Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΗΤΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΗΤΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Η ΛΥΡΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΙΙ


Εδώ το Η ΛΥΡΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ Ι
Ο Γεώργιος Χατζηδάκης στο βιβλίο του "Κρητική μουσική" Αθήνα 1954, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η λύρα εισάγεται στην Κρήτη από την εγγύς Ανατολή, βασιζόμενος κυρίως στην απουσία αναφορών ύπαρξης της λύρας κατά τον 16ο αιώνα από ξένους περιηγητές όπως ο Πιέρ Μπελόν (1553). Το κριτήριο αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου ισχυρό επιστημονικά, καθώς η απουσία αναφοράς σε καμιά περίπτωση δεν αποδεικνύει την απουσία του αντικειμένου! Αν αυτό ήταν ένα ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο, θα σήμαινε ότι και η απουσία αναφοράς σε μουσικά όργανα από τον Ντάπερ (1836), όταν αυτός π.χ. περιγράφει χορούς των Σφακιανών, αποδεικνύει την μη ύπαρξή τους στην επαρχία Σφακιών.
Η περιγραφή όμως του Πυρριχίου χορού .....

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Η ΛΥΡΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ 1

Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Από τον www.cretan-music.gr

Ήδη το 1746 έχουμε την πρώτη αναφορά που συνδέει τη λύρα με την Κρήτη, θεωρώντας την κατ’ εξοχήν κρητικό μουσικό όργανο: ο Άγγλος περιηγητής Μ. Porter ταξιδεύοντας στην Κωνσταντινούπολη βρίσκει ότι οι Έλληνες «τραγουδούν αδιάκοπα και χορεύουν. Παντού βλέπεις κρητικές λύρες και του Πανός τη σύριγγα που αποτελείται από εφτά άνισους αυλούς…». Τα όργανα αυτά παίζονταν μόνον από Έλληνες. Οι Τούρκοι, αντίθετα, «αποφεύγουν τους χορούς και δε συμπαθούν τη μουσική: “Όταν είναι υποχρεωμένοι να ζουν ανάμεσα σε Έλληνες ναυτικούς τους βλέπουν πάνω σε καράβι ή στη στεριά να χορεύουν με μουσική ή χωρίς όργανα κι εκείνοι κάθονται παράμερα”».
Τι εννοεί ο συγγραφέας χαρακτηρίζοντας κρητικές τις λύρες που είδε στην Κωνσταντινούπολη; Ήταν πράγματι κρητικά λυράκια, τα οποία διέκρινε από τα πολίτικα λόγω των διαφορών τους στο δέσιμο των χορδών και πιθανόν στο δοξάρι με τα γερακοκούδουνα; Ή απλώς είχε συνδέσει, για κάποιο λόγο, τη λύρα αποκλειστικά με την Κρήτη κι έτσι θεώρησε αυτονόητο ότι οι πολίτικες λύρες που είδε ήταν κρητικές; Άγνωστο (ταξίδι του πάντως στην Κρήτη δεν αναφέρεται)× το βέβαιο είναι ότι στην εποχή του η λύρα υπήρχε και ήταν διαδεδομένη και καθιερωμένη στην Κρήτη.

Ο παλαιότερος ονομαστικά καταγεγραμμένος Κρητικός λυράρης θεωρείται ο Θοδωρομανώλης (1778-1818) από το Επανωχώρι Σελίνου του νομού Χανίων, περίπου σύγχρονος του θρυλικού Κισαμίτη βιολάτορα Στέφανου Τριανταφυλλάκη ή Κιώρου (1740-1790). Ο Θοδωρομανώλης, σύμφωνα με τον Αθανάσιο Δεικτάκη, «έπαιζε στη λύρα του τους πολλούς καημούς και τις λίγες χαρές της Κρήτης… Στους ρυθμούς της έβρισκε δρόμους απατηλής διαφυγής, στις μαντινάδες τραγουδούσε αντάρτικα υπονοούμενα. Οι σκοποί θύμιζαν ανάσταση του σκλάβου. Τα συρτά ηρωϊκούς οραματισμούς». Ο Θοδωρομανώλης σκότωσε τον άγριο γενίτσαρο του Επανωχωριού Εμίν Βέργερη, επειδή τον διέταξε να έρθει με τη λύρα του και να φέρει τις ξαδέρφες του και τη χήρα θεία του «να διασκεδάσουν» στον οντά του Βέργερη. Τα αποτελέσματα τέτοιων «προσκλήσεων», οδυνηρά και ατιμωτικά για τις χριστιανές, ήταν γνωστά! Μετά την πράξη του, ο Θοδωρομανώλης φυγοδίκησε και τελικά συνελήφθη στον Ομαλό, θανατώθηκε και το λείψανό του σύρθηκε για τρεις ημέρες στους δρόμους των Χανίων, δεμένο στην ουρά ενός αλόγου, για παραδειγματισμό(16). Ήταν μόλις 40 ετών.

Περίπου την ίδια εποχή, στη ρίμα του Γιώργη του Σκατόβεργα, που καταγράφηκε από τον Φωριέλ,συναντούμε τη λύρα στα χέρια του Ηρακλειώτη ριμαδόρου:

Εγώ λοιπόν την έκαμα αυτή την ιστορία,
και παίζω την στην λύρα μου, δια παρηγορία…

Ο Φωριέλ, όπως είπαμε, εξέδωσε το βιβλίο του το 1824. Τα γεγονότα που περιγράφει η ρίμα (ο φόνος του αιμοσταγούς αγά Μόχογλου από το Σκατόβεργα στο Μοχό Ηρακλείου και οι περιπέτειες του ήρωα ώς το θάνατό του) συνέβησαν, όπως γράφει ο ίδιος, το 1806. Ρίμες της έκτασης της συγκεκριμένης (104 στίχοι) γράφονταν και γράφονται από τους λαϊκούς ποιητές (ριμαδόρους) της Κρήτης αμέσως μετά τα γεγονότα που αφηγούνται. Το αργότερο ώς το 1816 πρέπει να είχε γραφτεί η συγκεκριμένη ρίμα, αλλιώς το πράμα θελά ’χει μαρουβίσει (παλιώσει) πολύ.
Το 1817 ο Αυστριακός περιηγητής F. W. Sieber κατέγραψε τη συνάντησή του με ένα τυφλό νεαρό λυράρη που έπαιζε τετράχορδη, όπως αναφέρει, λύρα στο Καρύδι Σητείας. Ο Sieber δεν ικανοποιήθηκε από το παίξιμό του, γενικά όμως δεν εκφράζεται με ευαρέσκεια για τη μουσική και τους χορούς της Κρήτης (ό.π., σελ. 61-62, 74).
Το 1842 ο περιηγητής Μ. Χουρμούζης Βυζάντιος βρίσκει λυράρηδες σε κάθε χωριό της Κρήτης, ακόμη και στα στρατόπεδα των επαναστατών, ενώ δεν φαίνεται να γνωρίζει ούτε μία περίπτωση οθωμανού λυράρη: «Η λύρα είναι το κοινόν των Κρητών όργανον, την οποίαν κρούουν ωραία, και είναι σπάνιον να υπάρχη χωρίον όπου να μην είναι είς ή δύο κρούοντες την λύραν». Και σε υποσημείωση: «Οι Κρήτες αγαπούν καθ’ υπερβολήν τον χορόν, εις τα στρατόπεδά των έφερναν πάντοτε λύρας»
(Μ. Χουρμούζη Βυζάντιου, Κρητικά, Αθήναι 1842, σελ. 30-31).
Τέλος, προς επίρρωσιν των ανωτέρω, ας αναφέρουμε απλώς το απόσπασμα από το έργο του «νεωτέρου περιηγητού Λοίχερος» (Γερμανού περιηγητή του τέλους του 19ου αιώνα) που παραθέτει ο Ψιλάκης και περιγράφει με ζωηρότητα Κρητικούς πάνοπλους με τόξα και βέλη να χορεύουν πηδηχτό γύρω στο 1790: «Και κατά τα τέλη της προτέρας εκατονταετηρίδος ωρχούντο [=χόρευαν] έτι οι Κρήτες την πυρρίχην, την παναρχαίαν των Κρητών όρχησιν… υπό τους οξείς, τραχείς και φαιδρούς της φόρμιγγος ήχους». Φόρμιγξ = λύρα (η αρχαιοελληνική – τις συνδέει).
Οι μαρτυρίες αυτές συνηγορούν, κατά τη γνώμη μου, υπέρ της άποψης ότι οι Τούρκοι ερχόμενοι στην Κρήτη (1642) δεν έφεραν μαζί τους τη λύρα, αλλά τη βρήκαν ήδη εδώ, στα χέρια των χριστιανών, και την υιοθέτησαν περιορισμένα και μόνο λόγω αλληλεπίδρασης με τους ραγιάδες τους ή, το κυριότερο, σε περιπτώσεις που οι ίδιοι ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί ή απόγονοι εξισλαμισμένων. Αλλιώς θα πρέπει να υποθέσουμε ότι την …εγκατέλειψαν στην πορεία αφήνοντάς την στα χέρια των χριστιανών, αφού ελάχιστες περιπτώσεις Τουρκοκρητικών λυράρηδων γνωρίζουμε, τόσες όσες και οι περιπτώσεις Τουρκοκρητικών βιολατόρων, χορευτών και ριμαδόρων

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

ΜΑΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Τα παραδοσιακά λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Kρήτη, για την απόδοση της μουσικής των χορών και των τραγουδιών της, άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό κι άλλα σε μικρότερο, είναι το λαγούτο, η λύρα, το βιολί, η βιολόλυρα,το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπουλγαρί, μ(π)αντούρα, η ασκομ(π)αντούρα, το χαμπιόλι και το νταουλάκι. Οι τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτά στην Κρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωμένων της εποχής, απομνημονεύματα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.) και αφορούν το νταουλάκι, το χαμπιόλι, τη μ(π)αντούρα, την ασκομ(π)αντούρα, το λαγούτο, το βιολί και την κιθάρα, καθώς και άλλα μουσικά όργανα (τσίτερες, κλαδοτσύμπανα, τρομπέτες, άρπες, μπάσα κλπ) των οποίων η χρήση δεν επιβίωσε. Για τη λύρα, το μπουλγαρί και το μαντολίνο τα εμπεριστατωμένα στοιχεία είναι υστερότερα. Αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Τέλος, η βιολόλυρα είναι όργανο της εποχής του μεσοπολέμου.
Την χρήση των αυλών και των τύμπανων στην Κρήτη αναφέρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι ιερωμένοι της εποχής από τις αρχές του 15ου και του 17ου αιώνα, αντίστοιχα. Τα τύμπανα, που ονομάζονται και ταμπούρλα, αναφέρονται και στα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας από το 1600 περίπου. Το μικρό κρητικό τύμπανο, που ονομάζεται νταουλάκι ή τουμπί, διατηρείται μέχρι σήμερα μόνο στο νομό Λασιθίου και είναι αυτό ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μουσικής κληρονομιάς του νομού. Eίναι ένα ρυθμικό όργανο, το οποίο παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα νταουλόξυλα, που ονομάζονται τουμπόξυλα, και συνήθως συνοδεύει ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο, που μπορεί να είναι μ(π)αντούρα, ασκομ(π)αντούρα, λύρα ή βιολί.

ΧΟΡΔΟΦΩΝΑ
Η ΛύραΣυναντάται σε τρεις τύπους, δηλαδή το λυράκι, την κοινή λύρα και τη βροντόλυρα. Έχουν τρεις χορδές, σήμερα μεταλλικές, παλιότερα εντέρινες, Διαφέρουν μόνο ως προς το μέγεθος, τον ήχο που παράγουν και τη χρήση. Η βιολόλυρα είναι ένας άλλος τύπος λύρας, που δημιουργείται γύρω στο 1925, με εμφανείς επιδράσεις από το βιολί

Το βιολί
Πρόκειται για το γνωστό δυτικό βιολί, του οποίου η χρήση ως λαϊκού οργάνου στον ευρύτερο ελληνικό χώρο είναι γνωστή από πολύ παλιά. Στην Κρήτη παίζεται, παράλληλα με τη λύρα, κυρίως στις δυτικές και στις ανατολικές επαρχίες.

Το λαούτο
Πρόκειται για το γνωστό σε όλη τη Ελλάδα μουσικό όργανο, λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος, με τέσσερα ζεύγη χορδές, παλαιότερα εντέρινες, σήμερα μεταλλικές, Συνοδεύει ρυθμικά και αρμονικά τη λύρα ή το βιολί, άλλοτε παίζοντας τους βασικούς φθόγγους της μελωδίας, άλλοτε προσφέροντας ένα απλό ή διπλό ισοκράτημα και άλλοτε παίρνοντας, για σύντομο διάστημα, τη μελωδία προκειμένου να ξεκουραστεί ο λυράρης ή ο βιολιστής. Πολλές φορές το λαούτο χρησιμοποιείται και ως σολιστικό όργανο.

Το μαντολίνο και η κιθάρα
Είναι τα γνωστά όργανα, από τα οποία το πρώτο χρησιμοποιείται στην Κρήτη ως όργανο μελωδίας ή και συνοδεία της λύρας και του βιολιού, ενώ το δεύτερο χρησιμοποιείται ως καθαρά συνοδευτικό όργανο.

Το μπουλγαρί
Ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων. Η χρήση του σήμερα είναι πολύ περιορισμένη στην Κρήτη. Παλιότερα όμως ήταν πολύ διαδεμένο ως όργανο μελωδίας ή ακόμη και συνοδείας της λύρας.

ΑΕΡΟΦΩΝΑ
Το θιαμπόλι ή φθιαμπόλι, φτιαμπόλι, φιαμπόλι, παμπιόλι, μπαμπιόλι, χαμπιόλι, σφυροχάμπιολο, σφυροχάμπουλο, πειροχάμπιολο, και γλωσσοχάμπιολο

Είναι ένα είδος καλαμένιου ή ξύλινου φλάουτου με λοξοκομμένο το μέρος όπου φυσάει ο παίκτης και κλεισμένο με τον "πείρο ή σούρο", ένα είδος τάπας με λεπτή σχισμή για να περνά ο αέρας. Πάνω στον κύλινδρο και εκεί που τελειώνει ο πείρος ανοίγεται μια τετράγωνη συνήθως τρύπα και στη συνέχεια πιο κάτω έξι τρύπες μπροστά και μία πίσω που χρησιμεύουν για τη μελωδία. Το θιαμπόλι, κατεξοχήν ποιμενικό όργανο, παίζεται συνήθως μόνο του. Πολλές φορές όμως, όταν ο παίκτης είναι επιδέξιος, μπορεί να παίξει μαζί με τη λύρα.

Η μαντούρα
Είδος κλαρινέτου με μονό επικρουστικό γλωσσίδι στο πάνω άκρο της που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού. Έχει 4 - 6 τρύπες και φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη. Παραλλαγή της μαντούρας είναι η διπλομαντούρα ή τζομπραγιά μαντούρα, που στην πραγματικότητα είναι δύο μαντούρες ίδιες οξύτητας δεμένες και παιζόμενες.

Η ασκομαντούρα
Αποτελείται από δερμάτινο ασκί που χρησιμεύει ως αποθήκη αέρος, το ξύλινο ή καλαμένιο ή κοκαλένιο επιστόμιο με βαλβίδα, μέσα από το οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης τον αέρα, και τη συσκευή παραγωγής του ήχου, η οποία περιλαμβάνει μια αυλακωτή σκάφη που καταλήγει σε χοάνη και δύο αυλούς, τύπου κλαρινέτου με μονό επικρουστικό γλωσσίδι και 5 συνήθως τρύπες. Το όργανο αυτό, πολύ διαδεδομένο παλιότερα στην Κρήτη, τείνει δυστυχώς σήμερα να εκλείψει. Όπως καταδεικνύεται από την κρητική λογοτεχνία, οι όροι φιαμπόλι, μαντούρα και παντούρα είναι γνωστοί στην Κρήτη από τα τέλη του 16ου αιώνα

ΜΕΜΒΡΑΝΟΦΩΝΑ
Το νταουλάκι
Πρόκειται για ένα μικρό νταούλι που παίζεται με δύο ραβδάκια, τα νταουλόξυλα, και συνοδεύει ρυθμικά τη λύρα ή το βιολί . Παλιότερα ήταν ευρύτατα γνωστό, ιδίως στην ανατολική Κρήτη.

Περισσότερα στο βιβλίο του Ιωάννη Τσουχλαράκη
«ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ», Αθήνα 2004

και στις σελίδες
www.tsouchlarakis.com/
www.winefest-dafnes.gr/