Επειδή είχε καθυστερήσει να εκραγεί η επανάσταση στην Κρήτη, πολλοί γενναίοι άνδρες των δύο επαρχιών είχαν μεταβεί στην αγωνιζόμενη Ελλάδα. Με την έναρξη των εχθροπραξιών στην Κρήτη, με προτροπή του Δημ. Υψηλάντη. αλλά και από φιλοτιμία παρακινούμενοι κατήλθαν στην Κρήτη και στρατολόγησαν και όσους συνεπαρχιώτες τους μπόρεσαν.
Έτσι, το 1822 κατέρχονται οι εννιαχωριανοί Μ. Καθεκλάς και οι αδελφοί Γεωργηλάδες. Στο Σέλινο κατέφθασε και ο καπετάν Φραγκιάς Τσισκάκης, ο οποίος κατάρτισε μόνο μια ομάδα στην αρχή από 60 άνδρες και αντιποιούνταν τους Τούρκους του Σέλινου. Αργότερα, διορίστηκε Γενικός αρχηγός του Σέλινου. Επίσης, ο Ιάκωβος Κουμής, του οποίου οι Τουρκοκρητικοί κατέσφαξαν την οικογένειά του, αναδεικνύεται ένας από τους δυνατότερους και δραστηριότερους αρχηγούς στον αγώνα. Η κατάσταση όμως στην Κρήτη εξελίσσεται στο χειρότερο, διότι στις 26 Μαΐου του 1822 φθάνει στη Σούδα Χανίων η πρώτη αρμάδα του Αιγυπτιακού στόλου με στρατό και εφόδια και εντός ολίγου θα καταφθάσει και δεύτερη νηοπομπή με ενισχύσεις σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Παρ’ όλα ταύτα μπροστά στον κίνδυνο του γενικού αφανισμού οι Κισαμίτες έγραψαν την πρώτη Ιανουάριου του 1823 προς την Κεντρική Διοίκηση:
«Θα ηξεύρετε, Αρχοντες, Αυθεντάδες μας και κριταί, ότι ευρισκόμενοι εις μεγάλον τρόμον ημέραν και νύκτα και εις κίνδυνον εξ αιτίας του τουρκικού γένους. Κάθε ημέραν μας σκοτώνουν, μας γδύνουν, μας παίρνουν τις γυναίκες μας και δεν ημπορούμε πλέον να βαστούμεν όσα μας κάνουν οι τρομοκράται και αναμένομεν πρώτα βοήθειαν από τον Θεόν και δεύτερον από την πανευγένειάν σας...
Αυτών των σκυλιών των ήλθε γράμμα, ότι πως έρχεται νέο ασκέρι 8 χιλιάδες και έχουν χαρές μεγάλες και μας λέγουν ότι θα μας ξεπαστρέψουν από προσώπου της γης. Το λοιπόν εσυμφωνήσαμεν όλα τα χωριά της Κισάμου και σας γράφομεν να κάμετε δια τον Ιησού Χριστόν τον εσταυρωμένον καμμίαν οικονομίαν πριν να χαθεί τόσος λαός. Εμείς γνωρίζομεν, ότι από λόγου σας θα λάβωμεν την ελευθερίαν μας, ωσάν και τους λοιπούς, μονάχα άρματα θέλομεν και μονετσιά: ξέρετε ότι εις τα χωριά μας βρίσκεται ασκέρι πολεμικόν έως 6 χιλιάδες (δεν μπορώ να αναφέρω όπλα). Το ολιγώτερον και δια τα άρματα, άμα πατήσετε εδώ είναι οι παράδες έτοιμοι...»
Γεώργιος Κουβαρίτης, Γιάννης Δεσποτάκης, Δημ. Αρχοντάκης, Ξηρούχης προεστός, Γιάννης Χαρτζούλης, Αντώνης Μπατιστάκης, Δασκαλογιάννης, Παπά-Μανόλης και Αντ. Μεταξάς
Αρχοντογεωργάκης
Στην επιστολή των Κισαμιτών απάντησε στις 7 Ιανουαρίου του 1823 από το Λουτρό Σφακίων η Καγκελλαρία με την εξής επιστολή:
Τούτο όπου ζητάτε τώρα, αδελφοί, θα το εκάναμεν ημείς από πολύν καιρόν, αλλ’ εδοκιμάσαμεν δύο και τρεις φοράς και δεν εκουνιστήκατε καθόλου πάρεξ ολίγοι τινές. Μας γράφουν και από πολλά χωριά του Σέλινου τα ίδια και χειρότερα. Λοιπόν, αν μπορείτε να συνεννήσθε με πολλήν προσοχήν να μην αφανισθήτε περισσότερον. Θα στείλωμεν και εκεί πάλιν ανθρώπους και ελπίζομεν ότι τώρα όπου τους έκαμαν τόσαις φρικταίς σφαγαίς εις Κακοδίκι, θα κάμωμεν δουλειά διότι φαίνονται τώρα, όπου έπαθον ορεξάτοι να επαναστατήσουν και αυτοί πλέον.
θα σας στείλωμεν δια θαλάσσης χίλια τουφέκια, τα οποία θα παραλάβη ο καπετάν Γιωργάκης Δρακονιανός να τα δώση αυτός εις όσους γνωρίζει πώς θα χρησιμεύσωσιν εις τον αγώνα μας.
Μην αμελείτε τα πράγματα και με φρόνησιν.
Η δύναμις του Τιμίου Σταυρού μαζί σας.
Λουτρόν 7 Ιουνίου του 1823
Η Καγκελλαρία Σφακίων
Χ.Ι. Πωλιουδάκης, Ανδρέας Κριαράς, Σ. Βουρδουμπάς
Όταν το δαιμονικό της πανούκλας άρχισε να κοπάζει, τότε αναλήφθηκε προσπάθεια για να αντιμετωπισθούν και οι Τούρκοι της Κισάμου, οι οποίοι είχαν λάβει εντολή να μην είναι καταπιεστικοί στον χριστιανικό πληθυσμό, μιας και δεν είχε κινηθεί ακόμη.
Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1823 αποφασίστηκε από την Καγκελλαρία Σφακίων κα. τον Νεόφ. Οικονόμο, με κάθε μυστικότητα επίθεση κατά των Τούρκων της Κισάμου. Σε όσα χωριά υπερτερούσαν οι Τούρκοι των Χριστιανών, ειδοποιήθηκαν οι τελευταίοι να καταφύγουν σε χωριά ασφαλέστερα.
Ο Νεόφ. Οικονόμος, προσωρινός Γεν. Διοικητής, προετοίμασε με λόγους και διακηρύξεις, ποια θα έπρεπε να είναι η συμπεριφορά των επαναστατών έναντι των κατοίκων και πώς όφειλε να γίνει με τάξη και δικαιοσύνη η κατανομή των λάφυρων. Εξέδωσε επίσης αυστηρές εντολές, να μην πειραχθούν τα πράγματα και τα υπάρχοντα γενικά των χριστιανικών οικογενειών.
Ειδοποιήθηκαν επίσης οι δυνάμενοι Χριστιανοί, να φέρουν όπλα να συγκεντρωθούν γύρω από τους φυσικούς τους αρχηγούς, για να εξοπλισθούν με όπλα, τα οποία έφερε μαζί του ο Γεν. Έπαρχος.
Οι επαναστάτες στις 3 Φεβρουάριου διάβηκαν τον Ταυρωνίτη χείμαρρο και προσέβαλαν με μεγάλη ταχύτητα τα χωριά της ανατολικής Κισάμου, Μούλετε, Χαρβάτα. Γρυμπιλιανά μέχρι και τα Περιβολάκια. Οι Τούρκοι, έντρομοι, κλείσθηκαν στους Πύργους των Βουκολιών και Πολεμάρχι, όπου και προέβαλαν άμυνα. Παρά τις προσπάθειές τους, οι Χριστιανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τα οχυρά των Τούρκων. Κατά τις συγκρούσεις σκοτώθηκε στο Πολεμάρχι ο ηγούμενος του Πρέβελη Μελχισεδέκ και τραυματίστηκε στα χέρια ο αρχηγός Γ. Τσουδερός.
Οι Χριστιανοί χαλάρωσαν την προσπάθειά τους, αφού τράπηκαν σε λαφυραγωγίες, και έτσι οι Τούρκοι βρήκαν καιρό και κατέφυγαν άλλοι στο φρούριο του Καστελλίου Κισάμου και άλλοι στα Χανιά. Το θέαμα της διαρπαγής και λαφυραγωγήσεως ήταν φαιδρό, αλλά και ενδεικτικό της ανέχειας του χριστιανικού πληθυσμού: άρπαζαν ό,τι εύρισκαν: τρόφιμα, λάδι, σκεύη, ρούχα και ό,τι άλλο μπορούσε να θρέψει την οικογένεια του επαναστάτη, το έπαιρνε και απερχότανε, δυστυχώς, στο σπίτι του, αφήνοντας το στρατόπεδο αδύνατο και ακατοχύρωτο.
Η πείνα, οι στερήσεις και η εκμετάλλευση των Χριστιανών από τους Τούρκους προκαλούσε το φαινόμενο αυτό, το οποίο πολλές φορές εξέτρεπε τον αγώνα σε συμφορά των Χριστιανών και όφελος των Τούρκων. Ύστερα απ’ αυτά, ο Νεόφυτος Οικονόμος εγκατέστησε το στρατηγείο του στην Ι.Μ. Γωνιάς, απ' όπου προσπαθούσε να οικονομήσει τον αγώνα: αναγνωρίστηκαν επισήμως πλέον αρχηγοί των Κισαμιτών ο Μαρτιμιανός Περράκης και ο Γεώργιος Δρακονιανός και οπλαρχηγό των Μεσογειανών καθιέρωσε τον Μ. Μαυράκη, έμπειρο ναυτικό, στον οποίον ανέθεσε και την πολιορκία της Γραμβούσας, για να αποκοπεί η επικοινωνία από την θάλασσα των Τούρκων του φρουρίου της Κισάμου με τον κόλπο των Χανίων.
Το φρούριο της Κισάμου, στο οποίον είχαν εγκλειστεί 1.800 Οθωμανοί, αποδεκατιζόμενοι απο την πανώλη, πολιορκείτο στενά απο τους ντόπιους οπλαρχηγούς και τους Σφακιανούς θείο και ανηψιό Πωλιό και Εμμανουήλ Πρωτοπαπαδάκη.
ΠΗΓΗ:Η Κισάμος μέσα απο την Ιστορία της Κρήτης, του Γιάννη Ανδρουλάκη.