Ο ΦΩΤΗΣ
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ανέβηκα στο πίσω κάθισμα της DKW μοτοσυκλέτας, σφίγγοντας στα χέρια μου μια σκουρόχρωμη, σχεδόν μαύρη, πέτρα. Ο οδηγός μάρσαρε τη μηχανή και μ’ ένα σπινάρισμα ξεκίνησε με θόρυβο, τινάζοντας σκόνες και χαλίκια στο προαύλιο του σχολείου. Διασχίσαμε την πλαϊνή αυλή και φτάσαμε στη μόνιμα ανοιχτή εξώπορτα του σχολείου. Εκεί μ’ ένα απότομο φρενάρισμα ο Φώτης (αυτός οδηγούσε) ακινητοποίησε το όχημα. Ισορρόπησε πατώντας με το αριστερό του πόδι στο έδαφος κι άπλωσε το χέρι του, χωρίς να πει τίποτα και κυρίως χωρίς να γυρίσει το σώμα του ή το κεφάλι του προς τα πίσω. Εγώ, αφού κρατήθηκα με το αριστερό μου χέρι απ’ τον ιμάντα της σέλας, με το δεξί μου του έδωσα την πέτρα που κρατούσα. Αυτός την πήρε και με μια απότομη κίνηση την πέταξε πάνω απ’ το κεφάλι του. Κάτι μουρμούρισε (ίσως γλίτωσα, ίσως δεν πρόκειται να με ξαναδείτε) και με μια απότομη γκαζιά, σήκωσε τη μηχανή στην πίσω της ρόδα, κάνοντας μια εντυπωσιακή σούζα κι έτσι βγήκαμε με ταχύτητα στον δρόμο. Έσφιξα με δύναμη τα δόντια μου, ενώ το χέρι μου κόντεψε να σπάσει τον ιμάντα. Παρ’ όλο που εμπιστευόμουν την οδηγητική ικανότητα του φίλου μου, ο φόβος απ’ τις νευρικές κινήσεις της οδήγησης και οι απότομοι ελιγμοί, προξένησαν ένα φόβο κι ένα σφίξιμο στο στομάχι μου.
Λίγο πριν, μαζί με άλλους συμμαθητές μας, περιμέναμε στο προαύλιο του σχολείου ν’ αναρτηθούν οι πίνακες των επιτυχόντων στις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Κάποιοι από μας αγωνιούσαν για τ’ αποτελέσματα, ενώ άλλοι ήταν τελείως αδιάφοροι, είτε γιατί ήταν σίγουροι για την επιτυχία τους, είτε για την αποτυχία τους. Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν τις αμφιβολίες τους ανάμεικτες μ’ ελπίδες για επιτυχία. Ο Φώτης ανήκε στην τελευταία κατηγορία, έχοντας ένα άγχος και μια νευρικότητα για τ’ αποτελέσματα. Όπως ήταν φυσικό, είχαμε σχηματίσει «πηγαδάκια», σχολιάζοντας όλες τις πιθανότητες των αποτελεσμάτων. Σε ανύποπτο χρόνο, μας ξεκαθάρισε πως σε περίπτωση που περάσει το μάθημα… θα ρίξει «μαύρη πέτρα» πίσω του.
Τελικά τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν θετικά, τόσο γι αυτόν όσο και για μένα. Ικανοποιημένοι, αφού κουβεντιάσαμε λιγάκι με τους υπόλοιπους συμμαθητές, δώσαμε ραντεβού για το βράδυ στο σπίτι της Κατίνας, η οποία είχε θριαμβεύσει στις εξετάσεις, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ. Είχε καταφέρει να περάσει και τα δέκα μαθήματα που είχε αποτύχει στις εξετάσεις του Ιουνίου. Χαρούμενη για το κατόρθωμά της, αλλά και γι άλλους προσωπικούς λόγους, μας κάλεσε το ίδιο βράδυ σ’ ένα κρητικό τραπέζωμα. Φυσικά υπήρχαν και κάποιοι που δεν ήταν ευχαριστημένοι μ’ αυτό που είδαν στους πίνακες και κάθε άλλο παρά χαρούμενοι ήταν. Μπροστά όμως στην προσωπική μας επιτυχία, ελάχιστα μας απασχόλησε η αποτυχία τους. Ο Γιάννης είχε αποχωρήσει νευριασμένος με τ’ αποτελέσματα κι έτσι ο Φώτης μου ζήτησε να τον συνοδεύσω σαν συνεπιβάτης στη μοτοσυκλέτα του. Πριν ξεκινήσουμε, έσκυψε, πήρε απ’ το έδαφος μια πέτρα και μου την έβαλε στο χέρι. Έκπληκτος κατάλαβα ότι ο φίλος μου τα εννοούσε αυτά που έλεγε περί «μαύρης πέτρας».
Σ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής μας διαδρομής, αποτελούσε αχώριστο δίδυμο με τον Γιάννη. Μαζί σκαρφίζονταν όλες τις διαολιές κι επέβαλλαν την άποψή τους σ’ όλες τις εξτρίμ καταστάσεις που βιώναμε στην τάξη. Απίστευτες είναι οι πλάκες που έκαναν οι δυο τους σ’ όλους μας, χωρίς να αντιμετωπίσουν σχεδόν ποτέ καμία αντίδραση. Στην περίπτωση της γαιδουροφαγίας, η καζούρα που αντιμετώπισαν, τόσο ο Σπύρος όσο και το παπαδοπαίδι, ήταν απίστευτη. Είχαν φτάσει σε σημείο να κάνουν σατυρικές μαντινάδες, τις οποίες τραγουδούσαν.........
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ανέβηκα στο πίσω κάθισμα της DKW μοτοσυκλέτας, σφίγγοντας στα χέρια μου μια σκουρόχρωμη, σχεδόν μαύρη, πέτρα. Ο οδηγός μάρσαρε τη μηχανή και μ’ ένα σπινάρισμα ξεκίνησε με θόρυβο, τινάζοντας σκόνες και χαλίκια στο προαύλιο του σχολείου. Διασχίσαμε την πλαϊνή αυλή και φτάσαμε στη μόνιμα ανοιχτή εξώπορτα του σχολείου. Εκεί μ’ ένα απότομο φρενάρισμα ο Φώτης (αυτός οδηγούσε) ακινητοποίησε το όχημα. Ισορρόπησε πατώντας με το αριστερό του πόδι στο έδαφος κι άπλωσε το χέρι του, χωρίς να πει τίποτα και κυρίως χωρίς να γυρίσει το σώμα του ή το κεφάλι του προς τα πίσω. Εγώ, αφού κρατήθηκα με το αριστερό μου χέρι απ’ τον ιμάντα της σέλας, με το δεξί μου του έδωσα την πέτρα που κρατούσα. Αυτός την πήρε και με μια απότομη κίνηση την πέταξε πάνω απ’ το κεφάλι του. Κάτι μουρμούρισε (ίσως γλίτωσα, ίσως δεν πρόκειται να με ξαναδείτε) και με μια απότομη γκαζιά, σήκωσε τη μηχανή στην πίσω της ρόδα, κάνοντας μια εντυπωσιακή σούζα κι έτσι βγήκαμε με ταχύτητα στον δρόμο. Έσφιξα με δύναμη τα δόντια μου, ενώ το χέρι μου κόντεψε να σπάσει τον ιμάντα. Παρ’ όλο που εμπιστευόμουν την οδηγητική ικανότητα του φίλου μου, ο φόβος απ’ τις νευρικές κινήσεις της οδήγησης και οι απότομοι ελιγμοί, προξένησαν ένα φόβο κι ένα σφίξιμο στο στομάχι μου.
Λίγο πριν, μαζί με άλλους συμμαθητές μας, περιμέναμε στο προαύλιο του σχολείου ν’ αναρτηθούν οι πίνακες των επιτυχόντων στις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Κάποιοι από μας αγωνιούσαν για τ’ αποτελέσματα, ενώ άλλοι ήταν τελείως αδιάφοροι, είτε γιατί ήταν σίγουροι για την επιτυχία τους, είτε για την αποτυχία τους. Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν τις αμφιβολίες τους ανάμεικτες μ’ ελπίδες για επιτυχία. Ο Φώτης ανήκε στην τελευταία κατηγορία, έχοντας ένα άγχος και μια νευρικότητα για τ’ αποτελέσματα. Όπως ήταν φυσικό, είχαμε σχηματίσει «πηγαδάκια», σχολιάζοντας όλες τις πιθανότητες των αποτελεσμάτων. Σε ανύποπτο χρόνο, μας ξεκαθάρισε πως σε περίπτωση που περάσει το μάθημα… θα ρίξει «μαύρη πέτρα» πίσω του.
Τελικά τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν θετικά, τόσο γι αυτόν όσο και για μένα. Ικανοποιημένοι, αφού κουβεντιάσαμε λιγάκι με τους υπόλοιπους συμμαθητές, δώσαμε ραντεβού για το βράδυ στο σπίτι της Κατίνας, η οποία είχε θριαμβεύσει στις εξετάσεις, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ. Είχε καταφέρει να περάσει και τα δέκα μαθήματα που είχε αποτύχει στις εξετάσεις του Ιουνίου. Χαρούμενη για το κατόρθωμά της, αλλά και γι άλλους προσωπικούς λόγους, μας κάλεσε το ίδιο βράδυ σ’ ένα κρητικό τραπέζωμα. Φυσικά υπήρχαν και κάποιοι που δεν ήταν ευχαριστημένοι μ’ αυτό που είδαν στους πίνακες και κάθε άλλο παρά χαρούμενοι ήταν. Μπροστά όμως στην προσωπική μας επιτυχία, ελάχιστα μας απασχόλησε η αποτυχία τους. Ο Γιάννης είχε αποχωρήσει νευριασμένος με τ’ αποτελέσματα κι έτσι ο Φώτης μου ζήτησε να τον συνοδεύσω σαν συνεπιβάτης στη μοτοσυκλέτα του. Πριν ξεκινήσουμε, έσκυψε, πήρε απ’ το έδαφος μια πέτρα και μου την έβαλε στο χέρι. Έκπληκτος κατάλαβα ότι ο φίλος μου τα εννοούσε αυτά που έλεγε περί «μαύρης πέτρας».
Σ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής μας διαδρομής, αποτελούσε αχώριστο δίδυμο με τον Γιάννη. Μαζί σκαρφίζονταν όλες τις διαολιές κι επέβαλλαν την άποψή τους σ’ όλες τις εξτρίμ καταστάσεις που βιώναμε στην τάξη. Απίστευτες είναι οι πλάκες που έκαναν οι δυο τους σ’ όλους μας, χωρίς να αντιμετωπίσουν σχεδόν ποτέ καμία αντίδραση. Στην περίπτωση της γαιδουροφαγίας, η καζούρα που αντιμετώπισαν, τόσο ο Σπύρος όσο και το παπαδοπαίδι, ήταν απίστευτη. Είχαν φτάσει σε σημείο να κάνουν σατυρικές μαντινάδες, τις οποίες τραγουδούσαν.........