Μια αληθινή ιστορία, μιας κρητικιάς, μιας Κισαμίτισας από το Λούχι Κισάμου.... δημοσιευμένη στην εφημερίδα Tribune του Κολοράντο.
Όταν έλθετε την κατοικία της Άννας Aνδρουλάκη (το γένος Χαμαλάκη), θα σας υποδεχτεί με ένα παλιομοδίτικη αλλά ζεστή φιλοξενία - ίσως με ένα μπολ με φρέσκα κεράσια και ζουμερές φέτες πορτοκαλιού. Τα έργα της κρέμονται σε κάθε τοίχο σε κάθε δωμάτιο, στο σαλόνι, στην τραπεζαρία και δίνουν μια αίσθηση ευθυμίας και στο υπόλοιπο σπίτι που μοιράζεται με τα μέλη της οικογένειας της. Είναι έτοιμη και πολύ πρόθυμη να μιλήσει για τη ζωή της, που ξεκίνησε από το νησί της Κρήτης, στην Ελλάδα, πριν 86 χρόνια.
Η Ανδρουλάκη έχει γράψει ένα βιβλίο με τα απομνημονεύματα της ζωής της, "Η μικρή υπηρέτρια", ..μια ειλικρινή άποψη για τις δυσκολίες που άντεξε ως νεαρό κορίτσι στην Ελλάδα, σαν μια υπηρέτρια 20 χρονών και κάτι στον Καναδά, αλλά και τα 25 χρόνια γάμου της με έναν άνδρα από το Ντένβερ σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερο της.
Η Άννα μεγάλωσε φτωχή, παρά πολύ φτωχή. Ο πατέρας της πέθανε όταν εκείνη ήταν αρκετά μικρή και η μητέρα της αγωνίστηκε πολύ να τα βγάλει πέρα. Κυκλοφορούσε χωρίς παπούτσια και φορούσαν σανδάλια κατασκευασμένα από ένα κομμάτι ξύλου.
Όταν ήταν 14 χρονών, ο νονός της την έστειλε στην Αθήνα σε μια οικογένεια που χρειαζόταν υπηρέτρια. Η ζωή της ήταν εκεί λίγο καλύτερη από ό, τι ήταν στην Κρήτη.... αλλά εργαζόταν πολλές ώρες κάθε μέρα για να καθαρίσει από το πάτωμα ως την οροφή με μόνο ένα κουβαδάκι νερό και μια βούρτσα. Μοιράστηκε το κρεββάτι της με κοριούς και η καρδιά της είχε σπάσει όταν τέλειωσε άδοξα ένα ειδύλλιο με τον γιο της οικογένειας.
Μετά από οκτώ χρόνια στην Αθήνα, η Άννα έμαθε οτι ζητούσαν νέες γυναίκες να εργαστούν ως υπηρέτριες στον Καναδά. Χωρίς χρήματα για να αγοράσει το εισιτήριο για τον Καναδά, πήγε στο Μόντρεαλ, το εισιτήριο φυσικά το αγόρασε ο εργοδότης της.
Αντιμετώπισε πολλά προβλήματα κατά την αναχώρηση της, γιατί οι Γερμανοί είχαν καταστρεψει τα δημόσια έγγραφα της, όταν εισέβαλαν στην Κρήτη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και δεν ήξερε την ημερομηνία γέννησή της. Αυτό ήταν πρόβλημα όταν θέλησε να φύγει. Ήξερε το έτος και τον μήνα γέννησής της, ήταν τον Οκτώβριο του 1929 σύμφωνα με τη μητέρα της, αλλά δεν ήξερε την ακριβή ημερομηνία. Ένας αξιωματικός μετανάστευσης της είπε να δηλώσει στη φόρμα οτι γεννήθηκε στις 10 του Οκτώβρη.
- Ταξιδέψαμε με ένα πλοίο από την Ελλάδα για 25 ημέρες ως στο Μόντρεαλ και από εκεί εγώ και τα άλλα κορίτσια πήγαν στις διάφορες θέσεις. Εμένα με έστειλαν στο Pointe-Claire (προάστιο του Μόντρεαλ), μαζί με μια φίλη μου την Μαρία, με την οποία ήρθαμε μαζί από την Ελλάδα. Εργάστηκα για μια πολύ ωραία κυρία Γερμανίδα. Ήταν τόσο γλυκιά και καλή, μου φέρθηκε πολύ καλά.
Μου έδινε 65$ το μήνα, με αυτά θα μπορούσα να πληρώσω το χρέος μου (το εισιτήριο του πλοίου) και να φυλάξω κάποια χρήματα. Μετά την αποπληρωμή θα ήμουν ελεύθερη να πάω οπουδήποτε θέλω. Αλλά έμεινα λίγο περισσότερο με την εν λόγω κυρία. Μετά από λίγο, νοίκιασα ένα δωμάτιο και άρχισα να εργάζομαι στον καθαρισμό σπιτιών, αλλά κανένας δεν ήταν τόσο καλός όσο η Γερμανίδα κυρία.
Οι επόμενοι μήνες ήταν δύσκολοι και δεν ήθελα να καθίσω εκεί άλλο.
Είχα ένα Θείο, αδελφό του πατέρα μου, στο Ντένβερ, έτσι του έγραψα και τον ρώτησα αν υπήρχε τρόπος να πάω εκεί. Μου είπε, «ο μόνος τρόπος είναι να μου στείλει κάποιον και να με παντρευτεί».
Ήμουν κουρασμένη. Ήμουν νέα. Δεν είχα κανέναν. Έτσι, είπα το ναι και ο θείος μου, μου έστειλε έναν άνδρα που τον έλεγαν Νικ. Ήρθε στο Μόντρεαλ, τον γνώρισα και μου είπε ότι ήταν σαράντα ετών. Δεν ήταν άσχημος. Ήμουν 23 ετών τότε. Έκλεισα τα μάτια μου και τον παντρεύτηκα. Αργότερα έμαθα ότι ήταν 60 χρονών. Όταν πέθανε στα 95του εξακολουθούσε να ήταν ωραίος και να φαίνεται μικρότερος.
Μέσα στο βιβλίο της εξιστορεί τα προβλήματα που είχε με τον σύζυγο της, λόγω της διαφοράς ηλικίας και την ζήλια του που την ανάγκασαν...
Το 1966, η Άννα πήρε τον εννιάχρονο γιος της και την εξάχρονη κόρη της και επισκέφθηκαν τους συγγενείς της στην Κρήτη με σκοπό την μόνιμη διαμονή.
- Είχα εξαιρετικούς συγγενείς στην Ελλάδα, δήλωσε, θα με βοηθούσαν να φροντίσω τα παιδιά. Τελικά δεν μπόρεσα να το κάνω. Η καρδιά μου δεν άντεχε να τον εγκαταλείψω. Είμαι ντεμοντέ γυναίκα και δεν μπορούσα να τον αφήσω. Αυτές τις μέρες, όλοι παίρνουν διαζύγιο.
Ο σύζυγός της πέθανε το 1980 και τότε η Άννα πήγε πίσω στο σχολείο και πήρε το απολυτήριο Λυκείου.
-Ήμουν καλή μαθήτρια του Α. Εκείνο τον χρόνο άρχισα να γράφω την "Μικρή υπηρέτρια" και συγχρόνως ξεκίνησα τη ζωγραφική, χρησιμοποιώντας ακουαρέλα ή ακρυλικά χρώματα για να εκφράσω την αγάπη μου για τα λουλούδια και τα τοπία. Έγραψα τραγούδια στα ελληνικά και στα αγγλικά και κέρδισα ένα βραβείο για ένα ποίημα με τίτλο "Ζωγραφίζω το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι γράφω". Έχω πολλά διηγήματα και ένα άλλο μυθιστόρημα, αλλά και παιδικά διηγήματα που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμα.
Για να μάθετε περισσότερα για την Άννα Aνδρουλάκη και να ξέρετε πού θα εμφανίζονται τα έργα της, email AnnaAndurlakis@gmail.com, ή επισκεφθείτε
https://www.tumblr.com/blog/Andurlakis-paintings.
Μετάφραση Ι. Παπαδάκη με πολύ δυσκολία.
Όταν έλθετε την κατοικία της Άννας Aνδρουλάκη (το γένος Χαμαλάκη), θα σας υποδεχτεί με ένα παλιομοδίτικη αλλά ζεστή φιλοξενία - ίσως με ένα μπολ με φρέσκα κεράσια και ζουμερές φέτες πορτοκαλιού. Τα έργα της κρέμονται σε κάθε τοίχο σε κάθε δωμάτιο, στο σαλόνι, στην τραπεζαρία και δίνουν μια αίσθηση ευθυμίας και στο υπόλοιπο σπίτι που μοιράζεται με τα μέλη της οικογένειας της. Είναι έτοιμη και πολύ πρόθυμη να μιλήσει για τη ζωή της, που ξεκίνησε από το νησί της Κρήτης, στην Ελλάδα, πριν 86 χρόνια.
Η Ανδρουλάκη έχει γράψει ένα βιβλίο με τα απομνημονεύματα της ζωής της, "Η μικρή υπηρέτρια", ..μια ειλικρινή άποψη για τις δυσκολίες που άντεξε ως νεαρό κορίτσι στην Ελλάδα, σαν μια υπηρέτρια 20 χρονών και κάτι στον Καναδά, αλλά και τα 25 χρόνια γάμου της με έναν άνδρα από το Ντένβερ σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερο της.
Η Άννα μεγάλωσε φτωχή, παρά πολύ φτωχή. Ο πατέρας της πέθανε όταν εκείνη ήταν αρκετά μικρή και η μητέρα της αγωνίστηκε πολύ να τα βγάλει πέρα. Κυκλοφορούσε χωρίς παπούτσια και φορούσαν σανδάλια κατασκευασμένα από ένα κομμάτι ξύλου.
Όταν ήταν 14 χρονών, ο νονός της την έστειλε στην Αθήνα σε μια οικογένεια που χρειαζόταν υπηρέτρια. Η ζωή της ήταν εκεί λίγο καλύτερη από ό, τι ήταν στην Κρήτη.... αλλά εργαζόταν πολλές ώρες κάθε μέρα για να καθαρίσει από το πάτωμα ως την οροφή με μόνο ένα κουβαδάκι νερό και μια βούρτσα. Μοιράστηκε το κρεββάτι της με κοριούς και η καρδιά της είχε σπάσει όταν τέλειωσε άδοξα ένα ειδύλλιο με τον γιο της οικογένειας.
Μετά από οκτώ χρόνια στην Αθήνα, η Άννα έμαθε οτι ζητούσαν νέες γυναίκες να εργαστούν ως υπηρέτριες στον Καναδά. Χωρίς χρήματα για να αγοράσει το εισιτήριο για τον Καναδά, πήγε στο Μόντρεαλ, το εισιτήριο φυσικά το αγόρασε ο εργοδότης της.
Αντιμετώπισε πολλά προβλήματα κατά την αναχώρηση της, γιατί οι Γερμανοί είχαν καταστρεψει τα δημόσια έγγραφα της, όταν εισέβαλαν στην Κρήτη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και δεν ήξερε την ημερομηνία γέννησή της. Αυτό ήταν πρόβλημα όταν θέλησε να φύγει. Ήξερε το έτος και τον μήνα γέννησής της, ήταν τον Οκτώβριο του 1929 σύμφωνα με τη μητέρα της, αλλά δεν ήξερε την ακριβή ημερομηνία. Ένας αξιωματικός μετανάστευσης της είπε να δηλώσει στη φόρμα οτι γεννήθηκε στις 10 του Οκτώβρη.
- Ταξιδέψαμε με ένα πλοίο από την Ελλάδα για 25 ημέρες ως στο Μόντρεαλ και από εκεί εγώ και τα άλλα κορίτσια πήγαν στις διάφορες θέσεις. Εμένα με έστειλαν στο Pointe-Claire (προάστιο του Μόντρεαλ), μαζί με μια φίλη μου την Μαρία, με την οποία ήρθαμε μαζί από την Ελλάδα. Εργάστηκα για μια πολύ ωραία κυρία Γερμανίδα. Ήταν τόσο γλυκιά και καλή, μου φέρθηκε πολύ καλά.
Μου έδινε 65$ το μήνα, με αυτά θα μπορούσα να πληρώσω το χρέος μου (το εισιτήριο του πλοίου) και να φυλάξω κάποια χρήματα. Μετά την αποπληρωμή θα ήμουν ελεύθερη να πάω οπουδήποτε θέλω. Αλλά έμεινα λίγο περισσότερο με την εν λόγω κυρία. Μετά από λίγο, νοίκιασα ένα δωμάτιο και άρχισα να εργάζομαι στον καθαρισμό σπιτιών, αλλά κανένας δεν ήταν τόσο καλός όσο η Γερμανίδα κυρία.
Οι επόμενοι μήνες ήταν δύσκολοι και δεν ήθελα να καθίσω εκεί άλλο.
Είχα ένα Θείο, αδελφό του πατέρα μου, στο Ντένβερ, έτσι του έγραψα και τον ρώτησα αν υπήρχε τρόπος να πάω εκεί. Μου είπε, «ο μόνος τρόπος είναι να μου στείλει κάποιον και να με παντρευτεί».
Ήμουν κουρασμένη. Ήμουν νέα. Δεν είχα κανέναν. Έτσι, είπα το ναι και ο θείος μου, μου έστειλε έναν άνδρα που τον έλεγαν Νικ. Ήρθε στο Μόντρεαλ, τον γνώρισα και μου είπε ότι ήταν σαράντα ετών. Δεν ήταν άσχημος. Ήμουν 23 ετών τότε. Έκλεισα τα μάτια μου και τον παντρεύτηκα. Αργότερα έμαθα ότι ήταν 60 χρονών. Όταν πέθανε στα 95του εξακολουθούσε να ήταν ωραίος και να φαίνεται μικρότερος.
Μέσα στο βιβλίο της εξιστορεί τα προβλήματα που είχε με τον σύζυγο της, λόγω της διαφοράς ηλικίας και την ζήλια του που την ανάγκασαν...
Το 1966, η Άννα πήρε τον εννιάχρονο γιος της και την εξάχρονη κόρη της και επισκέφθηκαν τους συγγενείς της στην Κρήτη με σκοπό την μόνιμη διαμονή.
- Είχα εξαιρετικούς συγγενείς στην Ελλάδα, δήλωσε, θα με βοηθούσαν να φροντίσω τα παιδιά. Τελικά δεν μπόρεσα να το κάνω. Η καρδιά μου δεν άντεχε να τον εγκαταλείψω. Είμαι ντεμοντέ γυναίκα και δεν μπορούσα να τον αφήσω. Αυτές τις μέρες, όλοι παίρνουν διαζύγιο.
Ο σύζυγός της πέθανε το 1980 και τότε η Άννα πήγε πίσω στο σχολείο και πήρε το απολυτήριο Λυκείου.
-Ήμουν καλή μαθήτρια του Α. Εκείνο τον χρόνο άρχισα να γράφω την "Μικρή υπηρέτρια" και συγχρόνως ξεκίνησα τη ζωγραφική, χρησιμοποιώντας ακουαρέλα ή ακρυλικά χρώματα για να εκφράσω την αγάπη μου για τα λουλούδια και τα τοπία. Έγραψα τραγούδια στα ελληνικά και στα αγγλικά και κέρδισα ένα βραβείο για ένα ποίημα με τίτλο "Ζωγραφίζω το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι γράφω". Έχω πολλά διηγήματα και ένα άλλο μυθιστόρημα, αλλά και παιδικά διηγήματα που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμα.
Για να μάθετε περισσότερα για την Άννα Aνδρουλάκη και να ξέρετε πού θα εμφανίζονται τα έργα της, email AnnaAndurlakis@gmail.com, ή επισκεφθείτε
https://www.tumblr.com/blog/Andurlakis-paintings.
Μετάφραση Ι. Παπαδάκη με πολύ δυσκολία.