Της ναυτοσύνης λαός οι Έλληνες, έμαθαν να κατασκευάζουν τα πλοία τους και να ξανοίγονται στις θάλασσες, αναπτύσσοντας το εμπόριο, συγκαταλέγοντας ταυτόχρονα την Ελλάδα από την αρχαιότητα κιόλας, σε μία από τις παγκόσμιες ναυτικές δυνάμεις. Ανάμεσά τους και η Κρήτη με μακραίωνη και πολυτάραχη ιστορία, αφού λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτελούσε συχνά στόχο λογής-λογής κατακτητών.
Η ΛΟΥΛΟΥ ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ 1980 |
Με τα Χανιά και το Ηράκλειο να κρατούν τα σκήπτρα, οι Βενετσιάνοι έχτισαν τα εντυπωσιακά νεώρια (αρσενάλια), επισκευάζοντας τα πλοία τους την περίοδο του χειμώνα για να είναι ετοιμοπόλεμα τους θερινούς μήνες. Με τον ερχομό των Τούρκων στην Κρήτη και στα Χανιά, τα νεώρια έπαψαν να λειτουργούν για το σκοπό τον οποίο κατασκευάστηκαν. Έτσι εγκαταλείφθηκαν και άρχισαν να έχουν διάφορες χρήσεις και κυρίως να μετατρέπονται σε αποθήκες.
Μεταπολεμικά και καθώς η Ελλάδα πασχίζει να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, δημιουργείται μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση στο λιμενοβραχίονα του φάρου. Το καρνάγιο της οικογένειας Παριωτάκη δίνει πνοή στα ξύλα, κατασκευάζοντας γερά σκαριά για μικρά αλλά και μεγαλύτερα ταξίδια. Καθώς η επιχείρηση χτίζει θεμέλια και αναπτύσσεται, γίνεται όλο και επιτακτικότερη η ανάγκη για γρήγορη μεταφορά ανθρώπινου δυναμικού και εργαλείων από την πόλη και το λιμάνι, προς το καρνάγιο. Έτσι την ταραγμένη δεκαετία του ’60 και για πολλά χρόνια γράφει ιστορία στην καρδιά τού Βενετσιάνικου λιμανιού, ένα βαρύ και γερό σκαρί, σουλατσάροντας ακούραστα στα νερά του, εξυπηρετώντας αγόγγυστα τα αφεντικά του.
Ο λόγος για την πιο πολυφωτογραφημένη βάρκα του λιμανιού και όχι μόνο, την αγαπημένη όλων «ΛΟΥΛΟΥ». Τα χρόνια περνούν, οι ιδιοκτήτες του καρνάγιου συνταξιοδοτούνται και στα τέλη της δεκαετίας του ’90 το καρνάγιο περνάει στην ιστορία και μαζί του και η διάσημη Λουλού. Γερασμένη, μη μπορώντας να προσφέρει πια τις υπηρεσίες της, αράζει στην μικρή αμμώδη παραλία και αφήνεται στο χρόνο και τα στοιχεία της φύσης.
Από τότε και για πολλά χρόνια έγινε η πιο πιστή συντρόφισσα του φάρου και αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι των περιπάτων μας. Υπήρξε το πρώτο φωτογραφικό ραντεβού, κάτι σαν εκπλήρωση ενός τάματος από τους περιπατητές και λίγο πριν εκείνοι φτάσουν στον πάντα μυστηριώδη γείτονά της. Εξέπεμπε γοητεία και είχες την αίσθηση όταν την πλησίαζες πως σου διηγιόταν τα πάθη και τις περιπέτειες ενός βίου γεμάτου αλμύρα. Και αν κάποιοι άνθρωποι την περιφρόνησαν και την τοποθέτησαν στο σεντούκι της λήθης κάποιοι άλλοι την αγάπησαν σαν να ήταν δημιούργημα των χεριών τους. Γερασμένη, μα πολύ διάσημη και αγαπημένη, η «Λουλού» του καρνάγιου στο δρόμο για το φάρο, κουβαλούσε ακόμα κάτι από την αίγλη του παρελθόντος. Είχε θαυμάσει μαγευτικά ηλιοβασιλέματα, την είχαν χτυπήσει αλύπητα αέρηδες και μπόρες, στάθηκε στο ύψος της απέναντι στον – γεμάτο ιστορία – λόφο του Καστελιού, καμάρωσε τα χιονισμένα και περήφανα βουνά, πόζαρε σε χιλιάδες φωτογράφους, άκουσε μυστικά ερωτευμένων ζευγαριών και ποτέ μα ποτέ δεν μαρτύρησε λέξη. Απέκτησε μόνο έναν εχθρό - τον αμείλικτο χρόνο – και ίσως εκείνος στάθηκε η αφορμή για να απομακρυνθεί για πάντα, από την περίεργη αλλά γεμάτη αγάπη, ματιά μας.
Κάτι παραπάνω από ένα χρόνο πριν, ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μάρτη του 2013, ο Δήμος Χανίων, σε μια προσπάθεια εξωραϊσμού του χώρου, έκρινε πως η αγαπημένη Λουλού έπρεπε να απομακρυνθεί για πάντα από το καρνάγιο. Έτσι με γρήγορες κινήσεις, διαλυμένη πια, φορτώθηκε σε μια αυτοσχέδια βάρκα και ταξίδεψε μακριά αφήνοντας πίσω μνήμες, υπογράφοντας ταυτόχρονα και εκείνη μια ακόμα σελίδα στην ιστορία του λιμανιού.
Κάτι παραπάνω από ένα χρόνο πριν, ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μάρτη του 2013, ο Δήμος Χανίων, σε μια προσπάθεια εξωραϊσμού του χώρου, έκρινε πως η αγαπημένη Λουλού έπρεπε να απομακρυνθεί για πάντα από το καρνάγιο. Έτσι με γρήγορες κινήσεις, διαλυμένη πια, φορτώθηκε σε μια αυτοσχέδια βάρκα και ταξίδεψε μακριά αφήνοντας πίσω μνήμες, υπογράφοντας ταυτόχρονα και εκείνη μια ακόμα σελίδα στην ιστορία του λιμανιού.
Αν και δεν έχει σχέση η Λουλού με την Κίσαμο εντούτοις θεωρώ ανάγκη να πω οτι η φωτογραφία που κοσμεί την πρώτη σελίδα του δημοσιεύματος, η πρώτη φωτογραφία, ειναι του δικού μας καλλιτέχνη, φωτογράφου, του Ανυφαντή η οποία βρίσκεται στο αρχείο μου (ναι αυτό που δεν θέλει ο δήμος Κισάμου να αξιοποιήσει) και την έστειλα για να δημοσιευθεί.