«Ποιος ζήλεψε τη χάρη σου τ’ αλαφραπέταγμά σου,
και σου ‘σπασε σε μια στιγμή αϊτέ μου τα φτερά σου».
Γιατί ήσουν αϊτός…… Σε γνωρίσαμε από μικρό αετόπουλο στην οικογενειακή σου φωλιά, όταν οι εξαίρετοι γονείς σου, οι θείοι μας, σε δασκάλευαν μαζί με τ’ αδέρφια σου, με αρχές και αξίες, για τη ζωή. Έτσι έχτισαν τον χαραχτήρα σου.
Σε χαρήκαμε αργότερα ξεπεταρούδι, ένα καλοβαλμένο παλληκαράκι, με πολλά ξεχωριστά χαρίσματα, σωματικά και ψυχικά. Με σπινθηροβόλο βλέμμα, σου περίσσευε η ευγένεια, το πλατύ χαμόγελο, ο αυθορμητισμός για να δείξεις τα αισθήματά σου. Πάντα δυναμικός και ανήσυχος, διψούσες για ζωή και τη ρουφούσες κάθε στιγμή, λες και ήξερες πως δεν θα την προλάβεις. Έκανες δυνατές φιλίες και χάρηκες τις νεανικές παρέες σου.
Σε καμαρώσαμε αργότερα, όταν πέταξες δυναμικά στο απέραντο της ζωής. Τόλμησες, ρίσκαρες, πέτυχες. Με το μεγάλο σου έρωτα την δυναμική Σούλα, φτιάξατε ωραία οικογένεια και καμαρώσατε τα δυο παιδιά σας με αξιόλογες σπουδές. Χτίσατε σπουδαία και δυνατή επιχείρηση, που με βάση τα Χανιά βγήκατε και εκτός Κρήτης. Συχνά μας μιλούσες και για άλλα σχέδια και μας εξέπληττε η τόλμη σου, το στέρεο πάτημα σε κάθε σου βήμα. Πάντα όμως ο ευγενικός, ο ζεστός Δημήτρης, με το χαμόγελο και την ευαίσθητη ψυχή.
Κι ύστερα «έβαλε ο Θεός σημάδι παλληκάρι…..», εσένα Δημήτρη. Κεραυνός εν αιθρία. Γιατί; Κρίμα. «Κι η μανούλα σου στον Άδη άκουσε την ντουφεκιά»; Μα πώς, που και κείνη έφυγε λαβωμένη τόσο νωρίς. Αλλιώς θα σου φώναζε. «Της ζωής μου βασιλιά μην
κατέβεις τα σκαλιά. Πιες αθάνατο νερό…..». Δεν μπόρεσε όμως, όπως δεν μπόρεσε και η επιστήμη, ούτε στην Γερμανία, ούτε στην Αθήνα, ούτε στην Κρήτη. Ήταν γραφτό να αναπαυθείτε πλάι-πλάι για πάντα.
Έτσι πέταξες για άλλους αιθέρες, με λαβωμένα όνειρα και σπασμένες φτερούγες. Ο αγώνας δύσκολος ένα χρόνο τώρα που ανέβηκες τον Γολγοθά της αρρώστιας κι ο πόνος βαρύς, από την ώρα που ξεκίνησαν να σβήνουν οι ελπίδες της βελτίωσης. Τώρα η απουσία σου πονάει. Δυσαναπλήρωτο το κενό πρώτα και κύρια στην στενή σου οικογένεια και ύστερα σε όσους σε έζησαν, σε γνώρισαν ή συνεργάστηκαν μαζί σου. Πόνος όμως για σένα, που έχασες ό,τι αγάπησες, ό,τι δούλεψες, ό,τι δημιούργησες. Πόνος για τον πατέρα σου, που σε αποζητά αγνοώντας την πικρή αλήθεια. Εσύ χάνεις χαρές, που είχε πολλές να σου δώσει το μέλλον και τα παιδιά σου. Έχασες την ίδια τη ζωή στην πιο δημιουργική σου φάση, γιατί έφυγες τόσο νέος. Παιδί ακόμα.
Βάλσαμο παρηγοριάς για τους δικούς σου η περηφάνια για τον ξεχωριστό σύζυγο και πατέρα που είχαν. Φυλαχτό τους η αγάπη που έδωσες και οι αναμνήσεις για όσα ζήσατε, οδηγός τους το αποτύπωμα, που άφησες στο πέρασμά σου. Εμείς σε χαιρετούμε με όλη την αγάπη, που σου δώσαμε και πήραμε από σένα. Δεν σε αποχαιρετούμε, γιατί πάντα θα έχεις μια θέση στην καρδιά και στην σκέψη μας.
Ανθούλα-Κων/νος Χαρτζουλάκης
και σου ‘σπασε σε μια στιγμή αϊτέ μου τα φτερά σου».
Γιατί ήσουν αϊτός…… Σε γνωρίσαμε από μικρό αετόπουλο στην οικογενειακή σου φωλιά, όταν οι εξαίρετοι γονείς σου, οι θείοι μας, σε δασκάλευαν μαζί με τ’ αδέρφια σου, με αρχές και αξίες, για τη ζωή. Έτσι έχτισαν τον χαραχτήρα σου.
Σε χαρήκαμε αργότερα ξεπεταρούδι, ένα καλοβαλμένο παλληκαράκι, με πολλά ξεχωριστά χαρίσματα, σωματικά και ψυχικά. Με σπινθηροβόλο βλέμμα, σου περίσσευε η ευγένεια, το πλατύ χαμόγελο, ο αυθορμητισμός για να δείξεις τα αισθήματά σου. Πάντα δυναμικός και ανήσυχος, διψούσες για ζωή και τη ρουφούσες κάθε στιγμή, λες και ήξερες πως δεν θα την προλάβεις. Έκανες δυνατές φιλίες και χάρηκες τις νεανικές παρέες σου.
Σε καμαρώσαμε αργότερα, όταν πέταξες δυναμικά στο απέραντο της ζωής. Τόλμησες, ρίσκαρες, πέτυχες. Με το μεγάλο σου έρωτα την δυναμική Σούλα, φτιάξατε ωραία οικογένεια και καμαρώσατε τα δυο παιδιά σας με αξιόλογες σπουδές. Χτίσατε σπουδαία και δυνατή επιχείρηση, που με βάση τα Χανιά βγήκατε και εκτός Κρήτης. Συχνά μας μιλούσες και για άλλα σχέδια και μας εξέπληττε η τόλμη σου, το στέρεο πάτημα σε κάθε σου βήμα. Πάντα όμως ο ευγενικός, ο ζεστός Δημήτρης, με το χαμόγελο και την ευαίσθητη ψυχή.
Κι ύστερα «έβαλε ο Θεός σημάδι παλληκάρι…..», εσένα Δημήτρη. Κεραυνός εν αιθρία. Γιατί; Κρίμα. «Κι η μανούλα σου στον Άδη άκουσε την ντουφεκιά»; Μα πώς, που και κείνη έφυγε λαβωμένη τόσο νωρίς. Αλλιώς θα σου φώναζε. «Της ζωής μου βασιλιά μην
κατέβεις τα σκαλιά. Πιες αθάνατο νερό…..». Δεν μπόρεσε όμως, όπως δεν μπόρεσε και η επιστήμη, ούτε στην Γερμανία, ούτε στην Αθήνα, ούτε στην Κρήτη. Ήταν γραφτό να αναπαυθείτε πλάι-πλάι για πάντα.
Έτσι πέταξες για άλλους αιθέρες, με λαβωμένα όνειρα και σπασμένες φτερούγες. Ο αγώνας δύσκολος ένα χρόνο τώρα που ανέβηκες τον Γολγοθά της αρρώστιας κι ο πόνος βαρύς, από την ώρα που ξεκίνησαν να σβήνουν οι ελπίδες της βελτίωσης. Τώρα η απουσία σου πονάει. Δυσαναπλήρωτο το κενό πρώτα και κύρια στην στενή σου οικογένεια και ύστερα σε όσους σε έζησαν, σε γνώρισαν ή συνεργάστηκαν μαζί σου. Πόνος όμως για σένα, που έχασες ό,τι αγάπησες, ό,τι δούλεψες, ό,τι δημιούργησες. Πόνος για τον πατέρα σου, που σε αποζητά αγνοώντας την πικρή αλήθεια. Εσύ χάνεις χαρές, που είχε πολλές να σου δώσει το μέλλον και τα παιδιά σου. Έχασες την ίδια τη ζωή στην πιο δημιουργική σου φάση, γιατί έφυγες τόσο νέος. Παιδί ακόμα.
Βάλσαμο παρηγοριάς για τους δικούς σου η περηφάνια για τον ξεχωριστό σύζυγο και πατέρα που είχαν. Φυλαχτό τους η αγάπη που έδωσες και οι αναμνήσεις για όσα ζήσατε, οδηγός τους το αποτύπωμα, που άφησες στο πέρασμά σου. Εμείς σε χαιρετούμε με όλη την αγάπη, που σου δώσαμε και πήραμε από σένα. Δεν σε αποχαιρετούμε, γιατί πάντα θα έχεις μια θέση στην καρδιά και στην σκέψη μας.
Ανθούλα-Κων/νος Χαρτζουλάκης