Του Στεφάνου Γοντικάκη
Φιλόλογου
Η Κρήτη φαίνεται να έχει την παλαιότερη εκπαιδευτική παράδοση στον δυτικό κόσμο. Στο ανάκτορο της Κνωσσού ανασκάφηκε το αρχαιότερο σχολείο της Ευρώπης. Την παράδοση αυτή κράτησε παρά τις ιστορικές περιπέτειες στη διαδρομή των αιώνων. Στα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας παραδίδεται ότι σπάνια συναντούσες στο Ηράκλειο νέον που να αγνοεί την αρχαία ελληνική και τη λατινική.
Οι Τούρκοι κατακτητές βύθισαν το νησί σε απαιδευσία, αποκλείοντας de facto τη λειτουργία σχολείων. Δεν εκδόθηκε κάποιο φιρμάνι απαγορευτικό της εκπαιδεύσεως ?ήταν όλως περιττό?, γεγονός που επιτρέπει σε ορισμένους τον ισχυρισμό ότι σχολεία λειτουργούσαν ελεύθερα και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος κανένα από αυτά να είναι «κρυφό».
Όμως, για περισσότερο από έναν αιώνα μετά την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης, μόνο σε μοναστήρια διδάσκονταν στοιχειώδη γράμματα, τα απαραίτητα για κάλυψη κυρίως εκκλησιαστικών αναγκών. Εκεί κατέφευγαν και παιδιά από τα γύρω χωριά. Στις πόλεις και τα χωριά εγγράμματοι ασκούσαν το επάγγελμα του ιδιωτικού δασκάλου με πενιχρή αμοιβή. Στα φτωχότερα χωριά για παράδειγμα μια κρίθινη κουλούρα την εβδομάδα και άλλα δώρα, κυρίως τρόφιμα, κατά τις εορτές.
Υπάρχουν και κάποιες αβέβαιες ενδείξεις για σχολεία σε πόλεις κατά τον 18ο αι. Ασφαλέστερες πληροφορίες για ελεύθερη ίδρυση σχολείων σε πόλεις έχομε από τις αρχές του 19ου αι. Και πάλι όμως οι Τούρκοι τα υπέβλεπαν. Με την κήρυξη της επαναστάσεως, οι δάσκαλοι, κυρίως της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, ήταν από τους πρώτους στόχους, ενώ το 1859 απομάκρυναν από τα σχολεία όλους τους δασκάλους που είχαν ελληνική ιθαγένεια.
Μετά την επανάσταση, (με μια παρένθετη Αιγυπτιοκρατία) η Κρήτη παρέμεινε υπό τον τουρκικό ζυγό, κατακτούσε όμως βαθμιαίως δικαιώματα, τα οποία σχετίζονταν πάντοτε και με την πρόοδο της εκπαιδεύσεως.
Όρος της συνθήκης Τούρκων και Κρητών για τη λήξη της επαναστάσεως (1828) παρέχει στην Εκκλησία το δικαίωμα να ιδρύει και διευθύνει σχολεία, η εύρυθμη λειτουργία των οποίων ανατίθεται σε Εφορίες. Τριάντα χρόνια αργότερα αναγνωρίζονται οι χριστιανικές Δημογεροντίες (1858), οι οποίες δρουν και ως εκπαιδευτική αρχή των χριστιανών. Στις επόμενες δύο δεκαετίες συντελούνται επίσης βήματα σοβαρά. Με τον Οργανικό Νόμο (1868) θεσμοθετείται η Γενική Συνέλευση των Κρητών (χριστιανών και μουσουλμάνων), ένα είδος Βουλής, που είχε το δικαίωμα να ζητά τη διάθεση μέρους από τα εισοδήματα του νησιού για δαπάνες της εκπαιδεύσεως. Έχομε δηλαδή ενίσχυση και των χριστιανικών σχολείων από χρήματα του τουρκικού δημοσίου. Με τη Σύμβαση της Χαλέπας (1878) διευρύνονται οι αρμοδιότητες της Γενικής Συνελεύσεως, η οποία πλέον μπορεί και να νομοθετεί (ψήφισε και νόμο περί παιδείας, όπως θα δούμε παρακάτω), ενώ έκτοτε ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης είναι Έλληνας, με ό,τι σημαίνει αυτό για την ενίσχυση των ελληνικών σχολείων.
Όλα αυτά αποτελούν σταθμούς στην ανάπτυξη της εκπαιδεύσεως στην Κρήτη. Ένας άλλος μέγας σταθμός ήταν η διάθεση μοναστηριακών πόρων υπέρ της εκπαιδεύσεως.
Η συμβολή των μοναστηριών στην εκπαίδευση πήρε σταδιακά και τη μορφή οικονομικής ενισχύσεως των σχολείων που άρχισαν να λειτουργούν στις πόλεις. Η ενίσχυση είχε τον χαρακτήρα είτε αυθόρμητης προσφοράς είτε βοήθειας υπαγορευμένης από το Πατριαρχείο, το οποίο καθόρισε για κάθε σταυροπηγιακή Μονή ένα ποσό που οφείλει να καταβάλλει κατ’ έτος στην εκάστη Εφορία των σχολείων.
Οι χριστιανοί όμως δεν αρκέστηκαν σε αυτά, αλλά με τον καιρό μέσα της δεκαετίας του 1860? αξίωναν μέγα μερίδιο από τις μοναστηριακές προσόδους, θεωρώντας ότι τα μοναστηριακά κτήματα αποτελούν «εθνικό πλούτο». Μορφωμένοι και φλογεροί νέοι (Αργυράκης, Γεωργιάδης-Λόγιος, Σαρολίδης, Παπαδάκης κ.ά.) είχαν συναγείρει τις ανατολικές επαρχίες στη διεκδίκηση. Ο τότε Μητροπολίτης Διονύσιος αντέδρασε, συμπράττοντος και του Τούρκου Γενικού Διοικητή, Ισμαήλ πασά. Το πράγμα είναι γνωστό ως το «μοναστηριακό ζήτημα».
Προσωπικά, με αφορμή το μοναστηριακό και επηρεασμένος από τη γαλλική βιβλιογραφία, είχα θεωρήσει ότι η ιστορία της εκπαιδεύσεως στην Κρήτη ορίζεται από τη διαμάχη λαού και Εκκλησίας. Η συνέχεια της μελέτης έδειξε ότι, ενώ δεν έλειψαν οι τριβές, η Εκκλησία συνεργάστηκε με τις λαϊκές δυνάμεις για την προώθηση της εκπαιδεύσεως.
Κυρίως χάρη στα μοναστηριακά χρήματα, τα δημοτικά σχολεία της επαρχίας γνωρίζουν από το 1869 μιαν ιδιαίτερα εντυπωσιακή αύξηση. Μέχρι τότε, στις επαρχίες του διαμερίσματος Ηρακλείου λειτουργούσαν έξι Δημοτικά. Σε δύο έτη (1869-70) ιδρύονται άλλα δέκα. Κατά την επόμενη διετία, άλλα επτά. Το 1873 και 1874 άλλα οκτώ. Το 1875 και 1876 άλλα δέκα κ.λπ. Ηρακλείου
Ο τότε καθηγητής Αντ. Μιχελιδάκης, ως βουλευτής της Κρητικής Πολιτείας το 1901, σε αγόρευσή του απαιτεί φόρο ευγνωμοσύνης στις Μονές: «... από του 1870 μέχρι του 1878 ήρξατο η εγκαθίδρυσις των Μουσών εις την Κρήτην. Ας είναι, κύριοι, ευλογημένη η μνήμη πάντων εκείνων, οι οποίοι επροικοδότησαν τας Μονάς της Κρήτης με τα κτήματα, ... τα κεφάλαια, τα οποία εποριζόμεθα εκ των Μονών τότε, εχρησίμευσαν ως πρώτη αφετηρία της δημιουργίας σχολείων —δύο τάξεων του Γυμνασίου, Ελληνικών σχολείων τινών και πολλών Δημοτικών σχολείων εις όλας τας επαρχίας».
Σημειώνομε πάντως ότι η θεαματική αυτή αύξηση του αριθμού των σχολείων δεν οφείλεται μόνο στα μοναστηριακά χρήματα. Σχολεία ιδρύθηκαν με δαπάνες των κατοίκων και σε χωριά που δεν είχαν ευνοηθεί από την κατανομή των πόρων. Οι νέοι εκπαιδευτικοί που συνήγειραν τις επαρχίες για διεκδίκηση των μοναστηριακών, είχαν εξάρει την αξία της παιδείας, την οποία πλέον οι χωρικοί πάσχιζαν να εξασφαλίσουν για τα παιδιά τους με προσωπικές θυσίες.
Στην πόλη του Ηρακλείου, εκτός από το Δημοτικό, λειτουργούσε και Νηπιαγωγείο και Ελληνικό Σχολείο και Ημιγυμνάσιο. Οι βαθμίδες της εκπαιδεύσεως ήταν: Δημοτικό 4 έτη, Ελληνικό 3 έτη και Γυμνάσιο 4 έτη.
Πλήρες Γυμνάσιο δεν υπήρχε σε όλη την Κρήτη. Οι παράγοντες του Ηρακλείου (Μητροπολίτης, Δημογεροντία, Εφορία των σχολείων κ.ά.) κατέβαλλαν προσπάθειες «ανενδότως καταγινόμενοι προς εύρεσιν πόρων», δεν κατόρθωναν όμως παρά να συντηρούν κατά περιόδους μία ή δύο το πολύ γυμνασιακές τάξεις. Συγκεκριμένες προσπάθειες για ίδρυση πλήρους Γυμνασίου είναι γνωστές από το 1862. Το 1879 ανέτειλε μια ελπίδα εξασφαλίσεως των αναγκαίων πόρων από κληροδότημα που άφησε ο Ηρακλειώτης Αντώνιος Παπαδάκης (αδελφός του Ισμαήλ Φερήχ πασά) στο Παν/μιο Αθηνών, το οποίο αποφάσισε να επιχορηγήσει τα σχολεία της Κρήτης με ένα ποσό προερχόμενο από αυτό το κληροδότημα. Οι Κρήτες υπερεκτιμώντας πίστεψαν ότι θα εδημιουργείτο ένα πλήρες Γυμνάσιο στο νησί και αποδύθηκαν στον αγώνα για την έδρα του.
Στα Αρχεία της Δημογεροντίας Ηρακλείου απόκεινται υπομνήματα της Εφορίας προς την Πρυτανεία του Παν/μίου επί του θέματος.
Οι Ρεθεμιώτες ωστόσο, με δικό τους υπόμνημα διατύπωναν την άποψη ότι η πανεπιστημιακή επιχορήγηση είναι προτιμότερο να διανεμηθεί ισότιμα σε όλα τα διαμερίσματα της Κρήτης. Ένα Γυμνάσιο, γράφουν, θα ήταν χρήσιμο μόνο για την πόλη όπου θα λειτουργούσε. Οι κάτοικοι των άλλων περιοχών θα ήταν προτιμότερο να εξακολουθήσουν να στέλνουν τα παιδιά τους στη Σύρο ή στην Αθήνα, όπου υπάρχουν όλες οι δυνατότητες κατοικίας, σιτίσεως κ.λπ. και όπου, επιπλέον, τα παιδιά ξεφεύγουν από την κτηνωδία και τη βαρβαρότητα των Τούρκων.
Τελικώς, η επιχορήγηση του Παν/μίου δεν επέτρεψε παρά τη λειτουργία μιας δεύτερης γυμνασιακής τάξεως.
Περίπου έναν αιώνα αργότερα, οι Κρήτες ρίχνονται πάλι στον αγώνα επιτροπών και υπομνημάτων για να αποσπάσουν πλέον στην πόλη τους την έδρα του Παν/μίου Κρήτης. Θα είχε ενδιαφέρον η παράλληλη μελέτη και παρουσίαση των κινήσεων για την έδρα του Γυμνασίου και του Παν/μίου. Οι συγγένειες είναι αποκαλυπτικά εκπληκτικές.
Τo 1881, κατά τη 12η σύνοδό της, η Γενική Συνέλευση ψήφισε τον πρώτο περί παιδείας νόμο στην Κρήτη, ο οποίος προβλέπει και την ίδρυση πλήρους Γυμνασίου. Σε ειδική συνεδρία των χριστιανών αντιπροσώπων αντιμετωπίστηκε το θέμα της έδρας. Ύστερα από ζωηρές αντεγκλήσεις κατά τα γνωστά (τα πλήρη πρακτικά στα τ. 602 και 603 της εφ. Κρήτη) ορίστηκε το Ηράκλειο. Κατά το σχολ. έτος 1881-82 λειτούργησε και τρίτη γυμνασιακή τάξη και από το επόμενο για πρώτη φορά πλήρες το «Κρητικόν Γυμνάσιον».
Σε ένα άλλο νησί, στην Κύπρο, το πρώτο Γυμνάσιο, το «Παγκύπριον Γυμνάσιον» ιδρύθηκε το 1894. Έκτοτε έχει αναπτυχθεί σε περίπυστο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με βιβλιοθήκες, πινακοθήκη, μουσείο κ.λπ. Διατηρεί το όνομά του, παρότι ήδη και Λύκειο. Πριν έντεκα χρόνια εόρτασε την εκατονταετηρίδα του και εξέδωσε αρκετούς τόμους με την πνευματική του περιουσία και τη συμβολή του στην Ιστορία και τον πολιτισμό.
Από το «Κρητικόν Γυμνάσιον» όμως δεν σώζεται ούτε ίχνος.
Τελειώνοντας παραθέτω μια αίτηση μαθητού, ως δείγμα της παρεχόμενης σε αυτό παιδείας και ως μαρτυρία μιας εποχής.
«Προς την Αυτού Σεβασμιότητα τον Άγιον Κρήτης Κύριον Κύρ. Μελέτιον και προς την περί αυτόν Σεβαστήν και Έντιμον Εφορίαν.
Σεβασμιώτατε! Έντιμα μέλη!
Ο ευσεβάστως υποφαινόμενος Γεώργιος Παπαμαστοράκης εκ του χωρίου Βιάννου της Επαρχίας Αρκαδίας, πατρός ορφανός, διακούσας τα εν τη πρώτη γυμνασιακή τάξει διδασκόμενα μαθήματα και εξετασθείς δημοσία εκρίθην άξιος της δευτέρας γυμνασιακής τάξεως. Επειδή δε ο μακαρίτης πατήρ μου έπεσε μαχόμενος κατά των εχθρών εις το πεδίον της μάχης και άφησε την τάλαινα μητέρα μου μετά εξ ορφανών, όθεν μη έχων μέσα παρακαλώ την σεβαστήν και έντιμον Εφορίαν όπως ευαρεστουμένη μοι χορηγήση τα απαιτούμενα βιβλία προς εκλπήρωσιν της καταφλεγούσης την καρδίαν μου επιθυμίας και πόθου μου.
Εύελπις ων ότι εισακουσθήσεται η δέησίς μου διατελώ
Ταπεινότατος και ευπειθέστατος δούλος σας.»
(υπογραφή)
Η Εφορία ωστόσο βρισκόταν σε τόσο δεινή κατάσταση που είχε λάβει από καιρό απόφαση να μην ικανοποιεί καμιά αίτηση οικονομικής διευκολύνσεως, συνεπώς ούτε την ανωτέρω ικανοποίησε.
Φιλόλογου
Η Κρήτη φαίνεται να έχει την παλαιότερη εκπαιδευτική παράδοση στον δυτικό κόσμο. Στο ανάκτορο της Κνωσσού ανασκάφηκε το αρχαιότερο σχολείο της Ευρώπης. Την παράδοση αυτή κράτησε παρά τις ιστορικές περιπέτειες στη διαδρομή των αιώνων. Στα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας παραδίδεται ότι σπάνια συναντούσες στο Ηράκλειο νέον που να αγνοεί την αρχαία ελληνική και τη λατινική.
Οι Τούρκοι κατακτητές βύθισαν το νησί σε απαιδευσία, αποκλείοντας de facto τη λειτουργία σχολείων. Δεν εκδόθηκε κάποιο φιρμάνι απαγορευτικό της εκπαιδεύσεως ?ήταν όλως περιττό?, γεγονός που επιτρέπει σε ορισμένους τον ισχυρισμό ότι σχολεία λειτουργούσαν ελεύθερα και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος κανένα από αυτά να είναι «κρυφό».
Όμως, για περισσότερο από έναν αιώνα μετά την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης, μόνο σε μοναστήρια διδάσκονταν στοιχειώδη γράμματα, τα απαραίτητα για κάλυψη κυρίως εκκλησιαστικών αναγκών. Εκεί κατέφευγαν και παιδιά από τα γύρω χωριά. Στις πόλεις και τα χωριά εγγράμματοι ασκούσαν το επάγγελμα του ιδιωτικού δασκάλου με πενιχρή αμοιβή. Στα φτωχότερα χωριά για παράδειγμα μια κρίθινη κουλούρα την εβδομάδα και άλλα δώρα, κυρίως τρόφιμα, κατά τις εορτές.
Υπάρχουν και κάποιες αβέβαιες ενδείξεις για σχολεία σε πόλεις κατά τον 18ο αι. Ασφαλέστερες πληροφορίες για ελεύθερη ίδρυση σχολείων σε πόλεις έχομε από τις αρχές του 19ου αι. Και πάλι όμως οι Τούρκοι τα υπέβλεπαν. Με την κήρυξη της επαναστάσεως, οι δάσκαλοι, κυρίως της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, ήταν από τους πρώτους στόχους, ενώ το 1859 απομάκρυναν από τα σχολεία όλους τους δασκάλους που είχαν ελληνική ιθαγένεια.
Μετά την επανάσταση, (με μια παρένθετη Αιγυπτιοκρατία) η Κρήτη παρέμεινε υπό τον τουρκικό ζυγό, κατακτούσε όμως βαθμιαίως δικαιώματα, τα οποία σχετίζονταν πάντοτε και με την πρόοδο της εκπαιδεύσεως.
Όρος της συνθήκης Τούρκων και Κρητών για τη λήξη της επαναστάσεως (1828) παρέχει στην Εκκλησία το δικαίωμα να ιδρύει και διευθύνει σχολεία, η εύρυθμη λειτουργία των οποίων ανατίθεται σε Εφορίες. Τριάντα χρόνια αργότερα αναγνωρίζονται οι χριστιανικές Δημογεροντίες (1858), οι οποίες δρουν και ως εκπαιδευτική αρχή των χριστιανών. Στις επόμενες δύο δεκαετίες συντελούνται επίσης βήματα σοβαρά. Με τον Οργανικό Νόμο (1868) θεσμοθετείται η Γενική Συνέλευση των Κρητών (χριστιανών και μουσουλμάνων), ένα είδος Βουλής, που είχε το δικαίωμα να ζητά τη διάθεση μέρους από τα εισοδήματα του νησιού για δαπάνες της εκπαιδεύσεως. Έχομε δηλαδή ενίσχυση και των χριστιανικών σχολείων από χρήματα του τουρκικού δημοσίου. Με τη Σύμβαση της Χαλέπας (1878) διευρύνονται οι αρμοδιότητες της Γενικής Συνελεύσεως, η οποία πλέον μπορεί και να νομοθετεί (ψήφισε και νόμο περί παιδείας, όπως θα δούμε παρακάτω), ενώ έκτοτε ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης είναι Έλληνας, με ό,τι σημαίνει αυτό για την ενίσχυση των ελληνικών σχολείων.
Όλα αυτά αποτελούν σταθμούς στην ανάπτυξη της εκπαιδεύσεως στην Κρήτη. Ένας άλλος μέγας σταθμός ήταν η διάθεση μοναστηριακών πόρων υπέρ της εκπαιδεύσεως.
Η συμβολή των μοναστηριών στην εκπαίδευση πήρε σταδιακά και τη μορφή οικονομικής ενισχύσεως των σχολείων που άρχισαν να λειτουργούν στις πόλεις. Η ενίσχυση είχε τον χαρακτήρα είτε αυθόρμητης προσφοράς είτε βοήθειας υπαγορευμένης από το Πατριαρχείο, το οποίο καθόρισε για κάθε σταυροπηγιακή Μονή ένα ποσό που οφείλει να καταβάλλει κατ’ έτος στην εκάστη Εφορία των σχολείων.
Οι χριστιανοί όμως δεν αρκέστηκαν σε αυτά, αλλά με τον καιρό μέσα της δεκαετίας του 1860? αξίωναν μέγα μερίδιο από τις μοναστηριακές προσόδους, θεωρώντας ότι τα μοναστηριακά κτήματα αποτελούν «εθνικό πλούτο». Μορφωμένοι και φλογεροί νέοι (Αργυράκης, Γεωργιάδης-Λόγιος, Σαρολίδης, Παπαδάκης κ.ά.) είχαν συναγείρει τις ανατολικές επαρχίες στη διεκδίκηση. Ο τότε Μητροπολίτης Διονύσιος αντέδρασε, συμπράττοντος και του Τούρκου Γενικού Διοικητή, Ισμαήλ πασά. Το πράγμα είναι γνωστό ως το «μοναστηριακό ζήτημα».
Προσωπικά, με αφορμή το μοναστηριακό και επηρεασμένος από τη γαλλική βιβλιογραφία, είχα θεωρήσει ότι η ιστορία της εκπαιδεύσεως στην Κρήτη ορίζεται από τη διαμάχη λαού και Εκκλησίας. Η συνέχεια της μελέτης έδειξε ότι, ενώ δεν έλειψαν οι τριβές, η Εκκλησία συνεργάστηκε με τις λαϊκές δυνάμεις για την προώθηση της εκπαιδεύσεως.
Κυρίως χάρη στα μοναστηριακά χρήματα, τα δημοτικά σχολεία της επαρχίας γνωρίζουν από το 1869 μιαν ιδιαίτερα εντυπωσιακή αύξηση. Μέχρι τότε, στις επαρχίες του διαμερίσματος Ηρακλείου λειτουργούσαν έξι Δημοτικά. Σε δύο έτη (1869-70) ιδρύονται άλλα δέκα. Κατά την επόμενη διετία, άλλα επτά. Το 1873 και 1874 άλλα οκτώ. Το 1875 και 1876 άλλα δέκα κ.λπ. Ηρακλείου
Ο τότε καθηγητής Αντ. Μιχελιδάκης, ως βουλευτής της Κρητικής Πολιτείας το 1901, σε αγόρευσή του απαιτεί φόρο ευγνωμοσύνης στις Μονές: «... από του 1870 μέχρι του 1878 ήρξατο η εγκαθίδρυσις των Μουσών εις την Κρήτην. Ας είναι, κύριοι, ευλογημένη η μνήμη πάντων εκείνων, οι οποίοι επροικοδότησαν τας Μονάς της Κρήτης με τα κτήματα, ... τα κεφάλαια, τα οποία εποριζόμεθα εκ των Μονών τότε, εχρησίμευσαν ως πρώτη αφετηρία της δημιουργίας σχολείων —δύο τάξεων του Γυμνασίου, Ελληνικών σχολείων τινών και πολλών Δημοτικών σχολείων εις όλας τας επαρχίας».
Σημειώνομε πάντως ότι η θεαματική αυτή αύξηση του αριθμού των σχολείων δεν οφείλεται μόνο στα μοναστηριακά χρήματα. Σχολεία ιδρύθηκαν με δαπάνες των κατοίκων και σε χωριά που δεν είχαν ευνοηθεί από την κατανομή των πόρων. Οι νέοι εκπαιδευτικοί που συνήγειραν τις επαρχίες για διεκδίκηση των μοναστηριακών, είχαν εξάρει την αξία της παιδείας, την οποία πλέον οι χωρικοί πάσχιζαν να εξασφαλίσουν για τα παιδιά τους με προσωπικές θυσίες.
Στην πόλη του Ηρακλείου, εκτός από το Δημοτικό, λειτουργούσε και Νηπιαγωγείο και Ελληνικό Σχολείο και Ημιγυμνάσιο. Οι βαθμίδες της εκπαιδεύσεως ήταν: Δημοτικό 4 έτη, Ελληνικό 3 έτη και Γυμνάσιο 4 έτη.
Πλήρες Γυμνάσιο δεν υπήρχε σε όλη την Κρήτη. Οι παράγοντες του Ηρακλείου (Μητροπολίτης, Δημογεροντία, Εφορία των σχολείων κ.ά.) κατέβαλλαν προσπάθειες «ανενδότως καταγινόμενοι προς εύρεσιν πόρων», δεν κατόρθωναν όμως παρά να συντηρούν κατά περιόδους μία ή δύο το πολύ γυμνασιακές τάξεις. Συγκεκριμένες προσπάθειες για ίδρυση πλήρους Γυμνασίου είναι γνωστές από το 1862. Το 1879 ανέτειλε μια ελπίδα εξασφαλίσεως των αναγκαίων πόρων από κληροδότημα που άφησε ο Ηρακλειώτης Αντώνιος Παπαδάκης (αδελφός του Ισμαήλ Φερήχ πασά) στο Παν/μιο Αθηνών, το οποίο αποφάσισε να επιχορηγήσει τα σχολεία της Κρήτης με ένα ποσό προερχόμενο από αυτό το κληροδότημα. Οι Κρήτες υπερεκτιμώντας πίστεψαν ότι θα εδημιουργείτο ένα πλήρες Γυμνάσιο στο νησί και αποδύθηκαν στον αγώνα για την έδρα του.
Στα Αρχεία της Δημογεροντίας Ηρακλείου απόκεινται υπομνήματα της Εφορίας προς την Πρυτανεία του Παν/μίου επί του θέματος.
Οι Ρεθεμιώτες ωστόσο, με δικό τους υπόμνημα διατύπωναν την άποψη ότι η πανεπιστημιακή επιχορήγηση είναι προτιμότερο να διανεμηθεί ισότιμα σε όλα τα διαμερίσματα της Κρήτης. Ένα Γυμνάσιο, γράφουν, θα ήταν χρήσιμο μόνο για την πόλη όπου θα λειτουργούσε. Οι κάτοικοι των άλλων περιοχών θα ήταν προτιμότερο να εξακολουθήσουν να στέλνουν τα παιδιά τους στη Σύρο ή στην Αθήνα, όπου υπάρχουν όλες οι δυνατότητες κατοικίας, σιτίσεως κ.λπ. και όπου, επιπλέον, τα παιδιά ξεφεύγουν από την κτηνωδία και τη βαρβαρότητα των Τούρκων.
Τελικώς, η επιχορήγηση του Παν/μίου δεν επέτρεψε παρά τη λειτουργία μιας δεύτερης γυμνασιακής τάξεως.
Περίπου έναν αιώνα αργότερα, οι Κρήτες ρίχνονται πάλι στον αγώνα επιτροπών και υπομνημάτων για να αποσπάσουν πλέον στην πόλη τους την έδρα του Παν/μίου Κρήτης. Θα είχε ενδιαφέρον η παράλληλη μελέτη και παρουσίαση των κινήσεων για την έδρα του Γυμνασίου και του Παν/μίου. Οι συγγένειες είναι αποκαλυπτικά εκπληκτικές.
Τo 1881, κατά τη 12η σύνοδό της, η Γενική Συνέλευση ψήφισε τον πρώτο περί παιδείας νόμο στην Κρήτη, ο οποίος προβλέπει και την ίδρυση πλήρους Γυμνασίου. Σε ειδική συνεδρία των χριστιανών αντιπροσώπων αντιμετωπίστηκε το θέμα της έδρας. Ύστερα από ζωηρές αντεγκλήσεις κατά τα γνωστά (τα πλήρη πρακτικά στα τ. 602 και 603 της εφ. Κρήτη) ορίστηκε το Ηράκλειο. Κατά το σχολ. έτος 1881-82 λειτούργησε και τρίτη γυμνασιακή τάξη και από το επόμενο για πρώτη φορά πλήρες το «Κρητικόν Γυμνάσιον».
Σε ένα άλλο νησί, στην Κύπρο, το πρώτο Γυμνάσιο, το «Παγκύπριον Γυμνάσιον» ιδρύθηκε το 1894. Έκτοτε έχει αναπτυχθεί σε περίπυστο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με βιβλιοθήκες, πινακοθήκη, μουσείο κ.λπ. Διατηρεί το όνομά του, παρότι ήδη και Λύκειο. Πριν έντεκα χρόνια εόρτασε την εκατονταετηρίδα του και εξέδωσε αρκετούς τόμους με την πνευματική του περιουσία και τη συμβολή του στην Ιστορία και τον πολιτισμό.
Από το «Κρητικόν Γυμνάσιον» όμως δεν σώζεται ούτε ίχνος.
Τελειώνοντας παραθέτω μια αίτηση μαθητού, ως δείγμα της παρεχόμενης σε αυτό παιδείας και ως μαρτυρία μιας εποχής.
«Προς την Αυτού Σεβασμιότητα τον Άγιον Κρήτης Κύριον Κύρ. Μελέτιον και προς την περί αυτόν Σεβαστήν και Έντιμον Εφορίαν.
Σεβασμιώτατε! Έντιμα μέλη!
Ο ευσεβάστως υποφαινόμενος Γεώργιος Παπαμαστοράκης εκ του χωρίου Βιάννου της Επαρχίας Αρκαδίας, πατρός ορφανός, διακούσας τα εν τη πρώτη γυμνασιακή τάξει διδασκόμενα μαθήματα και εξετασθείς δημοσία εκρίθην άξιος της δευτέρας γυμνασιακής τάξεως. Επειδή δε ο μακαρίτης πατήρ μου έπεσε μαχόμενος κατά των εχθρών εις το πεδίον της μάχης και άφησε την τάλαινα μητέρα μου μετά εξ ορφανών, όθεν μη έχων μέσα παρακαλώ την σεβαστήν και έντιμον Εφορίαν όπως ευαρεστουμένη μοι χορηγήση τα απαιτούμενα βιβλία προς εκλπήρωσιν της καταφλεγούσης την καρδίαν μου επιθυμίας και πόθου μου.
Εύελπις ων ότι εισακουσθήσεται η δέησίς μου διατελώ
Ταπεινότατος και ευπειθέστατος δούλος σας.»
(υπογραφή)
Η Εφορία ωστόσο βρισκόταν σε τόσο δεινή κατάσταση που είχε λάβει από καιρό απόφαση να μην ικανοποιεί καμιά αίτηση οικονομικής διευκολύνσεως, συνεπώς ούτε την ανωτέρω ικανοποίησε.