Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΜΠΟΓΙΑΝΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΜΠΟΓΙΑΝΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


Ήταν φθινόπωρο του 1969. Με την έναρξη του σχολικού έτους 1969-70, εγώ και οι συμμαθητές μου, μαθητές της Β´ τάξης του Γυμνασίου, περιμέναμε στην αυλή του σχολείου τη σειρά μας να μας πουν, ποια θα ήταν η αίθουσά μας για τη χρονιά εκείνη. Φανταστείτε (όσοι έχετε μια αντίστοιχη εμπειρία) τη χαρά μας, όταν ακούσαμε τη μαγική λέξη «παράρτημα».
Το σχολείο είχε γιγαντωθεί τόσο πολύ, που δεν χωρούσε πλέον τους μαθητές του, αν και είχε χρησιμοποιηθεί το εργαστήριο φυσικής, το εργαστήριο χημείας και τα τμήματα αριθμούσαν μέχρι και πενήντα (50) μαθητές!
Έτσι νοικιάστηκαν οι αίθουσες κάτω από το σπίτι του τότε ανταποκριτή τη Εθνικής Τράπεζας Βαγγέλη Σαββάκη, που από τον κεντρικό δρόμο (Εφ. Πολεμιστών 1941) ήταν υπόγειες, από τον πλαϊνό του (Μπαξεβάνη) ημιυπόγειες και οπό την είσοδό τους ισόγειες. Η απόστασή τους από το σχολείο ήταν-είναι 300-400 μέτρα. 
Το πρωί πηγαίναμε στο κεντρικό κτίριο και μετά την προσευχή και την έπαρση της σημαίας, με συνοδεία των καθηγητών της 1ης ώρας πηγαίναμε στο παράρτημα για μάθημα.
Μετά τώρα το τέλος της 1ης ώρας και την αποχώρηση των καθηγητών, ακολουθούσε το ξεσάλωμα. Σε μια εποχή που και το παραμικρό παράπτωμα εντός ή και εκτός σχολείου τιμωρούνταν αυστηρά και παραδειγματικά και όπως λέει ο φίλος και συμμαθητής μου Αντρέας Μαρολαχάκης «ότι δεν επιτρεπόταν ρητά, απαγορεύονταν», το να μείνουν έφηβοι χωρίς εποπτεία, ήταν το άκρον άωτον της ελευθερίας.  Ποδόσφαιρο, τσακωμοί, επιδρομές τριγύρω για φρούτα, φασαρία στη γειτονιά, επίσκεψη στο κοντινό ψιλικατζίδικο του Σπ. Κατάκη κτλ.  Ένας δυο κρατούσαν τσίλιες στη γωνία (παρακάτσευαν) μήπως και εμφανιστεί καθηγητής της επόμενης ώρας. Όταν δινόταν το σύνθημα, όλοι παναγίες! Αν τύχαινε όμως και ερχόταν ένας μόνο καθηγητής, μόλις αυτός έμπαινε στην τάξη, οι υπόλοιποι ξαναβγαίναμε και άρχιζε καινούργιο πανηγύρι. Πήγαινε πάλι ένας για τσίλιες και οι υπόλοιποι τα ίδια. Έβγαινε έξω ο καθηγητής να μας μαζέψει, αλλά εμείς εξαφανιζόμασταν, κυρίως κάνοντας το γύρο του κτιρίου. Ειδικά αν στους διπλανούς έκανε μάθημα ο αείμνηστος Γιάννης Αννουσάκης, τη στήναμε δίπλα από το παράθυρο στο πλάι για να δούμε πόσους και ποιούς  είχε βγάλει στο μάθημα, κάνοντας τους κάποιοι (όχι εγώ το τονίζω), χειρονομίες σεξουαλικού περιεχομένου. Συνήθιζε να βγάζει για εξέταση το 1/3 μέχρι και τη μισή τάξη στον πίνακα. Όσους ήξεραν το μάθημα τους βαθμολογούσε και τους έλεγε να καθίσουν, ενώ τους αδιάβαστους τους κρατούσε όρθιους, βομβαρδίζοντάς τους με αλλεπάλληλες ερωτήσεις. Στο τέλος πήγαινε μπροστά στον καθένα και του έκανε την ερώτηση: «-Διάβασες; Δεν διάβασες!» και φραπ, έπεφτε ένα χαστούκι. Μερικοί που του έλεγαν δικαιολογίες ή ότι είχαν διαβάσει, τους έριχνε και δεύτερο χαστούκι στο άλλο μάγουλο! Και είχε μια μεγάλη παλάμη με τεράστια δάχτυλα. Καμμία φορά έλεγε και το αμίμητο « Αγρόν ηγόρασες… και του χρόνου θα τον καλλιεργήσεις». Όταν λοιπόν βλέπαμε ποιούς είχε βγάλει στο μάθημα, ξέραμε περίπου ποιοί θα φάνε χαστούκι και τους κάναμε καζούρα το διάλειμμα.
Πολλές αναμνήσεις έχω από τον επίσης αείμνηστο καθηγητή μου (και για ένα χρόνο εξαιρετικό συνάδελφο Χ. Παπαδάκη). Μια φορά, ερχόμενος για μάθημα, έδωσε την τσάντα του να την πάει στην έδρα, στο μαθητή που κρατούσε τσίλιες το Μανώλη Χ. από το Βουλγάρω, κι  αυτός κατευθύνθηκε στην τουαλέτα. Όταν, με αρκετή καθυστέρηση ο Μανώλης μπήκε στην τάξη κρατώντας την τσάντα, τον ρωτήσαμε που είναι ο καθηγητής κι αυτός απάντησε «Πάει να Χ€….ει». Κάποιος συμμαθητής που είτε δεν είχε ακούσει ή ήθελε επανάληψη, τον ρωτά πάλι: «- Τί είπες Μανώλη;» κι αυτός με στεντόρεια φωνή φωνάζει πιό δυνατά:
«-Είπα πάει να Χ€…ει». Έλα σου όμως που η σωματική ανάγκη ήταν πιό σύντομη από ότι ο μαθητής είχε υποθέσει και ακριβώς πίσω του ερχόταν ο καθηγητής που άκουσε τουλάχιστον αυτό που ειπώθηκε τη δεύτερη φορά τόσο δυνατά. Το τι ακολούθησε από χαρακτηρισμούς για το μαθητή και την ανατροφή του, δεν μπορώ να τα περιγράψω! Οφείλω όμως να πω ότι ο συγκεκριμένος καθηγητής ουδέποτε χειροδίκησε σε μαθητή, πράγμα που έκανε την εποχή εκείνη η πλειοψηφία δασκάλων και καθηγητών με ασήμαντες ή και καθόλου αφορμές.
Κι ένα τελευταίο με τον ίδιο καθηγητή:
Οι ζέστες του φθινοπώρου, τα κατοικίδια και τα λουλούδια των γύρω σπιτιών ήταν οι κύριες αιτίες που οι μύγες είχαν πολλαπλασιαστεί σε απίστευτο αριθμό, τόσο που ήταν ενοχλητικότατες κατά τη διάρκεια του μαθήματος και όχι μόνο. Έκρινε λοιπόν ο καθηγητής αυτός ότι έπρεπε να κλείσουμε την πόρτα και  τα παράθυρα. Στη συνέχεια διάλεξε 4-5 άρρενες μαθητές που τους όρισε «μυγιοχάφτες» οι οποίοι θα είχαν ως έργο την εξολόθρευση των ενοχλητικών αυτών  εντόμων. Αυτοί άλλο που δεν ήθελαν.  Πήραν απο ένα βιβλίο  και χτυπούσαν όπου και όποιον ήθελαν. Τραβούσαν θρανία, έρριχναν πράγματα στο πάτωμα, χαμός! Είδε και απόειδε ο καθηγητής ότι γινόταν απερίγραπτη φασαρία χωρίς κανένα αποτέλεσμα οπότε φωνάζει 
- ΤΕΛΟΣ , τακτοποιείστε τα πράγματα και τα θρανία. Οι «μυγιοχάφτες» να καθίσουν στις θέσεις τους.
Μετά δίνει χρήματα σε ένα μαθητή να πάει να αγοράσει εντομοκτόνο αεροσόλ, το οποίο αφού αγοράστηκε, το πήρε στα χέρια του, άρχισε να ψικάζει με κλειστά πορτοπαράθυρα κι εμάς όλους μέσα. Σε ελάχιστο χρόνο η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική, οπότε τότε έγινε ο μεγαλύτερος χαμός! Σαν συνεννοημένοι πεταχτήκαμε όλοι μαζί προς την έξοδο. Εννοείται ότι το υπόλοιπο της διδακτικής ώρας το διανύσαμε στην αυλή! 
Όλα όμως τα ωραία τελειώνουν πολύ γρήγορα, έτσι κι εμείς ξαναγυρίσαμε στο κεντρικό κτίριο με τη λήξη του 4μήνου (εξάμηνο το έλεγαν τότε και συνοδευόταν από γραπτές εξετάσεις) και άλλοι μαθητές πήγαν στο παράρτημα για να ζήσουν κι αυτοί τις στιγμές ελευθερίας τους.
Γιώργος Τσιμπογιάννης

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΞΕΝΗΤΕΣ

Γράφει ο Γιωργος Τσιμπογιάννης
Τα τελευταία χρόνια, έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται στα τηλεοπτικά κανάλια διάφορες εκπομπές συνοικεσίων. Αυτό μου θυμίζει την ταινία «Η προξενήτρα», αλλά αυτομάτως μου δημιουργεί συνειρμούς και θύμησες για το πως οι άνθρωποι παντρεύονταν σε παλιότερες εποχές. 
Μέχρι και το Β´ΠΠ, τα ζευγάρια δημιουργούνταν σχεδόν αποκλειστικά με συνοικέσια. Εξαίρεση ήταν οι ελάχιστες απαγωγές, όταν η μια από τις δυο οικογένειες (συνήθως της νύφης), προέβαλε άρνηση. Το γεγονός της απαγωγής γινόταν ευρέως γνωστό και ήταν θέμα συζητήσεων και σχολίων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στα επόμενα χρόνια, μέχρι και τις δεκαετίες του 70 και του 80, τα συνοικέσια όλο και λιγόστευαν, χωρίς όμως να εκλείψουν μέχρι και σήμερα.
Κυρίαρχο ρόλο στα συνοικέσια, έπαιζαν οι προξενήτρες και οι προξενητές. Ήταν οι άνθρωποι που έφερναν το «μαντάτο» και μεσολαβούσαν για να δοθεί ο «λόγος». 
Και θα αναφερθώ ειδικότερα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τη Δυτική Κρήτη, κάπως έτσι όμως πιστεύω ότι θα λειτουργούσαν οι προξενήτρες και οι προξενητές και στην υπόλοιπη Κρήτη. Ήταν άτομα με πολλές γνωριμίες, προικισμένα με οξυδέρκεια, με εφράδεια, με υπομονή, με επιμονή, με θάρρος αλλά κυρίως που ήξεραν να υπερτονίζουν τα προτερήματα των νέων, ενώ ταυτοχρόνως κατάφερναν να καλύπτουν ή να δικαιολογούν τα ελαττώματά τους. Όλοι είχαν και κάποιο επάγγελμα από το οποίο βιοπορίζονταν και θεωρούνταν  ότι έκαναν ένα ύψιστο λειτούργημα για το οποίο η μοναδική ανταμοιβή τους ήταν μιά  …. πετσέτα.
Το πρώτο συνοικέσιο που θα αναφέρω, είναι εκείνο των γονιών μου, στο οποίο προξενήτρα ήταν η αείμνηστη Ευρυδίκη Κατσικανδαράκη. Θα την θυμούνται οι παλιότεροι ως μια αγωνίστρια στην καθημερινή βιοπάλη, η οποία περιέρχονταν όλα τα χωριά της περιοχής ως πραματευτής-παραγγελιοδόχος. Αυτή γνώριζε την οικογένεια της μητέρας μου που ζούσε σε απομακρυσμένη γειτονιά του χωριού της και σαυτήν απευθύνθηκε ο πατέρας μου, δινοντάς της την περιγραφή της και το μέρος που την είδε. Η μητέρα μου την αγαπούσε πολύ και μέχρι που θυμάμαι την δεχόταν στο σπίτι μας.
Πρωτοδιορίστηκα ως καθηγητής στο 1ο Γυμνάσιο Κισάμου, σχολείο από το οποίο είχα αποφοιτήσει. Είχα την τιμή και την τύχη να συνυπηρετήσω με συναδέλφους που οι μισοί τουλάχιστον ήταν πρώην καθηγητές μου, καθώς και να έχω έναν συνεργάτη-επιστάτη, τον αείμνηστο Δημήτρη Μπικάκη. Άνθρωπος ακούραστος, αεικίνητος, εξυπηρετικός και αγαπητός από όλους. Εμένα ειδικά με είχε σαν παιδί του κι εγώ πολύ τον αγαπούσα και τον εκτιμούσα. Την άνοιξη του 1987, το σχολείο είχε πάει εκδρομή στο Ηράκλειο και συμμετείχαμε, εκτός των άλλων, εγώ κι ο Δημήτρης. Το μεσημέρι καθίσαμε στου Μπαλή για φαγητό. Με παίρνει ο Δημήτρης και καθόμαστε σένα ακριανό τραπέζι οι δυό μας. Θυμάμαι τη συζήτηση που κάναμε μέχρι και την τελευταία λέξη. Αφού μου είπε λεπτομέρειες για την αλλεργία που τον ταλαιπωρούσε, μου αποκάλυψε ότι παλιότερα είχε λειτουργήσει ως προξενητής σε αρκετά συνοικέσια.
-Γιώργο μου υπάρχουν αρκετά άτομα που έχουν μια φυσική συστολή, ή ζουν απομονωμένα ή έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ύστερα υπάρχουν αυτοί που κοιτάζουν πολύ ψηλά ή πολύ χαμηλά. Ο προξενητής φροντίζει ή να πηγαίνει ο όμοιος στον όμοιο ή να αλληλοσυμπληρώνεται το ζευγάρι. Αφού είπαμε πολλά ακόμη  μου μίλησε για το προξενιό που είχε κάνει μεταξύ ενός συνταξιούχου αλλά ανάπηρου «αμερικάνου» (ομογενούς συνταξιούχου από τις ΗΠΑ) και της χήρας μητέρας γνωστού στο πανελλήνιο Κισαμίτη δημοσιογράφου. Η χήρα που αρχικά ήταν αρνητική, τελικά δέχτηκε. Μετά από λίγο καιρό, ο ανάπηρος έπεσε μόνιμα στο κρεβάτι και η γυναίκα του πλέον λειτουργούσε  ως αποκλειστική νοσοκόμα. Όπου λοιπόν έβλεπε τον προξενητή στην αγορά, τον έβριζε και τον πρόσβαλε δημοσίως. Πήρε τότε την απόφαση να μην ασχοληθεί πλέον με προξενιά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο «αμερικάνος» πέθανε, οπότε η παχυλή του σύνταξη, κληρονομήθηκε από τη σύζυγο. Τα πράγματα τότε άλλαξαν. Όπου η «νύφη» συναντούσε τον προξενητή, τον ευχαριστούσε φανερά και δυνατά, ευχόμενη τα καλύτερα.
-Έτσι είναι φίλε μου, έχει ο καιρός γυρίσματα, αλλά πες μου τώρα εμένα, εσύ αν ήσουν στη θέση μου, θα ξανάκανες προξενιό;
Αείμνηστε Δημήτρη, ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει.
ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ οι δυο μας στο τραπέζι που έγινε η παραπάνω συζήτηση. Υπόψη ότι δεν με άφησε να πληρώσω γιατί ήμουν πρωτοδιόριστος και χαμηλόμισθος, ενώ αυτός είχε κι άλλες προσόδους.
 

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

ΠΡΑΚΤΙΚΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΚΑΙ ΜΑΤΖΟΥΝΙΑ

Γράφει ο Γιώργος Τσιμπογάννης
Από πολύ παλιά, η πρόσβαση των φτωχών, των ημιμαθών αλλά και των απομεμεκρισμένων πληθυσμών σε επιστήμονες γιατρούς ήταν πολύ δύσκολη και ακριβή! 
Έτσι τις κάθε είδους ασθένειες, ο πολύς κόσμος τις αντιμετώπιζε, είτε με τάματα, είτε με επισκέψεις σε διάφορους «πρακτικούς γιατρούς» που είχαν τη φήμη ότι ήταν αποτελεσματικοί!  Αυτοί οι «πρακτικοί» διαφημίζονταν ότι θεράπευαν από ζώα μέχρι ανθρώπους! 
Είναι ευρέως γνωστό πως οι πρακτικές μαμές, ξεγεννούσαν στην πατρίδα μας τις έγκυες, μέχρι περίπου το 1970 που τους απαγορεύτηκε. Κι εγώ ήρθα στον κόσμο από την αείμνηστη πρακτική μαμή Κουφάκη, όπως και 2 από τα επόμενα από εμένα αδέρφια μου.
Όταν μια μπάλα του μπάσκετ, μου εξάρθρωσε ένα δάχτυλο, ένας πρακτικός μου το «έφτιαξε» με άριστα αποτελέσματα. Τελευταία εμπειρία μου με πρακτικό, ήταν πριν από 25 περίπου χρόνια, όταν ένας 90χρονος (ονόματι Γκλιάτης) στο Μαρκόπουλο Αττικής «έφτιαξε» τη μέση του πατέρα μου, που ήρθε στην Αθήνα με μπαστουνάκι και έκτοτε δεν τον ξαναενόχλησε!
Αφορμή να τα θυμηθώ αυτά, μου έδωσε η ανάγνωση του βιβλίου της Χανιώτισσας διάσημης συγγραφέως Μάρως Δούκα, «Πού ´ναι τα φτερά» στο οποίο περιγράφει το «οδυνηρό αλλά και συναρπαστικό πέρασμα από την παιδική αυτάρκεια στο επίμονο και δυναμικό γιατί των ανθρώπων, των πραγμάτων, του κόσμου, μέσα από το αεικίνητο βλέμμα και τις περιπλανήσεις ενός παιδιού σε μια επαρχιακή πόλη στη δεκαετία του "50.»
Θα μου επιτραπεί να αναφέρω μια τραυματική της εμπειρία.
Επειδή στη συγγραφέα, παιδί δημοτικού, συνέβαιναν διάφορα παράξενα, όπως:
1. Κατάπιε μια δεκάρα, 
2. Γουργούριζαν τα έντερα της, 
3. Έτρωγε σβόλους από χώμα, 
4. Τρυπούσε με τη βελόνα το δαχτυλό της και ρουφούσε αίμα, 
οι γονείς της αποφάσισαν να την πάνε σε ένα πρακτικό γιατρό, το Λάζαρο, ένα γέροντα ντυμένο με παραδοσιακή κρητική φορεσιά, που τον περιγράφει ευκατάστατο. 
«Η μάνα μου κλαίει και λέει και λέει για την ασθένεια μου στο γέροντα.
- Δεν είναι τίποτα κυρά μου λέει αυτός.
Ύστερα σηκώνεται και πάει μέσα. Όταν βγήκε με βάζουν να κάτσω στην καρέκλα και μου ανοίγουν το στόμα. Αυτός κάνει μαγείες , έχει ένα καρούλι με άσπρη κλωστή. …..
Ο κύριος Λάζαρος πέρασε άσπρη κλωστή στη βελόνα του και μου ανασηκώνει το απάνω χείλι. Το δάχτυλό του κίτρινο και ζαρωμένο σαν σκουλήκι. Σιχάθηκα και σφίχτηκε το στομάχι μου. Ύστερα μου λέει:
-Θα σου κόψω το σαριλίκι και θα παίζεις πάλι σαν και πρώτα με τ´ άλλα κοπελούδια.. Ας είχα τουλάχιστον ένα καθρέφτη να βλέπω που θα με μακελεύει!  Χώνει τη βελόνα του εκεί που είναι το απάνω χείλι με τα δόντια και μου τραβά μπροστά του την κλωστή……(αιμοράγησε). Μου δίνουν τσικουδιά να κάνω γαργάρα, να καυτηριαστώ…(πόνεσε, έκλαψε, λιποθύμισε)…..
Ύστερα φέρνει μια μπουκάλα μαύρο ζουμί ως ματζούνι δυναμωτικό. Να το πιώ όλο αυτό, όπου θα  γενώ περδίκι…..
- Και να βάλεις ένα μικρό παιδί να κατουρήσει και να της δώσεις το κάτουρό του να το πιεί…………..
Ξαναπάει μέσα τα μαγικά του σύνεργα και μου έρχεται να του δώσω μια κλοτσιά, να του τρυπήσω τη βράκα. Άμα πορπατάει πηγαινοέρχεται κι αυτή σα να είναι γεμάτη σκ@τά……….
Μου φέρνει η μάνα μου ένα ζεστό τσάι. Καθώς το έπινα κατάλαβα ότι είχε μέσα κι εκείνο το μαυροζούμι. Μου κόπηκε η αναπνοή και περίμενα να ακούσω τι αλλαγές θα γίνουν στην κοιλιά μου. Τίποτα δεν άκουγα. Από λίγο σηκώνομαι, πάω στο ράφι της κουζίνας, αρπώ τη μπουκάλα με το μαύρο ζουμί και τη ρίχνω θρύψαλα χάμω…………..
( Τα αποσιωπητικά δικά μου, δηλώνουν την ύπαρξη κι άλλου κειμένου).

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

                            Η δημοτική αρχή επι Φουρναράκη
Γράφει ο Γ. Τσιμπογιάννης
Κουβεντιάζοντας πριν από λίγες μέρες με ένα διαδικτυακό φίλο, η συζήτηση μας έφερε πίσω στις δεκαετίες του 1960 και 1970 και μιλήσαμε για την προσωπική εργασία. Πριν μπω στο κυρίως θέμα, θα πρέπει να αναφέρω μερικά βασικά στοιχεία, για να μπορέσουν οι νεότεροι αναγνώστες να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται και οι παλαιότεροι να θυμηθούν. 
Σύμφωνα με την τότε νομοθεσία, κάθε δημότης που είχε μερίδα στο δήμο, αντί για τα δημοτικά τέλη που καταβάλουμε σήμερα με τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού, ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει προσωπική εργασία στον οικείο δήμο, τεσσάρων (4) ημερών κάθε χρόνο, ο ίδιος ή αντ´ αυτού κάποιο άλλο πρόσωπο. Αν περνούσε ο χρόνος και δεν είχε προσφερθεί η υπηρεσία αυτή, μετετρέπονταν σε χρήμα. Κι επειδή οι περισσότεροι δεν τα κατέβαλαν, οσάκις ζητούσαν κάποιο πιστοποιητικό, το έπαιρναν αφού προηγουμένως κατέβαλαν το εν λόγω ποσόν. Δεν υπήρχε τότε η δυνατότητα μεταφοράς του στην εφορία. 
Αυτό βεβαίως ίσχυε και για τον τότε δήμο Καστελίου Κισάμου. 
Ας πούμε όμως και μερικά στοιχεία για τον τότε δήμο μας. 
- Τα όριά του έφταναν από τον Καμαριανό ποταμό μέχρι τη Λίμνη και από τον Παρθενώνα μέχρι τη θάλασσα. Από ότι μας έλεγαν στο σχολείο, ο πληθυσμός του ήταν 2.500. Σχεδόν όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας.
- Τα γραφεία του δήμου βρίσκονταν σε μια μισθωμένη κατοικία με μικρή υπερυψωμένη βεράντα, στην οδό Παπαγιαννάκη (τότε την λέγαμε πάνω αγορά). Όπως κατεβαίνουμε την οδό Ομογενών Αμερικής, φθάνοντας την Παπαγιαννάκη στρίβουμε αριστερά, στα 30 περίπου μέτρα στο δεξί μας χέρι. 
 Μια σπάνια φωτο με την αγγαρεία μαθητών απο τι υδραγωγείο της Κρύας Βρύσης για να ανοιχτεί το αυλάκι που θα έμπαινε η σωλήνα του νερού.
- Το προσωπικό του δήμου (αν δεν μου διαφεύγει κάποιος-α), ήταν:
- Δήμαρχος Λυγιδάκης Χαρίλαος
- Γραμματέας Πατεράκη Σοφία
- Ληξίαρχος Καρτσωνάκης Δημοσθένης
- Εξωτερικός προϊστάμενος Γαλανάκης Ηλίας
- Οδοκαθαριστής Σαμιώτης
Δεν θυμάμαι να υπήρχαν μόνιμοι εργάτες.
Ο Σαμιώτης που στα γεράματα του ήταν υπεύθυνος των δημοτικών τουαλετών της πλ. Τζανακάκη
Επειδή τώρα, σχεδόν όλοι οι δημότες είχαν το επάγγελμά τους κι εμείς στην εφηβεία (ειδικά τα καλοκαίρια) ψαχνόμασταν για χαρτζιλίκι, αναλαμβάναμε να πραγματοποιούμε αντί των υποχρέων, τα οφειλόμενα ημερομίσθια, όσων βέβαια μας εμπιστεύονταν και απέδιδαν σε εμάς τα οφειλόμενα στο δήμο. Παρουσιαζόμασταν λοιπόν το πρωί στα γραφεία του δήμου στη γραμματεία κι εκεί, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ανάγκες μας όριζαν τον τόπο και το είδος των εργασιών. Συνήθως αυτές οι εργασίες ήταν το καθάρισμα των ρεμάτων, αποψίλωση, κόψιμο κλαδιών που εμπόδιζαν κτλ, αλλά κατά τις διάφορες εκδηλώσεις και γιορτές, ασβέστωμα, σημαιοστολισμοί, προετοιμασίες και αποκατάσταση των χώρων στο τέλος.
Θυμάμαι κάποια φορά μας έδωσαν μαύρη λαδομπογιά, τους αριθμούς από 0-9 σε διάτρητες μεταλλικές κάρτες και μια σκάλα. Η εργασία που μας ανέθεσαν ήταν η αρίθμηση των οδών, όσων βέβαια είχαν τότε όνομα. Αυτό γινόταν μάλλον για πρώτη φορά και είχε πολλή πλάκα. Στο σχόλασμα, σκάλα, χέρια, ρούχα κτλ μια μαύρη μπογιά. 
                                 ο Ηλίας Γαλανάκης αριστερά
Εδώ θα σταθώ για λίγο στον τότε προϊστάμενό μας Ηλία Γαλανάκη. Ήταν ομογενής, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ίσως ο μόνος ή έστω από τους ελάχιστους γλωσσομαθείς και πολύγλωσσος. Άνθρωπος ευγενέστατος, προσηνής και πάντοτε διαθέσιμος για διερμηνεία ή μετάφραση, όπου και όταν υπήρχε σχετική ανάγκη και χωρίς κανένα αντάλλαγμα (για μια τσικουδιά κέρασμα δεν έλεγε ποτέ όχι, αυτή ήταν η μόνη ανταμοιβή του). Είχε ένα μηχανάκι Zundapp χρώματος λαχανί με το οποίο μετακινούνταν. Έκανε μια καλή οικογένεια κι ο κόσμος τον αγαπούσε. Κι εγώ τον θυμάμαι με πολύ αγάπη γιατί ποτέ δεν μας πίεσε, αλλά με ωραίο τρόπο μας έριχνε στο φιλότιμο κι εμείς ανταποκρινόμαστε. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει
.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Η ΕΛΕΝΗ ΜΕ ΤΑ ΜΟΥΣΙΑ

 Γράφει ο Γιώργος Τσιμπογιάννης
Στο παλιό Καστέλι, εμφανίζονταν κατά διαστήματα διάφορα άτομα και περιφέρονταν, κάποια απ´ αυτά πουλώντας την πραμάτεια τους (καραμπάσι, θραψιανά πήλινα, πατάτες κτλ) και άλλα ζητιανεύοντας. Μια χαρακτηριστική φιγούρα που μας επισκέπτονταν μια-δυο φορές το χρόνο και περιδιάβαινε τους δρόμους ζητιανεύοντας, ήταν η Ελένη με τα μούσια. Μια φιγούρα γυναίκας σε μέση ηλικία, ντυμένη στα μαύρα, με τσεμπέρι και με γνωστά αλλά και φανερά ψυχολογικά προβλήματα που μπορώ να πω ότι φόβιζαν τους μεγαλύτερους και τρόμαζαν εμάς τους μικρότερους.
Ήταν άνοιξη του 1968, εγώ στην τελευταία τάξη του δημοτικού και η Ελένη είχε επισκεφτεί το Καστέλι. Έτυχε να περνά έξω από το σπίτι μας και πίσω της σε απόσταση ασφαλείας την ακολουθούσαν τρεις συμμαθητές μου (σε μια τάξη μικρότεροι αλλά συμμαθητές λόγω συνδιδασκαλίας) ο Κωστής, ο Μιχάλης και ο Γιώργης, φωνάζοντάς της «Μάρκο Ποτόλια». Αυτό, χωρίς να γνωρίζω τί σημαίνει, την εξόργιζε φοβερά, την έφερνε εκτός εαυτού και τους κυνηγούσε πετώντας τους πέτρες. Μόλις με είδαν, που εκείνη την ώρα πήγαινα να αγοράσω ψωμί, με κάλεσαν να λάβω μέρος στο ιδιαίτερο αυτό παιχνίδι τους, κι εγώ για να μη φανώ ότι σε κάτι υστερούσα απέναντί τους, πήρα για λίγο μέρος. Σε λίγο μπήκαν στο χώρο της Οικοκυρικής σχολής και των Ιδρυμάτων της Μητρόπολης, κι εγώ αποχώρησα για το φούρνο.
Φανταστείτε ποια ήταν η έκπληξη και ο φόβος μου, όταν επιστρέφοντας από το φούρνο και μπαίνοντας στο σπίτι μας με το ψωμί στο χέρι, είδα την Ελένη καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας μας, με ένα πιάτο φαγητό μπροστά της. Λέω μέσα μου, τώρα θα πληρώσω τα σπασμένα και για τους άλλους. Η Ελένη με το που με είδε, πήγε να σηκωθεί, πρέπει να με αναγνώρισε, αλλά η μητέρα μου την καθησύχασε και απευθυνόμενος σε μένα μου λέει:
-Γιατί άργησες και σε περιμέναμε να φάμε. Δώσε μου το ψωμί και πήγαινε μέσα. Τρομαγμένος εγώ πήγα στο δωμάτιό μου και κλειδώθηκα καλού κακού. 
Μετά από κάποια ώρα ήρθε η μητέρα μου και της άνοιξα αφού βεβαιώθηκα ότι αποχώρησε η καλεσμένη της. Συζητήσαμε για πολλή ώρα το περιστατικό απο την αρχή μέχρι το τέλος και αφού μου εξήγησε ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την αγάπη και τη συμπαράστασή μας, μου ζήτησε να μην αναφέρω το γεγονός σε κανένα. 
Ήταν ένα σοκ και μάθημα ζωής που με έκανε να δω με διαφορετικό μάτι πράγματα και καταστάσεις στο μέλλον.


Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΣΤΕΛΙΟΥ

Γράφει ο Γιώργος Τσιμπογιάννης
Στα χρόνια της πρώτης μου νιότης, στην «πάνω αγορά» της κωμόπολής μας (σημερινή οδό Παπαγιαννάκη), κάθε Παρασκευή λειτουργούσε αγορά ζώντων ζώων (παζάρι).
Ο δρόμος απ´ άκρη σ´ άκρη γέμιζε από πολύ νωρίς με χωρικούς από τα κοντινά ή και τα πιο μακρινά χωριά της επαρχίας που κατέφθαναν με τα «χτήματα» τους (γαϊδουράκια, ημιόνους, άλογα) τα οποία έδεναν στους παρακείμενους στύλους της ΔΕΗ και του ΟΤΕ. Στο κεφάλι των ζώων τους αυτών, κρεμούσαν ένα είδος τσουβαλένιας σακούλας-τάγιστρου με λίγη τροφή μέσα, ενώ στα πιο ατίθασα που τρόμαζαν με την παρουσία κόσμου, έβαζαν παρωπίδες. Μαζί τους είχαν κάθε είδους ζωντανά ζώα για πώληση: γαϊδουράκια, αρνιά, κατσίκια, κουνέλια κτλ. Εκτός από τους πωλητές, κατέφθαναν και οι αγοραστές που ανήκαν σε τρεις κατηγορίες κυρίως: 
1. Ζωέμποροι (τζαμπάζηδες)
2. Χασάπηδες και
3. Απλοί ντόπιοι ή χωρικοί.
Το παζάρι έδινε και έπαιρνε, μέχρις εξαντλητικού πολλές φορές βαθμού και άλλοτε κατέληγε σε συμφωνία, άλλοτε όχι, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, την εποχή, αλλά και την ανάγκη του κάθε πωλητή να ενδώσει.
Όσο πλησίαζε το μεσημέρι, η ένταση ανέβαινε και η μυρωδιά στάβλου ήταν διάχυτη. Όσοι είχαν ολοκληρώσει τις αγορές ή τις πωλήσεις αποχωρούσαν και η κίνηση μετά το μεσημέρι αραίωνε, μέχρι να σβύσει.
Πολλές ιστορίες αναφέρονται για το Καστελιανό παζάρι, από τις οποίες θα αναφέρω δύο.
Το 1968 ή 1969, από ένα μακρινό χωριό της Κισάμου, φτάνει στο παζάρι ένας καταταλαιπωρημένος χωρικός με μπαλωμένα ρούχα (το ένα μπάλωμα πάνω στο άλλο) και υποδήματα σε άθλια κατάσταση, κουβαλώντας ένα μεγαλούτσικο αρνί για να το πουλήσει. Αντί να σταθεί και να περιμένει αγοραστή, το περιέφερε και έψαχνε χασάπη να το πουλήσει. Ο λόγος ήταν ότι εκτός από τις 20 δραχμές που ζητούσε, ήθελε να σφαχτεί το αρνί και να του δοθεί η κοιλιά με τα εντεράκια! (την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν σφαγεία και όποιος ήθελε έσφαζε όπου ήθελε).
Όσο κι αν προσπάθησε (και βρήκε αγοραστές που του έδιναν το εικοσάρικο), κανείς χασάπης δεν του έδινε κοιλιά και εντεράκια. Έτσι πέρασε το μεσημέρι, οι αγοραστές ένας ένας αποχώρησαν και έμεινε μόνος με το αρνί. Για να μη γυρίσει σπίτι του με άδεια χέρια έχοντας χάσει και τη μέρα του, από εκεί που απαιτούσε, άρχισε να παρακαλεί. Έτσι απογοητευμένος, αναγκαιμένος και ταλαιπωρημένος απευθύνθηκε σ´ ένα χασάπη ο οποίος προηγουμένως του έδινε το 20άρικο (μόνο, χωρίς κοιλιά και έντερα), αλλά τώρα που βρήκε την ευκαιρία ο πονηρός, πήρε το αρνί 18 δραχμές χωρίς βέβαια να δώσει κοιλιά και εντεράκια που προόριζε ο δύσμοιρος χωρικός για φαγητό της οικογένειάς του. 
Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή και μου τη διηγήθηκε ο συνήλικός μου Γ.Π που ήταν τότε βοηθός (τσιράκι κατά την τοπική φρασεολογία) στο κρεοπωλείο.
Η δεύτερη ιστορία είναι παλιότερη αλλά χαρακτηριστική της πονηριάς των ζωεμπόρων και της απονήρευτης ευκολοπιστίας των χωρικών της εποχής.
Φθάνει στο παζάρι ένας χωρικός κάπως περασμένης ηλικίας από κοντινό χωριό, καβάλα στον επίσης κάπως περασμένης ηλικίας γάιδαρο του. Τον πλησιάζει ο ζωέμπορος και τον ρωτά τί ψάχνει. Αυτός του απαντά ότι ήρθε για να πουλήσει το γάιδαρό του επειδή είχε αρχίσει να γερνά και δεν άντεχε στη δουλειά. Πέφτουν στα παζάρια και συμφωνούν στις 300 δραχμές. Παίρνει ο τζαμπάζης το γάιδαρο, τον πάει σπίτι του και τον βάφει κατάμαυρο για να μην γνωρίζεται, του αλλάζει σαμάρι και προσωπίδα και τον ξαναπάει στο παζάρι. Εκεί βρίσκει τον ίδιο χωρικό και του λέει:
-Βρήκα ένα γαϊδούρι χρυσάφι και σκέφθηκα ότι σου χρειάζεται, τώρα που δεν έχεις.
Αυτός μεγάλος άνθρωπος, ευκολόπιστος και με μειωμένη όραση, δεν κατάλαβε την απάτη. Συμφωνούν λοιπόν στις 500 δραχμές και αγοράζει ο χωρικός το γαϊδούρι, το καβάλησε και πήρε το δρόμο για το χωριό του. Όταν έφτασε στο σπίτι του και είδε ότι το ζώο ήξερε τα κατατόπια και πήγε κατευθείαν στο παχνί του, πονηρεύτηκε και κατάλαβε τί είχε πάθει αλλά ήταν πλέον αργά. 
Την ίδια ώρα ο ζωέμπορος είχε καλέσει τους φίλους του στο κοντινό μαγέρικο, με την εντολή να φέρνουν κρασί (τότε έπιναν πιο πολύ κρασί και όχι τσικουδιά που πίνουν σήμερα) και μεζέ μέχρι της αξίας των 100 δραχμών. Έπιναν λέγοντας συνέχεια «συγεία του κορόιδου». Όταν έφτασε ο λογαριασμός στο 100στάρικο, τύλιξε ο πονηρός-μισομεθυσμένος- το δεύτερο κατοστάρικο του κέρδους γύρω από ένα τσιγάρο και το ΕΚΑΝΕ ΚΑΠΝΟ. 
Και αυτή η ιστορία είναι αληθινή και μου τη διηγήθηκε ο εγγονός του ζωεμπόρου. Πιθανόν να την έχει δημοσιεύσει και ο αείμνηστος Θανάσης Δεικτάκης

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΣΗΦΗ

Γράφει ο Γιώργος Τσιμπογιάννης*
Απέναντι από το μοναδικό - τότε- Γυμνάσιο Καστελίου Κισσάμου, υπήρχε και υπάρχει ακόμη και σήμερα (μετεξελιγμένo από το μικρό γιο του σε mini market) το καφενείο του Σήφη. Κι όταν μιλάμε για καφενείο των αρχών του 60, δεν εννοούμε το σημερινό καφέ. Εκτός από τα σερβιριζόμενα τότε είδη καφενείου, είχε και τα απαραίτητα είδη παντοπωλείου, ο ίδιος δε εξυπηρετούσε τους μαθητές τόσο κατά τις ώρες των διαλειμμάτων, όσο και κατά τις ώρες της κοπάνας. Επιπλέον σε ορισμένες εορτές το καφενείο μετατρέπονταν σε ταβέρνα με σουβλάκια καθώς επίσης είχε ταβέρνα με σουβλάκια στα πανηγύρια της περιοχής. Επιπλέον εξέτρεφε αριθμό προβάτων, των οποίων το γάλα εμφιάλωνε και διένειμε καθημερινά στα σπίτια που του ζητούσαν. Είχε φιάλες υγραερίου και ήταν και πρατήριο άρτου.
Ο μεγάλος γιος του ήταν συμμαθητής μου στο κοντινό 2ο Δημοτικό Σχολείο και ο παππούς μου ήταν τακτικός θαμώνας του καφενείου.
Μόλις έμπαινες από την κεντρική είσοδο, ήθελες δεν ήθελες έβλεπες ένα μεγάλο κάδρο που κρέμονταν στην ακριβώς απέναντι τοίχο και απεικόνιζε το θρυλικό πλοίο ΑΒΈΡΩΦ. Σ' αυτό είχε κάνει τη ναυτική του θητεία ο πατέρας του, ο οποίος με κάτασπρα μαλλιά και μουστάκι ήταν μόνιμος θαμώνας του καφενείου. Αν δεν κάνω λάθος, έξω από το κάδρο και ανάμεσα τζαμιού και κορνίζας, υπήρχε καρφωμένη και η φωτογραφία του, ως ναύτη. Το καφενείο λειτουργούσε σε 24ωρη βάση και σ' αυτό βοηθούσαν η μητέρα του Σήφη, που έζησε 104 χρόνια, η γυναίκα του, ο συμμαθητής μου γιος του και σπανιότερα ο αγροφύλακας αδελφός του. Επειδή το σπίτι του ήταν ακριβώς πάνω από το μαγαζί, μπορούσες να τον βρεις οποιαδήποτε ώρα, στη σπάνια περίπτωση που ήταν κλειστός ( Αυτή η άτιμη η φιάλη του υγραερίου τελείωνε τις πλέον απίθανες ώρες). Πάντα πρόθυμος να σηκωθεί και να εξυπηρετήσει έκτακτες καταστάσεις. Στο καφενείο έβρισκες να διαβάσεις τις μοναδικές εφημερίδες της γειτονιάς - τοπικές και πανελλαδικές - γιατί η μιάμιση δραχμές που κόστιζε η καθεμιά τους, ήταν δυσεύρετη και ελάχιστοι μπορούσαν να τις διαθέσουν καθημερινά. Προτιμούσαν να τη δώσουν στα παιδιά τους πενηνταράκι - πενηνταράκι, για το καθημερινό κουλούρι.
Πολλά πράγματα σ' αυτό το μαγαζί, μου έκαναν εντύπωση και θα προσπαθήσω να περιγράψω. Μετά από τον κύριο χώρο, δεξιά μεν, υπήρχε ένα μεγάλο επαγγελματικό ψυγείο και πίσω του γινόταν η προετοιμασία των παραγγελιών, ενώ αριστερά είχε ένα μακρύ διάδρομο που κατέληγε στην πίσω αυλή. Σ' αυτό το διάδρομο και κατά μήκος του, εμφιάλωνε διάφορα αναψυκτικά, κυρίως γκαζόζες. Σε μια μεγάλη γούρνα με νερό και σαπουνάδα, υπήρχαν βυθισμένα τα μπουκάλια. Έπαιρνε μια στενόμακρη βούρτσα, την πέρναγε μέσα στα μπουκάλια, την έκανε πάνω-κάτω και τα έβαζε στη διπλανή γούρνα που τα ξέπλενε με καθαρό νερό. Όταν τελείωνε, τα έπαιρνε ένα ένα και τα πήγαινε σε μια όρθια μηχανή. Κατέβαζε ένα μοχλό και γέμιζε το μπουκάλι και τέλος πατούσε ένα πεντάλ για να μπει το διοξείδιο. Εκεί κάθε λίγο άκουγες ένα μπαμ και το μπουκάλι έσκαζε από την πίεση σαν χειροβομβίδα, γεμίζοντας γυαλιά το χώρο. Ο ίδιος φορούσε ένα ολόσωμο προστατευτικό μανδύα και δεν άφηνε κανένα να μπει στο χώρο αυτό. Στο πρόσωπο δεν φορούσε κάτι και θεωρώ ότι με κάποιο τρόπο το προστάτευε, γιατί ποτέ δεν τον είδα χτυπημένο. Στο καφενείο αυτό, ο ΟΤΕ, εγκατέστησε λίγο πριν από το 1970 το τηλέφωνο της γειτονιάς της Καμάρας. Στην αρχή, μιλούσες μόνο με προαναγγελθείσα συνδιάλεξη. Στο τέλος, μετά την πραγματοποίησή της, έπαιρνε ο υπεύθυνος, το τηλεφωνικό κέντρο και ρωτούσε για το ποσόν της χρέωσης, που συνήθως ήταν αρκετά τσουχτερό για τα δεδομένα της εποχής. Αργότερα η κατάσταση βελτιώθηκε, και απλά έπρεπε να δηλώσεις αν έπαιρνες αστικό ή υπεραστικό που είχε υψηλότερη χρέωση. Λίγο μετά το 1974, μπήκε και μετρητής. Σ' αυτό το καφενείο είδα και πρώτη φορά τηλεόραση (ασπρόμαυρη φυσικά). Για λόγους διαφημιστικούς, στο καφενείο εγκαταστάθηκε, αν δεν κάνω λάθος το 1968, η πρώτη τηλεόραση στην περιοχή, μάρκας lowe Opta (με σήμα ένα λιοντάρι) και το τι γινόταν δεν περιγράφεται. Ειδικά όταν είχε αναμετάδοση ματς (Σάββατο απόγευμα αγγλικό ποδόσφαιρο) ή στίβο,, η γαλαρία έφτανε μέχρι το δρόμο. Θυμάμαι μια δυο φορές πως είχε διακοπεί και η κυκλοφορία των ελάχιστων τότε αυτοκινήτων. Και να φανταστεί κανείς ότι το σήμα έφτανε από Αθήνα - όταν έφτανε- πολύ εξασθενημένο και με πολύ χιόνι.
Όλα αυτά στα μάτια ενός μικρού παιδιού, φάνταζαν σπουδαία. Τη μεγαλύτερη όμως εντύπωση μου έκανε όταν δίναμε εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο με το συνονόματο μου γιο του Σήφη, στο μάθημα της Γεωγραφίας. Βγαίνοντας από την εξέταση, με ρώτησε για τα θέματα και του είπα ότι μας έβαλαν τα προϊόντα της Ρουμανίας και τις πόλεις της Αιγύπτου. Μου αράδιασε μια μια τις πόλεις της Αιγύπτου και τα προϊόντα της Ρουμανίας, κάνοντάς μου και τις σχετικές επιπλήξεις: Ξέχασες να γράψεις για το αλεύρι της Μπραΐλας και το Πορτ Σάιντ; Δεν έχεις ακούσει ποτέ για τον Λεσέψ; Και μου περιέγραψε για το Σουέζ και το καθεστώς του... Κόντεψα να μην εισαχθώ στο Γυμνάσιο από τη Γεωγραφία. Άριστα στα υπόλοιπα, έντεκα (11) στη Γεωγραφία. Είμαι σίγουρος ότι αν έδινε Γεωγραφία μαζί μας, θα αρίστευε. Αυτός ήταν ο Σήφης και το καφενείο του. Είχε ψυχή μικρού παιδιού, αγαπούσε τους μαθητές και έδινε μεγάλο αγώνα για το καθημερινό ψωμί της οικογένειάς του . Θα τον θυμάμαι όσο ζω με πολλή αγάπη. Ας είναι αυτή η αναφορά, μνημόσυνο στη μνήμη του.
* Συνταξιούχος μαθηματικός

Ένα υπέροχο κείμενο για όλους όσους πέρασαν απο το καφενείο του Σήφη, δυστυχώς πάρα την προσπάθεια μου δεν βρήκα καμιά φωτο του καφέ ή τον Σήφη σε ώρα εργασίας.