κι αυτά δανεισμένα όπως άκουσα απο τον Ιερέα Δ. Σημανδηράκη) μοίρασα τα κουφέτα κι επήρα τις ευχές των ανθρώπων, που έφυγαν σε λίγο και μ' αφήσαν μοναχό και κουρασμένο.
Μερικοί στενότατοι φίλοι μου δεν απέκρυπταν (δυσανάγνωστες δυο λέξεις) κάποια στεναχώρια των για το οτι το Επισκοπείο ήταν ένα φτωχικό σπίτι κι έδειχνε κι αυτό τη φτώχεια και την ασημότητα της Επισκοπής που μ' έστειλε ο Θεός ή που με έριξαν οι άνθρωποι.
Ωστόσο ήρθε το βράδυ κι έπρεπε, εγώ, η μακαρίτισσα η Μητέρα μου Σοφία και δυο μαθηταί μου να φάμε κάτι και να κοιμηθούμε. Πήραμε λοιπόν απο το εστιατόριο του κ. Παπαδάκη λίγο φαγητό κι απο ένα εμπορικό δυο κρεββάτια και στρώματα (σκεπάσματα είχα φέρει μαζί μου, φαντά απο την Μητέρα μου και τα φυλάω ακόμα)
Από τον κόπο και τις συγκινήσεις της ημέρας κοιμήθηκα αμέσως, αλλά σε λίγο ξύπνησα απο το νερό που έτρεχε στο κρεβάτι μου. Είχε πιάσει βροχή και απο το μουχλιασμένο ταβάνι έτρεχε σαν μικρή βρυσούλα πάνω στα ρούχα μου. Σηκώθηκα μετακίνησα το κρεβάτι μου. κι ψάχνοντας κάπου μ' ένα κερί βρήκα μια σκάφη στο ισόγειο του σπιτιού, την έβαλα στην βάση του σταλαΐτού και πλάγιασα πάλι. Αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί μου' φερνε παράξενα αισθήματα και προμηνύματα.
Έτσι το Επισκοπείο μου με καλωσόρισε εκείνη την χειμωνιάτικη νύχτα με μια βροχή που έπεφτε πάνω στο κρεββάτι μου απο τα σύννεφα του ουρανού. Αργότερα μετά δεκαπέντε χρόνια θα εγκαταλείψω το σπίτι αυτό πάλι μια χειμωνιάτικη μέρα και μέσα σε μια βροχή. Μόνο τούτη τη φορά η βροχή δεν θα πέφτει απο τα σύννεφα αλλά απο τα μάτια μου κι απο τα μάτια χιλιάδων ανθρώπων.
Όταν σηκώθηκα την άλλη ήμερα ..(δυσδιάκριτες δυο λέξεις) είδα ακόμα περισσότερο τη ν φτώχεια και την γύμνια του Επισκοπείου μου. Αλλά ήταν ήδη παραμονή των Χριστουγέννων και τα Παιδιά του χωριού τραγουδούσαν την Γέννηση του Χριστού:
"Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
π βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων"
Ο Χριστός και Κύριος μου γεννήθηκε σε ένα σταύλο .......λοιπόν;
Μέσα σ αυτή την ατμόσφαιρα έκανα τη νύχτα των Χριστουγέννων την πρώτη μου αρχιερατική λειτουργία και ευλόγησα με τρικέρια το φτωχικό μου ποίμνιο.
"Κύριε Κύριε επίβλεψον εξ' ουρανού και ιδέ και επίσκεψε την άμπελον ταύτην."