Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Η ΥΠΕΡΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΟΥΛΑΣ

 Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Τα φρούτα που θεωρώ τα καλύτερα (με εξαίρεση το καρπούζι) είναι οι φράουλες! Πάντα με γοήτευε η εμφάνισή τους και κυρίως η γεύση τους, που τη θεωρώ ως την κορυφαία απ' όλα σχεδόν τα φρούτα! Όταν μαθητής του δημοτικού την έκανα κοπάνα (σβόμπα όπως τη λέγαμε στην τότε μαθητική αργκό) απ' το σχολείο, μαζί με τους συμμαθητές μου, τον Τάσο και τον Γιάννη και πήγαμε στην περιοχή που τότε ονομάζαμε «μπαξέδες», ήταν ίσως η πρώτη φορά που δοκίμασα κι έφαγα φράουλες ! Ο Τάσος γνώριζε ένα μέρος που είχε φραουλιές άγριες. Έσκυψε κάποια στιγμή, έκοψε από ένα χαμηλό κι ασήμαντο φυτό τον κόκκινο καρπό του και τον έβαλε στο στόμα του πλαταγιάζοντας τη γλώσσα του με ευχαρίστηση! Εγώ τον κοίταζα με δυσπιστία και φοβόμουν κάποια πιθανή φάρσα, απ' αυτές που συνηθίζαμε και κάναμε ο ένας στον άλλο.  Ο Τάσος έσκυψε ξανά κι έκοψε ακόμη ένα κόκκινο φρούτο και το έβαλε στο στόμα του. Την ίδια στιγμή ο Γιάννης δυο βήματα πιο εκεί τον μιμήθηκε βγάζοντας επιφωνήματα ευχαρίστησης ! Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση φάρσας, έσκυψα κι εγώ κι έκοψα έναν καρπό απ' το ασήμαντο αυτό χορταράκι.Τον έπιασα στα χέρια μου και τον περιεργάστηκα με προσοχή. Ήταν μικρός, πολύ μικρότερος απ' όλες τις φράουλες που ήξερα μέχρι εκείνη τη στιγμή! Είχε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα ( σχεδόν το χρώμα της πορφύρας). Τον πλαισίωναν οδοντωτά στη μια άκρη πράσινα φυλλαράκια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά τα φυλλαράκια μού φάνηκαν πως έμοιαζαν με πριγκιπική κορώνα! Τον πλησίασα στη μύτη μου και το άρωμα που συνέλλαβαν τα ρουθούνια μου ήταν μοναδικό, εξαίσιο! Τον έφερα διστακτικά στο στόμα μου και τον δάγκωσα ελαφριά με τους κοπτήρες ακουμπώντας συγχρόνως πάνω στο περίεργο φρούτο και τη γλώσσα μου! Η γεύση του ήταν κάτι το μοναδικό! Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει ξανά τέτοια γευστική απόλαυση! Ξεπερνώντας με μιας τους αρχικούς μου δισταγμούς, άρχισα να μαζεύω φράουλες και να τις καταναλώνω με βουλιμία, χωρίς καν να νοιάζομαι για το ότι ήταν άπλυτες! Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες έφαγα ή αν  έφαγα τις περισσότερες , γιατί και οι τρεις μας κάναμε το ίδιο, χωρίς να δίνουμε σημασία ο ένας στον άλλο! Τέτοια γευστική απόλαυση δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή μου! Το βράδυ κι ενώ ξενύχτησα με πόνους στην κοιλιά καταβάλλοντας προσπάθεια ν' αποφύγω τον εμετό (αυτό δεν  πέρασε απαρατήρητο απ' τη μητέρα μου) όλοι νόμισαν ότι είχα πάθει μια ελαφριά ηλίαση κι έτσι γλίτωσα τις πιο επίμονες ανακρίσεις! Δεν φοβόμουν να πω στους δικούς μου για τις άπλυτες φράουλες που έφαγα, αλλά έτρεμα στην ιδέα ότι θα μάθαινε η μητέρα μου ότι έκανα κοπάνα απ' το σχολείο. Από τότε, όσες φορές κι αν δοκίμασα τις φράουλες του εμπορίου, δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης με τις άγριες που είχα φάει με τους φίλους μου! Ωστόσο δεν φαντάστηκα ότι υπήρχε περίπτωση αυτό το φρούτο να έδινε τ' όνομά του σε μια άλλη μου αγαπημένη,στη Σελήνη! Ξαφνιάστηκα όταν άκουσα πως υπήρχε η πανσέληνος της φράουλας και μάλιστα ήταν υπερπανσέληνος ! Το όνομα το πήρε απ' τους Ινδιάνους της βόρειας Αμερικής γιατί για κείνες τις λίγες μέρες μπορούσαν να μαζέψουν τις άγριες φράουλες που ωριμάζουν στην περιοχή! Φυσικά το χρώμα της Σελήνης δεν είχε καμία σχέση με το χρώμα της φράουλας κι αυτό ήταν μια μικρή απογοήτευση! Προσπάθησα ν' αλιεύσω κάθε γνωστή πληροφορία για το γεγονός! Έτσι έμαθα πως φέτος αυτή θα ήταν η τέταρτη συνεχόμενη υπερπανσέληνος και η τελευταία του έτους! Ένα πολύ σπάνιο γεγονός, που από μόνο του με γοήτευε. Ένιωσα να με κυριεύει μια νευρικότητα και μια ανυπομονησία για το πως θα απολαύσω αυτό το σπάνιο φαινόμενο ! Ξαφνικά νωρίς το απόγευμα μου ήρθε μια σκέψη κάτι σαν αναλαμπή και χωρίς να διστάσω αποφάσισα να την εφαρμόσω! Αφού έκανα νοερά μια λίστα αντικειμένων που θα χρειαζόμουν, τα έβαλα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα. Πήρα τον δρόμο προς τα βόρεια χωριά των Πιερίων οδηγώντας προσεκτικά και με τον φόβο να κυριαρχεί μέσα μου, επειδή λόγω της πανδημίας υπήρχε απαγόρευση μετακινήσεων. Βασιζόμουν στο ότι πάντα σ' αυτή την περιοχή δεν είχε κίνηση και το κυριότερο δεν υπήρχε αστυνομική δύναμη σε κανένα απ' τα χωριά που θα συναντούσα κατά τη διαδρομή. Αφού πέρασα το Πολυδένδρι και τα Ριζώματα, πολύ γρήγορα έφτασα στο Δάσκιο! Μέχρι εδώ η διαδρομή μου ήταν γνωστή και την είχα κάνει πολλές φορές. Από εκεί και μετά ο δρόμος διέσχιζε δάση και λόγγους ασφαλτοστρωμένος μερικώς, αλλά και με πολλά τμήματα χωματόδρομου. Το δάσος είχε σε μεγάλο ποσοστό βελανιδιές και οξιές, χωρίς να λείπουν οι καστανιές, οι κέδροι και τα πεύκα. Σε πολλά σημεία είχε λόγγους, με τα πουρνάρια να κάνουν αδιάβατη κάθε προσπάθεια να το διασχίσει κάποιος. Συνεπαρμένος απ' το τοπίο και τα άγρια ζώα που έβλεπα να πετάγονται τρομαγμένα απ' την παρουσία μου, έφτασα το απογευματάκι στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Πολυφύτου. Το άφησα στα δεξιά, μπήκα σ' έναν καλύτερο σχετικά δρόμο και συνέχισα ακολουθώντας τις οδικές πινακίδες. Πέρασα κάτω από μια γέφυρα και συνέχισα, ώσπου είδα την πινακίδα της Νεράιδας! Έστριψα στα δεξιά κι ανέβηκα στο ύψωμα που στην κορυφή του δέσποζε το ομώνυμο χωριό! Θλίψη μ' έπιασε, όταν είδα τη γνωστή μου από άλλες εξορμήσεις ταβέρνα να ειναι κλειστή κι έρημη! Όπως και όλη η τουριστική υποδομή του χωριού βρισκόταν σε αναστολή. Αναλογίστηκα κι όλες τις κλειστές ταβέρνες και καφετέριες που συνάντησα κατά τη διαδρομή κι ήταν επίσης κλειστές λόγω της πανδημίας. Ελάχιστα άτομα έκαναν περίπατο, χωρίς κανείς να μου δίνει την παραμικρή σημασία. Το χωριό είναι απ' τα πιο καινούργια της Ελλάδας, γιατί μετά την απαλλοτρίωση που έκανε στο πεδινό χωριό η ΔΕΗ τη δεκαετία του ´70, οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στον βραχώδη λόφο εγκαταλείποντας το πεδινό χωριό τους, που το σκέπασαν τα νερά του Αλιάκμονα δημιουργώντας τη λίμνη του Πολυφύτου. Η θέα από ψηλά ήταν εκπληκτική! Η τεχνητή λίμνη ήταν μπροστά μου τεράστια και μια περίεργη γέφυρα ένωνε τις δυο άκρες μ' ένα ιδιαίτερο ελλειψοειδές σχήμα! Στο βάθος τα Πιέρια όρη δέσποζαν αγέρωχα.  Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα και το σούρουπο τύλιγε την περιοχή αργά, αλλά σταθερά. Έβγαλα απ' το αυτοκίνητο το πτυσσόμενο τραπεζάκι και την καρέκλα του σκηνοθέτη που είχα φέρει μαζί μου. Τα έβαλα στην άκρη του βράχου και τοποθέτησα πάνω στο τραπεζάκι όλα όσα κουβαλούσα απ' το σπίτι μου. Κάθισα αναπαυτικά στην πολυθρόνα απολαμβάνοντας το τοπίο. Κάποια στιγμή ένιωσα τα μάτια μου να βαραίνουν και να κλείνουν. «Θα τα κλείσω για πέντε λεπτά », σκέφτηκα και χαλάρωσα. Μόνο που δεν έγινε έτσι. Ο Μορφέας με τύλιξε χωρίς την παραμικρή αντίσταση από μέρους μου. Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα κύμα κρύου αέρα και ρίγησα! Άνοιξα τα μάτια μου ξαφνιασμένος! Το σκοτάδι είχε πέσει ήδη! Το θέαμα που αντίκρισα ήταν μοναδικό, ίσως και ανεπανάληπτο! Μπροστά μου το φεγγάρι τεράστιο μ' ένα χρώμα σκούρο κίτρινο με κόκκινες ανταύγειες. Υψωνόταν πάνω απ' τη γέφυρα κι αντανακλούσε μέσα στη λίμνη μια ασημένια ανταύγεια, κάτι σαν ένα γυαλιστερό μονοπάτι που έφτανε μέχρι την όχθη της λίμνης! Έπιασα με τ' αριστερό χέρι τα κυάλια που είχα ακουμπισμένα στο τραπεζάκι, τα έφερα στα μάτια μου, τα ρύθμισα  και.....μου κόπηκε η ανάσα ! Η Σελήνη ήταν μπροστά μου. Νόμιζα πως αν άπλωνα το χέρι θα την έπιανα! Άπλωσα το χέρι, το κούνησα με απόγνωση σχεδόν, έκανα κάθε προσπάθεια για να την αγγίξω,αλλά αδύνατον, δεν μπορούσα να την πιάσω! Σηκώθηκα και πλησίασα στην άκρη του βράχου. Άλλαξα οπτική γωνία και μου φάνηκε ακόμη πιο γοητευτική!Τότε παρατήρησα πως το είδωλό της καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης. Εξαίσιο θέαμα, μοναδικό! Έβλεπα δυο φεγγάρια την ίδια στιγμή! Δεν ήξερα ποιο απ’ τα δύο είναι το πιο όμορφο! Ανόητη κάθε σύγκριση σκέφτηκα. Ένα είναι το φεγγάρι, το άλλο είναι το είδωλό του. Δεν ξέρω πόση ώρα θαύμαζα τη Σελήνη! Την είχα δει πάρα πολλές φορές αλλά αυτή τη φορά μου φαινόταν σαν να ήταν η πρώτη! Περίμενα χωρίς αποτέλεσμα να δω το χρώμα της φράουλας. Τίποτα! Η Σελήνη εξακολουθούσε να έχει το βαθύ κίτρινο χρώμα, το χρώμα που όλοι μας ξέρουμε. Παρ' όλα αυτά ο θαυμασμός μου δεν μειώθηκε στο ελάχιστο . Εξακολουθούσα να βιώνω τη μαγεία που ασκούσε πάνω μου ο δορυφόρος της γης, έτσι ώστε δεν άκουσα το αυτοκίνητο που στάθμευσε δίπλα στο δικό μου ! 
- Τι κάνετε εδώ κύριε; άκουσα ξαφνιασμένος μια φωνή να με ρωτάει. Γύρισα και είδα δυο αστυνομικούς. Κατάλαβα ότι καμιά δικαιολογία δεν θα ήταν δυνατή να σταματήσει το πρόστιμο που ερχόταν! Εξάλλου δεν σκέφτηκα καν να δικαιολογηθώ. Τους είπα απλώς: 
- Θαυμάζω το φεγγάρι. Ξέρετε είναι υπέρ πανσέληνος σήμερα, η πανσέληνος της φράουλας. 
Με κοίταξαν απορημένοι κι ένας απ' αυτούς έβγαλε το μπλοκάκι του και μου ζήτησε τα στοιχεία μου. Τα έδωσα χωρίς να διαμαρτυρηθώ. Δεν μ'ένοιαζε κανένα πρόστιμο. Μου ήταν αρκετό ότι απόλαυσα την πανσέληνο της φράουλας!

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Εικόνες και μορφές του χθες από τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα ξαναζωντάνεψαν, χάρη στην ικανότητα του φίλου και συμμαθητή Ανδρέα Μαρολαχάκη, να εξιστορεί και να περιγράφει γεγονότα με τόση γλαφυρότητα και παραστατικότητα, που εμένα προσωπικά δεν με εξέπληξε. Ήδη είχα διαπιστώσει αυτό του το ταλέντο, από τη συγγραφή και παρουσίαση ενός θεατρικού έργου, στο Γυμνάσιο Καστελλίου που είχε εντυπωσιάσει και συγκινήσει, καθώς και από το πρώτο του βιβλίο «Ιστορίες από το Κακοσούλι».
Με μετέφερε πίσω στη μαθητική μας ζωή, σ΄ ένα κόσμο αγάπης, φιλίας, αγνότητας, αλληλεγγύης και ξεγνοιασιάς, σ‘ ένα κόσμο που ασήμαντα ή και σημαντικά που ζήσαμε, αποτέλεσαν ένα μοναδικό χθες που σήμερα νοσταλγικά αναπολούμε.
Ξαναζωντάνεψαν εικόνες, μορφές του χθες που ήταν μισοσβησμένες και αποθηκευμένες στο βάθος του μυαλού μου. Εικόνες και ήχοι από συμμαθητές και καθηγητές ήρθαν στο μυαλό μου και με προκαλούν να τις αναφέρω:
*Η καθημερινή έπαρση της σημαίας και η πρωινή προσευχή. (Αχ να κρυφτώ πίσω από τους συμμαθητές μου για να μη με φωνάξει ο διευθυντής να την πω).
*Το ποινολόγιο που καθημερινά διαβαζόταν απ’ την εξέδρα και ξεμπρόστιαζε μέχρι διασυρμού κάθε «παραβατική συμπεριφορά» μαθητών. (Ευτυχώς τη γλυτώσαμε και σήμερα.)
*Ο επιστάτης, ο κυρ Μιχάλης «με την κουδούνα του» (ντιν, ντιν-νταν, ντιν-νταν, ντιν-νταν) που άλλοτε ηχούσε λυτρωτικά στ΄ αυτιά μας και άλλοτε μας καλούσε σ’ ένα δύσκολο καθήκον.
*Οι αγαπημένοι μας μικροπωλητές, Σπύρος Κ. και Σήφης Ρ., τακτικοί και αγαπημένοι μας τροφοδότες. Δύσκολοι καιροί και το χαρτζιλίκι – αν υπήρχε – πολύ περιορισμένο.
*Κάπνιζες; Τρεις μέρες αποβολή. – Όχι κύριε Γυμνασιάρχα. – Για να μυρίσω τα χέρια σου. Πέντε μέρες αποβολή.
*Οι δικαιολογίες του συμμαθητή μας, Δημητρού Κ., ο οποίος είχε «πεθάνει» τουλάχιστον δέκα φορές τον παππού του και γι αυτό δεν μπόρεσε να διαβάσει.
*Το μέτρημα και η καταγραφή σε πεντάδες, όπως στο βόλεϊ, του αριθμού των «λοιπόν» που ειπώθηκαν σε μια διδακτική ώρα από διοπτροφόρο καθηγητή.
*Η παρουσίαση της φιλολόγου καθηγήτριας Δ.Δ. «όλα ήτα». – Ποιόν έχετε τώρα; – Την Δ. όλα ήτα.
*Οι κωμωδίες που συνέγραφε σε ώρα μαθήματος ευτραφής καθηγητής μας (που είχα την τύχη να τον έχω και συνάδελφο όταν πρωτοδιορίστηκα), οι οποίες ήταν τόσο σπαρταριστές, που κρατούσαμε την κοιλιά μας απ’ τα γέλια, όταν τις παρουσίαζε.
*Προβλήματα όπως: «Εξηγήσατε το φαινόμενο: αεροπλάνο εκτελεί ανακύκλωση με επιτάχυνση 3g» ή «Πλοίο βυθίζεται εν μέσω ωκεανού. Θα εξακολουθήσει βυθιζόμενο έως τον πυθμένα ή θα παραμείνει εις τι μέγα βάθος;»
*Εκφράσεις σε άπταιστη καθαρεύουσα όπως: «Θα σε εκτοξεύσω ωσεί πύραυλον εκ του παραθύρου και θα προσγειωθείς ανωμάλως επί της αυλής».
*Ο σωματώδης φυσικός με τα τεράστια χέρια και δάκτυλα, που συνήθιζε να βγάζει τη μισή τάξη στον πίνακα και στο μάθημα (αχ να με προσπεράσει στον κατάλογο) και στο τέλος της εξέτασης ακολουθούσε η “ατομική αξιολόγηση”. –Διάβασες; Δεν διάβασες. Φλαπ το χαστούκι. Κι αν αμφισβητούσες την κρίση του ερχόταν και δεύτερο φλαπ.
*Η εκδρομή της Δ΄ Γυμνασίου και το κλείδωμά μας στα δωμάτια του ξενοδοχείου “Olympic” στο Ηράκλειο. Ξεκλείδωμα απ’ τον προηγούμενο καθηγητή. – Γιατί δεν κοιμάστε; Φλαπ-φλαπ και ξανακλείδωμα της πόρτας.
*Η προετοιμασία για την αναμενόμενη άφιξη του επιθεωρητή και η ανάθεση ρόλων. Το στήσιμο ερωτήσεων κι απαντήσεων, ώστε να φανεί ότι η τάξη “πετάει”. – Θα κάνω αυτήν την ερώτηση, θα σηκώσετε όλοι τα χέρια κι εγώ θα ρωτήσω τον Μανώλη, που θα απαντήσει έτσι. Έλα όμως που το κατάλαβε ο επιθεωρητής και στράβωσε το πράγμα, όταν άρχισε αυτός να επιλέγει ποιος θα απαντήσει.
*Η προσμονή για εγκεκριμένη κινηματογραφική ταινία, γιατί απαγορεύονταν τα θεάματα (όπως και η κυκλοφορία μετά τις 8 το βράδυ). Η μάχη της Κρήτης, Οι γενναίοι του Βορρά.
*Τελευταίο θ’ αναφέρω το παράρτημα του Γυμνασίου, στα υπόγεια του κτηρίου Σαββάκη Ε., όπου μακριά από “αδιάκριτα” μάτια είχαν συμβεί πολλά κι ευτράπελα γεγονότα. Ας περιγράψω ένα: Επειδή υπήρχαν πολλές μύγες, ο καθηγητής όρισε πέντε μαθητές ως μυγοχάφτες, οι οποίοι περιφερόμενοι τα θρανία και τους μαθητές έριχναν σφαλιάρες όπου μπορούσαν. Επειδή έγινε κομφούζιο, έστειλε και του αγόρασαν σχετικό σπρέι με το οποίο ψέκασε μέσα στην τάξη, παρόντων των μαθητών και με κλειστά παράθυρα. Όπου φύγει φύγει, έξω όλοι.
Κάποια απ’ αυτά τα ενθυμήματα μας κάνουν να δακρύζουμε, όπως η απώλεια αγαπημένων συμμαθητών και η περασμένη μας νιότη, αλλά με τα περισσότερα να χαιρόμαστε, γιατί προλάβαμε να ζήσουμε την εφηβεία μας με πολύ χρόνο αφιερωμένο κυρίως σε μας και τις παρέες μας κι όχι στα φροντιστήρια και την εικονική πραγματικότητα, όπως καλά γνωρίζω ότι συμβαίνει σήμερα.
Τα διηγήματα του Ανδρέα Μαρολαχάκη, έχουν μέχρι σήμερα δημοσιευτεί σκόρπια με τεράστια επιτυχία στον τοπικό τύπο της Κισάμου καθώς και επανειλημμένα στο διαδίκτυο.
Ζωγραφίζουν τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τα γλέντια, τις εκδηλώσεις και τις συμπεριφορές μαθητών, καθηγητών γονέων και όχι μόνο, των αρχών της δεκαετίας του 1970. Τα θέματά του άπτονται της καθημερινότητας και εντυπωσιάζουν οι λεπτομέρειες που παραθέτει. Επιπλέον τα κείμενά του συνοδεύονται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Συμπερασματικά, ζωγραφίζει εικόνες και συμπεριφορές μιας περασμένης εποχής που ο άνθρωπος ζούσε πιο κοντά στη φύση και προσάρμοσε τις αντιδράσεις του σύμφωνα με το αυταρχικό κλίμα της εποχής, εν τούτοις διαπιστώνουμε ότι τα προβλήματα των εφήβων είναι διαχρονικά.
Τσιμπογιάννης Γιώργος
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία, περιλαμβάνεται ως πρόλογος, στο βιβλίο του Ανδρέα Μαρολαχάκη “Ιστορίες από την Κίσαμο” που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε ιδιωτική έκδοση.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΣΑΜΟ

Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο του Ανδρέα Μαρολαχάκη με τίτλο "Ιστορίες από την Κίσσαμο". Είναι ένα ταξίδι στα χρόνια της εφηβείας, την εποχή της χούντας, με ήρωες μια παρέα εφήβων που φοιτούν στο σχολείο της περιοχής μας. Ζωντανεύουν οι μνήμες από μια εποχή που «έφυγε χωρίς όμως να ξεχαστεί! Τόποι, άνθρωποι, σκηνές, συναισθήματα, καταστάσεις και συμπεριφορές. Τα καλύτερα ταξίδια, λένε, είναι του μυαλού.
Καλοτάξιδο Αντρέα.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Το μάθημα της Φυσικής και η Άννα. 
Του Ανδρέα Μαρολαχάκη 
 «Να το βάλλετε καλά στο μυαλό σας! Ό,τι δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται». Αυτή ήταν η συνηθισμένη επωδός μετά από κάθε ομιλία γυμνασιάρχη ή διευθυντή του σχολείου. Με αυτόν τον τρόπο έβαζαν ένα αυστηρό πλαίσιο στο τι θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς να τιμωρηθούμε και τι όχι. Όλες οι απαγορεύσεις κρεμόταν  πάνω μας όπως  η «Δαμόκλειος σπάθη». Για να είναι σίγουροι οι διευθύνοντες, ότι δεν θα αντιμετώπιζαν από μέρους μας δικαιολογίες του τύπου «δεν το γνώριζα» ή «δεν το κατάλαβα», μας ξεκαθάρισαν τι επιτρέπεται και φρόντιζαν να μας το υπενθυμίζουν τακτικά και να μας κρατάνε ήσυχους  με τον φόβο της τιμωρίας.
 Βέβαια και η εποχή στην οποία ζούσαμε δεν είχε ίχνος δημοκρατίας και όλοι ζούσαν σ’ ένα καθεστώς τρομοκρατίας που ξεκινούσε από την «επαναστατική» κυβέρνηση κι έφτανε μέχρι τα κατώτατα κύτταρα της κοινωνίας. Το σχολείο αποτελούσε ένα απ’ αυτά τα κύτταρα. Αν και πολύπλοκο και σχετικά αυτόνομο, ακολουθούσε την πολιτική της κυβέρνησης.
 Πρέπει να διευκρινίσω πως οι περισσότεροι καθηγητές ήταν άψογοι και πραγματικοί εκπαιδευτικοί, όμως όπως πάντα και παντού υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Υπήρχαν κάποιοι καθηγητές, που είχαν την εντύπωση ότι ήταν «επόπτες» σε στρατόπεδο και φερόντουσαν αναλόγως.  Δηλαδή, όταν είχαν «εφημερία» κι επέβλεπαν τους μαθητές κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, νόμιζαν πως είναι ένα είδος «Γκιουλέκα»  και κυκλοφορούσαν πάνω κάτω στο προαύλιο  του σχολείου με τις βέργες στο χέρι σαν εσατζήδες σε περιπολία. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς αντί βέργας κρατούσε στα χέρια του ένα λογαριθμικό κανόνα και, αντί να κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς, τον χρησιμοποιούσε στα χέρια των «άτακτων» μαθητών.
 Σε περίπτωση παραπτώματος ζητούσε απ’ τον μαθητή ν’ ανοίξει την παλάμη του και με τον λογαριθμικό κανόνα τον κτυπούσε αργά και σιγά στην αρχή. Στη συνέχεια δυνάμωνε και αύξανε τα κτυπήματα, τόσο σε ένταση όσο και σε συχνότητα. Οι μαθητές που είχαν υποστεί την τιμωρία, μας έλεγαν πως μούδιαζε στην αρχή η παλάμη και μετά ένοιωθαν σαν να τους τρυπούσαν βελόνες. Μιλάμε για καθηγητή, που  είχε αναγάγει την τιμωρία σε επιστήμη.
 Κάνω αυτόν τον πρόλογο, για να θυμίσω στους παλαιότερους, τις καταστάσεις που περνούσαμε σαν μαθητές και για να καταλάβουν οι νεώτεροι, πως το σχολείο εκείνης της εποχής, πλησίαζε πολύ σε ομοιότητα με στρατόπεδο. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που στην στοίχιση των μαθητών, κατέβαινε ο μεγαλόσωμος γυμναστής (είτε επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος είτε επειδή οι μαθητές των πίσω σειρών έσπρωχναν τους μπροστινούς και δημιουργείτο «ανακατωσούρα») κι άρχιζε στα χαστούκια όλους ανεξαιρέτως, όσους ήταν στην μπροστινή σειρά. Έτσι η τιμωρία έπεφτε και σε αθώους άδικα, χωρίς όμως να νοιάζεται κανείς.
Υπήρχαν κάποιοι κανόνες τους οποίους όποιος δεν εφάρμοζε ακριβώς κινδύνευε με τιμωρία. Τιμωρία δεν ήταν μόνο ο ξυλοδαρμός και οι αποβολές. Ήταν και ο χλευασμός και η προσβλητική απαξίωση των «παραβατών». Τα κορίτσια έπρεπε να φορούν υποχρεωτικά τη σχολική μπλε ποδιά, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους. Επίσης οι κάλτσες που φορούσαν θα έπρεπε να είναι άσπρες, βαμβακερές .......

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Ο ΚΩΣΤΗΣ

Γράφει ο Αντρέας Μαρολαχάκης
Ύψωσε το ποτήρι του λίγο πάνω απ’ το μέτωπό του, κοίταξε το περιεχόμενό του με ύφος ειδικού, αν και εμένα μου φάνηκε κάποια λαγνεία στο βλέμμα του. Κούνησε ελαφρά το ποτήρι και το κοκκινωπό υγρό που ήταν μέσα, ευκίνητο, άλλαζε θέση αναλόγως με την ώθηση που έδινε στο ποτήρι. Ύστερα αργά, σχεδόν τελετουργικά, έφερε με προσοχή το ποτήρι στα χείλη του. Έβαλε στο στόμα του μια γουλιά απ’ το ντόπιο κρασί, πλατάγισε τη γλώσσα του με φανερή ικανοποίηση   και αργά άφησε το υγρό να περάσει απ’ τον οισοφάγο του. Άφησε ένα ελαφρύ αναστεναγμό να ξεφύγει απ’ τα χείλη του και είπε με επισημότητα:   «Ενός χρόνου, με μπόλικο γύψο». Έμεινα έκπληκτος απ’ τη δήλωσή του, γιατί όλοι οι προηγούμενοι είχαν αποφανθεί για τρία έως τέσσερα χρόνια παλαιότητας. Φυσικά το ερώτημα ήταν πόσο χρονών ήταν το κρασί που πίναμε. Όλοι οι ειδικοί της παρέας (ανάλογα της εμπειρίας του καθενός) έλεγαν τη γνώμη τους και ανέπτυσσαν τα επιχειρήματά τους, για να στηρίξουν την άποψη τους. Βρισκόμασταν σε μια ταβέρνα στην άκρη του Καστελιού όλα τα «λουλούδια» της τάξης και μπεκροπίναμε με συνοδεία ντόπιων μεζέδων και κρητικής μουσικής. Δηλαδή οι άλλοι έπιναν. Εγώ απλώς δοκίμαζα τους κρητικούς μεζέδες με τη συνοδεία ενός sprite. Προφανώς ήμασταν ευχαριστημένοι απ’ την ποιότητα του κρασιού και κάποιος ρώτησε τον ταβερνιάρη για την παλαιότητά του. Αυτός, χαμογελώντας, μας προκάλεσε να μαντέψουμε μόνοι μας και συμπλήρωσε πως,  αν το βρίσκαμε, δεν θα μας χρέωνε τα ποτά. Αμέσως καταληφθήκαμε από μια περίεργη έξαψη και βαλθήκαμε όλοι (ακόμη κι εγώ) να λύσουμε τον γρίφο. Επέμεναν όλοι στην άποψή τους με επικρατέστερους τον Πσιπσή και τον Γιάννη να διαπληκτίζονται προσπαθώντας να επιβάλλουν τη γνώμη τους. Εκείνη τη στιγμή έκανε την κίνησή του ο Κωστής. Είπε τη γνώμη του κι ο ταβερνιάρης τον χειροκρότησε. Και μ’ ένα νεύμα του ο σερβιτόρος έφερε τρεις κανάτες κρασί στο τραπέζι μας ανάμεσα σε γέλια και νικηφόρους αλαλαγμούς απ’ όλους μας. Ακόμη κι εγώ που δεν έπινα κρασί χαιρόμουν, γιατί κατάφερε κάποιος απ’την παρέα μας να νικήσει σ’ αυτόν τον  άτυπο διαγωνισμό. Όπως ήταν φυσικό από εκείνη τη στιγμή οι παραγγελίες για κρασί πολλαπλασιάστηκαν απ’ τους φίλους μου, με μένα να ανησυχώ για τη νηφαλιότητά τους. Πλησίασα τον Κωστή και γεμάτος περιέργεια τον ρώτησα τι εννοούσε σχετικά με το κρασί και τον γύψο. Έκπληκτος έμαθα απ’ τον φίλο μου πως, μετά τη ζύμωση του κρασιού, μερικοί παραγωγοί πρόσθεταν ποσότητα γύψου και μ’ αυτό επιτύγχαναν τεχνητή παλαιότητα, ενώ συγχρόνως με τον ίδιο τρόπο το διατηρούσαν χωρίς αλλοίωση σε όλες τις καιρικές συνθήκες. 
   Τον Κωστή τον γνώρισα απ’ τις πρώτες μέρες που πάτησα το πόδι μου στην Κρήτη. Ήμασταν συμμαθητές στο ίδιο τμήμα, αλλά τελείως διαφορετικοί σαν χαρακτήρες και δεν κάναμε παρέα. Αυτός ήσυχος και φιλομαθής περιόριζε τις παρέες του και συνήθως έκανε μόνιμα παρέα με τον χωριανό του τον Μπάμπη. Τους άκουγα, ακόμη και στα διαλείμματα, να μιλάνε για μαθήματα και συνήθως να κρατάνε στα χέρια τους από ένα βιβλίο και να κάνουν επαναλήψεις στο μάθημα της επόμενης ώρας. Αυτό για μένα ήταν παράξενο, αν όχι αδιανόητο, γιατί εγώ είχα τελείως αντίθετες συνήθειες κι απολάμβανα τα διαλείμματα χωρίς να νοιάζομαι για τα μαθήματα της επόμενης ώρας. Τις πιο πολλές φορές δεν ήξερα καν πιο μάθημα είχαμε. Έβλεπα τον υπάκουο και μελετηρό Κωστή να μη δημιουργεί ποτέ σε κανένα οποιοδήποτε πρόβλημα και τον είχα κατατάξει στα «καλά» παιδιά με όλη τη σημασία της λέξης. Ακόμη και στην Δ΄ τάξη τον θυμάμαι στο πρακτικό να έχει την ίδια ακριβώς συμπεριφορά κι ενώ δεν συμμετείχε στις φάρσες μας και στις διάφορες τρέλες που κατά καιρούς κάναμε, ποτέ δεν τις αποδοκίμαζε.
    Μεταστροφή στη συμπεριφορά του παρατήρησα μετά το Β’ εξάμηνο της Ε΄ τάξης. Δεν ξέρω αν σ’ αυτό συνέβαλλε και η φυγή για τα Χανιά του Μπάμπη, του κολλητού του φίλου. Σταδιακά άρχισε ν’ αλλάζει άποψη για μας τα «λουλούδια» κι ερχόταν όλο και πιο τακτικά στην παρέα μας. Ενώ δεν του άρεσαν ιδιαίτερα τα σπορ κι ο αθλητισμός, όταν ήθελε, έπαιζε πολύ καλό ποδόσφαιρο. Θυμάμαι μια χαρακτηριστική περίπτωση, που ενώ ήταν σχετικά μεθυσμένος από μια ολονύκτια διασκέδαση, την επομένη είχαμε ένα ματς ποδοσφαίρου για το ενδογυμνασιακό πρωτάθλημα των τάξεων. Μπήκε σαν «αλλαγή» στον αγώνα κι ενώ στην αρχή έψαχνε τα «πατήματά» του, εντελώς ξαφνικά κι ενώ ο αγώνας ήταν στο πιο κρίσιμο σημείο του, «έπιασε» ένα μονοκόμματο σουτ σχεδόν απ’ το κέντρο του γηπέδου και πέτυχε το μοναδικό γκολ. Αμέσως ακούστηκαν επευφημίες απ’ τους θεατές συμμαθητές μας. Η κραυγή που ακουγόταν  ρυθμικά ήταν: «Τσικ»…  «Τσικ», επαναλαμβάνοντας το παρατσούκλι του Κωστή (από τα αρχικά γράμματα της τσικουδιάς, που όλοι ξέραμε πόσο του αρέσει).   
      Στη γιορτή του  Αγ. Κωνσταντίνου μας είχε καλέσει στο σπίτι του, στον Πλάτανο, για να διασκεδάσουμε. Περιττό ν’ αναφέρω ποιας φιλοξενίας τύχαμε στο πατρικό του. Ακόμη θυμάμαι τον πατέρα του, τον κ. Στέλιο, να με κυνηγάει στην αυλή μ’ ένα ποτήρι τσικουδιά στο χέρι και να προσπαθεί να με πείσει να την πιω. Παρ’ όλη την ταχύτητα που διέθετα, τελικά κατάφερε και με στρίμωξε δίπλα στον φούρνο και με πότισε ανηλεώς. Αμέσως μετά φρόντισε να μ’ αποζημιώσει με την καλύτερη μερίδα απ’ το κουνέλι που είχαν μαγειρέψει. Εντύπωση μου έκανε η κατανάλωση ποτών απ’ τους φίλους μου. Έβλεπα τον Κωστή με τον Πσιπσή και τον Λευτεράκη με τον Γιάννη να συναγωνίζονται στην κατανάλωση του αλκοόλ.  Μετά το γλέντι κι επειδή δεν καταφέραμε να βρούμε μεταφορικό μέσο, γυρίσαμε μ’ επικεφαλής τον Κωστή στο Καστέλι με τα πόδια. Αν λάβει υπ’ όψιν του κανείς ότι ήταν νύχτα και την επομένη είχαμε μάθημα, τα δέκα χιλιόμετρα απόσταση μάλλον ήταν αρκετά. Περιττό είναι να αναφερθώ στην  κατάσταση που εμφανιστήκαμε μετά απ’ όλα αυτά στο σχολείο.
       Η πλήρης μεταστροφή και η ένταξή του στο κλειστό club των «λουλουδιών» έγινε στην αρχή της Στ΄ τάξης. Με το πρόσχημα (ίσως και να ήταν αλήθεια ) ότι θα έπρεπε να παρακολουθεί μαθήματα φροντιστηρίου για τις επικείμενες εξετάσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, έμενε όλο και πιο πολύ στο Καστέλι. Μοιραία αυτό είχε σαν συνέπεια να κάνει παρέα περισσότερο με μας και λιγότερο να πηγαίνει στα φροντιστήρια. Από τους πρακτικάριους  αυτός και ο Πσιπσής και λιγότερο ο Γιώργος Κ, έδιναν παρών σε κάθε εκδήλωση που πραγματοποιούσαμε. Τον θυμάμαι στις εκδρομές να πρωταγωνιστεί, στη γιορτή μου να βρίσκει το τελευταίο μπουκάλι με ποτό (που τελικά ήταν πετρέλαιο), να είναι μαζί μας όταν εγώ κι ο Αντώνης διαρρήξαμε το σπίτι του Σπύρου και του φάγαμε τα καίσια. Ο Κωστής, σαν εκδηλωτικό άτομο που ήταν και όχι εσωστρεφής σαν εμένα, όταν ερωτευόταν άφηνε τον εαυτό του να παρασύρεται σ’ ένα εφηβικό έρωτα και ν’ αλλάζει τελείως από αυτόν. Απίστευτες ήταν οι καζούρες που του κάναμε, ενώ μερικές από αυτές ξεπερνούσαν κατά πολύ τη λογική. Ποτέ δεν θυμάμαι να θύμωσε γι αυτό. Υπέμενε στωικά το κάθε πείραγμα, χωρίς να διαμαρτύρεται ή να σχολιάζει αρνητικά οτιδήποτε. Μονίμως ήταν κρεμασμένος στα κάγκελα της σκάλας στο σπίτι που έμενε ο Σπύρος με τον Λευτέρη και προσπαθούσε με παντομίμες να επικοινωνήσει με το κορίτσι του.  Χαριτολογώντας ο Λευτεράκης του ζήτησε να συμβάλει και στο νοίκι, γιατί τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στη σκάλα τους. Ήταν αυτός που με μετέφερε στο ιατρικό κέντρο, όταν βλακωδώς τραυματίστηκα στο πόδι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα για κάμποσα χρόνια. Ενώ εγώ έφυγα τραυματίας για την Βέροια, αυτός έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο πανεπιστήμιο της Πάτρας. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη για μένα γιατί ήξερα και ήμουν σίγουρος, πως τον τελευταίο καιρό τα είχε φορτώσει στον «κόκορα».  Προφανώς οι βάσεις που είχε απ’ τα προηγούμενα χρόνια τον βοήθησαν ή και μπορεί να διάβαζε σε ώρες που εμείς δεν το αντιλαμβανόμασταν. 
    Τα χρόνια πέρασαν κι είχα χάσει κάθε επαφή μαζί του. Αραιά και που μου έδινε πληροφορίες γι αυτόν ο Πσιπσής. Όταν μετά από αρκετά χρόνια έμαθα ότι μένει στην Αγιά Λαρίσης, αποφάσισα να τον επισκεφτώ σε πρώτη ευκαιρία. Μια πρωτομαγιά έτσι χωρίς σχέδιο πήρα την οικογένειά μου και τους οδήγησα στην Αγιά. Εκεί, μετά από μια σύντομη έρευνα, βρήκα τον πεθερό του που μου εξήγησε που ακριβώς «έπιανε» τον Μάη ο Κωστής με την παρέα του. Πολύ εύκολα βρέθηκα σ’ ένα απομονωμένο άλσος και είδα μια παρέα να διασκεδάζει τραγουδώντας και (τι άλλο;)πίνοντας. Κατεβήκαμε απ’ το αυτοκίνητο και προχωρούσαμε προς το μέρος τους. Είδα κι άκουσα όλη σχεδόν την παρέα ν’ αναρωτιούνται για το ποιοι είμαστε. Γνώρισα από μακριά τον φίλο μου και τον αναγνώρισα αμέσως, ίσως γιατί περίμενα να τον δω, ίσως γιατί δεν είχε αλλάξει και πολύ η όψη του.  Το περίεργο ήταν πως με αναγνώρισε κι αυτός και τον είδα ν’ αναζητά μια πλαστική καρέκλα για να καθίσει. Από την έκπληξη δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Αφού έγιναν οι συστάσεις και γνωρίστηκαν οι οικογένειές μας, γίναμε αυτόματα μέλη της παρέας του. Ο γιος μου, ο Στέφανος, περίπου τριών χρόνων ξετρελάθηκε με την Μαρίκα, το άσπρο άλογο που είχε ο πεθερός του Κωστή για τις αγροτικές δουλειές. Μοιραία απομονωθήκαμε και κάναμε μια ανασκόπηση των κυριότερων εφηβικών μας κατορθωμάτων.  Ο χρόνος δεν μας είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο, όσο αφορά την ψυχή. Από τότε σποραδικά, που και που, βρισκόμασταν και οι μνήμες ξεχείλιζαν.
    Ώσπου μια μέρα, διαβάζοντας τους «Νέους Ορίζοντες»,  είδα ότι ….έφυγε.  

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Έχετε προσπαθήσει να αρνηθείτε να πιείτε τσικουδιά, που σας προσφέρουν Κρητικοί; Δοκιμάσατε να ξεφύγετε από μια πρόποση που κάνουν Κρητικοί, σηκώνοντας τα ποτήρια γεμάτα, με το άχρωμο αλκοόλ της πατρίδας τους; Σας έχει τύχει ν’ αδειάζουν το περιεχόμενο του ποτηριού τους, με μια απότομη κίνηση, πλαταγίζοντας μ’ ευχαρίστηση τη γλώσσα τους και να σε κοιτάνε στα μάτια, περιμένοντας να κάνεις κι εσύ το ίδιο; Κι εσύ απελπισμένος, να ψάχνεις εναγωνίως μάταια  δικαιολογίες, για ν’ αποφύγεις αυτή τη δοκιμασία;
     Μόνο αν σας έχει συμβεί κάτι από όλα αυτά, θα με καταλάβετε. Σήκωσα το ποτήρι μου στο ύψος του προσώπου και αφού μουρμούρισα περίπου τα τυπικά λόγια της ίδιας πρόποσης, που είχαν κάνει οι δυο φίλοι μου, άδειασα το περιεχόμενό του μέσα μου. Το υγρό κύλισε αργά «καίγοντας» τη στοματική μου κοιλότητα αρχικά, τσουρουφλίζοντας το λαρύγγι μου και τον οισοφάγο στη συνέχεια, για να καταλήξει στο στομάχι μου, εδραιώνοντας μια περίεργη ζεστασιά. Κούνησα με ανακούφιση το κεφάλι μου, που ξεπέρασα τη δοκιμασία και άφησα το ποτήρι στο τραπέζι, περήφανος που δεν έδειξα καμιά αδυναμία και κανείς από τους δυο δεν κατάλαβε, τη δυσκολία της κατάποσης του Kρητικού προϊόντος. Πριν προλάβω να συνέλθω από τη δοκιμασία γέμισαν ξανά τα ποτήρια, ξεστόμισαν μια νέα ευχή και συγχρονισμένα τα άδειασαν ενώ με κοίταζαν περιμένοντας τη δική μου σειρά. Μην τολμώντας να κάνω κάτι διαφορετικό, άδειασα το ποτήρι μου με μια απότομη κίνηση νιώθοντας  τα ίδια συμπτώματα με την πρώτη φορά και προσπαθώντας να κρύψω κάποια δάκρια που κυλούσαν ανεξέλεγκτα, καθώς το αψύ υγρό γλιστρούσε μέσα στο σώμα μου.  Αυτή η ιεροτελεστία συνεχίστηκε γι αρκετή ώρα, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά πόσα ποτήρια κατανάλωσα.
     Βρισκόμασταν στο μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού μου, που έχει θέα προς το δάσος. Ακριβώς έξω από την περίφραξη του σπιτιού, υπάρχει ένας δασικός δρόμος κι αμέσως μετά ξεκινά το λαγκάδι, τόσο πυκνό που δεν σου αφήνει περιθώρια να διακρίνεις σε βάθος δυο τριών μέτρων, στο εσωτερικό του. Αυτό είχε γοητεύσει και τους δυο επισκέπτες, που σαν έμπειροι κυνηγοί, έβλεπαν ότι γενικά το «δάσος μου», ευνοούσε τις πιθανότητες να κυνηγήσουν θηράματα όπως τα αγριογούρουνα, πράγμα που δεν είχαν τη δυνατότητα να το καταφέρουν στην πατρίδα τους, αφού εκεί αγριογούρουνα δεν υπάρχουν.
     Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, είχα υποδεχτεί στη Βέροια, τον φίλο μου από την εφηβεία τον Φώτη μαζί με τον φίλο του τον Μάνο. Φανατικοί και οι δυο με το κυνήγι και παρ’ όλο που ήρθαν γι άλλο λόγο στην περιοχή μας, είχαμε.......

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

ΓΙΟΡΤΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΤΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ

Ιστορίες από την Κίσαμο.
Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Άκουγα βαριεστημένος όλες τις προτάσεις, χωρίς ενδιαφέρον...
     «Θα πρέπει να μείνεις εδώ μέχρι την τελευταία στιγμή», μου είπε ο κ. Βαγγέλης. «Ίσως να μην προφτάσεις να είσαι έγκαιρα στο σπίτι σου. Το πιθανότερο είναι να ταξιδεύεις τις γιορτινές ημέρες». Μου μιλούσε σκεφτικός, χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια. Σαν να αισθανόταν κάποιο είδος ενοχής για την πρόταση που μόλις μου είχε κάνει. Αυτή η πρόταση μου δημιουργούσε κάποιο προβληματισμό, γιατί θα έπρεπε ν’ αναθεωρήσω σχέδια και αποφάσεις, που ήδη είχαν δρομολογηθεί.
     Δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα. Πολύ γρήγορα, χωρίς να σταθμίσω όλους τους παράγοντες, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω την προτροπή του. Φυσικά υπήρχε ένας και μοναδικός λόγος, που κατά κάποιο τρόπο με ανάγκαζε να συμφωνήσω μαζί του. Αυτός ο λόγος ήταν το Χριστουγεννιάτικο θεατρικό έργο, που είχαμε με πολύ κόπο ετοιμάσει.
     Απ’ τον Νοέμβριο, είχαμε αρχίσει να ψάχνουμε για το θεατρικό έργο, που θα έπρεπε να ετοιμάσουμε. Αυτό ήταν καθαρά στα «καθήκοντα» του κ. Βαγγέλη, που εκτός απ’ τις καλλιτεχνικές ανησυχίες που είχε, ήταν ο πλέον κατάλληλος να επιλέξει και να σκηνοθετήσει το ανάλογο έργο. Παρ’ όλο που ζούσαμε σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς, εμείς στο οικοτροφείο κανονίζαμε τα πάντα με δημοκρατικές διαδικασίες. Ακόμη και το προεδρείο του, το αναδείκνυαν εκλογές μεταξύ όλων των τροφίμων του ιδρύματος, ενώ στην υπόλοιπη κοινωνία τα πάντα στην τοπική ιεραρχία, από την κατώτερη έως την ανώτατη διαβάθμιση, ήταν αποτελέσματα διορισμών της «εθνοσωτηρίου» κυβέρνησης.
     Εκείνο το διάστημα, ήμουν πρόεδρος του οικοτροφείου (ακόμη αναρωτιέμαι γιατί με ψήφισαν τα παιδιά) και μοιραία ανακατευόμουν, σ’ όλες τις αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις του ιδρύματος. Ο κ. Βαγγέλης ήταν ένας απ’ τους διευθυντές του ιδρύματος των αρρένων και υπεύθυνος για τα παιδιά της τεχνικής σχολής, που ήταν περισσότερα και πιο ατίθασα. Ερωτευμένος με την μελλοντική σύζυγο του, που τότε ήταν αντίστοιχα διευθύντρια του οικοτροφείου θηλέων, είχαν αναπτύξει μεταξύ τους ένα άτυπο ανταγωνισμό σ’ ότι αφορούσε τις κοινές εκδηλώσεις.
     Δεν θυμάμαι ποιος είχε την ιδέα, ......

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Δ' ΤΑΞΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Στη Δ΄ τάξη αποφάσισα να πάω στο πρακτικό. Έτσι, χωρίς καμιά ιδιαίτερη σκέψη. Ήταν μια εποχή που κανείς δεν «έμπαινε» στον κόπο να μας καθοδηγήσει και να μας εξηγήσει τις δυνατότητες της κάθε κατεύθυνσης. Βέβαια οφείλω να ομολογήσω πως ο καθηγητής των μαθηματικών που είχα στην προηγούμενη τάξη, μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ότι η θέση μου δεν ήταν στο «κλασσικό». Πιθανόν να με επηρέασε, αλλά η απόφαση νομίζω πως ήταν αποκλειστικά δική μου. Η επιλογή έγινε χωρίς επαγγελματικά κριτήρια για το μέλλον μου ή τις δυνατότητές μου σαν μαθητή, αλλά ακολουθώντας μια απλή παρόρμηση της στιγμής.
Η αίθουσα στην οποία μαθητεύαμε ήταν η πιο παράξενη του σχολείου. Είχε σχήμα παραλληλογράμμου με την μια μεγάλη του πλευρά, τη βόρεια, να έχει στερεωμένο ένα τεράστιο πίνακα κι ακριβώς δίπλα να βρίσκεται η έδρα του καθηγητή τοποθετημένη πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα. Πάνω στην έδρα εφαπτόταν το πρώτο από μια σειρά πέντε θρανίων, τα οποία είχαν καταλάβει τα δέκα κορίτσια της τάξης μας. Το τελευταίο θρανίο της σειράς ήταν κολλημένο στον νότιο τοίχο της αίθουσας.
Ο Νίκος, δεύτερος από τα δεξιά με τα γυαλιά
     Δίπλα στη σειρά των κοριτσιών υπήρχαν τρεις σειρές θρανίων, με τέσσερα θρανία κάθε μια, στα οποία στριμωχνόμασταν είκοσι επτά αγόρια. Φυσικά τα θρανία ήταν ξύλινα και παλιά απ’ τις πολλές χρήσεις (ποιος ξέρει πόσες γενεές μαθητών τα είχαν χρησιμοποιήσει πριν από μας). Όπως γίνεται φανερό σε τρία απ’ αυτά καθόντουσαν τρία αγόρια. Το παράξενο αυτής της αίθουσας δεν σταματούσε εδώ. Δίπλα στην τελευταία σειρά των θρανίων υπήρχε ένας στενός διάδρομος, που οδηγούσε στην πόρτα μιας άλλης αίθουσας στην οποία έκανε μάθημα ένα τμήμα της Β΄ τάξης.
     Αυτό και μόνο σαν γεγονός δημιουργούσε μια ιδιαιτερότητα, γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε να μπουν όλοι οι μαθητές της γειτονικής αίθουσας καθώς κι ο καθηγητής που τους έκανε μάθημα, για να ξεκινήσει φυσιολογικά η δική μας διδασκαλία. Δεν ήταν λίγες οι φορές (το αντίθετο θα έλεγα) που κάποιος αργοπορημένος μαθητής από δίπλα, διέκοπτε τη ροή του δικού μας μαθήματος, για να διασχίσει τον μικρό διάδρομο και να πάει στη διπλανή αίθουσα. Αυτό μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως εκνευριστικό, εμάς όμως μας βόλευε, γιατί για λίγα λεπτά χανόταν συνήθως η συνοχή της εξέτασης κάποιων μαθητών και σπανίως της παράδοσης.
Κορίτσια του Πρακτικού 
     Υπήρχε όμως κι ένα άλλο πρόβλημα με την διάταξη των θρανίων στην πλευρά των αγοριών. Αυτοί που καθόντουσαν στα πρώτα θρανία ήταν πολύ κοντά στον τεράστιο πίνακα και η οπτική γωνία τούς δυσκόλευε πάρα πολύ. Κάτι τέτοιο στη σημερινή εποχή θα το θεωρούσαν όλοι απαράδεκτο κι αντιπαιδαγωγικό, τότε όμως κανείς απ’ τους μαθητές δεν διαμαρτυρήθηκε. Επίσης κανείς απ’ τους καθηγητές δεν αναφέρθηκε ποτέ σ’ όλα αυτά τα προβλήματα. Εγώ καθόμουν στο τελευταίο θρανίο της δεύτερης σειράς απ’ τη μεριά των αγοριών μαζί με τον Νίκο, τον οποίο ήταν η μοναδική χρονιά που είχα σαν συμμαθητή στην ίδια αίθουσα. Ήταν πανύψηλος (με ξεπερνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι) κι ήταν μακράν ο καλύτερος μαθητής της τάξης, ακολουθούμενος από δυο απ’ τους έξι Γιώργηδες που είχαμε σαν συμμαθητές.
     Ο Νίκος διάβαζε πάρα πολύ κι αδιαφορούσε τελείως για τη γυμναστική και τον αθλητισμό. Ήταν δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από μένα, που διάβαζα ελάχιστα και αφιέρωνα πολύ χρόνο στη γυμναστική και τον αθλητισμό. Είχαμε όμως και μερικά κοινά σημεία. Ήμασταν κι οι δυο απίστευτα άτακτοι, μόνο που την πλήρωνα τις περισσότερες φορές εγώ. Ενώ αυτός πετούσε κιμωλίες (συνήθως προς την πλευρά των κοριτσιών) σχεδόν πάντα υποπτευόταν εμένα, γιατί αυτός κατάφερνε να έχει ένα αδιάφορο και γαλήνιο ύφος, ενώ όταν έκανε κάποια αταξία καμωνόταν πως σκούπιζε τα μυωπικά του γυαλιά με τον καφέ πλαστικό σκελετό. Εκτός αυτού κανείς απ’ τους συμμαθητές μας και κυρίως απ’ τους καθηγητές δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο Νίκος ήταν σε τέτοιο βαθμό άτακτος, γιατί τον συνόδευε η «ετικέτα» του πολύ καλού μαθητή, ενώ σ’ εμένα είχαν κολλήσει αυτή του «απροσάρμοστου».
Διμοιρίτης ο Γιώργος Τ. Πίσω του εγώ
     Όταν μια φορά αγανάκτησα και διαμαρτυρήθηκα έντονα σε μια καθηγήτρια, ότι ήμουν αθώος για κάποια συγκεκριμένη παράβαση που είχε γίνει μέσα στην τάξη, αυτή μου απάντησε επιτιμητικά: «Ντροπή σου Ανδρέα, θέλεις να πιστέψω ότι είσαι αθώος κι ότι το έκανε ο Νίκος;» Η απάντησή της με άφησε κυριολεκτικά άναυδο και μ’ ανοιχτό το στόμα, ενώ ο διπλανός μου είχε μια στάση σαν να φορούσε φωτοστέφανο. Τότε κατάλαβα ότι οι «ετικέτες» και τα στερεότυπα που είχαν για μας θα μας ακολουθούσαν για πάντα.
     Μας ένωνε όμως και κάτι άλλο. Μόνο εμείς οι δυο ......

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Ο ΦΩΤΗΣ 
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ανέβηκα στο πίσω κάθισμα της DKW μοτοσυκλέτας, σφίγγοντας στα χέρια μου μια σκουρόχρωμη, σχεδόν μαύρη, πέτρα. Ο οδηγός μάρσαρε τη μηχανή και μ’ ένα σπινάρισμα ξεκίνησε με θόρυβο, τινάζοντας σκόνες και χαλίκια στο προαύλιο του σχολείου. Διασχίσαμε την πλαϊνή αυλή και φτάσαμε στη μόνιμα ανοιχτή εξώπορτα του σχολείου. Εκεί μ’ ένα απότομο φρενάρισμα ο Φώτης (αυτός οδηγούσε) ακινητοποίησε το όχημα. Ισορρόπησε πατώντας με το αριστερό του πόδι στο έδαφος κι άπλωσε το χέρι του, χωρίς να πει τίποτα και κυρίως χωρίς να γυρίσει το σώμα του ή το κεφάλι του προς τα πίσω. Εγώ, αφού κρατήθηκα με το αριστερό μου χέρι απ’ τον ιμάντα της σέλας, με το δεξί μου του έδωσα την πέτρα που κρατούσα. Αυτός την πήρε και με μια απότομη κίνηση την πέταξε πάνω απ’ το κεφάλι του. Κάτι μουρμούρισε (ίσως γλίτωσα, ίσως δεν πρόκειται να με ξαναδείτε) και με μια απότομη γκαζιά, σήκωσε τη μηχανή στην πίσω της ρόδα, κάνοντας μια εντυπωσιακή σούζα κι έτσι βγήκαμε με ταχύτητα στον δρόμο. Έσφιξα με δύναμη τα δόντια μου, ενώ το χέρι μου κόντεψε να σπάσει τον ιμάντα. Παρ’ όλο που εμπιστευόμουν την οδηγητική ικανότητα του φίλου μου, ο φόβος απ’ τις νευρικές κινήσεις της οδήγησης και οι απότομοι ελιγμοί, προξένησαν ένα φόβο κι ένα σφίξιμο στο στομάχι μου.
     Λίγο πριν, μαζί με άλλους συμμαθητές μας, περιμέναμε στο προαύλιο του σχολείου ν’ αναρτηθούν οι πίνακες των επιτυχόντων στις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Κάποιοι από μας αγωνιούσαν για τ’ αποτελέσματα, ενώ άλλοι ήταν τελείως αδιάφοροι, είτε γιατί ήταν σίγουροι για την επιτυχία τους, είτε για την αποτυχία τους. Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν τις αμφιβολίες τους ανάμεικτες μ’ ελπίδες για επιτυχία. Ο Φώτης ανήκε στην τελευταία κατηγορία, έχοντας ένα άγχος και μια νευρικότητα για τ’ αποτελέσματα. Όπως ήταν φυσικό, είχαμε σχηματίσει «πηγαδάκια», σχολιάζοντας όλες τις πιθανότητες των αποτελεσμάτων. Σε ανύποπτο χρόνο, μας ξεκαθάρισε πως σε περίπτωση που περάσει το μάθημα… θα ρίξει «μαύρη πέτρα» πίσω του.
     Τελικά τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν θετικά, τόσο γι αυτόν όσο και για μένα. Ικανοποιημένοι, αφού κουβεντιάσαμε λιγάκι με τους υπόλοιπους συμμαθητές, δώσαμε ραντεβού για το βράδυ στο σπίτι της Κατίνας, η οποία είχε θριαμβεύσει στις εξετάσεις, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ. Είχε καταφέρει να περάσει και τα δέκα μαθήματα που είχε αποτύχει στις εξετάσεις του Ιουνίου. Χαρούμενη για το κατόρθωμά της, αλλά και γι άλλους προσωπικούς λόγους, μας κάλεσε το ίδιο βράδυ σ’ ένα κρητικό τραπέζωμα. Φυσικά υπήρχαν και κάποιοι που δεν ήταν ευχαριστημένοι μ’ αυτό που είδαν στους πίνακες και κάθε άλλο παρά χαρούμενοι ήταν. Μπροστά όμως στην προσωπική μας επιτυχία, ελάχιστα μας απασχόλησε η αποτυχία τους. Ο Γιάννης είχε αποχωρήσει νευριασμένος με τ’ αποτελέσματα κι έτσι ο Φώτης μου ζήτησε να τον συνοδεύσω σαν συνεπιβάτης στη μοτοσυκλέτα του. Πριν ξεκινήσουμε, έσκυψε, πήρε απ’ το έδαφος μια πέτρα και μου την έβαλε στο χέρι. Έκπληκτος κατάλαβα ότι ο φίλος μου τα εννοούσε αυτά που έλεγε περί «μαύρης πέτρας».
  Σ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής μας διαδρομής, αποτελούσε αχώριστο δίδυμο με τον Γιάννη. Μαζί σκαρφίζονταν όλες τις διαολιές κι επέβαλλαν την άποψή τους σ’ όλες τις εξτρίμ καταστάσεις που βιώναμε στην τάξη. Απίστευτες είναι οι πλάκες που έκαναν οι δυο τους σ’ όλους μας, χωρίς να αντιμετωπίσουν σχεδόν ποτέ καμία αντίδραση. Στην περίπτωση της γαιδουροφαγίας, η καζούρα που αντιμετώπισαν, τόσο ο Σπύρος όσο και το παπαδοπαίδι, ήταν απίστευτη. Είχαν φτάσει σε σημείο να κάνουν σατυρικές μαντινάδες, τις οποίες τραγουδούσαν.........

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΜΟΥ 
Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ήταν μια περίεργη εποχή στο οικοτροφείο, λίγο μετά απ’ την τοποθέτηση του Σεβασμιότατου Ειρηναίου ως έξαρχου Δυτ. Γερμανίας. Η θέση του μητροπολίτη χήρευε και υπήρχε μια αναστάτωση στη λειτουργία του ιδρύματος. Χωρίς την παρουσία του όλα έμοιαζαν αβέβαια. Εμείς τα παιδιά δεν καταλαβαίναμε πολλά πράγματα από πολιτική και σκοπιμότητες. Απλά βλέπαμε τα γεγονότα να μας προσπερνούν, χωρίς να είμαστε σε θέση να λάβουμε ενεργά μέρος σ’ αυτά. Νιώθαμε σαν θεατές ενός κινηματογραφικού έργου, το οποίο δεν μας άρεσε, αλλά είχαμε την υποχρέωση, παρά τη θέλησή μας, να το παρακολουθήσουμε.
     Διάδοχη κατάσταση δεν υπήρξε. Πώς θα ήταν δυνατό άραγε να υπάρχει; Όλοι νιώθαμε την έλλειψή του, ανήμποροι να διαχειριστούμε το γεγονός. Εκτός από εμάς ήταν φανερό πως ούτε οι ενήλικες μπορούσαν να δώσουν κάποια λύση, τέτοια ώστε, η απουσία του να είναι ανώδυνη. Ξαφνικά νιώσαμε πιο φτωχοί και πιο ευάλωτοι σ’ όλη την καθημερινότητά μας. Δεν ξέρω αν οι διευθυντές ένιωθαν πίεση απ’ την απουσία του, αλλά μέσα σε λίγες μέρες όλα είχαν αλλάξει. Οι ίδιοι που πριν λίγες μέρες διαχειριζόταν τα πάντα με σχετική ευκολία και η συνολική λειτουργία του οικοτροφείου ήταν αρκετά καλή, ξαφνικά μετέφεραν την πίεση και την αβεβαιότητα που ένιωθαν σε μας. Απαιτούσαν να έχουμε κατανόηση και να συγκλίνουμε στο γεγονός με μια καθαρά εκκλησιαστική θεώρηση, που εμείς ήταν αδύνατο να καταλάβουμε και κυρίως να εφαρμόσουμε. Αμέσως μετά απ’ την αποχώρηση του ιεράρχη κι αφού άρχισε να γίνεται ορατό ότι δεν υπήρχε περίπτωση επιστροφής του στην παρούσα φάση, κάποιες αλλαγές έγιναν σταδιακά στη ζωή των οικότροφων. Οι κανονισμοί του ιδρύματος άρχισαν να ερμηνεύονται απ’ τους διευθυντές κατά το δοκούν και συνήθως όχι προς όφελος των παιδιών. Κανείς τους δεν κοίταζε τα αίτια μιας πράξης, αλλά επικεντρωνόταν αυστηρά στο γεγονός και η μόνη λύση ήταν η τιμωρία, όχι για σωφρονισμό, αλλά για τον παραδειγματισμό και τον εκφοβισμό των υπολοίπων μαθητών.
     Πρέπει να παραδεχτώ πως οι οικότροφοι στο σύνολό μας ήμασταν ατίθασοι και πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάποιος χωρίς προσωπικότητα να μας βάλει σε καλούπια. Η πλειοψηφία των παιδιών ήταν μαθητές της ...

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Είχαμε φτάσει στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, αλλά αρνούμασταν να δεχτούμε, πως πλησίαζε το τέλος των μαθητικών μας χρόνων. Με την εφηβεία να κυριαρχεί σε κάθε στιγμή της ζωής μας, σκαρφιζόμασταν όλο και κάποια καινούργια «κουζουλάδα», έτσι για να ικανοποιήσουμε το εφηβικό μας «εγώ» και κυρίως να πάμε κόντρα στο τοπικό κατεστημένο, που έθετε άτυπους κανόνες συμπεριφοράς καθοριστικούς, αλίμονο, για το τι έπρεπε να κάνουμε και τι όχι. Στην παλιοπαρέα των «λουλουδιών» είχε μπει ένα νέο μέλος, που ήρθε στην πόλη μας τον χειμώνα του 1973. Πολλοί απ’ τους συμμαθητές μου τον ήξεραν, γιατί πήγαιναν μαζί στο δημοτικό. Όταν η καθηγήτριά μας απ’ τη Μακεδονία, τον έβαλε να καθίσει στην πρώτη θέση και μας τον παρουσίασε με δύο λόγια, ακούστηκε απ’ το βάθος της αίθουσας μια αργόσυρτη φωνή: «Μήπως είναι και γιoς παπά;» Ο νέος συμμαθητής γύρισε ξαφνιασμένος, για ν’ αντικρύσει τον Γιάννη τον Ρ. κι αμέσως να τον χαιρετήσει. Είχαν κοινή διαδρομή στο δημοτικό κι αμέσως έδεσαν κι έκαναν παρέα.
     Εγώ, στην αρχή, τον αντιμετώπισα μ’ επιφυλακτικότητα, που έφτανε στα όρια της δυσπιστίας. Χωρίς να έχω κανένα λόγο, τον απέφευγα και δεν ήθελα πολλές επαφές μαζί του. Τα μόνα που ήξερα γι αυτόν, ήταν πως ήρθε εσπευσμένα, εγκαταλείποντας το σχολείο του στην Αθήνα κι ότι ο πατέρας του ήταν ιερωμένος. Αυτό το τελευταίο με ξένιζε κι είχα την πεποίθηση ότι θα ήταν ένα καλομαθημένο, θεοσεβούμενο και υπάκουο παιδί.
     Έπεσα πανηγυρικά έξω σ’ όλες τις προβλέψεις που έκανα, για τον καινούργιο συμμαθητή μας. Ο Γιάννης Τ., όπως ήταν το όνομα του, με διέψευσε απ’ τις πρώτες κιόλας εβδομάδες. Μετά από λίγες μέρες προσαρμογής, άρχισε να ξεθαρρεύει και να συναγωνίζεται όλους μας στις διάφορες «μαγκιές» και «τρέλες» που κάναμε. Επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο την παροιμία που έλεγε: «Παιδί παππά, διαόλου εγγόνι». Σε μερικά πράγματα έμοιαζε με μένα. Η οικογένειά του τον είχε στείλει στην Κίσαμο μόνο του και βρήκε καταφύγιο σε μια θεία του, η οποία ήταν αδύνατο να τον ελέγξει. Έγινε τακτικότατος θαμώνας στο καφενεδάκι του Σήφη, χωρίς να νοιάζεται για τις πιθανές εις βάρος του επιπτώσεις.
     Κάθε Σάββατο, που ο Σπύρος και ο Λευτέρης πήγαιναν στα χωριά τους, εμείς επωφελούμασταν απ’ την απουσία τους και κάναμε «λημέρι» το δωμάτιο που νοίκιαζαν. Εκεί, στο τεράστιο μπαλκόνι, παίζαμε χαρτιά, πίναμε ρακί και καπνίζαμε τα τσιγάρα που μας προμήθευαν ο Πσιπσής κι ο Γιάννης, γιατί αυτοί είχαν τη δυνατότητα και την ευχέρεια να διαθέτουν τσιγάρα κάθε μέρα. Εγώ, παρ’ όλο που δεν κάπνιζα, γιατί με αηδίαζε ο καπνός, κι έπινα ελάχιστα, ένιωθα άνετα μαζί τους, γιατί ήταν φίλοι μου και σ’ ό,τι κι αν έκαναν, είχαν την έγκρισή μου και τη συμπαράστασή μου.
     Ένα διάστημα μας έπιασε μια μανία να χαρτοπαίζουμε. Αφού ήταν σχεδόν αδύνατο να παίξουμε σε κάποιο καφενείο, γιατί ο νόμος .....

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΝΩΛΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Κίσαμο, είχα ελάχιστες έως μηδενικές επαφές, με τους ενήλικους κατοίκους. Δεν ξέρω για ποιο λόγο συνέβη αυτό, αλλά είναι γεγονός, πως ελάχιστους γνώρισα. Ίσως δεν το επέτρεπε το νεαρό της ηλικίας μου ή πιθανόν να μην έτυχε να τους γνωρίσω. Αν εξαιρέσουμε τους καθηγητές και τους διευθυντές του οικοτροφείου, που ερχόμουν αναγκαστικά σε καθημερινή επαφή μαζί τους, ο μόνος που θα μπορούσα να πω ότι γνώρισα, ήταν ο κύριος Μανώλης.
     Τον γνώρισα τυχαία, μια μέρα, που πήγα ν’ αλλάξω ένα τάλιρο σε ψιλά, για να παίξω με τον Πσιπσή ποδοσφαιράκι. Διατηρούσε στο πίσω μέρος του καφενείου του, ένα υποτυπώδες σφαιριστήριο, που το αποτελούσαν εκείνη την εποχή, αποκλειστικά οι ξύλινες κατασκευές, με τα ποδοσφαιράκια. Για να παίξουμε ένα παιχνίδι, έπρεπε να βάλουμε στην ανάλογη σχισμή, ένα δίδραχμο. Όταν του έδωσα το τάλιρο, αυτός μου έδωσε τρία δίδραχμα. Τον κοίταξα ερωτηματικά, γιατί μου έδινε μια δραχμή παραπάνω. Με κοίταξε χαμογελώντας και μου έκανε νόημα, να πάω στο πίσω μέρος και να συνεχίσω τη διασκέδασή μου. Μπορεί αυτό σήμερα να φαίνεται ασήμαντο, αλλά τότε για μας, ήταν μισό παιχνίδι παραπάνω. Όταν έδειξα στον φίλο μου τα τρία δίδραχμα, χαμογέλασε κι αυτός ικανοποιημένος, λέγοντας:
     «Ιντα περίμενες ρε; Αυτός είναι ο κύριος Μανώλης!»
 Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία, με τον πατέρα του Γιάννη, σε μια εποχή, που δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις μαζί του, καθώς υπήρχε δυσπιστία ανάμεσά μας, εξ αιτίας του αγεφύρωτου χάσματος, που υπήρχε, ανάμεσα στους κλασσικάριους και τους πρακτικάριους. Αισθάνθηκα απαίσια, όταν ο κύριος Μανώλης μας συνέλαβε, εμένα και τον Πσιπσή, «επ’ αυτοφώρω», να έχουμε παραβιάσει την ασφάλεια, που είχε ο κερματοδέκτης και να παίζουμε συνεχόμενα, το αγαπημένο παιχνίδι των εφήβων εκείνης της εποχής. Με μια πατέντα του φίλου μου, είχαμε βάλει ένα είδος μοχλού και κρατούσαμε ανοικτό το έμβολο, που συγκρατούσε τα μπαλάκια. Χωρίς να μας πει οτιδήποτε, απλά έβγαλε τον μοχλό και μας άφησε να συνεχίσουμε, το παιχνίδι μας. Εμείς όμως ήδη νιώθαμε απαίσια, όχι για την απάτη που του κάναμε, αλλά γιατί μας έπιασε και δεν μας μάλωσε καν.
     Γι αρκετό καιρό, έπαψα να συχνάζω στο καφενείο, γιατί ντρεπόμουν να τον αντικρύσω. Αλλά, επειδή, ήταν το ένα απ’ τα δυο σημεία της πόλης, που τα αναψυκτικά ήταν πολύ φτηνά κι ο καφές σχεδόν τζάμπα, αναγκάστηκα, να βάλω κατά μέρος τις τύψεις μου και να ξαναγίνω θαμώνας του. Πολλές φορές, όταν καταλάβαινε πως μου έλειπαν τα χρήματα, έφερνε στο τραπέζι που καθόμουν, το αγαπημένο μου αναψυκτικό, το μπιράλ, και το άφηνε μπροστά μου, χωρίς να το έχω παραγγείλει. Όταν τον κοίταζα με απορία, αυτός μου χαμογελούσε και μου έλεγε:
     «Αυτό είναι κερασμένο από μένα» κι έφευγε πριν καν προλάβω να τον ευχαριστήσω. Αυτό δεν συνέβη μόνο μια φορά, γιατί συνήθως ήμουν χωρίς χρήματα ή δεν μπορούσα να τα διαθέσω γι αναψυκτικά.
     Μ’ αυτόν τον τρόπο, είχα αποκτήσει.......

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

"Αντώνης ο μικρόσωμος συμμαθητής μας"
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Μικρόσωμος, ξανθός, γαλανομάτης. Ένας τελείως χαμηλών τόνων συμμαθητής, που στην αρχή περνούσε απαρατήρητος, χωρίς να έχει καμιά συμμετοχή στα «τεκταινόμενα» της τάξης. Τον προλάβαμε στην Ε΄ γυμνασίου, όπου αυτός «πάτησε φρένο» και μας περίμενε. Παρ’ όλο που ήταν μικρόσωμος και στην ουσία, τουλάχιστον στην αρχή, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με κανένα μας, κατάφερνε να ελίσσεται ανάμεσά μας και κατάφερνε να κάθεται στα τελευταία θρανία. Το αναφέρω αυτό, γιατί τα τελευταία θρανία ήταν δικό μας προνόμιο. Δηλαδή εκεί καθόταν η παλιοπαρέα με μια δυο προσθαφαιρέσεις.
     Δεν ξέρω πως τα κατάφερε και πλασαρίστηκε στην επίζηλη προτελευταία θέση, αφήνοντας άλλους, όπως τον Γιάννη και τον Φώτη, να περιορίζονται σε θρανία που η θέση τους ήταν ορατή απ’ την έδρα του καθηγητή. Ο μεν Φώτης μπορεί να είχε λόγους να κάθεται σχετικά μπροστά. Είχε άμεση οπτική επαφή με το κορίτσι που τον ενδιέφερε. Ποτέ δεν κατάλαβα όμως γιατί ο Γιάννης κάθισε μαζί του και δεν διεκδίκησε μια απ’ τις πιο πίσω θέσεις. Εγώ πάλι είχα το μυαλό μου αλλού, εκτός της αίθουσας, οπότε καταλάμβανα μονίμως την τελευταία θέση.

 Δεν θυμάμαι ο Αντώνης να σήκωσε ποτέ το χέρι του, για να πει κάτι στην τάξη ή να σηκωθεί εθελοντικά σε κάποιο μάθημα. Σίγουρα ήταν μέτριος μαθητής γενικά, αλλά σε μερικά μαθήματα, όπως η ιστορία, ήταν παραπάνω από καλός. Το σύστημά του ήταν να περνάει απαρατήρητος, όσο το δυνατό σε μεγαλύτερο βαθμό. Σ’ αυτό μπορώ να πω ότι είχε μεγάλο ταλέντο. Ήταν πάρα πολλές οι φορές, που αναρωτιόμουν αν ήταν παρών στην αίθουσα ή είχε κάνει κάποια κοπάνα. Όταν τον άκουγα, καθόταν ακριβώς μπροστά μου, να μουρμουρίζει τη σωστή απάντηση, σε κάποια ερώτηση καθηγητή, κι αυτό γινόταν συχνά, έμενα έκπληκτος, τόσο για τις γνώσεις του, όσο και για την τακτική του, να μη συμμετέχει στο μάθημα. Σε ερώτηση μου γιατί το κάνει αυτό, .....

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

ΓΙΟΡΤΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΤΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ ΑΡΡΕΝΩΝ ΚΑΣΤΕΛΙΟΥ ΚΙΣΑΜΟΥ( ΠΡΙΝ ΑΠΟ 48 ΧΡΟΝΙΑ)
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
« Θα πρέπει να μείνεις εδώ μέχρι την τελευταία στιγμή», μου είπε ο κ. Βαγγέλης. « Ίσως να μην προφτάσεις να είσαι έγκαιρα στο σπίτι σου. Το πιθανότερο είναι να ταξιδεύεις τις γιορτινές ημέρες». Μου μιλούσε σκεφτικός, χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια. Σαν να αισθανόταν κάποιο είδος ενοχής για την πρόταση που μόλις μου είχε κάνει. Φυσικά αυτή η πρόταση μου δημιουργούσε κάποιο προβληματισμό, γιατί θα έπρεπε ν’ αναθεωρήσω σχέδια και αποφάσεις, που ήδη είχαν δρομολογηθεί.
Δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα. Πολύ γρήγορα, χωρίς να σταθμίσω όλους τους παράγοντες, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω την προτροπή του. Φυσικά υπήρχε ένας και μοναδικός λόγος, που κατά κάποιο τρόπο με ανάγκαζε να συμφωνήσω μαζί του. Αυτός ο λόγος ήταν το Χριστουγεννιάτικο θεατρικό έργο, που είχαμε με πολύ κόπο ετοιμάσει.
Απ’ τον Νοέμβριο είχαμε αρχίσει να ψάχνουμε για το θεατρικό έργο, που θα έπρεπε να ετοιμάσουμε. Βασικά αυτό ήταν καθαρά στα «καθήκοντα» του κ. Βαγγέλη, που εκτός απ’ τις καλλιτεχνικές ανησυχίες που είχε, ήταν ο πλέον κατάλληλος να επιλέξει και να σκηνοθετήσει το ανάλογο έργο. Παρ’ όλο που ζούσαμε σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς, εμείς στο οικοτροφείο κανονίζαμε τα πάντα με δημοκρατικές διαδικασίες. Ακόμη και το προεδρείο του, το αναδείκνυαν εκλογές μεταξύ όλων των τροφίμων του ιδρύματος. Ενώ στην υπόλοιπη κοινωνία τα πάντα στην τοπική ιεραρχία, από την κατώτερη έως την ανώτατη διαβάθμιση, ήταν αποτελέσματα διορισμών της «εθνοσωτηρίου» κυβέρνησης. Εκείνο το διάστημα ήμουν πρόεδρος του οικοτροφείου (ακόμη αναρωτιέμαι γιατί με ψήφισαν τα παιδιά) και μοιραία ανακατευόμουν σ’ όλες τις αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις του ιδρύματος. Ο κ. Βαγγέλης ήταν ένας απ’ τους διευθυντές του ιδρύματος των αρρένων και υπεύθυνος για τα παιδιά της τεχνικής σχολής, που ήταν περισσότερα και πιο ατίθασα.[... ]
Δεν θυμάμαι ποιος είχε την ιδέα να γιορτάσουμε μαζί με το τμήμα των θηλέων τα επερχόμενα Χριστούγεννα, αλλά αυτό δημιούργησε ένα ισχυρό κίνητρο μεταξύ όλων των τροφίμων για το ποιο τμήμα θα παρουσιάσει το καλύτερο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Παρ’ όλο που εμένα αυτού του είδους οι εκδηλώσεις με άφηναν μάλλον αδιάφορο, ίσως γιατί τα ενδιαφέροντά μου ήταν εκτός του οικοτροφείου, η θέση μου σαν προέδρου με υποχρέωνε κατά ....

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

ΟΤΑΝ ΕΦΑΓΑΝ ΓΑΙΔΑΡΟ ΣΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

 Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ζούσαμε σε μια εποχή, που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η έλλειψη δημοκρατίας. Ήμασταν η άτυχη γενιά, που σε όλη τη διάρκεια της σχολικής μας εκπαίδευσης, δεν γνωρίσαμε στην πράξη τι ακριβώς ήταν οι εκλογές. Ακούγαμε σποραδικά, από χαμηλόφωνες συζητήσεις των μεγαλυτέρων, για τα πολιτικά κόμματα, που υπήρχαν πριν από το τρέχον καθεστώς και είχαμε μια ομιχλώδη άποψη ( και μόνο θεωρητική) για τη δημοκρατία και τη λειτουργία της. Γενικά είχαμε «μεσάνυχτα» από πολιτική κι ελάχιστα γνωρίζαμε για τα κέντρα των αποφάσεων κι ακόμη λιγότερα για το τι συνέβαινε έξω από τη χώρα μας.
Τότε (όπως πολύ αργότερα μάθαμε) έγινε πανευρωπαϊκός αποκλεισμός της χώρας σε ότι αφορούσε τις εισαγωγές κρέατος. Αυτό έγινε, για να δείξουν οι Ευρωπαίοι την αντίθεσή τους στο καθεστώς της χούντας. Ένας περίεργος υπουργός εμπορίου τότε έδωσε σε δικούς του ανθρώπους άδειες εισαγωγής κρέατος από τρίτες χώρες, γιατί είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή η έλλειψή του. Γέμισε η αγορά λοιπόν με φθηνό σχετικά κρέας, μόνο που πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ,πως τα εισαγόμενα κρέατα ήταν σάπια και καμία άλλη χώρα δεν τα εισήγαγε. Φυσικά, στον πανικό που ακολούθησε, η κυβέρνηση απάντησε με σπασμωδικές κινήσεις, προσπαθώντας να στρέψει τις διατροφικές μας προτιμήσεις σε άλλα, εγχώριας παραγωγής κρέατα.
 Ξαφνικά η τηλεόραση (όλα τα κανάλια ήταν κρατικά) πλημμύρισε με κάτι διαφημίσεις, για το πόσο υγιεινό ήταν το κρέας του κοτόπουλου. Το αποκορύφωμα ήταν, ότι μας διαφήμιζαν ......

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΠΣΙΠΣΗΣ (ΨΙΨΗΣ)

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
 Μερικά πράγματα είναι αδύνατο να τα ξεχάσεις. Μπορεί να τα έχεις «θάψει» σε μια άκρη του μυαλού σου και να νομίζεις ότι βρίσκονται εκεί αδρανοποιημένα, χωρίς όμως αυτά να έχουν διαγραφεί ποτέ απ’ τη μνήμη σου. Μόλις σου δοθεί το κατάλληλο ερέθισμα ξεχύνονται σαν ορμητικό ποτάμι με μια ανεξάντλητη ροή, που τελικά νομίζεις ότι τα ξαναζείς. Νόμιζα πως τον ξέχασα, πουθενά στο μυαλό μου δεν υπήρχε αναφορά της ύπαρξής του. Για χρόνια ολόκληρα τίποτα δεν σηματοδοτούσε ότι κάποτε ήμασταν φίλοι, ότι είχαμε συνυπάρξει στα  χρόνια της εφηβείας μας. Είχα φτάσει στο σημείο να πιστεύω πως δεν είχε υπάρξει ποτέ, σαν ο κύκλος της ζωής του ποτέ να μην άγγιξε ούτε στο ελάχιστο κάτι απ’ τη ζωή μου. Λάθος!  Μεγάλο λάθος αυτή η άποψη!  Στην ουσία οι ζωές μας θυμίζουν την εικόνα δυο τεμνόμενων βένιων διαγραμμάτων με κοινό σύνολο τα χρόνια της εφηβείας μας.
Πρώτη φορά τον είδα (δηλαδή στην ουσία τότε τον πρόσεξα) στο πλατύσκαλο της κυρίας εισόδου του σχολείου μας. Εκείνη την ημέρα στον αυλόγυρο του γυμνασίου είχε έρθει ένας άγνωστος σε μας πλανόδιος φωτογράφος και προσπαθούσε να πείσει όσους απ’ τους μαθητές μπορούσε να βγουν μια αναμνηστική φωτογραφία. Ανάμεσα στα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε για να καταφέρει να μας πείσει ήταν ότι ο ίδιος ήταν μεγάλος καλλιτέχνης του είδους. Αυτή την έκφραση την χρησιμοποιούσε όλο και πιο συχνά και κάποιοι απ’ τους μαθητές ενέδωσαν κι άρχισαν να φωτογραφίζονται. Εκείνη τη στιγμή, κι ενώ αναρωτιόμουν τι θα έπρεπε να κάνω πάνω σ’ αυτό το θέμα, άκουσα μια φωνή να λέει με πολύ χιούμορ:
« Κύριε φωτογράφε, καλλιτέχνης είσαι ή ερασιτέχνης;» 
Τα γέλια που ακολούθησαν .....

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

ΚΡΗΤΙΚΟ ΓΛΕΝΤΙ ΣΤΑ ΧΑΙΡΕΘΙΑΝΑ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
«Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ ένα κρητικό γλέντι», μου έλεγε πολλές φορές ο φίλος μου ο Γιάννης. Αυτή τη φράση την επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία και προσπαθούσε να μου εξηγήσει σε θεωρητική βάση όλες τις πιθανές περιπτώσεις, που θα συναντούσε κάποιος σε μια τέτοια διασκέδαση. Εγώ τον άκουγα υπομονετικά χωρίς καμιά διάθεση να του φέρω έστω και την παραμικρή αντίρρηση. Σίγουρα δεν συμφωνούσα με τα λεγόμενά του, γιατί είχαμε τελείως διαφορετικές απόψεις πάνω στο θέμα της διασκέδασης. Μου φαινόταν τελείως αδιανόητο ότι θα μπορούσα να διασκεδάσω τρώγοντας απίστευτες ποσότητες φαγητού με μια τεράστια ποικιλία λιπαρών και πίνοντας αλκοόλ χωρίς κανένα μέτρο, ενώ η κρητική μουσική θα ήταν το κύριο άκουσμά μας. Εκείνη την εποχή η διατροφή μου ήταν μάλλον λιτή και προσεγμένη εξ αιτίας των αθλητικών μου δραστηριοτήτων. Εξ άλλου η παραμονή μου στο οικοτροφείο με είχε κάνει λιτοδίαιτο και ελάχιστα ενδιαφερόμουν για ποικιλία εδεσμάτων και ποτών. Τα ποτά ήταν κάτι που πάντα απεχθανόμουν. Έτσι με απωθούσε η σκέψη ότι θα υπήρχε κρασοκατάνυξη. Η κρητική μουσική (απαραίτητη συνοδεία σ’ ένα κρητικό γλέντι) ήταν άλλο ένα «αρνητικό» στοιχείο, που μ’ έκανε να δυσπιστώ στα λεγόμενα του φίλου μου και κυριολεκτικά ν’ αμφιβάλω για το είδος της διασκέδασης που μου πρότεινε.
Έτσι εντέχνως απέφευγα κάθε  πρόταση για ένα τέτοιο γλέντι, αλλά τελικά ήταν μάλλον αναπόφευκτο να το ζήσω. Κάποια μέρα του Δεκέμβρη αποφασίσαμε να πάμε στα Χαιρεθιανά, ένα μικρό χωριό σχετικά κοντά στην Κίσαμο,  για τη γιορτή του φίλου μας του Σπύρου. Ο Σπύρος είχε την ευγένεια να μας καλέσει στο σπίτι του, αλλά εμείς το παρακάναμε όταν μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά άτομα, όλα αγόρια, (δεν υπήρχε καμία  περίπτωση να έρθουν μαζί μας κορίτσια) αποφασισμένοι να τιμήσουμε τη γιορτή του φίλου μας. Κάναμε ένα ......