Όλοι οι Μεγάλοι της ιστορίας είχαν μια ιδιαιτερότητα, μια ιδιομορφία κάτι το ξέχωρο, γι’ αυτό ξεχώρισαν από τους πολλούς. Μερικοί από τους πολλούς δεν τους κατάλαβαν, δεν τους άκουσαν. Από άγνοια ή από ζήλεια, τους πετροβόλησαν, τους σταύρωσαν, για να έλθει το μέλλον με το μεγάλο και αλάθητο κόσκινο, να κοσκινίσει και να βάλει τάξη, να ξεχωρίσει το μεστό καρπό από τ’ άχυρα.
Μια τέτοια Μεγάλη ιδιομορφία και ιδιοφυΐα ο Νίκος Καζαντζάκης και μάλιστα πολυσυζητημένη.
Πιστός στην πορεία του, ακολούθησε το δικό του δρόμο χωρίς να φράξει τους δρόμους των άλλων. “Οι δρόμοι της πραγματικής λύτρωσης είναι παράλληλοι” έλεγε, “δε συγκρούονται οι αγώνες για το καλό ’’. Γι’ αυτό αγωνιζόταν μια ολόκληρη ζωή με το δικό του τρόπο, για να γράψει το 1955. “...Δε μισώ κανένα, δεν πειράζω κανένα, θά θελα να μπορούσε να κάμω σ’ όλους, γνωστούς και άγνωστους καλό...".
Πολυταξιδεμένος, αγωνιζόταν κάθε στιγμή να γνωρίσει κάθε τι, με τη δική του ξέχωρη ματιά, γιατί ο Καζαντζάκης έβλεπε το ιδιαίτερο, που δεν μπορούσαν να δουν οι άλλοι. Έβλεπε κάτι το σημαντικό στ’ ασήμαντα των άλλων.
Στη δεκαετία του 1930 - 40 βρέθηκε στη Χρυσοσκαλίτισσα σαν περιηγητής. Την επίσκέψή του αυτή την αναφέρει σε δυο έργα του. Πιθανόν στην ίδια περιήγηση, μ’ ένα σακούλι στη πλάτη, αναφέρει αλλού την πεζοπορία του προς την Κάνδανο. Μετά το θάνατό του αξίζει να θυμηθούμε πως είδε την Παναγιά τη Χρυσοσκαλίτισσα ο Μεγάλος στοχαστής του αιώνα μας, και πως ξεπετάχτηκε μέσα του αργότερα, όταν βρέθηκε με υψηλό πυρετό, σ’ ένα Νοσοκομείο της Βιένης.
Στο Νοσοκομείο μεταφέρθηκε από το σταθμό του τρένου αναίσθητος. Μάλιστα στα διαλείμματα του πυρετού, του έρχονταν διάφορες ιδέες στο μυαλό και παρακαλούσε μια νοσοκόμα να τις γράφει.
- Φτάνει του λέει κάποτε!
- Όχι γράψε ακόμα τούτο για να ξέρουν εκεί κάτω στην Ελλάδα, αν πεθά-νω: “Οπου πάω κι όπου σταθώ, κρατώ, ανάμεσα στα δόντια μου, σα φύλλο δάφνη, την Ελλάδα". Για να γράψει στην Αναφορά στον Γκρέκο.
“...Μια μέρα, μέσα στον πυρετό μου, θυμήθηκα την Παναγιά τη Χρυσοσκαλίτισσα, ένα Κρητικό Μοναστήρι κρεμάμενο απάνω από το Λιβυκό πέλαγο. Τι μέρα ήταν εκείνη, τι τρυφερός ανοιξιάτικος ήλιος και πως γυάλιζε το πέλαγο και πήγαινε κατά την Μπαρμπαριά! Κι ο 'γούμενος, κοτσονάτος, κοντόχοντρος, με διχαλωτά άσπρα γένια, με στριμμένο μουστάκι σαν πολεμιστής, όλο κέφι, και σπίθιζε το μυαλό του μας σεριάνιζε και μας έδειχνε στο κοιμητήρι του Μοναστηριού τα μνήματα των καλογέρων. Σκαλισμένα στο βράχο, απάνω από τη θάλασσα, η θάλασσα όταν έκανε φουρτούνα, πιτσίλιζε τους μαύρους ξύλινους σταυρούς, κι όλα τα ονόματα που ‘ταν σκαλισμένα απάνω είχαν φαγωθεί. Δε μου άρεσε να σεριανίζω στα μνήματα, έκαμα να γυρίσω πίσω, με άρπαξε ο ηγούμενος από το μπράτσο, μ' έσφιξε, πόνεσα.
-“Ελα, παλικαράκι μου" μου ‘πε γελώντας “μη φοβάσαι. Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία. Έλα να δεις!”. Στάθηκε σ’ ένα ανοιχτό μνήμα, αδειανό.
- Να και το δικό μου, μη φοβάστε, βρε παιδιά, σιμώστε αδειανό ‘ναι ακόμα, μα θα γεμίσει”. Έσκασε στα γέλια, το χε ανοίξει μόνος του με τον κασμά μέσα στο βράχο κι είχε ετοιμάσει και την ταφόπετρα.
-“Κοιτάχτε τι έχω σκαλίσει απάνω" μας φώναξε “σκύφτε λοιπόν, μη φοβάστε σας λέω διαβάστε”. Γονάτισε, καθάρισε τα σκαλισμένα γράμματα από τα χώματα, και διάβασε:
-"Ε, ε, δε σε φοβούμαι, θάνατε!"..
Μας κοίταξε, κι ακόμα και τ' αυτιά του γελούσαν: -“Γιατί να τον φοβούμαι, το μασκαρά;" είπε ένα μουλάρι είναι, θα το καβαλικέψω να με πάει στο Θεό". Θαρρώ από τις πιο πλούσιες ώρες του ανθρώπου, από τις πιο λεύτερες, λυτρωμένες από τόπο και χρόνο και λογική, είναι οι ώρες του πυρετού...".
Έτσι είδε ο Καζαντζάκης τη Χρυσοσκαλίτισσα, τον ηγούμενο Γρηγόριο Πλοκαμάκη, τον τάφο του, το θάνατο και τον πυρετό. Διαφορά υπάρχει σήμερα μόνο στην επιγραφή της ταφόπετρας, που άλλαξε αργότερα ο Γρηγόριος.
Σημασία έχει, η ματιά του Καζαντζάκη και η διάσταση ή οι διαστάσεις που έδινε σ’ αυτά που έβλεπε.
Πολλές χαρακιές, πολλές σφραγίδες, στη Μεγάλη ψυχή του Μεγάλου Διανοητή και Δασκάλου, μια απ' αυτές κι η σφραγίδα της Χρυσοσκαλίτισσας...
Μανόλης Κ. Κογχυλάκης
Υ.Σ Στην πρώτη φώτο ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόρης Πλοκαμάκης με την Ευτυχία Δεσποτάκη- Πευκιανάκη και στην δεύτερη (μάλλον) με τον παπά Νεκτάριο