Α’ ΣΥΝΕΧΕΙΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:
Γράφει η συνεργάτιδα μας
Στέλλα Μαρινάκη
Ιστοριοδίφης.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται δυστυχώς, γίνεται διδακτική και χρήσιμη, όταν το ιστορικό γεγονός που ανακαλείται της δίνει την λησμονημένη, ενδεχομένως, σημασία του και τις τραγικές πολλές φορές συνέπειες του, όπως για άλλη μια φορά συμβαίνει αυτές τις μέρες με τα πολεμικά γεγονότα στην Ουκρανία, τα οποία προκαλούν τον αποτροπιασμό και την αγωνία της διεθνούς κοινότητας.
Μέσα από αυτή τη σειρά άρθρων ευελπιστούμε να φωτίσουμε διάφορες πτυχές του ουκρανικού ζητήματος κατά το παρελθόν, καθώς και την διαχρονική παρουσία του ελληνικού πολιτισμού στα μέρη αυτά.
Η αρχαία πόλη Χερσόνησος στην Κριμαία (Ταυρίδα).
Στην περιοχή της σημερινής Ουκρανίας αναπτύχθηκαν σπουδαίοι πολιτισμοί σε βάθος τουλάχιστον πέντε χιλιετιών. Στην αρχαία Ταυρίδα των Ελλήνων κατοίκησαν οι Κιμμέριοι και οι Σκύθες, ενώ κατά τον 7ο αι. π.Χ. οι Μιλήσιοι έκτισαν εκεί παράλιες αποικίες κατά μήκος του Ευξείνου Πόντου (θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο επόμενο άρθρο). Έως και τον 2ο αι. π.Χ. η επικράτεια της σημερινής Ουκρανίας αποτελούσε τμήμα της Σκυθίας και του βασιλείου του Κιμμερίου Βοσπόρου, ενώ η χερσόνησος της Κριμαίας με τις ελληνικές πόλεις ήταν υπό τον έλεγχο του βασιλείου του Πόντου επί Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορος (112-63 π.Χ.).
Από τους πρώιμους χριστιανικούς αιώνες και εξής η περιοχή δέχτηκε αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές και μεταναστεύσεις λαών (Ούννων, Γότθων, Σλάβων, Βουλγάρων, Χαζάρων, Πετσενέγκων κ.ά.). Στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην περιοχή μια άγνωστη μέχρι τότε σκανδιναβική φυλή, οι Βαράγγοι-Ρως. Σταδιακά συγχωνεύτηκαν με τα προϋπάρχοντα Ανατολικά Σλαβικά φύλα και δημιούργησαν κράτος με πρωτεύουσα το Κίεβο (Σημ: από αυτούς τους Ρως πήρε το όνομά της αργότερα η Ρωσία. Θεωρούνται άλλωστε προπάτορες κυρίως των Ρώσων, αλλά επίσης των Λευκορώσων και των Ουκρανών). Οι Ρως του Κιέβου ισχυροποίησαν το κράτος τους στην πορεία των αιώνων, το οποίο εκτεινόταν από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Βαλτική και από τα Καρπάθια όρη μέχρι τα Ουράλια. Επιχείρησαν από το 860 μ.Χ. επιδρομές εναντίον της Κωνσταντινούπολης αλλά αποκρούστηκαν. Ακολούθως προσέγγισαν την κραταιά Βυζαντινή αυτοκρατορία και ανέπτυξαν μαζί της διπλωματικές – εμπορικές επαφές. Άλλωστε, η περιοχή της νότια Κριμαίας αποτελούσε «Θέμα» του Βυζαντινού κράτους επί αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842 μ.Χ.)1.
Καθοριστικό πολιτικό και θρησκευτικό γεγονός αποτελεί αναμφισβήτητα ο εκχριστιανισμός των Ρως με πρωτοβουλία του ηγεμόνα τους Βλαδίμηρου Α’ (973-1015 μ.Χ.) του επονομαζόμενου «Αγίου». Μάλιστα, ο ίδιος ο Βλαδίμηρος βαπτίστηκε χριστιανός, στα νερά του Δνείπερου ποταμού, από ιερείς που ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη. Έλαβε το χριστιανικό όνομα Βασίλειος, προς τιμήν του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, ενισχύοντας έτσι τους δεσμούς μεταξύ των Ρως και του Βυζαντίου. Επιπλέον, ο Βλαδίμηρος νυμφεύτηκε την αδελφή του Βασιλείου Β’, πριγκίπισσα Άννα την «Πορφυρογέννητη».
Ο Βλαδίμηρος Α’ βοήθησε στην ανάπτυξη της χώρας του πολλαπλώς, αναπτύσσοντας στενή συνεργασία με το Βυζαντινό κράτος, που ήταν τότε κυρίαρχο και αποτελούσε βάση για μεγάλο εύρος εμπορικών συναλλαγών. Οι Βαράγγοι μάλιστα υπηρετούσαν ως σωματοφύλακες του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Οι βυζαντινές κτήσεις στον Εύξεινο Πόντο, με κέντρο την πόλη Χερσώνα, συνέβαλλαν στην ανάπτυξη των οικονομικών επαφών μεταξύ των δύο λαών. Επίσης, τα μεγάλα ποτάμια του Δνείστερου και του Βόλγα έδωσαν ώθηση στις μεταφορές προϊόντων μεταξύ Ευξείνου Πόντου και Βαλτικής αποφέροντας πλούτο. Τα κυριότερα εμπορεύματα ήταν: ξυλεία, μέλι, λάδι, σιτηρά, ζαχαρότευτλα, κάρβουνο, ψάρια, κεχριμπάρι, γούνες, υφάσματα, χειροποίητα είδη, όπλα κ.ά.
Αξιοσημείωτη είναι και η πνευματική – πολιτιστική επίδραση που άσκησε το Βυζάντιο στους Ρως. Ο Βλαδίμηρος Α’ εκτός από τον χριστιανισμό έφερε και στοιχεία του ελληνικού πνεύματος, τα οποία ρίζωσαν στις περιοχές αυτές, όπου πολύ αργότερα αναπτύχθηκε η αυτόνομη Ουκρανία. Πώς έγινε αυτό; Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διέθετε λειτουργικά κ.ά. βιβλία στο Κυριλλικό αλφάβητο, καθώς και πολλές μεταφράσεις Ελλήνων λογίων συγγραφέων στις σλαβικές γλώσσες. Και είναι αυτές οι μεταφράσεις που έφεραν σε επαφή τους Ρώσους και τους Ουκρανούς διανοούμενους με την ελληνική φιλοσοφία, λογοτεχνία και επιστήμη, χωρίς να χρειαστεί να διδαχτούν ελληνικά! Αυτή η μεγάλη εμπορική και πολιτιστική ακμή που προϋπήρχε κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Σβιατοσλάβου Α’ (942-972 μ.Χ.), καθώς και του Γιαροσλάβου του Σοφού (1019-1054) διατηρήθηκε μέχρι και τον 12ο αι. μ.Χ. Τότε πραγματοποιήθηκε μια ολιγόχρονη συνένωση των ηγεμονιών της περιοχής.
Έκτοτε, με την πάροδο των δεκαετιών, η ακμή αυτή σταδιακά έχασε τη δυναμική της. Οι συναλλαγές μεταξύ των δύο κρατών (Βυζαντίου και Ρως) μειώθηκαν. Αφενός μεν οι Σταυροφόροι απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη, η οποία αλώθηκε το 1204. Αφετέρου διάφορα βαρβαρικά φύλα των στεπών, με κυριότερους τους Μογγόλους, επέδραμαν σε ολόκληρη την ΒΑ Ευρώπη. Μαζί τους εισέβαλαν και οι Τατάροι (τουρκογενές φύλο) στην Κριμαία την οποία κατέκτησαν (1237-1241). Διασπάστηκε επομένως το κράτος των Ρως και περιορίστηκε στο Νόβγκοροντ, αφού το Κίεβο είχε κατακτηθεί από τους Μογγόλους. Το 1449 οι Τατάροι ίδρυσαν το λεγόμενο «Χανάτο» της Κριμαίας και έγιναν σύμμαχοι των Οθωμανών.
Μεταξύ 1362-1382, κυριάρχησαν στην ευρύτερη περιοχή της Ουκρανίας οι Λιθουανοί, οι οποίοι ήταν τότε πολύ ισχυροί. Στους αιώνες που ακολούθησαν, η περιοχή της Ουκρανίας διοικήθηκε από ετερόκλητους λαούς (π.χ. Πολωνούς, Κοζάκους, Ρουθηνούς, Σουηδούς κτλ.), που τα διαφορετικά τους θρησκευτικά δόγματα επέτειναν τις διαμάχες και το μεταξύ τους μίσος. Αυτές οι θρησκευτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους Ρωμαιοκαθολικούς Πολωνούς, στους Ουνίτες Ρουθηνούς και στους Ορθόδοξους Κοζάκους κράτησαν σε διαρκή εξέγερση την περιοχή της Ουκρανίας.
Η διαρκής ισχυροποίηση της Ρωσίας δεν απέτρεψε, όπως ήταν φυσικό, την προσάρτηση μεγάλου μέρους της Ουκρανίας, την οποία θεωρούσε ως ζωτικό της χώρο ιστορικά και πολιτισμικά. Αυτό επετεύχθη σε βάθος χρόνου (16ος-19ος αι.) μετά από σειρά πολέμων της Ρωσίας τόσο εναντίον των Δυτικών δυνάμεων όσο και εναντίον των Τατάρων-Οθωμανών που κατείχαν ουκρανικά εδάφη. Μέσα στις γενικότερες αναταραχές εμφανίστηκαν τάσεις των Ουκρανών να στραφούν προς τη Δύση για να εναντιωθούν στον «εκρωσισμό» της χώρας τους. Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τα πιο χαρακτηριστικά γεγονότα.
Πιστεύεται από κάποιους ιστορικούς ότι η Ουκρανική εθνική συνείδηση δημιουργήθηκε κυρίως από τους Κοζάκους του Ζαπορίζιε κατά την περίοδο 1648-1654. Πρόκειται για πολεμικό λαό ανατολικοσλαβικής καταγωγής. Μάλιστα η λέξη «Ουκρανία» σημαίνει «συνοριακό-ακριτικό κράτος». Το έτος 1654 θεωρείται κομβικό, διότι ο Ρώσος Τσάρος Αλέξιος Μιχαήλοβιτς πήρε τους Κοζάκους υπό την προστασία του, διότι αντιδρούσαν στην πολωνική εξουσία. Στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Πολωνίας που ακολούθησε, η περιοχή της Ουκρανίας διαμελίστηκε και έτσι έληξε η μακροχρόνια σύρραξη μεταξύ των Ρώσων και των συνασπισμένων Πολωνών-Λιθουανών (1654-1667). Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επικράτησε απόλυτη ειρήνη, δεδομένου ότι και στα επόμενα χρόνια η Ρωσία εξακολουθούσε να επιδιώκει την πλήρη κυριαρχία της στις γύρω απ’ αυτήν περιοχές (π.χ. στα όρια της σημερινής Λευκορωσίας και Ουκρανίας).
Καθοριστική θεωρείται η νίκη της Ρωσίας στη μάχη της Πολτάβας το 1709 επί τσάρου Μεγάλου Πέτρου Α’ εναντίον των Σουηδών διεκδικητών της Ουκρανίας. Μόνο η Κριμαία παρέμεινε στους Τατάρους. Αναγκάστηκαν όμως να την εγκαταλείψουν μετά από την επικράτηση της Ρωσίας στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1768-1774. Οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Κριμαία το 1771 και έτσι οι Τατάροι μετά από τριετή αντίσταση εκδιώχθηκαν, με αποτέλεσμα αρκετοί εξ αυτών να καταφύγουν στην συγγενική τους Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο πόλεμος έληξε με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774). Ενώ το 1783 η Μεγάλη Αικατερίνη προσάρτησε οριστικά την Κριμαία στη Ρωσική Τσαρική Αυτοκρατορία, μαζί με άλλες βαλκανικές και παραδουνάβιες χώρες. Από τότε κατέστη φανερό ότι η Ρωσία επεδίωκε να εδραιώσει την κυριαρχία της στον Εύξεινο Πόντο και στην Αζοφική. Η δυτική Ουκρανία (Γαλικία) πέρασε στην κυριαρχία των Αψβούργων της Αυστροουγγαρίας το 1795.
Επόμενος στόχος της τσαρικής Ρωσίας ήταν να ελέγξει τα στενά των Δαρδανελλίων. Αξίζει να αναφερθεί ότι, με τη συνθήκη Χιουγκάρ Ισκελεσί (της 26ης Ιουνίου – 8ης Ιουλίου του 1833), ο Τσάρος φρόντισε να κατοχυρώσει την κυριαρχία του στα Στενά, επιβάλλοντας στους Οθωμανούς να απαγορεύουν τη διέλευση σε πλοία άλλων χωρών εκτός των Ρωσικών! Και εκ παραλλήλου η Ρωσία εξασφάλισε διπλωματικά το δικαίωμά της αυτό, με την ….ανοχή (ή τον εξαναγκασμό;) των υπόλοιπων Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής εκείνης στη Συνδιάσκεψη του Μύνχενγκρατς (Münchengrätz) της σημερινής Τσεχίας στις 9-19 Σεπτεμβρίου 1833! (Σημ: Ουδείς αμφιβάλλει ότι, από τότε μέχρι και σήμερα, το «Ζήτημα των Στενών» αποτελούσε, και ενδεχομένως θα αποτελεί και στο μέλλον, μείζονα προτεραιότητα της Ρωσικής διπλωματίας).
Η συνθήκη αυτή ανανεώθηκε το 1841, για να παραβιαστεί στην έναρξη του «Κριμαϊκού Πολέμου», όταν τον Νοέμβριο του 1853 ναυτικές δυνάμεις των Αγγλο-Γάλλων με την συνεργασία των Τούρκων κατέπλευσαν στα νερά του Βοσπόρου και της Προποντίδας2.
Η Ελλάδα δεν έμεινε αμέτοχη, αν αναλογιστούμε ότι ο Βασιλιάς Όθωνας και η Αμαλία είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα για την πραγματοποίηση του εθνικού πόθου της απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων που ζούσαν στις Τουρκοκρατούμενες ακόμα περιοχές. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία) ακολουθούσαν αντιρωσική και φιλοτουρκική πολιτική, επομένως κατέστειλαν τις ελληνικές απελευθερωτικές προσπάθειες που διεξήχθησαν με πρωτοβουλία του Όθωνα και την παρ’ ολίγον συμμετοχή της χώρας στα πολεμικά γεγονότα της Κριμαίας. Είναι γνωστή η κατάληψη του Πειραιά από τους Αγγλο-Γάλλους με στόχο την ελληνική ουδετερότητα. Για τον λόγο αυτόν ανέθεσαν την διακυβέρνηση στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο3. Τα πολεμικά τους πλοία αποχώρησαν μετά από τρία χρόνια, ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις του ελληνικού λαού που υπέφερε από σιτοδεία και επιδημία χολέρας. Ο «Κριμαϊκός πόλεμος» (1853-1855), που σημαδεύτηκε από την καταστροφή της Σεβαστούπολης, κατέληξε στην ήττα της Ρωσίας από τις συμμαχικές δυνάμεις. Την 30η Μαρτίου 1856 υπεγράφη η συνθήκη των Παρισίων4.
Στα χρόνια που ακολούθησαν παρατηρήθηκαν διώξεις εθνοτήτων και εμφύλιες διαμάχες μεταξύ ρωσόφιλων και μη στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Επακόλουθο ήταν να γίνουν καταστροφές πόλεων και χωριών, απαλλοτριώσεις και καταπατήσεις γαιών και χιλιάδες νεκροί εκατέρωθεν, που σημάδεψαν το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. Παράλληλα, άρχισαν και επαναστάσεις σοσιαλιστικού προσανατολισμού.
Επί τσάρου Αλέξανδρου Β’ (1855-1881) παρατηρείται μια γενικευμένη ανησυχία της Ρωσικής ηγεσίας απέναντι σε αυτονομιστικές τάσεις, τόσο των Ουκρανών όσο και των Πολωνών5. Το αποτέλεσμα ήταν ο Ρώσος Υπουργός Εσωτερικών Pyotr Valuev να εκδώσει το 1863 ένα μυστικό διάταγμα που απαγόρευσε τη δημοσίευση θρησκευτικών και εκπαιδευτικών κειμένων γραμμένων στην ουκρανική γλώσσα. Ακολούθως, ο ίδιος ο τσάρος Αλέξανδρος Β’ εξέδωσε το 1876 ακόμα πιο αυστηρό διάταγμα που γενίκευε την απαγόρευση χρήσης της ουκρανικής γλώσσας. Η ισχύς του διατάγματος διήρκεσε μέχρι το 1905.
Σημειώσεις:
1) Ο όρος «Θέμα» κατά τη βυζαντινή περίοδο προσδιόριζε τις επαρχιακές διοικήσεις, δηλαδή περιφέρειες του Βυζαντινού κράτους. Ο θεσμός των «Θεμάτων» ξεκίνησε από τη Μικρά Ασία κατά τον 7ο αι. μ.Χ. και σταδιακά επεκτάθηκε. Στην περιοχή της Νότιας Κριμαίας υπήρχε το βυζαντινό «Θέμα» Χερσώνας.
2) Η συνθήκη του «Μοντρέ» καθόρισε το διεθνές νομικό καθεστώς του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων. Ήταν συνέχεια παρόμοιων συνθηκών του 18ου αι. Υπεγράφη στις 21 Ιουλίου 1936 στην πόλη Μοντρέ της Ελβετίας από την ΕΣΣΔ, τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Στις 9 Νοεμβρίου του ίδιου έτους η συνθήκη επικυρώθηκε και από τις 11 Δεκεμβρίου τέθηκε σε πλήρη ισχύ από την Κοινωνία των Εθνών. Προβλέπει την ελεύθερη διέλευση των εμπορικών σκαφών όλων των χωρών τόσο εν καιρώ ειρήνης όσο και πολέμου. Όσον αφορά στα πολεμικά πλοία εν καιρώ πολέμου, η συνθήκη επιτρέπει την πρόσβαση μόνο σε αυτά των χωρών της Μαύρης Θάλασσας και όχι σ’ αυτά άλλων χωρών. Και εφ’ όσον η Τουρκία δεν μετέχει σε πολεμικές ενέργειες έχει το δικαίωμα να κλείσει τα στενά για τις ναυτικές δυνάμεις των χωρών που εμπλέκονται σ’ αυτές. Η Συνθήκη αυτή ανανεώθηκε το 1951 και εξακολουθεί να τελεί σε ισχύ.
3) Αυτή η κυβέρνηση έμεινε γνωστή και ως «Υπουργείον της Κατοχής» διότι είχε αναλάβει καθ’ υπόδειξη των ξένων δυνάμεων συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Στον τομέα των εξωτερικών υποθέσεων κύριο μέλημά της ήταν η αποκατάσταση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων! Σε μια περίοδο που ήταν Τουρκοκρατούμενη η μισή και πλέον Ελλάδα!
4) Ο επόμενος Ρωσοτουρκικός πόλεμος διεξήχθη μεταξύ 1877-1878 και ήταν νικηφόρος για τη Ρωσία. Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να ευνόησε τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία άρχισε πλέον να καταρρέει. Ο πόλεμος τελείωσε με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (03 Μαρτίου 1878), που προέβλεπε την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, αλλά τροποποιήθηκε με τη συνθήκη του Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878).
5) Πρέπει να τονιστεί απ’ την άλλη πλευρά ότι ο Αλέξανδρος Β’ χαρακτηριζόταν από προοδευτικό πνεύμα. Κατήργησε την δουλοπαροικία στη Ρωσική αυτοκρατορία και συνέβαλλε στην εκβιομηχάνιση της χώρας. Δολοφονήθηκε όμως από αναρχικούς το 1881 και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλέξανδρος Γ’ (1881-1894).
Εικόνες:
Παλιός χάρτης των χωρών της Μαύρης Θάλασσας (Εύξεινου Πόντου) σε λατινική γραφή. Πηγή Στο επόμενο:
Β’ ΣΥΝΕΧΕΙΑ: «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΕΥΞΕΙΝΙΕΣ ΧΩΡΕΣ».