Eίναι γνωστό ότι ο εορτασμός της Εκατονταετηρίδας από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, το 1921, αναβλήθηκε λόγω του πολέμου στο Μικρασιατικό μέτωπο και πραγματοποιήθηκε το 1930 στα εκατόχρονα από τη λήξη της Επανάστασης και από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Από τη μελέτη των εκδηλώσεων της Εκατονταετηρίδας, μπορούν να προκύψουν αξιόλογα συμπεράσματα για τις αξίες και τα προτάγματα της πολιτείας και της κοινωνίας την εποχή του Μεσοπολέμου. Στο σημερινό δημοσίευμα, δεν θα προβούμε σε μια πολιτική, ιδεολογική και κοινωνιολογική ανάλυση των εορτασμών της Εκατονταετηρίδας. Εξάλλου, αυτό έχει γίνει από ειδικούς ιστορικούς σε αυτά τα θέματα. Σκοπός μας είναι η παρουσίαση της εορταστικής εκδήλωσης και της ατμόσφαιρας της εποχής στο Καστέλλι Κισσάμου, μένοντας πιο πολύ στην υπενθύμιση των σημαντικότατων ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σ’ αυτήν την επαρχία κατά την Επανάσταση του 1821.
Οι ανταποκριτές Ζ. Ε. Βαρουχάκης και Κ. Γ. Φουρναράκης
Για τον λαμπρό εορτασμό της Εκατονταετηρίδας στο Καστέλλι Κισσάμου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 13 Ιουλίου 1930, διαθέτουμε δύο εξαιρετικές αφηγήσεις / ανταποκρίσεις, γραμμένες από τον Ζαχαρία Ε. Βαρουχάκη και τον Κωνσταντίνο Γ. Φουρναράκη. Αυτοί κυρίως μας έδωσαν τα στοιχεία και το νήμα της αφήγησης στο σημερινό δημοσίευμα. Και οι δύο είχαν εξαιρετική πένα, διαυγή, γλαφυρή, ρέουσα. Κάποια στιγμή αξίζει να ασχοληθούμε με το έργο του Καστελλιανού Ζ. Βαρουχάκη, ο οποίος έγραφε στον “Κήρυκα” κατά τον Μεσοπόλεμο, και του οποίου η γλωσσομάθεια και η ευρύτητα της παιδείας ήταν μοναδική. Διάβαζε ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, άκουγε κλασσική μουσική, ήταν ενήμερος για φιλολογικές μελέτες ξένων καθηγητών οι οποίες πολύ αργότερα μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Ο Ζ. Βαρουχάκης λάτρεψε τον γενέθλιο τόπο του, το Καστέλλι Κισσάμου, και συχνά προέβαλε μέσα από τις σελίδες του “Κήρυκα” το φυσικό κάλλος, την ιστορία, την πνευματική και αθλητική κίνηση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Υπήρξε επίσης ένα από τα ιδρυτικά μέλη ποδοσφαιρικού συλλόγου “Κισσαμικός” και είχε διατελέσει πρόεδρός του.
Ο Κωνσταντίνος Γ. Φουρναράκης είναι περισσότερο γνωστός από τα βιβλία του για τους Τουρκοκρητικούς, για την πόλη Χανίων, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το κίνημα των Μουρνηδών, τη θρησκεία των Μουσουλμάνων. Για ένα διάστημα, προς το τέλη του 19ου αιώνα, είχε διατελέσει και συμβολαιογράφος Χανίων. Ο Κ. Γ. Φουρναράκης, εκτός των άλλων χρονογραφημάτων και ιστορικών σημειωμάτων του, μας έδωσε και μια συνοπτική περιγραφή του κάστρου της Κισσάμου και του μικρού οικισμού έξω από αυτό κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και της ανεπτυγμένης κωμόπολης του Μεσοπολέμου, η οποία συγκέντρωνε τις διοικητικές αρχές της επαρχίας, είχε ηλεκτροφωτιστεί, διέθετε σχολεία, θέατρο και κινηματογράφο. Έγραφε ο δημοσιογράφος στον “Κήρυκα” μεταξύ άλλων:
“Την κωμόπολιν Καστελλίου επεσκέφθην και εγνώρισα προ 45 ετών, όταν εκυμάτιζε επί του φρουρίου της η Ημισέληνος, με την τουρκική φρουρά, με τον πολύ μουσουλμανικό πληθυσμό, με τα δύο φρούρια, το μικρόν Ενετικό, όπου αι πυριτυδαποθήκαι και το οπλαστάσιον και το πέριξ Τουρκικόν, όπου η μουσουλμανική συνοικία με ένα τζαμί (πρώην Εκκλησία της Αγίας Σοφίας) και με περιορισμένον έξωθεν συνοικισμό.
Μετά 45 έτη την επισκέπτομαι και την επαναβλέπω Ελληνική πλέον ακμάζουσα υπό έποψιν οικονομικήν και εκπαιδευτική, με μεγάλας και ωραίας οικοδομάς, με δικαστικάς αρχάς, με εκπαιδευτήρια, με πλήρες Γυμνάσιον, Ανωτέρα Σχολή Θηλέων, Τραπεζικά υποκαταστήματα, τηλεγραφικά και τηλεφωνικά γραφεία, συμβολαιογραφεία, δικηγόρους και ιατρούς, με μεγάλα εμπορικά καταστήματα, με ευγενή και αναπτυγμένη και προοδευτική κοινωνίαν, με θέατρον και κινηματογράφον, τέλος επανευρίσκω μίαν κωμόπολιν ηλεκτροφώτιστον, με ένα κωδωνοστάσιον όπου έχει εγκατασταθεί μέγα ωρολόγιον, το οποίον δια φωτεινών σημείων δεικνύει τας ώρας εις μεγάλην απόστασιν και μίαν προσπάθειαν όπως αποκτήση εις το μέλλον και τον λιμένα της. Είμαι ευτυχής διότι επαναβλέπω, επί τη ευκαιρία ενός ευφροσύνου γεγονότος του εορτασμού της εκατονταετηρίδος την κωμόπολιν Καστελλίου, παρά των κατοίκων της οποίας και ημείς οι αντιπρόσωποι του τύπου ετύχομεν εξαιρετικών φιλοφρονήσεων και περιποιήσεων”.
Ας σημειωθεί, βέβαια, ότι ο εκσυγχρονισμός είχε καταστρέψει, λίγα χρόνια πιο μπροστά, την εξαιρετικής ομορφιάς πύλη του φρουρίου Καστελλίου Κισσάμου και το μεγαλύτερο μέρος του τείχους, τη βορειοδυτική πύλη, τον μιναρέ και το τζαμί του φρουρίου (πρώην ναό της Αγίας Σοφίας). Ανάλογες καταστροφές είχαν γίνει και στην πόλη των Χανίων: κατεδάφιση της κεντρικής πύλης του κάστρου, της Porta Rittimniota, ρήγματα στο τείχος, μπάζωμα της νότιας τάφρου, καταπατήσεις, καταστροφή τζαμιών, κρηνών κλπ. (Μπορούμε να κατανοήσουμε την ψυχολογία και τα συμφέροντα των ανθρώπων μετά τη λήξη της Τουρκικής κυριαρχίας, όχι όμως και να δικαιολογήσουμε καταστροφές μνημείων με πρόσχημα τον εκσυχρονισμό, την υγιεινή και την ανάπτυξη).
Προετοιμασίες
Για την διοργάνωση των εκδηλώσεων της Εκατονταετηρίδας στο Καστέλλι Κισσάμου συγκροτήθηκε Τοπική Επιτροπή Εορτασμού αποτελούμενη από τον κοινοτάρχη Στυλιανό Ξηρουχάκη (Ξηρουχοστελιανό) ως πρόεδρο, τον Αντώνιο Μαρή ως αντιπρόεδρο, τον Γ. Αντωνομανωλάκη, ως γραμματέα, και μέλη τους Μιχαήλ Ξηρουχάκη, Στέφανο Ξαγοράρη, διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου, Εμμανουήλ Παντελάκη, δικηγόρο και πρόεδρο του Συλλόγου Εφέδρων, Εμμανουήλ Κουφάκη, Αντώνιο Σχετάκη (τον παππού του πρώην Δημάρχου). Την Επιτροπή συνέδραμαν οι καθηγητές του Γυμνασίου Καστελλίου Κισσάμου, ο Σύλλογος Βιοτεχνών, οι υπάλληλοι της Ηλεκτρικής Εταιρείας, οι κύριοι Ελευθέριος Χριστόπουλος, Ι. Κωνσταντουλάκης, Α. Μελιδόνης, και οι κυρίες Μαρίκα Δαγαρτζίκη και Αθηνά Κουτσουνάκη.
Αυτό που πραγματικά εντυπωσίασε τους προσκεκλημένους και τους δημοσιογράφους της εποχής ήταν η πάνδημη συμμετοχή των Καστελλιανών οι οποίοι συνέβαλαν στο να εορταστεί το γεγονός με πατριωτικό ενθουσιασμό και λαμπρότητα. Οι εξώστες των κατοικιών και των καταστημάτων της κωμόπολης είχαν στολιστεί με μυρτιές και σημαίες. Οι δημοσιογράφοι σχολίασαν την καθαριότητα της κωμόπολης και των κτηρίων της, δημοσίων και ιδιωτικών, η οποία, όπως έγραψαν, ομοίαζε με αυτή της Ύδρας, και εντυπωσιάστηκαν με τη διακόσμηση του κεντρικού δρόμου, το μεγαλοπρεπές κενοτάφιο στην πλατεία, το σημαιοστολισμό, την ευταξία, την ξεχωριστή φιλοξενία. Το Καστέλλι, έδρα της Επισκοπής, των Δημοσίων Υπηρεσιών, του Γυμνασίου, το Καστέλλι με τη μεγάλη ιστορία, το κάστρο του, τον αστικό πυρήνα της κοινωνίας του, τις βιοτεχνίες και τα εμπορικά καταστήματά του, ήταν μια αναπτυσσόμενη και εκσυγχρονισμένη κωμόπολη στο Μεσοπόλεμο, η οποία συγκέντρωνε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του αστικού εκσυγχρονισμού για τα οποία ο Ελευθέριος Βενιζέλος ένιωθε περήφανος.
Για την κάλυψη των εξόδων του εορτασμού η Κοινότητα Καστελλίου είχε εγκρίνει κονδύλι 4.000 δραχμών. Με έρανο επίσης συγκεντρώθηκαν από τους πολίτες ακόμη 4.000 δραχμές περίπου. Τα έξοδα βέβαια της διοργάνωσης υπολογίζονταν περισσότερα από το ποσόν του συγκεντρώθηκε. Μεγαλοπρεπείς αψίδες
Κατά μήκος της διαδρομής απ’ όπου θα περνούσαν οι επίσημοι είχαν στηθεί εντυπωσιακές αψίδες από μυρτιές και δάφνες, που προσέδιδαν ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια. Η πρώτη αψίδα ήταν δημιουργία των μαθητών και είχε στηθεί έξω από το Γυμνάσιο Κισσάμου. Στην κορυφή της υπήρχε η επιγραφή: “Η σπουδάζουσα νεολαία ευγνωμονούσα τους εργάτας της Ελευθερίας”. Η δεύτερη αψίδα με την επιγραφή “Καλώς Ήλθατε” είχε στηθεί από την Κοινότητα Καστελλίου Κισσάμου έξω από το κέντρο του Μπερντίου. Στην αρχή της αγοράς (σήμερα μικρή πλατεία Μελχισεδέκ, στη συμβολή των οδών Σκαλίδη και Καμπούρη) υπήρχε μια εντυπωσιακή διπλή τριγωνοειδής αψίδα του εύρωστου σωματείου της Βιοτεχνικής Αδελφότητας Καστελλίου. Σημειώνουμε ότι εκείνη την εποχή στο Καστέλλι λειτουργούσε ταμπακαριό, σαπουναριό, οινοποιεία, αλευροποιείο, αρτοποιεία, ραφτάδικα, υποδηματοποιεία. Σε τρία ακόμη σημεία της αγοράς του Καστελλιού (οδός Σκαλίδη) είχαν στηθεί αψίδες. Μαθητές, Δήμος, Σωματεία συναγωνίζονταν ποιος θα κάμει την καλύτερη αψίδα, για να τιμήσει το μεγάλο γεγονός. Στην οδό Σκαλίδη ξεχώριζε για την ωραιότητά της η αψίδα του ποδοσφαιρικού Συλλόγου “Κισσαμικός”. Σε καμιά πόλη της Κρήτης δεν είχαν δώσει τόση λαμπρότητα στο εορτασμό και πουθενά αλλού δεν κατασκεύασαν τόσες πολλές αψίδες. Ανάλογες αψίδες είχαν κατασκευασθεί στα Χανιά μόνο στην υποδοχή του πρίγκιπα Γεωργίου στις 9 Δεκεμβρίου 1898.
Το κενοτάφιο
Στην πλατεία των Δικαστηρίων (σήμερα πλατεία Τζανακάκη), η οποία δημιουργήθηκε μετά την κατεδάφιση της κεντρικής πύλης του φρουρίου και μέρους του τείχους, στήθηκε για την τελετή επιβλητικό ηρώο- κενοτάφιο. Κατασκευάστηκε (προσωρινά) βωμός, πάνω στον οποίο είχαν τοποθετηθεί τα άρματα του πολεμικού αρχηγού της επαρχίας Κισσάμου Αναγνώστη Σκαλίδη (τα οποία σήμερα φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης) δύο ξίφη χιαστί και ένας μικρός τρίποδας, που υποδήλωνε τον διαχρονικό αγώνα του Ελληνισμού, αλλά και τις νίκες του εναντίον των εχθρών του. Ένθεν και ένθεν του βωμού μεταφέρθηκαν δύο κυπαρίσσια.
Στα δύο κυπαρίσσια, είχαν δεθεί ταινίες, που ανέγραφαν τα έτη των κρητικών επαναστάσεων: 1770, 1821, 1833, 1841, 1858, 1866, 1878, 1889, 1896, 1897, 1898. Στη βάση και στα πλάγια του βωμού είχαν τοποθετηθεί φωτογραφίες επιφανών οπλαρχηγών και πολιτικών της Κισσάμου, του Αναγνώστη Παπαγιαννάκη, σωματάρχη του Κολοκοτρώνη, του αρχιμανδρίτη Παρθενίου Περίδη, πρωτεργάτη της Επανάστασης του 1866, του Αναγνώστη Σκαλίδη, του Μαρκουλάκη, του Αναστασάκη και άλλες καθώς και η σημαία του Μπαλαντίνου. Ξεχώριζαν επίσης οι σχεδιαστικές απεικονίσεις των επισκόπων της Κισσάμου, του ιερομάρτυρα Μελχισεδέκ Δεσποτάκη και του φλογερού πατριώτη και ιδρυτή του ιεροδιδασκαλείου της Αγίας Τριάδος, του Γεράσιμου Στρατηγάκη, “τέκνου λαμπρού της ευάνδρου Κισσάμου”. Στο κέντρο του ηρώου διακρινόταν η δωρηθείσα στην Κοινότητα λιθογραφία του Αρμοστή Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζη, ο οποίος, τον Μάιο του 1823, αποβιβάστηκε στο Καστέλλι και μετά από μια σύντομη πολιορκία, εξανάγκασε τους Τούρκους να παραδώσουν το φρούριο. Ψηλά, ανάμεσα στα δυο κυπαρίσσια, που έμοιαζαν με κολώνες, είχε αναρτηθεί η επιγραφή: “Η Κίσσαμος εις μνήμην των γενναίων προγόνων”. Από κάτω κυμάτιζαν δυο σημαίες ελληνικές. Στην πρόσοψη του βωμού υπήρχε στρογγυλός θυρεός και μια άλλη επιγραφή με τη φράση: “Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη”.
Γύρω από αυτή την εντυπωσιακή και τιμητική για τους προγόνους κατασκευή είχε δημιουργηθεί ένας μικρός ανθόκηπος, από βασιλικά και άλλα λουλούδια, προσφορά των κυριών της κωμόπολης. Η καλλιτεχνική σύλληψη του ηρώου και γενικότερα η διακόσμηση της πόλης ήταν έμπνευση ενός Καστελλιανού λογίου, του αγιογράφου και άρχοντος ιεροψάλτη Ιωάννη Δ. Αννουσάκη, “ανθρώπου ευρυτάτης και προ παντός αισθητικής μορφώσεως”. Η όλη σύνθεση του κενοταφίου παρέπεμπε στη γνωστή γκραβούρα “Κρητικό Πάνθεον” στο κέντρο της οποίας εικονίζονται οι Κρήτες αγωνιστές και σε δύο κολόνες, αριστερά και δεξιά, αναγράφονται οι χρονολογίες των κρητικών επαναστάσεων.
Η σωζόμενη ιστορική φωτογραφία δείχνει το ηρώο ανάμεσα στο παλαιό Διοικητήριο (σήμερα Αρχαιολογικό Μουσείο Κισσάμου) και την οικία Ξηρουχάκη, στο ισόγειο της οποίας στεγαζόταν η Τράπεζα Αθηνών. Αριστερά και δεξιά του κενοταφίου διακρίνουμε Καστελλιανούς αστούς, οι οποίοι έχουν πάρει θέση για τη φωτογράφιση. Στην πρώτη σειρά κάθονται κύριοι με κουστούμια και καπέλα. Μόνο ένας ηλικιωμένος φοράει στιβάνια και την παραδοσιακή στολή. Δεξιά της φωτογραφίας διακρίνεται μια ομάδα γυναικών, με κτένισμα και ντύσιμο εποχής Μεσοπολέμου. Στα πόδια ή στην αγκάλη των γονιών τους έχουν κουρνιάξει, σαν τα πουλιά, τα μικρότερα παιδιά. Η γη μπροστά από το ηρώο έχει στρωθεί με μυρτιές και δάφνες. Οι Καστελλιανοί κοιτάζουν σοβαροί τον φακό, για να απαθανατίσουν την ύπαρξή τους.
Πρόσκληση στους απογόνους του Τομπάζη
Ο Πρόεδρος και το Κοινοτικό Συμβούλιο Καστελλίου Κισσάμου είχαν αποστείλει τιμητική πρόσκληση στον Ιάκωβο Ν. Τομπάζη, εγγονό του Αρμοστή Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζη, για να παρευρεθεί στις εκδηλώσεις της επετείου των 100 χρόνων. Ο Ιάκωβος Ν. Τομπάζης (1849-1947) βιομήχανος, πολιτικός και συγγραφέας ιστορικών μελετών, απάντησε στον Πρόεδρο της Κοινότητας με την εξής επιστολή:
“Παρά του συγγενούς μου Δημητρίου Τομπάζη -Μαυροκορδάτου έλαβον γνώσιν του από 29 π. μηνός υπ’ αρ. 397 εγγράφου σας απευθυνόμενον στην οικογένειαν του αειμνήστου Εμμανουήλ Τομπάζη. Της οικογένειας ταύτης αποτελώ μέλος ως έγγονος και δι’ αυτό επαναλαμβάνω να ευχαριστήσω Υμάς και το Κοινοτικόν Συμβούλιον δια την τιμήν μεθ’ ης απευθύνεσθε προς τους απογόνους του πρώτου Αρμοστού Κρήτης.
Λυπούμαι, κύριε Πρόεδρε, ότι δεν υπάρχει πλέον εις χείρας μου καμία λιθογραφημένη εικών μεγάλου μεγέθους του πάππου μου δια να εκπληρώσω την επιθυμία σας και συντελέσω εις τον σκοπόν σας. Αντί τοιαύτης προσφέρω εις το Διοικητικόν Συμβούλιον Καστελλίου Κισσάμου εν εκ των τελευταίων απομεινάντων αντιτύπων ενός άλλου ιδικού μου εκδοθέντος προ ετών υπό της Βιβλιοθήκης Μαρασλή και περιέχοντος ομού με τη βιογραφίαν των δύο αδελφών της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως όχι μόνον την εικόνα του Μανώλη Τομπάζη αλλά και της διασήμου γολέττας “Τερψιχόρης” της υπηρετησάσης τον αγώνα της Κρήτης. Εις το έργον μου αυτό θα εύρει ο πανηγυρισμός πολλάς λεπτομερείας της απελευθερώσεως του Καστελλίου Κισσάμου και επομένως συνδεούσης ολόκληρον την βραχείαν ζωήν του Μανώλη Τομπάζη με την Κρήτην.
Λυπούμαι, κ. Πρόεδρε, ότι το βαθύ γήρας μου των 81 ετών δεν μου επιτρέπει να λάβω μαζί σας την 13 τρέχοντος την ιερότητα ενός απελευθερωτικού αγώνος όστις τιμά την μνήμην των μαρτύρων του. Σας παρακαλώ να με φαντασθείτε Κρήτα τα αισθήματα και την καρδίαν, όταν θα αναγνώσετε αυτό το γράμμα Υμείς και οι συνάδελφοι ομού του Κοινοτικού Συμβουλίου Καστελλίου Κισσάμου. Είναι σύνδεσμος τον οποίον εκληρονομήσαμεν από τον συναγωνιστήν τον ιδικών σας προγόνων.
Μετά πολλής τιμής και αφοσιώσεως
Ιάκωβος Ν. Τομπάζης
Υ.Γ. Κατόρθωσα να εύρω αντίπυπον λιθογραφημένης εικόνος του Τομπάζη την οποίαν θα στείλη ο κ. Δ. Τομπάζης- Μαυροκορδάτος”.
Η λιθογραφία του Μανώλη Τομπάζη, η οποία φαίνεται στην ιστορική φωτογραφία τοποθετημένη στο κέντρο του ηρώου, στάλθηκε στην Κοινότητα Καστελλίου από τον εγγονό του Ιάκωβου (Γιακουμή) Τομπάζη, Δημήτριο Τομπάζη- Μαυροκορδάτο, παππού της Ραλλούς Μάνου, ο οποίος την εποχή της Κρητικής Πολιτείας είχε επισκεφθεί και φιλοξενηθεί στο Καστέλλι. (Βλέποντας κάποιος την περίοπτη θέση της λιθογραφίας του Μ. Τομπάζη στο ηρώο και την επιγραφή 1823 έχει την εντύπωση ότι η εκδήλωση έγινε το 1923, στα εκατόχρονα από την άφιξη του Τομπάζη στο Καστέλλι Κισσάμου. Όμως, ένα χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αυτό δεν ήταν εφικτό).
Ο Δήμος Κισσάμου θα μπορούσε το 2023, στην επέτειο των 200 χρόνων από την την άφιξη του Αρμοστή Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζη και την άλωση του φρουρίου της Κισσάμου, να απευθύνει τιμητική πρόσκληση στους απογόνους των Τομπάζηδων, αλλά και στη Δημοτική Αρχή της Ύδρας να παρευρεθούν στις επετειακές εκδηλώσεις, που πρέπει να είναι εξίσου λαμπρές. Θα είναι μια χρυσή ευκαιρία να επαναβεβαιωθούν οι αδερφικοί δεσμοί του Δήμου Κισσάμου και της Νήσου Ύδρας και να τιμηθεί η προσφορά του Μανώλη Τομπάζη στον Αγώνα της Κρήτης. Απαραίτητο επίσης είναι να αναρτηθεί στο Δημαρχείο Κισσάμου ένας πίνακας με τη μορφή του πρώτου αρμοστή Κρήτης Μανώλη Τομπάζη. Μέχρι σήμερα δεν έχουν προβληθεί τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που έχουν συντελεστεί στην επαρχία Κισσάμου (τρεις αλώσεις φρουρίου Κισσάμου στην επανάσταση του 1821 και του κάστρου της Γραμβούσας (1825-1828) η άφιξη του πρώτου αρμοστή της Κρήτης, η σύνταξη του Κρητικού Συμβουλίου το 1825 κ.α.). Ο Δήμος Κισσάμου μπορεί να συγκρίνει με ποιο τρόπο προβάλλονται ανάλογα ή και ήσσονος σημασίας γεγονότα σε άλλες πόλεις ή περιοχές της Κρήτης.
Λαός και επίσημοι
Αρκετοί Χανιώτες, που είχαν συγγενείς στο Καστέλλι, έφτασαν στην κωμόπολη από το Σάββατο, παραμονή του εορτασμού. Η πλατεία των Δικαστηρίων (που έπειτα ονομάστηκε στρατηγού Εμμ. Τζανακάκη) ήταν από βραδύς γεμάτη κόσμο. Aπό τις πρώτες πρωινές ώρες άνθρωποι από τα χωριά άρχισαν να συρρέουν κατά ομάδες στην πολιτεία (έτσι έλεγαν την πρωτεύουσα της επαρχίας). Από τις επτά το πρωί οι μαθητές των εκπαιδευτηρίων του Καστελλίου κρατώντας μικρές ελληνικές σημαίες παρατάχθηκαν εκατέρωθεν της οδού που οδηγούσε από το Γυμνάσιο στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα. Ξεχώριζαν τα κορίτσια της Αστικής Σχολής Θηλέων (Παρθενώνα) με τις ομοιόμορφες ενδυμασίες τους. Οι επίσημοι έφθασαν με τα αυτοκίνητά τους, γύρω στις 8, στην είσοδο της κωμόπολης, στον Άγιο Αντώνη (Καμάρα), όπου τους υποδέχτηκε η Τοπική Επιτροπή Εορτασμού και κάτοικοι. Οι επίσημοι προσκεκλημένοι που συνόδευαν τον υπουργό- γενικό διοικητή Γεώργιο Κατεχάκη, εκπρόσωπο του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, ήταν ο επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος Ξηρουράκης, ο Μέραρχος Χανίων Παναγόπουλος, ο δήμαρχος Χανίων Ιωάννης Μουντάκης, ο Γυμνασιάρχης Εμμ. Γενεράλης, ο π. βουλευτής Σελίνου Ι. Μαρματάκης, ο Νικόλαος Πιστολάκης, στενός φίλος του Ε. Βενιζέλου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δικηγόρος και εκδότης του “Κήρυκα”, μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Εορτασμού, δημοσιογράφοι, ο Κισσαμίτης γιατρός Στρατής Γεωργιλαδάκης, ο αξιωματικός Φίλκε, διοικητής των αγγλικών αεροπλανοφόρων, ο γιατρός Σόου και άλλοι.
Λίγο αργότερα ο Γενικός Διοικητής Κρήτης έκανε μια στάση κάτω από την αψίδα, που είχαν φτιάξει οι μαθητές, έξω από το Γυμνάσιο. Εκεί τον υποδέχθηκε, εκ μέρους της σπουδάζουσας νεολαίας, η δεσποινίς Σοφία Κοντοπυράκη, η οποία του έδωσε μια ανθοδέσμη, συνοδεύοντας την προσφορά της με την πρέπουσα προσφώνηση. Έπειτα οι επίσημοι προχώρησαν μέχρι την πλατεία Δικαστηρίων (Τζανακάκη) όπου στο κινηματοθέατρο “Παλλάς” τους προσφέρθηκαν κεράσματα και καφές. (Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το “Παλλάς” λειτούργησε στη μεγάλη αίθουσα, μπροστά από το παλαιό οινοποιείο Ξηρουχάκη, στην οδό Π. Περίδη).
Η δοξολογία και η ομιλία του Επισκόπου
Μετά τη θεία Λειτουργία οι καμπάνες του καθεδρικού ναού του Αγίου Σπυρίδωνος κάλεσαν τους επίσημους και το λαό να συμμετάσχει στη δοξολογία. Στην αρχή της πομπής, που ξεκίνησε από την πλατεία, βρίσκονταν νέοι κρατώντας τις αυθεντικές επαναστατικές σημαίες και τις φωτογραφίες των οπλαρχηγών της Κισσάμου. Οι μαθητές είχαν παραταχθεί κατά μήκος του δρόμου. Όταν οι σημαιοφόροι, ο Γενικός Διοκητής και οι υπόλοιποι επίσημοι εισέρχονταν στον περίβολο της εκκλησίας η μπάντα του Ορφανοτροφείου Χανίων απέδιδε τιμές. Στο εσωτερικό του ναού είχε στηθεί άλλη μια σύνθεση του Ι. Δ. Αννουσάκη, από δάφνες και μυρτιές, ένα μικρό κενοτάφιο, σκεπασμένο με μαύρα κρέπια, πάνω στο οποίο είχαν τοποθετηθεί στεφάνια και όπλα αγωνιστών. Γύρω από το μικρό αυτό κενοτάφιο στάθηκαν οι σημαιοφόροι με τις σημαίες των Κισσαμιτών αγωνιστών. Μετά τη δοξολογία, ο επίσκοπος Άνθιμος Λελεδάκης εκφώνησε τον πανηγυρικό, στον οποίο έγινε αναφορά στην επαναστατική δραστηριότητα της επαρχίας Κισσάμου από το 1821 μέχρι την απελευθέρωση της Κρήτης, το 1898, στους Κισσαμίτες Φιλικούς, στο μαρτύριο του επισκόπου Κισσάμου Μελχισεδέκ, στην πολιορκία των τουρκικών πύργων το 1822 και των φρουρίων της Κισσάμου και της Γραμβούσας, το 1823, στην άφιξη του αρμοστή Εμμ. Τομπάζη στο Καστέλλι, και στην παράδοση του φρουρίου της Κισσάμου στους Έλληνες, στην προσπάθεια για την κατάληψη της Γραμβούσας τον Δεκέμβριο του 1823, στο κορυφαίο γεγονός της κατάκτησης της Γραμβούσας τον Αύγουστο του 1825, στην περίοδο της Γραμβούσας. Έπειτα εξιστορήθηκαν στιγμές της επανάστασης του 1866-69 στην Κίσσαμο (πολιορκία φρουρίου Κισσάμου το 1866, μάχες στα Σταυράκια, στις Λουσακιές και στο Συρικάρι και αλλού, κανονιοβολισμός και διαρπαγή της Μονής Γωνιάς το 1867, μάχες στα Σκαφίδια και στο Σφακοπηγάδι το 1868). Αναφορά έγινε επίσης και στις τελευταίες κρητικές επαναστάσεις (μάχη στο Δρομόνερο το 1896, αποβίβαση του Τιμολέοντα Βάσσου στο Κολυμπάρι, κατάληψη Πύργου των Βουκολιών το 1897).
Αυθεντικές σημαίες οπλαρχηγών
Μετά την τελετή στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, οι επίσημοι και οι λαός κατευθύνθηκαν στην πλατεία Δικαστηρίων. Αυτή η μετακίνηση υποδήλωνε τη μετάβαση από τον θρησκευτικό πεδίο, στον καθαρά πολιτικό, στην πλατεία της κοινότητας. Στην αρχή της πομπής ήταν και πάλι οι σημαιοφόροι με τις ιστορικές σημαίες των Κισσαμιτών οπλαρχηγών Δ. Κωνσταντούλη (1866), Γ. Καμπούρη (1866, 1878), Γ. Φωτάκη (1897), Ι. Πρώιμου, Εμμ. Νταντινάκη, Γ. Μιχελάκη, Π. Ραϊσάκη κ. α. Οι τρυπημένες από τις σφαίρες και μαυρισμένες με τους καπνούς της μάχης σημαίες σκορπούν στη θέα τους ανείπωτη συγκίνηση. Έπονται οι σημαίες των σχολείων, των εφέδρων πολεμιστών και των σωματείων. Ακολουθούν νέοι που κρατούν φωτογραφίες των αγωνιστών της Κισσάμου, Αν. Φρουδάκη, Γ. Γιαννουδοβαρδή, Γ. Ξηρουχάκη, Γ. Καμπούρη, Ι. Παπαγιαννάκη, Εμμ.π. Ι. Αννουσάκη, Αν. Κνιθάκη, Ν. Αναστασάκη, Α. Ε. Αννουσάκη, Αντ. Βερυκάκη ή Βαρδαντώνη, Στ. Μπαλαντίνου, Α. Μαρκουλάκη ή Ρενιέρη, Δ. Αντωνουδάκη, Δ. Κωνσταντούλη και άλλων.
Η ομιλία στην πλατεία
Η συγκίνηση και η περηφάνια του συγκεντρωμένου κόσμου γύρω από το ηρώο ήταν μεγάλη. Ζούσαν τότε πολλοί Κισσαμίτες που είχαν γεννηθεί στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, αλλά και αγωνιστές των τελευταίων κρητικών επαναστάσεων και εκείνη την ώρα γιόρταζαν την ελευθερία της επαρχίας τους και θυμόταν τους αγώνες των προγόνων τους. Μετά την επιμνημόσυνη δέηση στο ηρώο, ο δικηγόρος και συμβολαιογράφος Ανδρέας Μπαλαμπός, απόγονος του Γραμπουσιανού Μ. Μαυράκη, βγήκε στον εξώστη της οικίας Ξηρουχάκη και έχοντας μπροστά του το μεγαλοπρεπές κενοτάφιο άρχισε την ομιλία του με την εξής προσφώνηση: “Σεβαστόν εκκλησίασμα του ναού της ελευθερίας. Σεβαστοί προσκυνηταί του βωμού των υπέρ αυτής πεσόντων”.
Ο ρήτορας, εκπρόσωπος της Πολιτείας, μίλησε με ένθερμο πατριωτισμό για τον ακατάβλητο αγώνα του ελληνισμού, από αρχαιοτάτων χρόνων, πλέκοντας τον έπαινο των ηρωικών προγόνων. Στον επίλογο της ομιλίας του χρησιμοποίησε το σχήμα της προσωποποίησης παρουσιάζοντας την ίδια την Ελευθερία να ομιλεί:
“Γνωρίσατε ότι εκτελούντες τας επιταγάς μου ταύτας μέχρι της συντελείας των αιώνων θα βασιλεύω ημών και θα επεκτείνω το κράτος μου πέραν των ορίων των πατροπαράδοτων δικαίων και βλέψεών μου. Και ήδη γονατιστοί κύψατε την κεφαλήν προ του βωμού των ηρώων και ευχαριστήσατέ τους και προσκυνήσατέ τους. Έπειτα ανατείνατε το πρόσωπον και τας χείρας προς τον μεγάλον Θεόν της Ελλάδος υπέρ αυτών και τέλος στεφανώστέ τους με το αμάραντον στεφάνι της δόξης και της ευκλείας χύνοντας δάκρυα σεβασμού, θαυμαστού, εκτιμήσεως και ευγνωμοσύνης ως κτερίσματα επί του κενοταφίου αυτών”.
Κατάθεση στεφάνων
Ο δεύτερος πανηγυρικός της ημέρας, με τις πομπώδεις εκφράσεις και η πατριωτική έξαρση θα κούραζε το ακροατήριο της εποχής μας. Κι όμως ο κόσμος τότε άκουγε τους ομιλητές με ευχαρίστηση και προσοχή και δεν θεωρούσε περιττές ή κουραστικές τις δευτερολογίες. Η προτροπή, στο τέλος, του πολιτικού ρήτορα να στεφθεί το κενοτάφιο με το αμάραντο στεφάνι της δόξας ήταν το έναυσμα για να αρχίσει η κατάθεση των στεφάνων. Στεφάνια κατέθεσαν ο Υπουργός- Γενικός Διοικητής εκ μέρους της Κυβέρνησης, ο Μέραρχος, ο Δήμαρχος Χανίων, ο Ν. Πιστολάκης εκ μέρους της Επιτροπής Εορτασμού νομού Χανίων, ο πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου, ο Ι. Μαρματάκης, εκ μέρους των Σελινιωτών, και ο Μ. Αναστασάκης εκ μέρους των Κισσαμιτών, ο Π. Μαράκης εκ μέρους των Σχολείων της κωμοπόλεως, ο δικηγόρος Εμμ. Παντελάκης εκ μέρους των Εφέδρων, όλοι οι Κοινοτάρχες της επαρχίας Κισσάμου, το Σωματείο Βιοτεχνών Κισσάμου και οι απόγονοι των αγωνιστών Δεικτάκη, Αρετά, Κουμή, Κουβαρίτη, Σκαλίδη, Αναστασάκη, Ρενιέρη, Ψαρουδάκη, Μαρκουλάκη, Κνιθάκη, Κανίστου, Φρουδάκη, Λουκάκη, Δρακωνάκη, Μπατοστελιανού, Μαλικούτη, Μαλανδρή, Καρτσώνη, Μπαλαντίνου και άλλων. Μετά την κατάθεση, η μουσική του Ορφανοτροφείου παιάνισε διάφορα εμβατήρια.
Γεύμα
Το μεσημέρι οι επίσημοι και οι τοπικές αρχές, πάνω από εκατό άτομα, παρεκάθησαν σε γεύμα που είχε ετοιμάσει η Κοινότητα Καστελλίου. Κάτω από τη πυκνή σκιά των δέντρων της πλατείας, με θέα τη θάλασσα, στρώθηκαν μεγάλα τραπέζια. Το γεύμα ήταν πλουσιοπάροχο. Περιλάμβανε φρέσκα γραμπουσιανά ψάρια, κρέατα, τυριά, φρούτα, επιδόρπια. Τα ποτήρια γέμιζαν με άφθονη ρετσίνα και κισσαμίτη οίνο. Έπειτα άρχισαν οι προπόσεις. Ο ένας μετά τον άλλο οι φιλοξενούμενοι ξεκίνησαν μια άμιλλα εγκωμιαστικών λόγων. Αυτό το γεύμα θύμιζε αρχαίο συμπόσιο στο οποίο οι καλεσμένοι έπαιρναν διαδοχικά τον λόγο για να αναπτύξουν ένα φιλοσοφικό ή πολιτικό στοχασμό ή να εγκωμιάσουν μια ιδέα, ένα πρόσωπο, ένα γεγονός. Στο περίφημο “Συμπόσιο” του Πλάτωνα, που έγινε στην αρχαία Αθήνα, οι συνδαιτυμόνες διαλεγόμενοι εγκωμίασαν τον θεό Έρωτα, στο Συμπόσιο της Κισσάμου οι συνδαιτυμόνες έπλεξαν ο ένας μετά τον άλλο το εγκώμιο της Κισσάμου και των κατοίκων της.
Πρώτος πήρε τον λόγο ο γενναίος στρατηγός Γεώργιος Κατεχάκης, γενικός διοικητής της Κρήτης, ο οποίος μίλησε με λόγια θερμά για τους ηρωικούς και φιλοπρόοδους Κισσαμίτες, οι οποίοι ξεχώριζαν και στους πολέμους και στα ειρηνικά έργα. Ακολούθησε η πρόποση του επισκόπου Κισσάμου και Σελίνου Ανθίμου Λελεδάκη, ιερωμένου ελλόγιμου, με πρωτοβουλία του οποίου κτίστηκε το Γυμνάσιο, κτήτορα της Μονής Παρθενώνα και ιδρυτή της Αστικής Σχολής Θηλέων, ο οποίος συνεχάρη την Τοπική Επιτροπή Εορτασμού για την επιτυχή διοργάνωση του Πανκισσαμίτικου Εορτασμού της Εκατονταετηρίδας.
Ιδιαίτερη αίσθηση έκανε και ο σύντομος λόγος του προέδρου της Κοινότητας Καστελλίου Στ. Ξηρουχάκη ο οποίος ευχαρίστησε, εκ μέρους των κατοίκων της Κοινότητας, τους φιλοξενούμενους για την τιμή που έκαμαν, να συνεορτάσουν την Εκατονταετηρίδα στην πρωτεύουσα της Επαρχίας, η οποία εόρταζε την ελευθερία της, θυμόταν τα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς αλλά και τους αγώνες των ηρωικών τέκνων της. Στην πρόποσή του ανέφερε τα εξής:
“Το Καστέλλι δι’ εμού σας εκφράζει το καλώς ήλθατε και σας ευχαριστεί δια την τιμήν που του εκάματε να τιμήσετε δια της παρουσίας σας την σημερινήν εορτήν. Το Καστέλλι που εποδοπατήθη από τους Άραβας, Ενετούς, Σαρακηνούς, Τούρκους κλπ. κατακτητάς εορτάζει σήμερον μαζί με την άλλην Ελλάδα την Ελευθερίαν του.
Η σημερινή ημέρα μας θυμίζει και μαύρες ημέρες σκλαβιάς και ενδόξους τοιαύτας. Μας θυμίζει την Γραμβούσαν και τους Γραμβουσιανούς, τον Τομπάζη του ‘23, τον γιανίτσαρο της Καλυβιανής τον Σκενδεράνιο, το σφάξιμο του Αρετά, το σκοτωμό του Δείκτη.
Στα χίλια οκτακόσια στο έτος το σαράντα
κατέβηκε απ’ το Μωριά ένας μεγάλος άνδρας.
Το όνομά του ήτανε ο Δείκτης ο Μανώλης
απ’ όσοι τονε ξέρανε τον αγαπούσαν όλοι.
Ο Δείκτης ο Μανώλης όστις εκυρίευσε το Καστέλλι το 1841 και έκτισε στο πρώτο φρούριον, το Ξερολίθι λεγόμενον. Μας θυμίζει την επανάστασιν του ‘33 και του ‘58, του Μαυρογένη, απ’ όποιος τον συλλογιστεί το αίμα του κρυγιαίνει. Μας θυμίζει τας επαναστάσεις του ‘66, ‘77, ‘89, ‘96 και ‘97. Αιώνες συνετέλεσαν εις το να καεί το Καστέλλι επτά φορές και φαίνεται ακόμη υπό τα όμματά μας. Αι επαναστάσεις αύται εγέννησαν αναριθμήτους ήρωας. Οι ήρωες ούτοι άφησαν παράδοσιν εις τους ήρωας του 1912 με 1920 την εκδίκησιν […]”.
Από την προσφώνηση του Προέδρου της Κοινότητας αντλούμε ιστορικά στοιχεία, που δεν έχουν καταγραφεί στα βιβλία της Ιστορίας. Ότι το Καστέλλι κάηκε επτά φορές στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν είναι υπερβολή, αν σκεφτούμε ότι γύρω από το μικρό φρούριό του διεξήχθησαν μάχες, σε όλες τις κρητικές επαναστάσεις. Ήταν νωπή, το 1930, η μνήμη της ανατίναξης των παρακείμενων οικιών του φρουρίου από τους Αυστριακούς κατά την τελευταία επανάσταση του 1897. Η πόλη της Κισσάμου δεν καταστράφηκε μόνο επτά φορές αλλά και απελευθερώθηκε τρεις φορές από τους Έλληνες κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 (τον Μάιο 1823 από τον Μ. Τομπάζη, τον Αύγουστο του 1825 από το εκστρατευτικό σώμα του Δ. Καλλέργη και έπειτα, για ένα μεγάλο διάστημα, από το 1828 έως το 1830). Αυτές οι επιτυχίες των Κρητικών, που έγιναν με επίκεντρο τα κάστρα της Κισσάμου και της Γραμβούσας, δεν έχουν προβληθεί όσο θα έπρεπε, με αποτέλεσμα πολλοί να μένουν με τη σφαλερή εντύπωση ότι κανένα κάστρο της Κρήτης δεν καταλήφθηκε από τους Έλληνες κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, όπως ειπώθηκε σε ομιλία για επέτειο των 200 χρόνων. Στο κάστρο της Κισσάμου, επίσης, τον Αύγουστο του 1825, συντάχθηκε και υπογράφτηκε προσωρινό πολίτευμα για τη διοίκηση της Κρήτης, που ονομάστηκε Κρητικό Συμβούλιο. Γι’ αυτό θα ήταν καλό να τοποθετηθεί μια ταπεινή επιγραφή στην εξωτερική πλευρά του σωζόμενου τείχους του φρουρίου (επί της οδού Τομπάζη) η οποία να υπενθυμίζει αυτά τα σπουδαία γεγονότα (μάχες, αλώσεις, ψήφιση πολιτικού οργανισμού) τα οποία ακόμα και οι κάτοικοι της κωμόπολης αγνοούν.
Είναι γνωστή η πατριωτική δράση του καπετάν Μανώλη Δεικτάκη στην περίοδο της Γραμβούσας και στην Επανάσταση του 1841. Στο πλοίο του, όταν αυτό προσέγγισε στα νότια παράλια της Κρήτης, στη Σούγια, υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης του 1841. Ο γηραλέος καπετάν Μανώλης Δεικτάκης βρήκε ηρωικό θάνατο σε μια μάχη στο Πρόβαρμα Αποκορώνου, τον Μάιο του 1841. Αγνοούσαμε όμως ότι το ευάλωτο φρούριο του Καστελλίου Κισσάμου καταλήφθηκε (για λίγο) από τον ίδιο στην Επανάσταση του 1841 και ότι τότε επισκευάστηκε πρόχειρα μέρος του κατεστραμμένου τείχους του με ένα ξερολίθι. Χάρη στο λόγο του προέδρου της Κοινότητας καταγράφτηκε και η προφορική παράδοση για το σφάξιμο του Γραμπουσιανού καπετάν Γιάννη Αρετά (γιου του καπετάν Μιχάλη Αρετά) από τους Τούρκους κατά την εισβολή του τουρκικού στρατού στα Μεσόγεια, τον Ιούνιο του 1867.
Η άμιλλα των λόγων κατά τη διάρκεια του γεύματος που παρέθεσε η Κοινότητα Καστελλίου συνεχίστηκε με την πρόποση του Δήμαρχου Χανίων ο οποίος ευχαρίστησε τους διοργανωτές και επαίνεσε την Κοινότητα για το έργο της. Ο Κυριάκος Κ. Μητσοτάκης (παππούς του σημερινού πρωθυπουργού) με τη σειρά του επεσήμανε την ιδιαίτερη θέση που κατέχει το Καστέλλι Κισσάμου στην Ιστορία της Κρήτης, καθώς ήταν το πρώτο μέρος του Νησιού που καταλήφθηκε και απελευθερώθηκε από τους Έλληνες, τον Μάιο του 1823. Ο Ι. Μαρματάκης εκπροσωπώντας την επαρχία Σελίνου συνεχάρη τους Καστελλιανούς για την άψογη διοργάνωση. Εκ μέρους του λαού της επαρχίας Κισσάμου εξέφρασε τη χαρά του για την επιτυχία του εορτασμού ο γιατρός Μ. Αναστασάκης, ο συγγραφέας της “Ιστορίας της επαρχίας Κισσάμου”. Ο γυμνασιάρχης Εμμανουήλ Γενεράλης παρομοίασε την Εορτή της Εκατονταετηρίδας στο Καστέλλι με την πανελλήνια εορτή που τελούσαν οι αρχαίοι Πλαταιείς προς τιμήν του Δία Ελευθερωτή σε ανάμνηση της συντριβής του ασιατικού δεσποτισμού και της απελευθέρωσης της Ελλάδας. “Ο άρχων των Πλαταιέων είναι ο ημέτερος Υπουργός Διοικητής, ο θύτης είναι ο αρχηγός της τοπικής Εκκλησίας Επίσκοπος με συμπάρεδρον πολιτικόν τον κοινοτικόν Πρόεδρον. Ημείς δε οι εκ Χανίων ελθόντες συμβολίζομεν τους προβούλους και θεωρούς του Ελληνικού Συνεδρίου των Πλαταιών, διότι η Εορτή της Κισσάμου είναι και της Κρήτης και συμπάσης της Ελλάδος μας”.
Η πρόποση τέλος του επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη περιείχε μια σημαντική πρόταση: Να καθιερωθεί ετήσιος εορτασμός για την απελευθέρωση του φρουρίου του Καστελλίου από τους Τούρκους, το 1823, και να ανεγερθεί μνημείο κάτω από τον πλάτανο της Σπλάνζιας στα Χανιά με την προτομή του μαρτυρικού επισκόπου Κισσάμου Μελχισεδέκ. Οι δύο αυτές προτάσεις πραγματοποιήθηκαν αργότερα από τον μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίο Γαλανάκη.
Έπειτα τα ριζίτικα στόλισαν το πλουσιοπάροχο τραπέζι. Ο πρώτος τραγουδιστής ξεκίνησε τα τραγούδια της τάβλας και ακολούθησαν οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες. Το απόγευμα, πριν οι προσκεκλημένοι αναχωρήσουν για τα Χανιά, επισκέφθηκαν τη Μητρόπολη όπου ο επίσκοπος Άνθιμος τους πρόσφερε αβραμιαία φιλοξενία. Αργά το απόγευμα, οι άρχοντες από τα Χανιά και ο κόσμος από τα κοντινά χωριά αναχώρησαν από το Καστέλλι με τις καλύτερες εντυπώσεις και αναμνήσεις. Η εκατονταετηρίδα από την Επανάσταση του 1821 είχε εορτασθεί στην Κίσσαμο πανηγυρικά.
Σημείωση: Οι περισσότερες φωτογραφίες του δημοσιεύματος προέρχονται από τις συλλογές του Γιάννη Παπαδάκη (Καστελλι Κισσάμου) και του Μανώλη Μανούσακα.
*Ο Κωνσταντίνος Π. Φουρναράκης
είναι φιλόλογος- αρχειονόμος