Απο το βιβλίο του γιατρού Σπύρου Καστανάκη "Η ράτσα του Καπετάν Μιχάλη".
Λίγο πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά την δικτατορία του Μεταξά, μεταξύ των διαφόρων αυστηρών αστυνομικών διατάξεων που είχαν εφαρμοστεί, ήταν και ο έλεγχος και τιμωρία για τις περιπτώσεις κακής μεταχείρησης των ζώων (ξυλοδαρμός, υπερφόρτωση κλπ).
Ο Νταγκουνόγιαννης με φορτωμένα δυο σακιά κριθάρι και καθισμένος ανάμεσα τους, πέρασε και από το Καστέλλι για να πάει στα Νοπήγια στο νερόμυλο ν’ αλέσει το κριθάρι. Όμως για κακή του τύχη, καθώς περνούσε από την Κεντρική αγορά τον είδε κάποιος χωροφύλακας ονόματι Βουρδουλάς, αν δεν απατώμαι, και αφού τον υποχρέωσε να ξεπεζέψει και να συνεχίσει την πορεία του πεζός, τον άφησε ελεύθερο με την ρητή εντολή, να μην ξανακάνει την ίδια παράβαση διότι, αν τον συλλάβει θα τον κλείσει στο μπουντρούμι και θα του βάλει και πρόστιμο.
Ο Νταγκουνόγιαννης, παρά το γεγονός ότι ενοχλήθηκε από την παρέμβαση του χωροφύλακα στα οικογενειακά του, έδωσε την υπόσχεση του ότι, δεν θα το ξανακάνει και συνέχισε το δρόμο του. Όμως αυτό που τον στενοχώρεσε ιδιαίτερα ήταν το δούλεμα της Καστελλιανής πιάτσας... Ως δια μαγείας, λες κι εσυνενοήθηκαν όλοι μαζί, μπακαλέμποροι, μανάβηδες, τσαγκάρηδες, μπαρμπέρηδες κλπ κι άρχισαν να του λένε καθώς περνούσε από τα μαγαζιά τους.
-Ιντα ναι σύντεκνε ετούτην η δουλειά που σούκανε ο Βουρδουλάς. Καλιά έκανε ο αθεόφοβος το γάιδαρο από τ’ αφεντικό του;
-Έχει ο καιρός γυρίσματα απαντούσε ο Νταγκουνογιαννης και προχωρούσε μέχρι που βγήκε από το Τσαρσί και συνέχισε για τα Νοπήγια.
Μυλωνάς που τον είδε άκεφο, παραξενεύτηκε και τον ρώτησε τι του είχε συμβεί και ο Νταγκουνογιαννης του διηγήθηκε την ιστορία με το χωροφύλακα, το δούλεμα των Καστελιανών και την πεζοπορία του και ο Μυλωνάς αντί να ρίξει νερό στη φωθιά, έριξε όχι λάδι, αλλά πετρέλαιο.
-Τι λες μωρές σύντεκνε, εσένα την έκανε ο Βουρδουλάς ετούτηνα τη δουλειά, να σε ξεφτυλίσει ο άτιμος σε ούλους τσοι Καστελιανούς και νάρθεις και με τα πόδια από το Καστέλλι στα Νοπήγεια; Και δεν μπορείς να του κάνεις και τίποτις. Πες πως ήτανε το τυχερό σου σύντεκνε Γιάννη και ξέχασέ το, μαθα το ξεχάσουνε θέλει και οι μπαγάσηδες οι Καστελλιανοί.
-Έχει ο καιρός γυρίσματα, επανάλαβε ο Νταγκουνογιαννης και μετά από λίγο φόρτωσε το αλεύρι στο γάιδαρο, έπιασε το σκοινί που ήτανε δεμένο από το καπίστρι του γαϊδάρου και ξεκίνησε για τις Λουσακιές.
Κατά την επιστροφή, από το μυαλό του ούτε καν πέρασε η ιδέα να ξανακαβαλικέψει το γαϊδαρό, όχι τόσο από το φόβο μην τον πιάσει ο Βουρδουλάς, αλλά, γιατί τόβαλε να δουλεύει για να βρει τον τρόπο που θα ξεπλύνει το ρεζιλίκι και το δούλεμα που του κάνανε οι Καστελλιανοί.
Η ιστορία μαθεύτηκε όπως ήτανε φυσικό και στο χωριό του και όταν τον ρωτούσανε οι Λουσακιανοί αν είναι αλήθεια, αυτός τους απαντούσε.
- Υπομονή χωριανοί, μα οπίσω έχει η αχλάδα την ουρά και όποιος γελά τελευταίος γελά και πιά καλά. Την Παρασκευή στο παζάρι θα τους κάμω θέλει να με θωρούνε και ν’ αναγυρίζουνε, ούλοι τούτηνα οι Καστελλιανοί... αστυνόμοι, δικολάβοι, τσαγκαροραφτάδες, μπαρμπέρηδες και γραμματιζούμενοι που μου κάνουνε τσ’ έξυπνους. Το είπε και τόκανε.
Την Παρασκευή σηκώθηκε πριν καλοξημερώσει ο Νταγκουνογιαννης, τηγάνισε δυο αυγά με πρόβειο βούτυρο, για πρωινό, ήπιε και δυο κούπες Κισαμίτικο σπιτικό νέκταρ, το καλύτερο κρασί του κόσμου, έκανε το σταυρό του, φόρτωσε δυο γεμάτα τουλούμια (ασκούς από δέρμα κατσίκας που μεταφέρανε συνήθως λάδι ή κρασί) καβαλίκεψε ανάμεσα στα δυο τουλούμια, είπε στο γάιδαρο του, πάμε γέρο μου και ο Θεός βοηθός, κι’ έφυγε για το Καστελλιανό παζάρι της Παρασκευής.
Στο Καστέλλι έφθασε περίπου σε μισή ώρα κι άρχισε τις βόλιτες καβάλα πάντοτε στο φορτωμένο με τ' ασκιά γάιδαρο του. Στην κεντρική αγορά υπήρχε πολύς κόσμος και καθώς προχωρούσε ανάμεσά τους, έβαζε και καμιά φωνή στους πεζούς να παραμερίσουνε για να περάσει. Ο κόσμος παραξευνεύτηκε αλλά εκείνοι που αιφνιδιάστηκαν ήτανε οι μαγαζάτορες. Τους φάνηκε περίεργο πως τόλμησε να παρουσιαστεί στην αγορά καβάλα τον υπερφορτωμένο γάιδαρο ιδίως μετά από αυτά που είχαν προηγηθεί. Πολλοί είπαν πως απολωλάθηκε ο Νταγκουνόγιαννης και άλλοι ότι, όπου νάναι θα τον πιάσει ο Βουρδουλάς και θα τον κλείσει μέσα. Και αυτά ψιλοκουβεδιάζανε οι Καστελλιανοί όταν εμφανίστηκε ο χωροφύλακας, στη θέα του οποίου, ο περί ου ο λόγος, κλώτσησε με τα στιβάνια του την κοιλιά του γαϊδάρου για ν’ αποφύγει τρέχοντας τη σύλληψη.
Ο Βουρδουλάς αιφνιδιάστηκε αλλά έτρεξε τον πρόλαβε και τον διάταξε να τον ακολουθήσει στο τμήμα. Ο Νταγκουνόγιαννης με ύφος περίλυπο και φοβισμένο, παρακαλούσε τον Βουρδουλά να τον αφήσει διότι, δεν είχε πειράξει κανένα, αλλά που ν’ ακούσει ο χωροφύλαξ που ένοιωθε κατά κάποιο τρόπο ότι τον είχε γράψει... (ας πούμε περιφρονήσει) ο συλληφθείς. Και χωρίς να τον ακούσει καν, τον παρουσίασε στο Διοικητή του λέγοντας.
- “Κύριε Διοικητά αυτός εδώ είναι βασανιστής ζώων και μάλιστα καθ’ υποτροπήν. Πρέπει κύριε Διοικητά να πάει στο αυτόφωρο, να δικαστεί και να πληρώσει κατά τον νόμον διότι, προ τινών ημερών συνελήφθη από τον υποφαινόμενον ιππεύων επί του ημιόνου του τον οποίον είχε ταυτοχρόνως φορτωμένον και με δύο μεγάλα σακιά. Του έδειξα επιείκιαν κύριε Διοικητά και μου υπεσχέθη, ότι δεν θα επαναλάμβανε μίαν παρομοίαν παράβασιν και θα συμπεριεφέρετο με τον αρμόζοντα σεβασμόν προς τον ημίονον του. Σήμερον υπέπεσε εις την αυτήν παράβασιν και μάλιστα κατά πολύ σοβαροτέραν. Διήρχετο την κεντρική οδόν της αγοράς προκλητικότατα, παρενοχλών τους πάντας, καθήμενος επί του ημιόνου του και δύο τουλούμια γεμάτα φορτωμένα εκατέρωθεν, βάρους 40 οκάδων περίπου έκαστον, και επί τη θέα του οργάνου τάξεως κ. Διοικητά, ελάχτισε, με τα γεμάτα μπροκαδούρες στιβάνια του τον ατυχή ημίονον και ανέπτυξε ασυνήθη ταχύτητα δια να διαφύγει.
Ευτυχώς κύριε Διοικητά, λόγω του συνωστισμού ζώων και ανθρώπων στην Ανατολική άκρη της αγοράς και τις πρόσκρουσης των ασκών επ’ αυτών, εσταμάτησε εξ’ ανάγκης και ηδυνήθην να τον συλλάβω.
Και όπως θα διαπιστώσετε κύριε Διοικητά τα επωμισθέντα βάρη του άτυχου ζώου υπερβαίνουν τας 150 οκάδας”.
-Μα κύριε χωροφύλαξ για ένα ημίονο δεν είναι υπερβολικό το βάρος δυο ασκών και ενός μικρού ανδρός. Το μουλάρι κύριε Βουρδουλά μπορεί να σηκώσει αυτό το βάρος.
-Ν' αγιάσει το στόμα σου, κύριε Διοικητά μου άφησε με να σας εξηγήσω, γιατί ο κύριος χωροφύλακας τον κακορίζικο δεν μ’ άφησε μια κουβέντα να του πω. Κατ’ αρχήν δεν είναι μουλάρι, γάιδαρος είναι και η χάρη που θέλω να μου κάμετε είναι να με βοηθήξει ο κύριος χωροφύλακας να ξεφορτώσουμε τα τουλούμια, να τα ζυγιάσουμε να δούμε αν είναι πολύ το φορτίο.
- Βοήθησε τον κύριε Βουρδουλά να ξεφορτώσει...
Ο Χωροφύλακας μόλις πήγε να υποβαστάσει το ένα τουλούμι κόντεψε να χάσει την ισορροπία του και αναφώνησε.
- Μας εξαπάτησε κύριε Διοικητά τα τουλούμια δεν έχουνε ούτε λάδι ούτε κρασί, αέρα έχουνε!
Νυσάφι κύριε Βουρδουλά, δεν φτάνει που δεν μ’ άφησες να σου πω μια κουβέντα παρά θα με βγάλεις και απατεώνα, που εβασάνισα ούλη την εβδομάδα το νου μου για ν’ ανακαλύψω τρόπο να ξαλαφρώσω το γάιδαρο μου και να εκτελέσω και τη διαταγή σου. Μάλιστα κύριε, αέρα τάχω γεμισμένα για ν’ ανασηκώνεται ο γάιδαρος, όπως γίνεται και στο γυαλό, να ξαλαφρύνει και να πηγαίνει και πιο γρήγορα. Φτερά τούβαλα κύριε Διοικητά μου, όπως βλέπεις, γι αυτό και πάει σαν το γιοργαλίδικο μπεγίρι. Ρεγάλο πρέπει να μου δώσετε γι αυτή μου την εφεύρεση, που έβαλα φτερά και ξαλάφρωσα το γάιδαρο και πάει σαν το γιοργαλίδικο μπεγίρι.
-Κύριε Βουρδουλά δεν εξετάσατε την περίπτωση του κυρίου Νταγκουνόγιαννη μετά προσοχής, πριν τον συλλάβετε. Αδίκως τον ταλαιπωρήσαμε και πρέπει να του ζητήσετε συγγνώμη. Και να μάθετε οτι ημίονος είναι το μουλάρι και όνος είναι ο γάιδαρος. Μας συγχωρείτε κύριε Γιάννη, μπορείτε να πηγαίνετε στη δουλειά σας.Και ο Νταγκουνόγιαννης καβαλίκεψε το γάιδαρο του κι έφυγε τραγουδώντας:
Στα χέρια μου ξανάπεσες, στα δίχτυα τα δικά μου
για δεν εκαταδέχτηκες ν' ακούσεις τη μιλιά μου.
Πελάτες και μαγαζάτορες, μετά από λίγο, βλέπανε έκπληκτοι τον Νταγκουνόγιαννη να πηγαινοέρχεται στην αγορά καβάλα στο γάιδαρο του και με τα τουλούμια φορτωμένο. Παρακολουθούσανε το ανεξήγητο εκείνο φαινόμενο, να τρέχει καβάλα με τον βαροφορτωμένο γάιδαρο του, σαν γιοργαλίδικο μπεγίρι και τότε ο διανοούμενος και εξαίρετος λαογράφος ο Λυκούργος Καμηλάκης είπε: “Αυτός δεν είναι γάιδαρος, Πήγασος είναι” και ο αείμνηστος πεταλωτής ο Πολυκανδρίτης που παρακολουθούσε έκπληκτος επίσης το θέαμα, φώναξε στον Νταγκουνόγιαννη. “Σύντεκνε Γιάννη, ίντα διάολο έκαμες του γαϊδάρου σου, φτερά τούβαλες;"
Και ο Νταγκουνόγιαννης του απάντησε με δυό μαντινάδες:
“Τούτη τη στράτα ρέχτηκα να την περιδιαβαίνω
καβάλα εις το γάιδαρο και παραφορτωμένο.
Κ ι όποιος με μένα τάβαλε έπρεπε να γνωρίζει
πως κάνουνε το γάϊδαρο να τρέχει σαν μπεγίρι.”
Εεε! τ’ ακούσατε Αστυνόμοι, δικολάβοι, Καστελλιανοί Λουσακιανοί και Μεσσογειανοί γραμματιζούμενοι και μη; Αν δεν τακούσατε να πάτε στου Πολυκαντρίτη να καθαρίσετε τ’ αυτιά σας.