Αξίζει να το διαβάσετε και για τους όρους και λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.
ΓΙΑΝΝΗ Ι. ΜΑΥΡΑΚΑΚΗ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΧΑΝΙΑ 1948
«Απού ’χει πρόβατα ’χει τα κι’ απού τά βόσκει τρώει τα».
Οι Βοσκοί.
Οι βοσκοί της Κρήτης κατοικούν μόνιμο στα ορεινά κυρίως χωριά της και ανήκουν σε γεωργικές οικογένειες, που κοντά στις γεωργικές απασχολήσεις των, κάνοντας κάποια εναλλαγή των μελών τους στις διάφορες δουλειές, ασχολούνται και με την κτηνοτροφία και ιδίως τη βοσκή αιγοπροβάτων. Βοσκοί με κύριο επάγγελμα την βοσκική είναι ελάχιστοι στην Κρήτη.
Ο Κρητικός βοσκός μπορεί να είναι οιασδήποτε ηλικίας και φορεί τη συνηθισμένη κρητική φορεσιά. Το χειμώνα όμως, που είναι τα χιόνια, το κρύο και οι βροχές και είναι υποχρεωμένος να στέκεται για τη βοσκή και φύλαξη των εχνών του μέρα νύχτα, ντύνεται πιο βαρειά, με το ρασομίτανο, τη ρασόκαρτσα και το ράσο (είδος παλτού) ή καπότο, που κατασκευάζονται από την τριμμένη ρασιά που υφαίνουν οι γυναίκες στους αργαλειούς (στ’ αργαστήρια) από το φάδι που κάνουν με το κλώσιμο του μαλλιού των ωζών ή της τρίχας των αιγών, όταν κατασκευάζουν γαμπάδες (γαμπάς είναι το ράσο που γίνεται από τις τρίχες των αιγών και είναι περισσότερο αδιαπέραστο απ’ το νερό της βροχής, γιατί γλιστράει απ’ τις τρίχες του και φεύγει (πέφτει), μα δεν είναι ζεστερό σαν το άλλο). Ο βοσκός κρατεί πάντα σχεδόν τη κατσούνα του, για στήριγμα, άμυνά του και για το πιάσιμο των αιγοπροβάτων.
Στην πλάτη του έχει κρεμασμένο (βαστά) το βοσκοσάκκουλό τους μέσα στο οποίο βρίσκεται το βοσκικό του (το φαγητό του) και το τζαγκαρευτικό του, που του είναι απαραίτητο για το ράψιμο των στιβανιών του. Στη μέση του ή σπανίως στο σακούλι του), έχει αχώριστο σύντροφό τους τον πασαλή (το Κρητικό μαχαίρι). Καμιά φορά βαστά και το τόσο αγαπημένο στους Κρητικούς ντουφέκι για την προστασία του εαυτού του και του κοπαδιού του από τους κλέφτες.
Στην Κρήτη που δεν υπάρχουν τσελιγκάτα με πολλά πρόβατα γίνονται οι συνεταιρισμοί, δηλαδή τα κοινιάτα ή περισσοτέρων ιδιοκτητών και στένονται τα μιτάτα για την εξυπηρέτηση των ζώων αυτών. Συνήθως τα κουράδια (κοπάδια-ποίμνια) στην Κρήτη, καθώς και στην λοιπή Ελλάδα, έχουν 200-500 αιγοπρόβατα. Το κουράδι (σχετικά του δε τα κείρω-κουρεύω-κουρά) έχει οδηγούς κριούς ή τράγους – μπροσταρόκριγιους ή μπροσταρότραγους (στην υπόλοιπη Ελλάδα λέγονται γκεσέμια οι οδηγοί κριοί), για επιβήτορες τους βαρβατόκριγιους ή βαρβατότραους, τα έγγαλα (τα γαλατερά θηλυκά ζώα), τα στείρα (στέρφες = τα θηλυκά στείρα της άλλης Ελλάδος) και τα αρνόριφα.
Όταν σαλεύουν για τη βοσκή τα αιγοπρόβατα προηγείται ο οδηγός μπροσταρόκριγιος ή μπροσταρότραος, έπειτα ακολουθούν οι άλλοι κριγοί ή τράγοι, κατόπιν βαδίζουν τα πρόβατα ή οι αίγες και ύστερα τα αρνιά ή ρίφια του κουραδιού.
Πιστεύεται πώς κάθε κουράδι έχει τον οδηγό του – δηγότου δηλ. κάποιο ζωόμορφη στοιχειό με μορφή κριού ή τράγου ή ποιμενικού σκύλου, που κατά την φαντασία των βοσκών οδηγεί και προστατεύει το κουράδι και έτσι ευτυχεί και μεγαλώνει και χιλιάζει (κάνει χίλια ζώα).
Παλαιότερα επίστευαν (και έπραττον αυτό που και σήμερα ίσως γίνεται), ότι ο δηγός γινόταν με την βοήθεια του ανθρώπου ως εξής: Έσχιζαν το μηρό ενός τράγου ή κριού και έμπηχναν εκεί ένα κομμάτι ψαροκόκκαλο (γι’ αυτό σημειώνομε και στο περί μπολιάσματος αιγοπροβάτων σχετικό
μέρος). Έπειτα το έρραβαν ή το εμαγάριζαν, όπως λένε με σκυλοκόκκαλο που έβαζαν μαζί του στο μέρος αυτό. Έτσι επίστευαν οι βοσκοί και πιστεύουν ίσως και σήμερα μερικοί απ’ αυτούς πως δεν πιάνει λάβωμα – μάτιασμα – βασκανία, τα ζώα και πως απομακρύνονται και οι άλλες αρρώστιες απ’ αυτά και έτσι δεν ψοφούν τα ζώα του κουραδιού παρά πλησιαίνουν και χιλιάζουν.
Ο οδηγός και τα άλλα ζώα της πρωτοπορίας – της εμπροσθοφυλακής – του κουραδιού, λέγονται μπροστέλλο ή αμάτι του κουραδιού (κάβος των ωζώ στην Ανατολ. Κρήτη, Ξανθουδίδου, Ποιμ. Δυτ. Κρήτης, σελ.37) και έχει τα ζωηρότερα και ισχυρότερα ζώα.
Τα ζώα που βρίσκονται στη μέση του κουραδιού είναι μέτρια στηναντοχή, ζωηρότητα κτλ. και λέγονται η μέση των ωζώ. Τα ζώα δε που βαδίζουν τελευταία δηλ. στην ουρά του κουραδιού αποτελούν την λεγομένη κουντούρα των ωζώ και είναι πιο μικρά και ασθενή.
Για να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις μεταξύ των μιτάτων, επιτρέπεται το άρμεγμα σε ξένο μιτάτο, αν είναι κάτω των 15-20 ανακολιάρικων έγγαλων ζώων. Μα αν είναι περισσότερα τα διώχνουν, τα πρώχνουν, προς το μιτάτο τους και ειδοποιούν τους βοσκούς να τα πρεμαζώξουν (περισυλλέξουν). Διαφορετικά γίνονται τσακώματα και αφορμή ζωοκλοπής, απ’ την οποία γεννήθηκε το έθιμο των δανεικώνκατά το οποίο, αν έκλεψε ένας 10 ή 15 ζώα του άλλου, του κλέβει κι’ αυτός άλλα τόσα και έτσι πάνε πάτσι (ίσα – ίσα).
Το άρμεγμα των αναγκολιάρικων ζώων επιτρέπεται ακόμη και για λόγους υγιεινούς, για να μην πήξη μέσα στους μαστούς των το γάλα, που τρυπά τους μαστούς άμα παραμείνη πολύ σ’ αυτούς και επιφέρει πολλές φορές το θάνατο των ζώων.
Όταν οι βοσκοί φύγουν από τα ζώα τους (που γίνεται συχνά για διαφόρους λόγους) και τα αφήσουν να βόσκωνται μόνα τους λέγουν, πως τα άφισαν ορνικά ή λιμπερτά – αλιμπερτά (εκ των λατινικών libero – liberta – liberus = ελευθερώ, αφίημι, απελεύθερος), γίνονται συνήθως οι κλεψιές των ζώων ή οι αγροζημίες που προξενούν τα χωρίς καθοδήγηση και φύλαξη ζώα, γι’ αυτό και το Κράτος δι’ αστυνομικών διατάξεων τους υποχρεώνει να μην απομακρύνωνται απ’ αυτά.
Τα αιγοπρόβατα βόσκονται και κατά την νύκτα στους σαλεμούς που κάνουν. Υπάρχουν ποικίλοι ποιμενικοί όροι για το βοσκό, τη βοσκική και τα αιγοπρόβατα όταν βόσκωνται, όπως λ.χ. οι εξής: Γκαλονόμος= αυτός που βόσκει α έγγαλα, στειράρης ή στειροβοσκός = αυτός που βόσκει τα στείρα, γιδάρης εκείνος που βόσκει τις έγγαλες αίγες, γιτσικάρης ο βόσκων τα γιτσικά, προβατάρης ο βόσκων πρόβατα, αρνοβοσκός ή αρνάρης, ριφοβοσκός και στην Ανατ. Κρήτη λιανοστειράρης, ο βόσκων τα στείρα αρνιά και ρίφια και μαροπονόμοςαυτός που βόσκει τα μάροπα. Βόσκω = είμαι βοσκός (στην Ανατ. Κρήτη βοσκεύω). Ομοίως βοσκίζομαι, βοσκίζω και το συνώνυμό του βλέπω τα έχνη π.χ. εβόσκησα τα ζώα, έφερα βοσκησμένες τσ’ αίγες, αβόσκηστα έφερες τα έχνη, σήμερα έβλεπα τα στείρα μας.
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΧΑΝΙΑ 1948
«Απού ’χει πρόβατα ’χει τα κι’ απού τά βόσκει τρώει τα».
Οι Βοσκοί.
Οι βοσκοί της Κρήτης κατοικούν μόνιμο στα ορεινά κυρίως χωριά της και ανήκουν σε γεωργικές οικογένειες, που κοντά στις γεωργικές απασχολήσεις των, κάνοντας κάποια εναλλαγή των μελών τους στις διάφορες δουλειές, ασχολούνται και με την κτηνοτροφία και ιδίως τη βοσκή αιγοπροβάτων. Βοσκοί με κύριο επάγγελμα την βοσκική είναι ελάχιστοι στην Κρήτη.
Ο Κρητικός βοσκός μπορεί να είναι οιασδήποτε ηλικίας και φορεί τη συνηθισμένη κρητική φορεσιά. Το χειμώνα όμως, που είναι τα χιόνια, το κρύο και οι βροχές και είναι υποχρεωμένος να στέκεται για τη βοσκή και φύλαξη των εχνών του μέρα νύχτα, ντύνεται πιο βαρειά, με το ρασομίτανο, τη ρασόκαρτσα και το ράσο (είδος παλτού) ή καπότο, που κατασκευάζονται από την τριμμένη ρασιά που υφαίνουν οι γυναίκες στους αργαλειούς (στ’ αργαστήρια) από το φάδι που κάνουν με το κλώσιμο του μαλλιού των ωζών ή της τρίχας των αιγών, όταν κατασκευάζουν γαμπάδες (γαμπάς είναι το ράσο που γίνεται από τις τρίχες των αιγών και είναι περισσότερο αδιαπέραστο απ’ το νερό της βροχής, γιατί γλιστράει απ’ τις τρίχες του και φεύγει (πέφτει), μα δεν είναι ζεστερό σαν το άλλο). Ο βοσκός κρατεί πάντα σχεδόν τη κατσούνα του, για στήριγμα, άμυνά του και για το πιάσιμο των αιγοπροβάτων.
Στην πλάτη του έχει κρεμασμένο (βαστά) το βοσκοσάκκουλό τους μέσα στο οποίο βρίσκεται το βοσκικό του (το φαγητό του) και το τζαγκαρευτικό του, που του είναι απαραίτητο για το ράψιμο των στιβανιών του. Στη μέση του ή σπανίως στο σακούλι του), έχει αχώριστο σύντροφό τους τον πασαλή (το Κρητικό μαχαίρι). Καμιά φορά βαστά και το τόσο αγαπημένο στους Κρητικούς ντουφέκι για την προστασία του εαυτού του και του κοπαδιού του από τους κλέφτες.
Στην Κρήτη που δεν υπάρχουν τσελιγκάτα με πολλά πρόβατα γίνονται οι συνεταιρισμοί, δηλαδή τα κοινιάτα ή περισσοτέρων ιδιοκτητών και στένονται τα μιτάτα για την εξυπηρέτηση των ζώων αυτών. Συνήθως τα κουράδια (κοπάδια-ποίμνια) στην Κρήτη, καθώς και στην λοιπή Ελλάδα, έχουν 200-500 αιγοπρόβατα. Το κουράδι (σχετικά του δε τα κείρω-κουρεύω-κουρά) έχει οδηγούς κριούς ή τράγους – μπροσταρόκριγιους ή μπροσταρότραγους (στην υπόλοιπη Ελλάδα λέγονται γκεσέμια οι οδηγοί κριοί), για επιβήτορες τους βαρβατόκριγιους ή βαρβατότραους, τα έγγαλα (τα γαλατερά θηλυκά ζώα), τα στείρα (στέρφες = τα θηλυκά στείρα της άλλης Ελλάδος) και τα αρνόριφα.
Όταν σαλεύουν για τη βοσκή τα αιγοπρόβατα προηγείται ο οδηγός μπροσταρόκριγιος ή μπροσταρότραος, έπειτα ακολουθούν οι άλλοι κριγοί ή τράγοι, κατόπιν βαδίζουν τα πρόβατα ή οι αίγες και ύστερα τα αρνιά ή ρίφια του κουραδιού.
Πιστεύεται πώς κάθε κουράδι έχει τον οδηγό του – δηγότου δηλ. κάποιο ζωόμορφη στοιχειό με μορφή κριού ή τράγου ή ποιμενικού σκύλου, που κατά την φαντασία των βοσκών οδηγεί και προστατεύει το κουράδι και έτσι ευτυχεί και μεγαλώνει και χιλιάζει (κάνει χίλια ζώα).
Παλαιότερα επίστευαν (και έπραττον αυτό που και σήμερα ίσως γίνεται), ότι ο δηγός γινόταν με την βοήθεια του ανθρώπου ως εξής: Έσχιζαν το μηρό ενός τράγου ή κριού και έμπηχναν εκεί ένα κομμάτι ψαροκόκκαλο (γι’ αυτό σημειώνομε και στο περί μπολιάσματος αιγοπροβάτων σχετικό
μέρος). Έπειτα το έρραβαν ή το εμαγάριζαν, όπως λένε με σκυλοκόκκαλο που έβαζαν μαζί του στο μέρος αυτό. Έτσι επίστευαν οι βοσκοί και πιστεύουν ίσως και σήμερα μερικοί απ’ αυτούς πως δεν πιάνει λάβωμα – μάτιασμα – βασκανία, τα ζώα και πως απομακρύνονται και οι άλλες αρρώστιες απ’ αυτά και έτσι δεν ψοφούν τα ζώα του κουραδιού παρά πλησιαίνουν και χιλιάζουν.
Ο οδηγός και τα άλλα ζώα της πρωτοπορίας – της εμπροσθοφυλακής – του κουραδιού, λέγονται μπροστέλλο ή αμάτι του κουραδιού (κάβος των ωζώ στην Ανατολ. Κρήτη, Ξανθουδίδου, Ποιμ. Δυτ. Κρήτης, σελ.37) και έχει τα ζωηρότερα και ισχυρότερα ζώα.
Τα ζώα που βρίσκονται στη μέση του κουραδιού είναι μέτρια στηναντοχή, ζωηρότητα κτλ. και λέγονται η μέση των ωζώ. Τα ζώα δε που βαδίζουν τελευταία δηλ. στην ουρά του κουραδιού αποτελούν την λεγομένη κουντούρα των ωζώ και είναι πιο μικρά και ασθενή.
Για να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις μεταξύ των μιτάτων, επιτρέπεται το άρμεγμα σε ξένο μιτάτο, αν είναι κάτω των 15-20 ανακολιάρικων έγγαλων ζώων. Μα αν είναι περισσότερα τα διώχνουν, τα πρώχνουν, προς το μιτάτο τους και ειδοποιούν τους βοσκούς να τα πρεμαζώξουν (περισυλλέξουν). Διαφορετικά γίνονται τσακώματα και αφορμή ζωοκλοπής, απ’ την οποία γεννήθηκε το έθιμο των δανεικώνκατά το οποίο, αν έκλεψε ένας 10 ή 15 ζώα του άλλου, του κλέβει κι’ αυτός άλλα τόσα και έτσι πάνε πάτσι (ίσα – ίσα).
Το άρμεγμα των αναγκολιάρικων ζώων επιτρέπεται ακόμη και για λόγους υγιεινούς, για να μην πήξη μέσα στους μαστούς των το γάλα, που τρυπά τους μαστούς άμα παραμείνη πολύ σ’ αυτούς και επιφέρει πολλές φορές το θάνατο των ζώων.
Όταν οι βοσκοί φύγουν από τα ζώα τους (που γίνεται συχνά για διαφόρους λόγους) και τα αφήσουν να βόσκωνται μόνα τους λέγουν, πως τα άφισαν ορνικά ή λιμπερτά – αλιμπερτά (εκ των λατινικών libero – liberta – liberus = ελευθερώ, αφίημι, απελεύθερος), γίνονται συνήθως οι κλεψιές των ζώων ή οι αγροζημίες που προξενούν τα χωρίς καθοδήγηση και φύλαξη ζώα, γι’ αυτό και το Κράτος δι’ αστυνομικών διατάξεων τους υποχρεώνει να μην απομακρύνωνται απ’ αυτά.
Τα αιγοπρόβατα βόσκονται και κατά την νύκτα στους σαλεμούς που κάνουν. Υπάρχουν ποικίλοι ποιμενικοί όροι για το βοσκό, τη βοσκική και τα αιγοπρόβατα όταν βόσκωνται, όπως λ.χ. οι εξής: Γκαλονόμος= αυτός που βόσκει α έγγαλα, στειράρης ή στειροβοσκός = αυτός που βόσκει τα στείρα, γιδάρης εκείνος που βόσκει τις έγγαλες αίγες, γιτσικάρης ο βόσκων τα γιτσικά, προβατάρης ο βόσκων πρόβατα, αρνοβοσκός ή αρνάρης, ριφοβοσκός και στην Ανατ. Κρήτη λιανοστειράρης, ο βόσκων τα στείρα αρνιά και ρίφια και μαροπονόμοςαυτός που βόσκει τα μάροπα. Βόσκω = είμαι βοσκός (στην Ανατ. Κρήτη βοσκεύω). Ομοίως βοσκίζομαι, βοσκίζω και το συνώνυμό του βλέπω τα έχνη π.χ. εβόσκησα τα ζώα, έφερα βοσκησμένες τσ’ αίγες, αβόσκηστα έφερες τα έχνη, σήμερα έβλεπα τα στείρα μας.
Συνεχίζεται...