Χανιά
Το θαυμάσιο εις τα Χανιά είναι τα Λευκά Όρη μια μεγάλη οροσειρά σε πέντε υψηλές κορυφές, η οποία εγείρεται ακριβώς πίσω από την πόλιν των Χανίων, και η οποία αν και είναι μόλις δύο χιλιάδες πεντακόσια μέτρα υψηλή, όταν την βλέπει κανείς από τη θάλασσα φαίνεται ασυγκρίτως ψηλότερη. Τα Λευκά αυτά Όρη ήσαν ακόμη τότε καταχιονισμένα, και όταν τα έβλεπε κανείς ως ολόλευκο φόντο των μιναρέδων της πόλεως, των φοινικοδένδρων και των ανθισμένων τροπικών δένδρων παρουσίαζαν παραμυθένιου εικόνα.
Τα Χανιά είναι μια μικρά ήσυχα εργαζομένη πόλις. Εις τούς δρόμους σφυροκοπούν, άλλοτε δυνατά άλλοτε σιγά-σιγά και βαριά, την μεταμεσημβρίαν, όταν κοιμούνται οι κάτοικοι. Εις ένα πλάγιον δρόμον κατασκευάζονται μπαούλα, στερεά ταξιδιωτικά μπαούλα, περιβεβλημένα έξωθεν με τενεκέν, επάνω του οποίου ζωγραφίζουν με γλυκερά χρώματα κίτρινα μήλα, ή κόκκινα ρόδα.
Μπορεί κανείς να φαντασθεί ότι ένα τέτοιο μπαούλο με φιστικιά ή μενεξελιά ή κόκκινα χρώματα θα φέρει μαζί του κάπως μια πνοή της Μεσογείου ή της Πατρίδας εις το θλιβερόν δωμάτιον ενός μετανάστου εις διάφορα άλλα Κράτη.
Η Αμερική παίζει γενικώς μεγάλου ρόλου εις την ζωήν της Κρήτης.
Αν καθίσει κανείς μισή ώρα εις ένα πάγκο (παγκάκι) θα το δεις. Εις μακρές-σειρές περιμένουν γέροντες, άνδρες και γυναίκες, δια να πληρωθούν τα συναλλάγματα, τα όποια τα παιδιά ή τα εγγόνια των τους έχουν στείλει από τα διάφορα Κράτη που έχουν μεταναστεύσει.
Και οι σειρές αυτές των ανθρώπων στέκουν κάθε ημέρα μπροστά από τις θυρίδες των Τραπεζών εις όλην την Ελλάδα. Ένας χείμαρρος χρυσαφιού χύνεται με τον τρόπο αυτόν εις την χώραν.
Την ονομασίαν «πρωτεύουσα» μου την ενέπνευσεν όχι μόνον η επεριγράπτως ωραία ει ων μεταξύ της ζαφειρένιας θάλασσας και των χιονισμένων βουνών, όχι μόνον η πληθώρα των εκπληκτικών ρόδων, των κρίνων, της δενδρομολόχας και της αγράμπελης εις όλους τους κήπους, αλλά και η ξέγνοιαστη ζωή εις όλους τους δρόμους, η χαρούμενη κίνησις εις τις ταβέρνες του λιμανιού, προπαντός δε εις το εστιατόριον «Καβούρια» πού ευρίσκεται παραπλεύρως του εξακορύφου τζαμιού εις το λιμάνι.
Η αίθουσα του εστιατορίου εκεί συνδέεται, όπως εις όλα τα Κρητικά εστιατόρια, με την κουζίνα, και ο πειρασμός του φαγητού είναι μεγάλος.
Τα Χανιά είναι μια μικρά ήσυχα εργαζομένη πόλις. Εις τούς δρόμους σφυροκοπούν, άλλοτε δυνατά άλλοτε σιγά-σιγά και βαριά, την μεταμεσημβρίαν, όταν κοιμούνται οι κάτοικοι. Εις ένα πλάγιον δρόμον κατασκευάζονται μπαούλα, στερεά ταξιδιωτικά μπαούλα, περιβεβλημένα έξωθεν με τενεκέν, επάνω του οποίου ζωγραφίζουν με γλυκερά χρώματα κίτρινα μήλα, ή κόκκινα ρόδα.
Μπορεί κανείς να φαντασθεί ότι ένα τέτοιο μπαούλο με φιστικιά ή μενεξελιά ή κόκκινα χρώματα θα φέρει μαζί του κάπως μια πνοή της Μεσογείου ή της Πατρίδας εις το θλιβερόν δωμάτιον ενός μετανάστου εις διάφορα άλλα Κράτη.
Η Αμερική παίζει γενικώς μεγάλου ρόλου εις την ζωήν της Κρήτης.
Αν καθίσει κανείς μισή ώρα εις ένα πάγκο (παγκάκι) θα το δεις. Εις μακρές-σειρές περιμένουν γέροντες, άνδρες και γυναίκες, δια να πληρωθούν τα συναλλάγματα, τα όποια τα παιδιά ή τα εγγόνια των τους έχουν στείλει από τα διάφορα Κράτη που έχουν μεταναστεύσει.
Και οι σειρές αυτές των ανθρώπων στέκουν κάθε ημέρα μπροστά από τις θυρίδες των Τραπεζών εις όλην την Ελλάδα. Ένας χείμαρρος χρυσαφιού χύνεται με τον τρόπο αυτόν εις την χώραν.
Την ονομασίαν «πρωτεύουσα» μου την ενέπνευσεν όχι μόνον η επεριγράπτως ωραία ει ων μεταξύ της ζαφειρένιας θάλασσας και των χιονισμένων βουνών, όχι μόνον η πληθώρα των εκπληκτικών ρόδων, των κρίνων, της δενδρομολόχας και της αγράμπελης εις όλους τους κήπους, αλλά και η ξέγνοιαστη ζωή εις όλους τους δρόμους, η χαρούμενη κίνησις εις τις ταβέρνες του λιμανιού, προπαντός δε εις το εστιατόριον «Καβούρια» πού ευρίσκεται παραπλεύρως του εξακορύφου τζαμιού εις το λιμάνι.
Η αίθουσα του εστιατορίου εκεί συνδέεται, όπως εις όλα τα Κρητικά εστιατόρια, με την κουζίνα, και ο πειρασμός του φαγητού είναι μεγάλος.
Εις το στόμα κατεβαίνουν τα σάλια, αν θελήσει να περιγράψει το τι φαγητά βλέπει κανείς εκεί εκτεθειμένα και σωρευμένα. Κρέατα και ψάρια, αστακούς και μεγάλα καβούρια, λαχανικά και οπωρικά εις μεγάλην ποικιλίαν και ποιότητα. Αντ’ αυτού θέλω να αναγράψω μια συνταγή που μου έδωκεν ο μάγειρας εις μιαν τρομεράν ανάμειξιν ελληνικών γαλλικών και αγγλικών λέξεων. Πρόκειται δια την παρασκευή μιας σάλτσας σκορδαλιάς ονομαζόμενης την οποίαν μεταχειρίζονται όταν τρώγουν λαχανικά παρασκευασμένα με λάδι μελιτζάνες κολοκυθάκια ή ψάρια, ποτέ όμως με κρέας.
Φόδελε
Εις το Φόδελε δεν υπάρχει εστιατόριον, υπάρχει μόνον ένα μικρόν καφενείον, το όποιον ευρίσκεται πολύ πλησίον εις το αφρίζον νερό του χειμάρρου μέσα εις ένα πορτοκαλεώνα. Επειδή ήτο Κυριακή ήσαν όλα τα τραπέζια κατειλημμένα. Άνδρες και νεαροί έπιναν ρακί και τουρκικόν καφέν. Εφορούσαν όλοι πανταλόνια Ιππασίας και υψηλά πέτσινα υποδήματα χρώματος καφέ, κίτρινου ή κοκκίνου. Η ενδυμασία αυτή των έδινε κάτι τι το ιπποτικόν και το ριψοκίνδυνον. Εις τους τοίχους του καφενείου εκρέμοντο γεωγραφικοί χάρται της Εύρώπης και της Βορείου και Νοτίου Αμερικής.
Μου έφεραν εις το τραπέζι μου ψωμί και κρασί μαύρο, σφικτά αυγά, τυρί και φρεσκοκομμένα πορτοκάλια. Εζήτησα έπειτα να πληρώσω, αλλά ο ξενοδόχος ηρνήθη να πάρει χρήματα.
Σεις, μου είπε, ήλθατε από τόσον μακράν εως ότου φτάσετε εδώ πρέπει να σας φιλοξενήσουμε.
Όταν το αποχαιρέτησα μου γέμισε και τις τσέπες μου με πορτοκάλια.