Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η πόλη φορούσε τα Χριστούγεννα όπως φορά κανείς παλιό παλτό: όχι για χαρά, αλλά για να μη φαίνεται γυμνός.
Τα λαμπιόνια άναβαν νωρίς, πριν σκοτεινιάσει καλά, σαν να βιάζονταν να τελειώνουν με την υποχρέωση. Κανένα δεν ζέσταινε αλήθεια∙ απλώς έδινε μια πρόφαση φωτός (και οι πρόφασες, όταν συνηθίζονται, γίνονται έθιμο).
Τα κλιμακοστάσια δεν μύριζαν χαρά.
Μύριζαν υγρασία και αδιαφορία.
Από κάπου μακριά —πάντα απ’ έξω, ποτέ από μέσα— έφτανε ένας απόηχος καλάντων. Παιδικές φωνές λεπτές, σπασμένες από το κρύο, που περνούσαν κάτω από τα παράθυρα όπως περνούν οι φτωχοί από τις ζωές των βολεμένων: ακούγονται, μα δεν σταματούν πουθενά. Κι η πόλη τούς άφηνε να περνούν χωρίς να ανοίγει, γιατί είχε μάθει πως η συγκίνηση κοστίζει.
Η πολυκατοικία στεκόταν βαριά, από εκείνες τις παλιές που έχουν στις κολόνες τους μνήμη και στα σκαλιά τους λογαριασμούς. Ήξερε.
Ήξερε ποιοι πλήρωναν στην ώρα τους και ποιοι «καθυστερούσαν». Ποιοι είχαν λόγο και ποιοι μόνο ανάγκη.
Η θέρμανση δεν ήταν θέμα καιρού∙ ήταν θέμα αξίας.
Στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, η Μαρία ζούσε με τα δυο της παιδιά: τον Νικόλα και την Ειρήνη. Όχι «έμενε». Ζούσε, με τον τρόπο που ζει κανείς όταν μετρά το φαγητό πριν το μαγειρέψει και τον χρόνο πριν τον χαρεί.
Ο άντρας της είχε φύγει χρόνια πριν. Όχι με φωνές. Με μια βαλίτσα, μια σιωπή και μια φράση που δεν σήκωνε αντίλογο:
— Δεν αντέχω άλλο.
Δεν γύρισε.
Ούτε ρώτησε.
Κι εκείνη, από τότε, έμαθε να αντέχει για τρεις.
Δούλευε όποτε έβρισκε. Καθάριζε σπίτια άλλων ανθρώπων — σπίτια που μύριζαν καφέ, απορρυπαντικό και άνεση. Έσκυβε, σήκωνε, σφουγγάριζε, κι ύστερα γύριζε στο δικό της σπίτι, όπου το καλοριφέρ ήταν κρύο και το ρεύμα αναβόσβηνε σαν κουρασμένο βλέφαρο.
Το ψυγείο έκανε θόρυβο μεγαλύτερο απ’ ό,τι δικαιολογούσε το περιεχόμενό του (γιατί κι αυτό, το καημένο, ήθελε να δείχνει πως έχει δουλειά).
Την παραμονή, κατά το σούρουπο, κατέβηκε στο φαρμακείο με την Ειρήνη από το χέρι. Η μικρή είχε βήχα που δεν έλεγε να φύγει, εκείνον τον ξηρό βήχα που δεν πονάει μόνο το στήθος∙ πονάει και την τσέπη.
Ο φαρμακοποιός —άνθρωπος καλός, μα «με όρια», όπως λένε οι νοικοκυραίοι τις μικρές τους σκληρότητες— κοίταξε τη συνταγή, μετά κοίταξε εκείνη.
— Είναι δεκαπέντε και κάτι, της είπε.
Η Μαρία άνοιξε το πορτοφόλι. Μέσα είχε κάτι κέρματα, ένα χαρτάκι με αριθμούς, κι ένα παλιό κουπόνι από σούπερ μάρκετ. Στάθηκε σαν να περίμενε να βρεθεί μέσα κάποιο θαύμα. Δεν βρέθηκε.
— Να πάρω… το πιο μικρό; ψιθύρισε.
— Δεν έχει πιο μικρό, είπε εκείνος, και το είπε ήρεμα — όπως λέγονται τα πράγματα που δεν αλλάζουν.
Η Ειρήνη τράβηξε το μανίκι της μάνας της.
— Μαμά, δεν πειράζει…
Και το είπε με μια ωριμότητα που δεν ταιριάζει σε έξι χρονών παιδί. Αυτό ήταν που την διέλυσε: όχι η έλλειψη του φαρμάκου, μα το ότι το παιδί είχε ήδη μάθει να παραιτείται.
Η Μαρία πήρε μια ασπιρίνη «για τον πυρετό», από εκείνες που αγοράζεις όταν δεν αγοράζεις αυτό που χρειάζεσαι. Βγήκε έξω και το κρύο της φάνηκε πιο τίμιο από τη ζέστη του φαρμακείου.
Στο σπίτι, πριν βραδιάσει καλά, πήρε τηλέφωνο τον πατέρα των παιδιών. Δεν το έκανε για λεφτά μόνο∙ το έκανε γιατί η απόγνωση, όταν δεν βρίσκει πόρτα, χτυπάει και σε παλιές πόρτες που ξέρει πως είναι κλειστές.
Κάλεσε μία φορά. Δύο. Στην τρίτη, άκουσε το μήνυμα: «Ο συνδρομητής…».
Δεν έκλαψε. Η Μαρία είχε ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά που έκλαψε χωρίς να την βλέπουν.
Ο Νικόλας στεκόταν στην πόρτα του δωματίου. Δεν ρώτησε «ποιος ήταν;». Ρώτησε κάτι χειρότερο, κάτι παιδικά πρακτικό:
— Μαμά… αύριο θα έχουμε ρεύμα;
Κι εκείνη, αντί να πει «ναι» ή «όχι», είπε:
— Θα δούμε.
(Και το «θα δούμε» ήταν η νέα προσευχή των φτωχών.)
Το βράδυ της παραμονής έβρασε πατάτες. Τις έκοψε στα τέσσερα, προσεκτικά, σαν να ’κανε λογαριασμό ζωής.
— Αύριο είναι Χριστούγεννα, είπε.
Όχι σαν υπόσχεση. Σαν ημερομηνία.
Τα παιδιά δεν ζήτησαν τίποτα.
Ο Νικόλας είχε μάθει να κάνει πως δεν πεινάει.
Η Ειρήνη ζήτησε μόνο να κοιμηθούν όλοι μαζί, γιατί το σκοτάδι, όταν είσαι παιδί, έχει μεγαλύτερο βάρος από το κρύο.
Πάνω, στον τέταρτο, ο Σπύρος ζούσε μόνος. Τα παιδιά του «αποκατεστημένα», όπως έλεγε με μια περηφάνια που έμοιαζε με παρηγοριά — στο εξωτερικό. Τηλεφωνήματα με ώρα και με πρόγραμμα, ευχές έτοιμες, λόγια που δεν κρατούν ζέστη.
Το σπίτι του στολισμένο. Δέντρο μεγάλο. Λαμπάκια άφθονα.
Η τηλεόραση πλάσμα άναβε μόνη της και μιλούσε για γιορτές, για αγορές, για «μαγικά Χριστούγεννα».
Έψησε γαλοπούλα, αν και ήξερε πως δεν μπορούσε να την φάει όπως παλιά — του το ’χε κόψει ο γιατρός, του το ’χε κόψει και η ηλικία.
Μα την έψησε. Για τη μυρωδιά, για την εικόνα, για να έχει το σπίτι του την αίσθηση πως «κάτι γίνεται».
Αγόρασε γλυκά πολλά, «έτσι, για τις μέρες». Η σπατάλη δεν του έδινε χαρά. Του έδινε άλλοθι (κι οι άνθρωποι, όταν δεν μπορούν να αγαπήσουν, αγοράζουν).
Στη συνέλευση της πολυκατοικίας είχε μιλήσει καθαρά:
— Δεν γίνεται να πληρώνουμε για όλους. Υπάρχουν κανόνες.
Και οι περισσότεροι συμφώνησαν. Όχι από κακία. Από βόλεμα.
Η αδιαφορία δεν φωνάζει∙ υπογράφει.
Το απόγευμα πήγε στο σούπερ μάρκετ. Καρότσια γεμάτα, πρόσωπα άδεια. Το γιορτινό τραπέζι είχε γίνει αγώνας και επίδειξη μαζί.
Στο ταμείο, μια γυναίκα μπροστά του άφησε πίσω μισά απ’ όσα είχε βάλει στο καλάθι. Ένα πακέτο μπισκότα, μια συσκευασία τυρί, λίγη αλλαντοποιία. Ο ταμίας τα πέρασε στην άκρη χωρίς να σηκώσει το βλέμμα — είχε δει πολλά.
Το παιδί της γυναίκας δεν έκλαψε. Έσκυψε μόνο το κεφάλι και κράτησε σφιχτά το χέρι της μάνας του, σαν να φοβόταν πως θα τους ζητήσουν πίσω και την αξιοπρέπεια.
Ο Σπύρος ένιωσε ενόχληση, σαν κάρβουνο στον λαιμό.
— Δεν μπορώ να σώσω τον κόσμο, σκέφτηκε.
Και το σκέφτηκε σαν δικαιολογία (οι δικαιολογίες έχουν την καλή συνήθεια να μας νανουρίζουν).
Το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθεί, άκουσε κλάμα στον διάδρομο. Όχι δυνατό. Εκείνο το κλάμα που ζητά άδεια για να ακουστεί.
Άνοιξε μισή την πόρτα. Η Μαρία κρατούσε την Ειρήνη. Το παιδί έκαιγε.
— Συγγνώμη… είπε η Μαρία. Μόνο για λίγο… δεν έχουμε…
Η λέξη «συγγνώμη» ειπώθηκε όχι για λάθος, αλλά για ύπαρξη.
Ο Σπύρος σκέφτηκε τον γιατρό, σκέφτηκε «μπλέξιμο», σκέφτηκε «ευθύνη».
Έκλεισε την πόρτα.
Κι αμέσως ένιωσε το σπίτι του να μικραίνει. Η γαλοπούλα μύρισε βαριά. Τα γλυκά του φάνηκαν γλυκά μόνο στα χαρτιά.
Ξάπλωσε.
Και τότε κοιμήθηκε.
Το Όνειρο
Ο ύπνος δεν τον πήρε∙ τον έπιασε. Κι όταν τον έπιασε, τον γύρισε πίσω χωρίς ευγένεια.
Πρώτα ήρθαν οι ήχοι:
ο αέρας που σφύριζε από τις χαραμάδες,
η σόμπα που «έβηχε» πριν ανάψει,
ένα κουτάλι που χτυπούσε σε άδειο πιάτο,
κι ένα παιδικό στομάχι που γκρίνιαζε χαμηλά — όχι σαν απαίτηση, σαν ντροπή.
Ύστερα ήρθαν οι μυρωδιές:
κάρβουνο, υγρασία, βραστές πατάτες,
κι εκείνη η οσμή του παλιού σπιτιού που δεν είναι μυρωδιά∙ είναι μοίρα.
Η μάνα του φάνηκε στην πόρτα. Όχι σαν φάντασμα, σαν παρουσία.
Φορούσε το ίδιο μαύρο παλτό, φθαρμένο στις μανσέτες, που μάζευε την εποχή πάνω του.
Τα χέρια της σκασμένα. Στα νύχια χώμα.
Δεν τον χάιδεψε. Αυτό ήταν το πρώτο χτύπημα.
Γιατί στη μνήμη του η μάνα πάντα χάιδευε, πάντα έσωζε.
Εδώ δεν έσωζε. Έδειχνε.
Τον πήρε απ’ τον καρπό και τον τράβηξε μέσα.
Είδε τον εαυτό του παιδί. Μάγουλα κοκαλιάρικα, μύτη κόκκινη από το κρύο. Ένα πουλόβερ που μύριζε καπνό γιατί δεν μύριζε τίποτε άλλο.
Στο τραπέζι, μια φέτα ψωμί κομμένη στη μέση. Η μάνα τη γύρισε από τη μια πλευρά στην άλλη, σαν να την υπολόγιζε.
— Για να φτάσει, είπε.
Και το είπε όπως λένε οι γυναίκες τα μεγάλα τους κατορθώματα: χωρίς περηφάνια.
Η σόμπα στεκόταν στη γωνιά. Δεν ήταν «σόμπα». Ήταν δικαστής.
Άναβε μόνο όταν έβγαινε μεροκάματο. Κι όταν δεν έβγαινε, άναβε η ντροπή.
Θυμήθηκε τα χέρια τους να φυσούν πάνω από μια κούπα νερό για να μοιάζει με ζέστη.
Θυμήθηκε το σχολείο, που μύριζε κιμωλία και σαπούνι, και τον ίδιο να σκέφτεται αν μυρίζει φτώχεια πάνω του.
Θυμήθηκε να στέκεται ακίνητος όταν οι άλλοι μιλούσαν για δώρα.
Ακούστηκε χτύπος στην πόρτα.
Γείτονας. Έφερε λίγα ξύλα, χωρίς να μπει.
— Για τα παιδιά, είπε.
Και έφυγε γρήγορα, σαν να ντρεπόταν που είναι καλός.
Η μάνα γύρισε και κοίταξε τον σημερινό Σπύρο.
— Θυμάσαι; τον ρώτησε.
Ο Σπύρος προσπάθησε να μιλήσει, μα το στόμα του ήταν ξερό, σαν να είχε φάει στάχτη.
Και τότε, χωρίς δρόμο και χωρίς μετάβαση, τον πήγε στο τώρα.
Του έδειξε τον διάδρομο της πολυκατοικίας. Τη Μαρία με το παιδί στην αγκαλιά.
Τη λέξη «συγγνώμη» που δεν έπρεπε να ειπωθεί ποτέ.
Η μάνα δεν ύψωσε φωνή. Δεν έκανε δράμα. Μόνο είπε την κοφτή φράση, σαν μαχαίρι που κόβει δικαιολογίες:
— Σπύρο… εσύ πότε έγιναν οι άλλοι;
Και τότε, σαν να έσβησε η σόμπα μέσα στο όνειρο, ξύπνησε.
Ιδρωμένος.
Με την καρδιά του να χτυπά όχι από φόβο, αλλά από αναγνώριση.
Η Εκκλησία
Το πρωί πήγε εκκλησία. Όχι από ευσέβεια. Από ταραχή.
Η λειτουργία είχε αρχίσει. Το θυμίαμα βαρύ, σαν να ’θελε να σκεπάσει την ντροπή του κόσμου. Οι ψαλμοί αργοί, σαν βήματα σε κρύο πάτωμα.
Μπροστά στέκονταν οι φτωχοί — γιατί οι φτωχοί δεν έχουν πού να πάνε για να ζεσταθούν, κι η εκκλησία το ξέρει αυτό καλά.
Πίσω οι βολεμένοι — με παλτά καλά και μάτια που έμαθαν να μην κοιτούν πολύ μπροστά.
Ο παπάς διάβασε:
«Ξένος ήμην και συνηγάγετέ με».
Ο Σπύρος ένιωσε το κερί να στάζει σαν χρόνος χαμένος. Δεν κοινώνησε. Δεν τόλμησε. Έφυγε με το κεφάλι χαμηλά.
Η Πράξη
Κατέβηκε στην είσοδο. Στάθηκε μπροστά στα γραμματοκιβώτια.
Από το κουτί της Μαρίας πήρε τον λογαριασμό του ηλεκτρικού. Τον είχε δει από την προηγούμενη: ειδοποίηση διακοπής — εκείνο το χαρτί που δεν απειλεί, αποφασίζει.
Ανέβηκε στο σπίτι του, χωρίς να καθίσει. Άνοιξε το κινητό, μπήκε στο e-banking και πλήρωσε.
Η πράξη έγινε σε λίγα δευτερόλεπτα∙ η ντροπή του, όμως, έκανε χρόνια να γίνει.
Ύστερα κατέβηκε πάλι. Πήγε στο λεβητοστάσιο, εκεί που οι άνθρωποι σπανίως κατεβαίνουν εκτός αν καίγονται.
Άνοιξε τον μετρητή θέρμανσης του φτωχού διαμερίσματος. Άκουσε το «κλικ» σαν ανάσα.
Η θέρμανση δεν άναβε μόνο σωλήνες∙ άναβε και μια ιδέα δικαιοσύνης που είχε παγώσει.
Μετά χτύπησε την πόρτα του τρίτου.
Όταν άνοιξε η Μαρία, τα μάτια της είχαν εκείνη την κούραση που δεν φεύγει με ύπνο.
Ο Σπύρος δεν μίλησε πολύ — γιατί τα πολλά λόγια, ύστερα από μια τόσο μεγάλη αδιαφορία, μοιάζουν με προσβολή.
— Ελάτε πάνω, είπε. Να φάμε μαζί.
Η Μαρία δίστασε. Όχι από περηφάνια μόνο∙ από φόβο. Ο φόβος των φτωχών είναι πολυκαιρισμένος: φοβάσαι και το καλό, μήπως κρύβει κάτι.
Ο Νικόλας όμως, πίσω από τη μάνα του, κοίταξε το σπίτι του τέταρτου σαν να κοίταζε ζεστό μέρος στον χάρτη.
Ανέβηκαν.
Το σπίτι του Σπύρου ήταν στολισμένο, φωτεινό, με εκείνη τη ζεστασιά που κανονικά θα έπρεπε να ανήκει σε πολλούς κι όχι σε έναν.
Η γαλοπούλα ήταν έτοιμη. Τα γλυκά πολλά, απλωμένα σαν απόδειξη.
Ο Σπύρος έφερε πιάτα χωρίς να κοιτάζει επίμονα, χωρίς να παριστάνει τον σωτήρα.
(Γιατί η αληθινή μεταστροφή δεν αντέχει χειροκρότημα.)
Έφαγαν μαζί.
Η Ειρήνη κοιμήθηκε λίγο στον καναπέ, με το μάγουλο ζεστό.
Ο Νικόλας έφαγε αργά, με προσοχή, σαν να φοβόταν πως αν βιαστεί θα τελειώσει.
Και τότε, αφού κάπως η ζεστασιά στάθηκε στο δωμάτιο σαν άνθρωπος και όχι σαν μηχανή, ακούστηκαν ξανά τα κάλαντα.
Αυτή τη φορά δεν ήταν απόηχος.
Ήταν πιο κοντά. Πιο ζωντανά. Πιο εύθυμα.
Σαν να άλλαξε ο δρόμος — ή σαν να άλλαξε το αυτί.
Ο Σπύρος άνοιξε το παράθυρο.
Η Μαρία δεν έτρεξε να κρυφτεί.
Τα παιδιά πλησίασαν.
Και για μια στιγμή, που δεν κράτησε πολύ (τα θαύματα δεν κρατούν, απλώς δείχνουν), η πόλη φάνηκε να θυμάται τι σημαίνει Χριστούγεννα.
Κανείς δεν έμαθε.
Κανείς δεν χειροκρότησε.
Μα εκείνη τη νύχτα, στον τέταρτο όροφο, το φως δεν ήταν διακόσμηση.
Ήταν πράξη
Ανδρέας Μαρολαχάκης
11/12/25
Κίσαμος

Δεν υπάρχουν σχόλια: